Αποκαμωμένος απ΄την ολοήμερη πορεία του, ο καλοκαιριάτικος ήλιος, έγερνε προς το δείλι, εκεί στα απόμερα λημέρια του όπου κάθε βράδυ ησυχάζει, ενώ οι αχτίνες του όσο κατηφόριζε, όλο και έχαναν απ΄τη λάμψη και τη ζωντάνια τους. Σιγά σιγά τριγύρω στη φύση απλωνόταν μια πλούσια σύνθεση από ήχους και θροΐσματα, από ομορφιές και τιτιβίσματα, την ώρα ακριβώς που ο ουρανός έμοιαζε πυρπολημένος από τα χρώματα του σούρουπου. Εκείνη ακριβώς την ώρα, στην απόμακρη ακρογιαλιά, ο Νικήτας και η Έμιλυ, ρουφούσαν αχόρταγα απ΄το νέκταρ του έρωτά τους, βιώνοντας κάτι απλό, κάτι μοναδικό κι ανεπανάληπτο που με λέξεις δεν εκφράζεται και δεν περιγράφεται, γιατί διαφορετικά το ζει ο κάθε άνθρωπος. H αύρα της θάλασσας που δρόσιζε τα κορμιά τους, ταυτόχρονα φλόγιζε τις καρδιές τους και πύρωνε τα διψασμένα χείλη τους, ενώ τα όνειρά τους ταξίδευαν μακριά, σε ταξίδι αλαργινό, μια και η θάλασσα τέλος δεν έχει ποτέ και πουθενά. Όπως έλεγε κι ο Νικήτας η θάλασσα είναι αναπόσπαστα δεμένη με την ίδια τη ζωή, αφού είναι ένα από τα στοιχεία της, αλλά στη συνείδηση όλων των ανθρώπων πάνω στον πλανήτη είναι ταυτισμένη με την εκπλήρωση των ενδόμυχων πόθων τους, γιατί τους χαρίζει τα κύματα, , με τα οποία ταξιδεύουν όλα τους τα όνειρα…….
Απ΄το βιβλίο Η ΜΑΤΩΜΈΝΗ ΦΩΤΟΓΡΑΦΊΑ
Ηλίας Κ Μάρκου