Στ’ συνάντησ’ π’ γίγκιν στου Κουρί απ’ τ’ς παλιοί τ’ς προυσκόπ’, έφκιασαν πουλλά ξίκια κι είπαν πουλλά κασμέρια. Μα ικείνου π’ τ’ς έφκιασιν όλνους να καρκαλιούντι όλ’ τ’ μέρα ήταν του κινητό τηλιέφουνου που ’χειν ου Πανούλης αλλά κι αυτό π’ έπαθιν αυτός στουν πάτου.
Όλ’ ξέρτι ότι κίντσιν κι σ’ν Ελλάδα η κινητή τηλιφουνία. Συνδέθ’καν πουλλιές πόλεις, Αθήνα, Σαλουνίκ’, Λάρ’σα κι άλλις. Σ’ν Κόζιαν’ όμους δεν ήρθιν ακόμα, μούγκι τ’ διαφημίζ’ν, γιατί λιέν ότι έχουμι πουλλά β’να κι σκουντάφτ’ η φουνή. Είπαν όμους ότι σ’ ένα χρόνου τα να ’χουμι κι μεις. Τώρα πώς τα γέν’ αυτό, είνι θκιά τ’ς δ’λειά. Καμόσ’ βέβαια τα ρουτάτι, τι τα πει «κινητή τηλιφουνία»; Τσακών’ς του τηλιέφουνου κι του τριουρνάς μι τα καλώδια ουπίσου σ’; Όχι, είνι ένα μ’κρό τηλιέφουνου, σαν κ’τι απού κουνσέρβα, π’ του βάν’ς στουν κουλότζιπου, πααίν’ς όπ’ θέλ’ς κι αυτό έχ’ μαγνήτ’ σ’ν ουμιλία. Σι χ’πούν τουν αρ’θμό, σι τζιαουνίζ’ αυτό στουν τζιόπ’, του σ’κών’ς κι ουμιλάς.
Ώι που έφτασιν η ρουφιάνα η φραγκιά!
Πήριν του λοιπόν ου Πανούλης ένα ψέφτ’κου τηλιέφουνου απ’ τ’ αυτά π’ παίζ’ν τα μ’κρά μι μπαταρίις, συνουήθκιν μι του Θανάσα, άλλου σιουρδουντάμαρου κι αυτό κι μόλις σέβ’νιν κάνας μέσα, έβαναν να χ’πάει τάχατ’ του τηλιέφουνου κι ήλιγαν:
– Ορίστε; Ποιον είπατε θέλ’τι; Τον κ. Πλόσκα; Ναι, μόλις μπήκε, πάρτε τον.
Ανταριάζουνταν ου άλλους, του τσάκουνιν κι φώναζιν: «Ναι, ποιος είναι;». Φώναζιν κιόλας «δεν σας ακούω» κλπ.
Τ’ς κασμέριψαν όλ’νους. Μέχρ’ κι τουν υπουργό τουν είπαν «έλα κ. υπουργέ, απ’ τ’ Ρηγίλλης ου Έβερτ σι χαλέβ’».
Γέλασαν πουλί. Μέχρ’ π’ κάθουνταν όλ’ σ’ν πόρτα κι καρτιρούσαν να ρθει κάνας, να τουν γιλάσ’ ου Πανούλης μι τουν Θανάσα.
Ύστιρας απ’ αυτόϊα όλ’ χάλιβαν να τουν φκιάσ’ν ένα χ’νέρ’ τουν Πανούλη. Τι να τουν φκιάσ’ν, βρήκαν μια στουλή απού έναν χουρουφύλακα, τ’ν έδουκαν σ’ έναν ξένου κι αργά τα μισάνυχτα μπαίν’ μέσα στου νουντά π’ κοιμούνταν ου Πανούλης μι πέντι εξ’ άλνους κι φουνάζ’ ου ψευτ’κους ου χουρουφύλακας:
– Ο κύριος Παναγιώτης Καρδογιάννης είναι εδώ;
– Ναι, ιγώ είμι, λιέει ου Πανούλης.
– Συγνώμη κύριε που σας ξυπνώ τέτοια ώρα, αλλά πρέπει να βρίσκεστε η ώρα έξι το πρωί στο Αμύνταιο γιατί είχατε φύλλο πορείας. Επιστρατεύεστε. Στο Πυροβολικό δεν είστε;
– Ναι ρα, λιέει ου Πανούλης, σώπα ρα, πότι; Τι έγινι; Ιγώ είμι τρανός αρά.
– Ναι κύριε. Φαίνεται, είστε σημαίνον πρόσωπο. Ξέρετε με την Αλβανία έχουμε προβλήματα. Στη ΔΕΗ δεν δουλεύετε εσείς; Ε, γι αυτό σας χρειάζονται φαίνεται. Να σας πάρω τώρα με το περιπολικό ή θα πάτε μόνος;
– Ώι τι έπαθα, ώι μι παίρν’ φαντάρου. Αμάν αρά. Καλά μούγκι ιμένα; Πόσις μέρις αρά; Ώι τώρα τι μας φκιάν’ οι ρουφιάν’ οι Αλβανοί.
Ντύνιτι, αραδάει να βρει τα παπούτσια, καμπουθινά παπούτσια.
– Έι, μι φκιάν’τι πλάκα. Ιγώ φεύγου φαντάρους. Καταλαβαίν’τι; Χάζιψέτι όλ’;
Ένας Πανούλης ανταριαζμένους όσου καγκαμιάφρα, ώσπου πιτάχνητι ένας κι τουν λιέει:
– Ε ρα, τα να χ’ς κι του φουρητό τηλιέφουνου ικεί. Τι ανταριάζισι;
Τότι κατάλαβιν ου Πανούλης, ότ’ τουν κασμέριψαν. Αλλά ώσπου να καταλάβ’ ου Πανούλης πινήντα άτουμα μαζώθκαν απ’ όξου κι γιλούσαν.
– Καλά ρα, καλά ρα να ιδείτι τ’ χρόν’ ιγώ τι τα σας φκιάσου.
Καλό τ’ αντάμουμα, γέλια πουλλά κι κασμέρια στ’ συνάντησ’ απ’ τ’ς προυσκόπ’. Κι τ’ χρόν’ να ’μαστι καλά, να ξανανταμώσουμι.