* Θεολόγου – Θρησκειοπαιδαγωγού
Το να είσαι δημιουργικός στη νιότη σου, με ακμαίες όλες τις σωματικές και πνευματικές σου δυνάμεις, είναι φυσιολογικό.
Το να είσαι δημιουργικός στα χρόνια της ωριμότητας είναι χρήσιμο και ωφέλιμο. Προφυλάσσει από άσκοπες και ανώφελες ενασχολήσεις. Μπορεί να αποβεί και ευεργετικό στην καριέρα σου.
Το να είσαι δημιουργικός σε προβεβηκυία ηλικία, και εννοώ αυτή μετά τη συνταξιοδότηση, στην ηλικία π.χ. του συγγραφέα Θεόδωρου Κωνσταντινίδη, εκτός του ότι αποδεικνύει ζώσα πνευματική διαύγεια, είναι αξιέπαινο, αξιοζήλευτο και αξιοθαύμαστο. Και αυτό επειδή δεν αποβλέπει η δημιουργικότητά σου σε προαγωγές καριέρας και σε ίδιον όφελος, αλλά στη χαρά της προσφοράς στο κοινωνικό σύνολο.
Ο αγαπητός φίλος Θεόδωρος Κωνσταντινίδης, διδάκτωρ των Επιστημών Συμπεριφοράς του Πανεπιστημίου της Τυβίγγης, εξακολουθεί με απαράμιλλο ζήλο να είναι δημιουργικός και μετά την αποστρατεία του από την εκπαίδευση. Είναι το 5ο βιβλίο που εκδίδει στα ελληνικά μετά τη συνταξιοδότησή του και έκτο, αν συμπεριλάβουμε και μια μελέτη του στα γερμανικά. Σε δύο από αυτά, στην «Αντιγόνη» και στο άρτι εκδοθέν ήμουν και είμαι παρουσιαστής των βιβλίων. Στο τελευταίο μου έκανε μάλιστα την τιμή να με προτείνει να προλογίσω το νέο του πόνημα: «Το πνεύμα της ουτοπίας και η γενιά του ξεριζωμού».
Ήμουν πολύ περίεργος προτού διαβάσω το βιβλίο πώς θα μπορούσε κανείς να συγγράψει μια μονογραφία πάνω στο θέμα της ουτοπίας, αλλά και πώς θα μπορούσε να τη συνδέσει με τη γενιά του ξεριζωμού. Τελικά κατάφερε ο συγγραφέας όχι μόνο να συγκεντρώσει αρκετά εκτενές υλικό πάνω στο θέμα της ουτοπίας, αλλά και να συνθέσει μια μικρή, μονότομη εγκυκλοπαιδεία της ουτοπίας, η οποία δεν είναι καθόλου ουτοπική, αλλά πραγματική εγκυκλοπαιδεία με όλα τα επιστημονικά γνωρίσματα αυτού του είδους συγγραφής. Νομίζω ότι παρόμοιο έργο απουσίαζε μέχρι στιγμής από την ελληνική βιβλιογραφία. Κατάφερε επίσης να συνδέσει την ουτοπία με τους πόθους και τα οράματα της ξεριζωμένης γενιάς των Ποντίων, συγκεντρώνοντας και αναλύοντας ποντιακά τραγούδια.
Άριστος φιλόλογος ο αγαπητός Θεόδωρος αναλύει από πάσης πλευράς τον όρο ουτοπία και τις έννοιες του τόπου και του χώρου με τις οποίες συνδέεται ο όρος. Αρχίζει την εννοιολογική του προσέγγιση με την «επίσκεψη ονομάτων», την ετυμολογία, χρησιμοποιώντας αρχαίους Έλληνες (Ησίοδο, Πλάτωνα, Αριστοτέλη, Παρμενίδη) και Λατίνους συγγραφείς (Οβίδιο) και διατρέχοντας πολλούς δυτικούς, αλλά και ανατολικούς συγγραφείς ενδιάμεσων αιώνων φθάνει μέχρι τις ημέρες μας. Ο συγγραφέας εύχεται να τύχει το βιβλίο του «μιας διαλεκτικής ανάγνωσης και συμπόρευσης από το βιβλιόφιλο κοινό». Άποψη δική μου είναι ότι πρόκειται για έργο με βαθειά φιλοσοφική αναζήτηση και ομολογώ ότι ο αναγνώστης θα χρειασθεί να έχει συγκεντρωμένο νου για να το μελετήσει.
Την ουτοπία βλέπει ο συγγραφέας ως «αναγκαίο εργαλείο για την πραγμάτωση στόχων και σκοπών», αλλά και ως «βασικό στοιχείο ανθρωπισμού». Μαζί με τον Paul Tillich πιστεύει: «είμαι άνθρωπος σημαίνει έχω ουτοπίες». Δεν θεωρεί τις ουτοπίες ως παραλογισμούς, αλλά ως «ένα είδος ιδεώδους», ως «δέσμη από επιθυμίες και οράματα», που «προσβλέπουν κυρίως στο μέλλον και ζωγραφίζουν μια καλύτερη ποιοτικά ζωή».
Με αυτό το πρίσμα εξετάζει με συντομία τα ουσιώδη της «ιδανικής (ουτοπικής) πολιτείας του Πλάτωνα», στην οποία «την κυβέρνηση ασκούν οι φιλόσοφοι», και την «πολιτεία του Αριστοτέλη», στην οποία η Δικαιοσύνη «πρέπει να είναι ταυτόχρονα και ίση και διακριτική». Η πολιτεία οφείλει να εγγυάται «εκάστω το ίσον και εκάστω το οφειλόμενον». Οι πολίτες δηλαδή πρέπει να είναι ίσοι απέναντι στο νόμο, αλλά να υπάρχει και συμμετρία μεταξύ επίδοσης και αμοιβής.
Ο συγγραφέας εξετάζει ιστορικά και κριτικά τις ιδέες περί ουτοπίας και των διαφόρων αποχρώσεών της δεκαπέντε περαιτέρω συγγραφέων (φιλοσόφων, οικονομολόγων, κοινωνιολόγων, πολιτειολόγων) μνημονεύοντας πάντοτε χαρακτηριστικά βιογραφικά τους στοιχεία, τα έργα τους στα οποία συναντά κανείς ιδέες περί ουτοπίας και τη χρονολογία έκδοσης των έργων αυτών, ασκώντας κριτική –θετική ή αρνητική, αλλά πάντοτε αιτιολογημένη- των ιδεών τους. Αυτό το στοιχείο είναι που προσδίδει στο πόνημα του κ. Κωνσταντινίδη τον χαρακτήρα μικρής εγκυκλοπαιδείας. Οι συγγραφείς αυτοί κατά χρονολογική σειρά είναι: Ο Thomas More (1516), ο Tomasso Campanella (1602), ο Francis Bacon (1627), ο Sebastian Mercier (1772), ο Etienne Cabet (1840), ο Karl Marx (1867), ο Eduard Bellamy (1887), ο William Morris, (1890) ο Hubert George Wells (1905), ο Ernst Bloch (1918), ο Nischida Kitaro (1945), ο Burrhus Frederic Skinner (1948), ο Ulrich Beck (1962), ο Robert M. Musil (1978), και ο Erich Fromm (1992). Ως κατακλείδα των αναλύσεών του μνημονεύει τρεις συγγραφείς, διαμορφωτές σοσιαλιστικών συστημάτων των πρώτων δεκαετιών του 19ου αιώνα, τον Saint Simon, τον Robert Owen και τον Charles Fourier.
Το πλέον πρωτότυπο μέρος της εργασίας του συγγραφέα είναι η συστηματική ανάδειξη της ποντιακής ουτοπίας, την οποία συνδέει με τις μορφές ουτοπίας που ανέλυσε στα δύο προηγηθέντα μέρη του βιβλίου. Στο μέρος αυτό δεν υπάρχει καμιά βιβλιογραφία και ο συγγραφέας προσπαθεί με φιλοσοφική διάθεση να εισδύσει και να αναλύσει το νόημα ποντιακών τραγουδιών, στα οποία φαίνεται η νοσταλγική πλην ουτοπική διάθεση των στιχουργών των τραγουδιών αυτών. Ακόμη ηχούν στ’ αυτιά μου οι γεμάτοι νοσταλγία και παράπονο στίχοι τραγουδιού που τραγουδούσε ο θείος Γιάννης Τσακαλίδης συνοδεύοντας στη λύρα τον πατέρα μου και αδελφό του Χαράλαμπο:
«Έρθεν πουλί ’μ η άνοιξη
εκούιξεν ο κούκον.
Σ’ εμάς Ελλάδα ’κ έπρεπεν.
Ανάθεμα τον Τούρκον».
Ο Θεόδωρος Κωνσταντινίδης παρουσιάζει πολύ συστηματικά όλα τα χαρακτηριστικά της ποντιακής ουτοπίας της γενιάς του ξεριζωμού. Αφιερώνει ειδικά κεφάλαια στις βασικές συνιστώσες του ουτοπικού πνεύματος της γενιάς των ξεριζωθέντων, στη σχέση της ποντιακής ουτοπίας με τη μνήμη – ανάμνηση –λήθη, με την πίστη στο Θεό και στην Ορθοδοξία, χωρίς την οποία «παγώνει η ψυχή και δεν υπάρχει ελπίδα σωτηρίας», με τη νοσταλγία, την οποία βλέπει ως διακαή επιθυμία και πόθο, ως «συναίσθημα άλλοτε βασανιστικού χαρακτήρα και άλλοτε ιαματικού – ανακουφιστικού», και τέλος με την ελπίδα, η σημασία της οποίας είναι για τον συγγραφέα τεράστια. «Όποιος χάνει την ελπίδα και την προσδοκία του, χάνει, σύγκαιρα, και τη χριστιανική του πίστη και τον ανθρωπισμό του». Αντίθετα «μια βαθειά μετάπτωση στην απελπισία… οδηγεί σε αυτοπαραίτηση, που στην ουσία σημαίνει παραίτηση από το Θεό και όποιος παραιτείται από το Θεό ζει κατά βάθος σε κατάσταση πλήρους αποστέρησης, σε κενό, στο μηδέν».
Στην επωδό του θρηνητικού άσματος του αείμνηστου καθηγητού της νευροχειρουργικής Χρήστου Αντωνιάδη «Την πατρίδα μ’ έχασα»:
«μίαν κι άλλο σην ζωή μ’
σο πεγάδι μ’ σην αυλή μ’,
νερόπον ας έπινα
και τ’ ομμάτια μ’ έπλυνα»
ανακαλύπτει ο συγγραφέας το νόημα της νοσταλγικής ποντιακής ουτοπίας. «Ως άλλος Οδυσσέας», γράφει: «ο πόντιος της γενιάς του ξεριζωμού νοσταλγεί απλές μικροχαρές της ζωής , ευχάριστες στιγμές, που συνιστούν το άλας της ζωής του. Είναι ο αποθρώσκων καπνός του Οδυσσέα». Αλλά και οι «ακυκλοφόρητοι» στίχοι του τραγουδιού που θείου Γιάννη που μνημόνευσα πιο πάνω επιβεβαιώνουν τους ισχυρισμούς του κ. Κωνσταντινίδη. Αλλιώς χαιρόταν ο Πόντιος την άνοιξη, τη βουκολική ζωή στην Πατρίδα του, πάνω στα ψηλά και καταπράσινα «παρχάρια» με το λάλημα του κούκου να αντιλαλεί στις λαγκαδιές, με τα γάργαρα νερά και να κερδίζει σε ένταση και αρμονία λόγω της μορφολογίας των βουνών, και αλλιώς στη νέα Πατρίδα. Φτάνει στο σημείο να καταριέται τον Τούρκο που έγινε αίτιος να χαθούν οι μικρές αυτές χαρές που γέμιζαν και εύφραιναν την καθημερινότητά του.
Συνιστώ ένθερμα στους αναγνώστες, προπαντός στους μεταξύ αυτών φιλοσοφούντες, να εγκύψουν στις σελίδες του βιβλίου, για να απολαύσουν τη χαρά μιας πλήρους φιλοσοφίας της ουτοπίας. Στους δε μεταξύ αυτών προσφυγικής καταγωγής συνιστώ να ευφρανθούν στο τρίτο μέρος του βιβλίου την πλήρη νοσταλγίας ποντιακή ουτοπία.