Γειά σας πιδιά μ΄καλά!! Τι γενησέστι; Αυτό που γίγκιν σήμιρα, δε φτάνουν όλ΄ τ΄ κόσμ΄ τα σι εν ένια κι τα μπι μπι σιά να το μολοήσουν. Το Μήτσιο τ΄Κουρκουλόζ΄ όλ΄ τον ξέρτι, γιατί πειράζ΄ όλον τον κόσμο κι όποιον βρει λίγο μπόσκον, τον σκιάζ΄. Ο Μήτσιος σήμιρα έσκιαξε τ΄ν αρκούδα κι η αρκούδα κόμα κουσιέβ’. Να σας πω όμως από τ΄ν αρχή τι γίγκιν.
Κίντσιν ο Μήτσιος να πάει στ΄ Ρούπα κι στ΄ στράτα σταυρώθκιν μι τον Καρδασή. Είχι κι μια παληοχλαίν΄ πανοσάμαρα. Τι τ΄ θέλτς Μήτσιο τ΄χλαίν καλοκαιριάτκα; ρώτσι ο Καρδασής. Τ΄ θέλου για να σκιάξω τον Τσιαμήτ, γιατί είπι η Τσιαμήταινα τ΄ Μήτσαινα, ότι θα πάει σήμιρα στ΄ Ρούπα, είπιν ου Μήτσιος.
Μη φκιάντς τέτοιες δλειές, σι πάππον άνθρωπο, να μη απομείν΄στον τόπο, τον είπι ο Καρδασής. Γινάτωσα λίγο μι τον Καρδασή, απ΄μ΄ είπιν πάππον, αλλά μ΄απέρασιν. Σάματ αυτός είνι μκρός;
Δεν έχ΄ ανάγκ΄, τον είπιν ου Μήτσιους. Δεν απόμκι στον τόπον τόσα χρόνια, τώρα θα απομείν, απ΄ το θκό μ΄ το σκιάξμο;
Ουπκατόστρατα ήταν ου Μίχους κι τς άξι. Ήρθι τ΄ν ώρα που σαμάρωνα τον Ψαρρή κι μι του πιν κι αποφάσ΄σαμι να πάμι ημείς να τον σκιάξουμι. Τον ακολούθσαμι από αλάργα μι τα ποδάρια κι τον ήγλιπάμι. Πήγι κι έδεσε το μπλάρ΄ στ΄ Γκαβοσιουπουτούρα για να μη φαίνητι κι πάει στο θκό μ΄ το χωράφ΄, ικεί που είνι ο τσέρος που θα κλαρνούσα κι έπεσε τς κλιάς μέσ΄ τα σμάρια, μπαρμπουλουμένος μι τ΄ χλαίν΄.
Τ΄ν ώρα που τμαζουμάσταν να ζγώσουμι, για να πάμι να τον σκιάξουμι, ακούσκι κάτ΄ να ρητι. Μουλουξάμι μι το Μίχου, να ιδούμι ποιός είνι. Ου Μήτσιος θάρεσι ότι ήμαν ιγώ κι σκώθκι λόρθους μι τ΄ χλαίν κι έσκουζι. Είπαμι όταν τον είηδαμι ότι όποιος κι να νι, άμα τον ειηδεί έτς, θα απομείν΄ στον τόπον. Μόνι που δεν΄ ταν άνθρωπος. Ήταν η αρκούδα κι σκιάχκιν πουλύ. Ου Μήτσιους όταν κατάλαβι ότι ήταν η αρκούδα χήρσι να τσουρίζ΄ κι όσο τσούρζιν, τόσο σκιάζνταν κι έφευγε η αρκούδα. Δεν ξέρουμι ποιός σκιάχκι πλειότερο, ου Μήτσιος ή η αρκούδα. Σκιάχκαμι κι ιγώ μι το Μίχου κι κοσεψάμι λίγου. Καλά π΄ δε μας είηδι καένας!!
Ο Μήτσιος έφυγι κα τς Ρέντες κι η αρκούδα κα το Βίτζμα. Άλλες φήμις λεν ότι η αρκούδα παει στο Ντιμίλαγκο κι άλλες ότι γύρεψε πολιτικό άσυλο στον «Αρκτούρο». Το Μήτσιο τον βρήκαν κάτ΄ κιρατζήδες να κουσιέβ΄ όξω από το Ψέλτσκο, λίγο πριν να περάσ΄ τα σύνορα για τ΄ν Αλβανία κι έκαμι κι όρκον, ότι δε θα ξανασκιάξ΄ άλλον σήμιρα!
Κωνσταντίνος Τσιαμίτης