banner
banner
Σάββατο, 27 Ιουλίου, 2024
banner
banner

ΑΡΘΡΑ ΗΛ. ΜΑΡΚΟΥ Νο 2

by ΗΛΙΑΣ ΜΑΡΚΟΥ
0 comment 397 minutes read

90) Αποσυμφόρηση της Δημόσιας  Διοίκησης – Λιγότεροι βουλευτές (Α)

 

Τα τελευταία χρόνια και πριν ακόμα διαβεί  το κατώφλι μας η Τρόικα οι πολιτικοί μας έδειχναν να ανησυχούν και εκδήλωσαν  κάποιες προθέσεις για τη συγκράτηση των δαπανών δημοσιονομικής διαχείρισης με  συγκράτηση και συμπίεση προς τα κάτω των μισθών και των συντάξεων, αλλά  παράλληλα και με την καρατόμηση των δαπανών για δημόσιες επενδύσεις. Πάντοτε  όμως ήταν υποκριτικά αστόχαστη η συμπεριφορά των αρμόδιων υπουργών που  εναλλάσσονταν στην εξουσία, αφού συνεχώς ψήφιζαν νόμους για διορισμούς,  προσλήψεις και τακτοποιήσεις, ενώ ουδέποτε ψηφίστηκε, έστω και ένας, για την  αποσυμφόρηση της Δημόσιας Διοίκησης. Επίσης οι εκάστοτε υπουργοί οικονομικών  κάθε χρόνο πριν την κατάρτιση του προϋπολογισμού, επειδή δεν μπορούσαν να  συνεννοηθούν με τους συναδέλφους τους των άλλων υπουργείων σε ό,τι αφορά τις  πάντα εμφανιζόμενες παραφουσκωμένες δαπάνες, προέβαιναν σε ψαλιδίσματα κατά το  δοκούν, με αποτέλεσμα ζωτικές υπηρεσίες του κράτους να υπολειτουργούν. Κι όμως  αν υπήρχε ένας πολιτικός ηγέτης αντάξιος των περιστάσεων, θα επιχειρούσε αυτό  που ποτέ μέχρι σήμερα δεν έγινε. Δηλαδή να αναμορφωθεί ριζικά το οργανωτικό  σχήμα των υπουργείων, ώστε να λειτουργήσει η κρατική μηχανή κατά τρόπο  αποτελεσματικό και προς όφελος της κοινωνίας. Ποτέ, δυστυχώς, δεν υπήρξε μια  μελέτη και ένας σχεδιασμός για τη σύμπτυξη και την κατάργηση Οργανισμών, ώστε να  παραμείνουν μόνον αυτοί που χρειάζονται, αυτοί που ανταποκρίνονται στις  πραγματικά πραγματικές ανάγκες. Καμιά κυβέρνηση δεν πέρασε από τα ευχολόγια και  τις εξαγγελίες στην υλοποίηση και στην πράξη, από τις διαπιστώσεις στις  εφαρμογές. Κι όμως αν προέβαιναν κάποτε ακόμα και στο συμμάζεμα των υπουργείων,  αν οριοθετούσαν τις αρμοδιότητές τους, θα αποφεύγονταν οι επικαλύψεις, οι  συγκρούσεις αναρμοδιοτήτων, οι αλόγιστες σπατάλες και τα εκτεταμένα φαινόμενα  διαπλοκής και διαφθοράς. Αν προέβαιναν στην κατάργηση, τη σύμπτυξη και την  αναδιάρθρωση των υπηρεσιών θα επιτυγχάνονταν ο συντονισμός ομοειδών ή ομόλογων  αντικειμένων, θα καταργούνταν οι πλεονάζουσες οργανικές θέσεις, θα  επανεκτιμούνταν με αντικειμενικό τρόπο οι ανάγκες και θα κατανέμονταν το  προσωπικό κατά τρόπο που οι υπηρεσίες να επιτελούν την κοινωνική αποστολή τους  με το λιγότερο κόστος.

Όλοι, όλα τα χρόνια που προηγήθηκαν πριν  οδηγηθούμε στα σημερινά αδιέξοδα, μιλούσαν για τις πληγές του κράτους, αλλά  κανένας δεν έκανε το παραμικρό για να τις επουλώσει. Τα κόμματα στις  προεκλογικές τους εξαγγελίες συμπεριελάμβαναν πάντοτε και την υπόσχεση για την  αλλαγή του θεσμικού πλαισίου του ευρύτερου δημόσιου τομέα. Δεν υπήρξε, όμως,  καμιά ουσιαστική μέχρι τώρα προσπάθεια, ούτε για τα πιο απλά της υπόθεσης,  δηλαδή να μετρηθούν οι δημόσιοι υπάλληλοι και όσοι άλλοι επιβαρύνουν τον κρατικό  κορβανά, ώστε να μπορούν οι κυβερνώντες να υπολογίσουν πόσους χρειάζονται και  που, πόσους δε χρειάζονται και που. Φτάσαμε τα τελευταία χρόνια να ξεπερνούμε  κατά πολύ το μέσο όρο της Ευρώπης.

Όταν στην πατρίδα μας το Δημόσιο  αντιπροσωπεύει το 60% – 65% σημαίνει πως το ίδιο ποσοστό του ακαθάριστου  εγχώριου προϊόντος παράγεται και καταναλώνεται από τον δημόσιο τομέα  ταυτοχρόνως. Κι όμως με δημόσιο τομέα στο 35%, το κράτος λειτουργεί, δίχως να  πιέζει και δίχως να πιέζεται.

Παλαιότερα υπήρξε πρόταση για μείωση του  αριθμού των βουλευτών, αφού το Κοινοβούλιο αντιστοιχεί στο 1/3 της κρατικής  εξουσίας. Μια μείωση βουλευτών που θα συνοδευόταν και με την ανάλογη μείωση των  υπουργείων. Προτάθηκε, λοιπόν, ένας αριθμός 200 αντί των σημερινών 300 και  συμπληρωματικά άλλοι 30 βουλευτές που θα εκπροσωπούσαν τους απόδημους Έλληνες,  χωρίς να αλλοιώνεται η εδώ πλειοψηφία. Το πολιτικό σύστημα της μεταπολίτευσης  δεν το αποτόλμησε.

Τα κόμματα που κυβερνούν τη χώρα μας  είναι μονίμως προσανατολισμένα στον μεγάλο – για τα ελληνικά δεδομένα – αριθμό  βουλευτών και στο πολυπληθές κυβερνητικό σχήμα με υπουργούς και υφυπουργούς,  ώστε να ικανοποιούν περισσότερες φιλοδοξίες και να βολεύονται όσο το δυνατόν  περισσότερα πολιτικά – κομματικά στελέχη. Φιλοδοξίες που όπως αποδείχθηκε σε  αρκετές περιπτώσεις δεν υπήρξαν ευγενείς, και δεν ήταν τόσο αθώες, αφού οδήγησαν  πρόσωπα και κόμματα σε καταχρήσεις και διαπλοκές. 

 

Συνεχίζεται…

89) Το κόμμα πάνω απ’ την πατρίδα!…

 

Είναι πράγματι απορίας άξιο, στους  δύσκολους καιρούς που ζούμε, πως υπάρχουν ακόμα άνθρωποι που κραδαίνουν την  παλαιοκομματική ταυτότητά τους με καμάρι και συμπεριφέρονται με νοοτροπία  φανατικού – πειθήνιου οπαδού των περασμένων δεκαετιών. Σήμερα, που κατά κοινή  διαπίστωση και ομολογία, κλείνει ο μεταπολιτευτικός κύκλος του πολιτικού  συστήματος κατά τον χειρότερο τρόπο, δυστυχώς κάποιοι εμφανίζονται αμετανόητοι.  Τα κόμματα που άσκησαν κυβερνητική εξουσία έχουν σίγουρα το μεγαλύτερο μερίδιο  ευθύνης για το κατάντημα της πατρίδας μας, αλλά και όσα άσκησαν αντιπολιτευτική  εξουσία – όσο κι αν επιδιώκουν να διασωθούν επιπλέοντας στον αφρό της ήπιας  κριτικής και να αποποιηθούν τις σοβαρές παραλήψεις τους – έχουν το δικό τους  μερίδιο ευθύνης. Ιδεολογίες και οράματα μέσα σε τριάντα χρόνια εκφυλίστηκαν και  οι σημερινοί κομματικοί σχηματισμοί σφυρίζουν αδιάφορα, παραμένοντας  αμετακίνητοι σε δογματισμούς και αγκυλώσεις του παρελθόντος. Ενώ οι Έλληνες  εργαζόμενοι και συνταξιούχοι ασφυκτιούν κάτω από τα δυσβάστακτα βάρη της  οικονομικής καθίζησης και ύφεσης, κάποιοι τηλεφωνούν ανερυθρίαστα σε  εγγεγραμμένα μέλη του κόμματος και ζητούν να πληρώσουν τη συνδρομή για να  ανανεώσουν την κομματική τους ταυτότητα. Νισάφι πια. Μερικές περιοχές της  ελληνικής περιφέρειας (μία απ’ αυτές και η Δυτική Μακεδονία) πληρώνουν πολύ πιο  ακριβότερα το μάρμαρο λόγω της πολύχρονης αδιαφορίας και εγκατάλειψης. Όμως  ακόμα και σ’ αυτές, όσο περίεργο κι αν ακούγεται, υπάρχουν πολίτες που ομιλούν  και ενεργούν με ύφος και ήθος αφισοκολλητή της δεκαετίας του ’80, τότε που  κυριαρχούσαν ο φανατισμός και η κομματική τύφλωση. Τότε που τα «ένσημα» της  αφισοκόλλησης εξαργυρώνονταν με διορισμούς στο δημόσιο και βολέματα παντός  είδους. Τίποτα δε διδάχθηκαν; Δε βλέπουν σήμερα τους «κηπουρούς» που πλεονάζουν  στα νοσοκομεία, ενώ δεν έχουμε φάρμακα και νοσηλευτικό προσωπικό; Το  μεταπολιτευτικό κομματικό σύστημα  αυτοκαταργήθηκε και κάποιοι εξακολουθούν να  κατακρίνουν σφόδρα όσους «στενοχωρούν» το κόμμα κι αυτούς που δε στοιχίζονται  άκριτα στην κομματική γραμμή (όποια κι αν είναι αυτή). Μιλούν ακόμα και για  αποστασίες σε μία ύστατη προσπάθεια να εκφοβίσουν όσους εκδηλώνουν προθέσεις για  να πηδήξουν έξω απ’ τη μάντρα του κόμματος. Καλούν τους κομματικούς συντρόφους  να βάλουν πλάτη για να στηρίξουν το ετοιμόρροπο κομματικό μαντρί και δε βλέπουν  πως άρχισε να καταρρέει από ψηλά, από τη στέγη και πολύ σύντομα θα τους  καταπλακώσει. Έλεος! Πάνω απ’ όλα, λοιπόν, το κόμμα! Δεν ακούν την κοινωνική  βουή που έρχεται, τη νέα γενιά που παλεύει και προσδοκά ανατροπές και ρήξεις με  το ζοφερό παρόν; Η αποστεωμένη από ιδέες πολιτική και τα κόμματά τους  αυτοαπαξιώθηκαν. Μια νέα γενιά ανθρώπων από όλο το πολιτικοκοινωνικό φάσμα  ρίχνεται στην μάχη με ευθυκρισία για το καινούριο που έρχεται. Όσοι έμειναν στα  χρόνια των αποστασιών πρέπει επιτέλους να αντιληφθούν ότι είμαστε στο 2011,  πικραμένοι, προδομένοι, θυμωμένοι κι αγανακτισμένοι, αλλά κι αποφασισμένοι. Αντί  να βάζουν πλάτη στο υπό κατάρρευση μαντρί, ας βοηθήσουν στο σκάψιμο των θεμελίων  για το οικοδόμημα του νέου πολιτικού συστήματος, αυτού που θα χτίσουν οι πολίτες  αφού πρώτα απομακρύνουν τα μπάζα κι όλα τα παλιά φθαρμένα υλικά. Οι επόμενες  εκλογές (που δε θα αργήσουν) δε  θα ’ναι σαν αυτές που όλοι ήξεραν μέχρι τώρα…

88) Ο κύριος Προϊστάμενος…

 

 

Κάθε μορφή και τύπος δημόσιας και  ιδιωτικής οργανωσιακής δομής παράγει θετικά ή αρνητικά αποτελέσματα, ανάλογα και  με τον τρόπο που διοικείται. Είναι αλήθεια, πως ο καθορισμός και η εφαρμογή  κάποιων κανόνων και αρχών διοίκησης, εάν εκτός των άλλων λαμβάνουν υπόψη και τον  άνθρωπο, θα μπορούν να συμβάλουν προς την κατεύθυνση της επιτυχίας. Οι αρχές και  οι στόχοι μιας διοίκησης δεν είναι δυνατόν να βασίζονται μόνο σε διάφορες  τεχνικές, γιατί απευθύνονται σε ανθρώπους και όχι σε ρομπότ. Και εάν η ηθική  ικανοποίηση από το επιτελούμενο έργο είναι έμφυτη τάση, η επιδίωξη υλικής  ανταμοιβής είναι φυσική ανάγκη. Όσοι τεχνοκράτες και άλλοι ειδήμονες ασχολούνται  με την οργάνωση μιας επιχείρησης ή μιας υπηρεσίας θα πρέπει να ξεκινούν από την  αφετηρία της ανάγκης των εργαζομένων για πλήρη γνώση του αντικειμένου της  εργασίας τους. Αυτή η γνώση επιτυγχάνεται μόνο με την αγάπη. Όσο γνωρίζουμε την  εργασία μας, τόσο την αγαπάμε, αλλά κι όσο την αγαπάμε τόσο καλύτερα τη  γνωρίζουμε. Αν δεν εξασφαλιστούν οι κατάλληλες συνθήκες σε ένα περιβάλλον  εργασίας, ώστε οι εργαζόμενοι να μη θεωρούν αγγαρεία την εργασία τους, τότε η  αποτυχία είναι προδιαγεγραμμένη. Όταν η απόδοση και η επίδοση των εργαζομένων  δεν ανταποκρίνεται στις προσδοκίες μας, δύο είναι τα ενδεχόμενα. Το πρώτο είναι  να τέθηκαν ως στόχοι από τους προϊσταμένους – διευθύνοντες μεγάλες αποδόσεις και  επιδόσεις, σχεδόν ανέφικτες και το δεύτερο οι δυνατότητες των εργαζομένων ήταν  περιορισμένες και δεν ανιχνεύθηκαν σωστά από τα υπεύθυνα στελέχη πριν  οριοθετήσουν τους στόχους.

Πάντως σε κάθε περίπτωση και η αυτογνωσία  του ίδιου του εργαζόμενου – υπαλλήλου συνεισφέρει τα μέγιστα στην πραγμάτωση  τεθέντων στόχων και σκοπών. Και η αυτογνωσία αυτή επιτυγχάνεται αφενός μεν με  τον καθημερινό αυτοέλεγχο, αφετέρου με την αποδοχή και τη σωστή εκτίμηση της  καλοπροαίρετης και γόνιμης κριτικής. Στον ιδιωτικό τομέα δίνεται μεγαλύτερη  έμφαση απ’ ό,τι στο δημόσιο, στην ανάπτυξη ηγετικών προσόντων και ικανοτήτων στα  στελέχη. Δίνουν βαρύτητα στη σημασία που έχει να μπορεί να λειτουργεί στο χώρο  του ένα στέλεχος ως ηγετική φυσιογνωμία. Με ισχυρή θέληση, συστημική σκέψη,  συναισθηματική νοημοσύνη, ηθική ακεραιότητα, επαγγελματική επάρκεια και  ικανότητα λήψης αποφάσεων και επίλυσης προβλημάτων. Κι αυτό γιατί μπορεί να  φτάσαμε στο άκρατο σημείο ανταγωνιστικότητας, αφού τα πάντα και σε ελάχιστο  χρόνο αντιγράφονται, αλλά εξακολουθεί να παραμένει ως ανεξάντλητη και μοναδική  πηγή ανταγωνιστικότητας ο άνθρωπος. Ένα στέλεχος, ένας επικεφαλής ενός τομέα  μιας επιχείρησης και ένας προϊστάμενος μιας υπηρεσίας κρίνεται από το αν και  κατά πόσο ξέρει, πώς να κάνει αυτό που πρέπει να κάνει, ορίζοντας τα κατάλληλα  πρόσωπα στις ανάλογες θέσεις και δημιουργώντας εκείνες τις συνθήκες στο χώρο  εργασίας ώστε οι προσπάθειες όλων σε συλλογικό επίπεδο να συγχρονίζονται και να  κατευθύνονται προς την επίτευξη των επιδιωκόμενων στόχων. Ένα πρόσωπο με ηγετικά  προσόντα και εφόδια εμπνέει τους γύρω του, κερδίζει την εμπιστοσύνη των  συνεργατών του και καταφέρνει να ενεργοποιεί το σύνολο των εργαζομένων για την  αποδοτικότερη λειτουργία της επιχείρησης ή της υπηρεσίας. Ακόμα και σε αντίξοες  περιόδους, λόγω οικονομικής ύφεσης ή άλλων παραγόντων, που απαιτούνται να  ληφθούν μέτρα επώδυνα, οι παρεμβάσεις μιας ηγετικής προσωπικότητας γίνονται με  πλήρη διακριτικότητα, δικαιοσύνη και απόλυτο σεβασμό στον άνθρωπο. Σε τέτοιες  στιγμές η ικανότητα επαφής των ανθρώπων με τα συναισθήματά τους είναι εξέχουσας  σημασίας. Κάτι που δυστυχώς δε γίνεται σήμερα τόσο στον ιδιωτικό, αλλά πολύ  περισσότερο στο δημόσιο τομέα, όπου οι προϊστάμενοι διορίζονται ή ορίζονται και  οι «ηγέτες» αυτοχρίζονται, γι’ αυτό και υπάρχει πλήρης αναντιστοιχία της  κοινωνικής απαίτησης με το προσφερόμενο έργο. Και αυτό το κενό δεν αναπληρώνεται  με επικοινωνιακά και άλλα τερτίπια…

87) Χρεοκοπία και  ανασυγκρότηση

 

Κάθε μέρα όλο και περισσότεροι κάνουν  λόγο για πτώχευση και χρεοκοπία, αλλά όλοι αναφέρονται αποκλειστικά και μόνο σε  οικονομικά μεγέθη και αριθμούς. Πολλοί λίγοι απόμειναν με το βλέμμα της κριτικής  στα βαθύτερα και ως σκεπτικιστές εντοπίζουν το σημερινό πρόβλημα σε άλλη  διάσταση, πέρα από την οικονομικίστικη, εκεί τελικά που είναι και η ουσία του.

Κι αν η πραγματικότητα είναι, πως, ως  κοινωνία και ως χώρα αγγίξαμε τον πάτο, αυτό δεν έχει να κάνει μόνο με την  έλλειψη χρημάτων στα κρατικά ταμεία. Υπάρχει δυστυχώς μια άλλη, πιο οδυνηρή  πραγματικότητα την οποία προσπερνάμε, παραγνωρίζουμε και παραβλέπουμε. Έχουμε  σοβαρότατα ελλείμματα στα ταμεία της ψυχής, αφού εξαντλήθηκαν όλα τα πνευματικά  αποθέματα. Διαταράχθηκε η νηνεμία της κοινωνικής συνείδησης μέσα στον  εξαγριωμένο ωκεανό της σύγχρονης υλιστικής εποχής, χάσαμε το αληθινό νόημα της  ζωής – το μπούσουλά μας – και βολοδέρνουμε μεσοπέλαγα δίχως πυξίδα,  παρασυρόμενοι από τα κύματα της καταναλωτικής μανίας.

Βουλιάζουμε στη χειρότερη κρίση της  μεταπολιτευτικής περιόδου και αμετανόητοι όπως πάντα αποζητούμε σωσίβιο και  σανίδα σωτηρίας σε αυτά που μας οδήγησαν σε αυτή την κατάσταση. Ως πότε όμως;

Αδιαφορούμε προκλητικά για τις ανάγκες  της ψυχής και του πνεύματος, εκδηλώνουμε απροκάλυπτα τα πολλαπλά ενδιαφέροντά  μας για το σαρκίο μας και μόνο, και ενώ βιώνουμε την πλήρη αυτοαπαξίωση της  ιδιοσυστασίας μας, συνεχίζουμε ακάθεκτοι και όπου βγάλει!

Τριγύρω μας, βλέπουμε να αμφισβητούνται  όλα τα σημαντικά και τα ουσιώδη, αρχές και αξίες, που δικαιώνουν την ανθρώπινη  ύπαρξη και συνέχουν την ανθρώπινη κοινωνία, και αποδεχόμαστε τα πάντα  αδιαμαρτύρητα, συμβιβαζόμενοι με όλα τα ασήμαντα, τα μικρά και τα ουτιδανά.

Στην τωρινή εποχή της οικονομικής ύφεσης,  αλλά και της γενικευμένης σύγχυσης περιφρονούνται επικίνδυνα ακόμα και οι  αδιαμφισβήτητες αλήθειες, οι αναλλοίωτες στο πέρασμα των αιώνων. Παλεύουμε δήθεν  για το ξεπέρασμα της κρίσης και για την οικονομική ανασυγκρότησή μας, αλλά  αγνοούμε και αδιαφορούμε πλήρως για την εσωτερική μας ανασυγκρότηση, η οποία  πρέπει οπωσδήποτε να προηγηθεί, για να μην ξαναπέσουμε στην ίδια παγίδα και  βυθιστούν στη ματαιότητα οι προσπάθειές μας. Μόνο με αυτή τη συνειδητοποίηση θα  βαδίσουμε στο αύριο με ελπίδα.

Απεμπολήσαμε τα ήθη και τα έθιμά  μας, την παράδοσή μας, περιθωριοποιήσαμε τα πιστεύω μας, τα ιερά και τα όσια,  την ίδια μας την πίστη, για χάρη μιας ανομολόγητης εξέλιξης και ψευδεπίγραφης  προόδου, με πρόσκαιρες και κάλπικες απολαύσεις. Αποδιοργανώσαμε την εκπαίδευσή  μας, τσαλακώσαμε την παιδεία και τη γλώσσα μας και υποταχθήκαμε στα περίεργα  ξενοκίνητα κελεύσματα των καιρών. Αλήθεια, πόσο δύσκολο είναι, για να  κατανοήσουμε και για να συνειδητοποιήσουμε, ότι δεν μπορούμε να συνεχίσουμε την  πορεία μας στη ζωή και στον κόσμο ικανοποιώντας μόνον τα κατώτερα ένστικτά μας,  ότι δεν είναι δυνατόν να ζούμε μόνο για να τρώμε, και ότι τα υλικά αγαθά κάποτε  τελειώνουν;

Απορούμε τάχα για όσα συμβαίνουν, αλλά  αρνούμαστε να αναγνωρίσουμε τους εαυτούς μας στον καθρέφτη της κοινωνίας μας. Κι  όμως τώρα είναι η μοναδική ίσως ευκαιρία, για να κάνουμε την αυτοκριτική μας. Να  αναγνωρίσουμε τις ευθύνες και τα εγκληματικά μας λάθη. Δε χωράνε άλλες  αμφιταλαντεύσεις και ψευτοδιλήμματα, δεν έχουμε άλλα περιθώρια για καινούργιες  αυταπάτες. Δεν υπάρχουν άλλοθι για όλα τα στραβά κι ανάποδα και ας μην τα  αναζητούμε. Τώρα είναι η ώρα για να παραδεχτούμε την πνευματική χρεοκοπία μας  και να αλλάξουμε ρότα, προχωρώντας στον ορθό δρόμο που οδηγεί στην αφύπνιση της  ανθρωπιάς μας και στην ενεργοποίηση του φιλότιμου, αυτού για το οποίο δώσαμε  κάποτε απτά δείγματα γραφής σε όλον τον κόσμο. Αυτό που μας αναγνώριζαν πάντα,  ως συστατικό της ιδιοσυστασίας μας, ακόμα και οι εχθροί μας.

Χρειαζόμαστε επειγόντως την πνευματική  ανασυγκρότηση, για να ξεπεράσουμε τις δυσκολίες και να θέσουμε, ως χώρα, τα  στέρεα εκείνα θεμέλια πάνω στα οποία θα οικοδομήσουμε την ευημερία του τόπου  μας.

Αν αλλάξουμε τον εσωτερικό μας κόσμο, αν  μεταμορφωθούμε ως άνθρωποι και πολίτες, αν αλλάξουμε τρόπο ζωής και σκέψης, τότε  μόνον μπορούμε να ελπίζουμε για την αλλαγή και τη μεταμόρφωση της κοινωνίας, για  την ανασυγκρότηση της πολιτείας.

Ας είναι η σημερινή κρίση η απαρχή μιας  καινούργιας πορείας και ας αποτελέσει την αφορμή και την αιτία για την  αναγέννησή μας. Πρέπει για μία ακόμα φορά να κάνουμε το χρέος μας. Το χρωστάμε  στα παιδιά μας, στην πατρίδα μας, στην ιστορία την ίδια…

 

86) Αληθινό παραμύθι

 

Κάποτε, στα πολύ παλιά χρόνια, κάπου σε  μια μικρή γωνιά του πλανήτη που την έλουζε ο ήλιος και η θάλασσα, υπήρχε μια  μικρή χώρα, την οποία δεν την είχε αγγίξει ακόμα ο πολιτικός πολιτισμός. Οι  άνθρωποι εκεί ζούσαν δίχως θεσμούς και εξουσίες. Μια μόνον ιδιότυπη εξουσία  υπήρχε και ένα εθιμικό δίκαιο που ρύθμιζαν τις σχέσεις συμβίωσης των κατοίκων.  Ήταν η απόλυτη εξουσία της ισχυρής κάστας και το δίκιο του δυνατού. Νόμος  απαράβατος ήταν τα θέλω του! Ηθικές αρχές, όμως, υπήρχαν και μάλιστα κατά γενική  ομολογία τις σέβονταν όλοι. Το πώς δεν είχε και πολύ μεγάλη σημασία, μικρή  λεπτομέρεια για την εποχή εκείνη!

Οι κάτοικοι, λοιπόν, αυτής της χώρας  χωρίζονταν σε ελεύθερους πολίτες και σε δούλους. Οι πρώτοι ζούσαν για να  υπηρετούνται από τους δεύτερους και οι δεύτεροι ζούσαν για να υπηρετούν τους  πρώτους. Οι πρώτοι ήταν οι ισχυροί και ευλογημένοι, οι δεύτεροι ήταν οι  ανίσχυροι και καταραμένοι. Οι πρώτοι ήταν οι κάτοχοι και ιδιοκτήτες των μέσων  παραγωγής και οι γαιοκτήμονες, ήταν αυτοί που αποτελούσαν την κυρίαρχη, την  άρχουσα κάστα και τάξη της χώρας. Αυτή η κάστα ασκούσε την κυριαρχία της πάνω σε  όλους τους άλλους, τους πολλούς που δούλευαν γι’ αυτούς, και μάλιστα με δικαίωμα  ζωής και θανάτου.

Όσο περνούσαν τα χρόνια το όλο σύστημα  άρχισε σιγά – σιγά να εκσυγχρονίζεται. Οι δούλοι σιγά – σιγά άρχισαν να γίνονται  πολίτες, αλλά δεύτερης κατηγορίας, αφού στην πρώτη κατηγορία εντάχτηκαν οι πρώην  άρχοντες που ασκούσαν και ασκούν την εξουσία. Σε κάθε εποχή και με διαφορετικό  τρόπο. Σε κάποια φάση της ιστορίας στη μικρή αυτή χώρα ως φυσικό επακόλουθο της  εξέλιξης και της προόδου γεννήθηκε το δημοκρατικό πολίτευμα. Αναθάρρησαν οι  πολίτες της κατώτερης κατηγορίας, αλλά και ένας ούριος άνεμος ελπίδας για έναν  καλύτερο κόσμο άρχισε να φυσά απ’ άκρη σ’ άκρη σε ολόκληρο τον πλανήτη. Η  Δημοκρατία για να λειτουργήσει είχε ανάγκη από πολιτικούς και κόμματα, από  κυβερνήσεις και ψηφοφορίες. Τώρα οι κάστες και οι κατηγορίες πολιτών δεν ήταν  ευδιάκριτες δια γυμνού οφθαλμού. Εκείνο που ήταν διακριτό στη θεωρία,  τουλάχιστον, ήταν πως στη δημοκρατία το δίκιο και η νομιμότητα είναι τα ακλόνητα  θεμέλιά της και πως η βούληση της πλειοψηφίας υπερτερεί της όποιας μειοψηφικής  διαφωνίας. Με τον καιρό η πλειοψηφία άρχισε να αντιλαμβάνεται πως η δημοκρατία  ήταν τελικά το χειρότερο πολίτευμα, αλλά δεν υπήρχε και καλύτερο. Έτσι,  αναγκαστικά, έπρεπε να το αντέξουν.

Μέσα, λοιπόν, στο πολιτικό σύστημα με τη  δημοκρατική διακυβέρνηση της χώρας άρχισαν να δημιουργούνται και να λειτουργούν  πολλά κέντρα εξουσίας και να προκύπτουν ανάγκες οικονομικής στήριξής τους, η  οποία μπορούσε να εξασφαλιστεί με παράνομο τρόπο. Το σύστημα άρχισε να  διαπλέκεται με αυτούς που είχαν τα κεφάλαια, τους λεγόμενους οικονομικούς  παράγοντες. Οι ασκούντες πολιτική εξουσία ζητούσαν από αυτούς χρήμα, με  αντάλλαγμα φυσικά ιδιοτελείς εξυπηρετήσεις. Άμεση συνέπεια αυτής της συναλλαγής  ήταν πως όσοι διέθεταν χρήματα για να αγοράζουν ρουσφέτια, είχαν αποκτήσει αυτό  από ρουσφέτια επίσης που προηγήθηκαν. Φαύλος κύκλος δηλαδή, αλλά βολικός για  πολιτικούς και παράγοντες. Έτσι, παγιώθηκε ένα κυκλικό οικονομικό σύστημα, το  οποίο είχε τη δική του αρμονική ισορροπία. Σε καμιά μορφή εξουσίας ο παράνομος  τρόπος εξασφάλισης οικονομικών πόρων δεν δημιουργούσε συνειδησιακό πρόβλημα,  ούτε συναισθήματα ενοχής, αφού τα πάντα ήταν επιτρεπτά, νόμιμα και ηθικά στο  βωμό της εξυπηρέτησης δήθεν του κοινού συμφέροντος, το οποίο αυθαίρετα και  προκλητικά ταυτιζόταν με αυτό των εξουσιαστών. Αργότερα, στην πορεία του χρόνου  για την ομαλότητα του συστήματος και ως φυσικό ανάχωμα στον κατήφορο της  αυθαιρεσίας γεννήθηκε ο συνδικαλισμός. Με διστακτικά στην αρχή βήματα, όσο  περνούσαν τα χρόνια εδραίωνε όλο και περισσότερο τη θέση του μέσα στο σύστημα.  Ακολούθησε η συνειδητοποίηση πως η δύναμή του εξαρτάται από τις ψήφους πολιτών,  οι οποίες είναι απαραίτητες και για την εγκαθίδρυση κυβερνήσεων. Οι επικεφαλής  των συνδικάτων εξελίχθηκαν σε εργατοπατέρες και συνταύτισαν σιγά – σιγά την  ύπαρξή τους με αυτή της πολιτικής εξουσίας. Απόκτησαν κομματική ταυτότητα και με  περισσή ευκολία άρχισαν να μεταπηδούν απ’ το συνδικαλισμό στην πολιτική,  καταλαμβάνοντας καρέκλες εξουσίας. Οι κυβερνήσεις συνεργάζονταν με τα  συνδικαλιστικά κινήματα, τις συντεχνίες, στοχεύοντας και αποσκοπώντας στο να μη  διακινδυνεύει η συνύπαρξή τους μέσα στο κατά τα άλλα δημοκρατικό πολίτευμα. Έτσι  τους βόλευε όλους! Κοινός ο σκοπός και ο στόχος! Να απολαμβάνουν τα ειδικά  προνόμια λεηλατώντας το δημόσιο πλούτο.

Οι εργατοπατέρες του συνδικαλισμού και  των συντεχνιών αν αισθάνονταν πως κλονίζεται η ισορροπία στο κομματικό σύστημα  αναλάμβαναν αμέσως δράση για να καθησυχάζουν τους διαμαρτυρόμενους εργαζόμενους  πολίτες, αλλά και να τους καθοδηγούν στη νιρβάνα του αποπροσανατολισμού…

Μέχρι που κάποιο πρωί  αντιλήφθηκαν,  δήθεν έκπληκτοι όλοι, πως τα ταμεία του κράτους άδειασαν και έπρεπε να αρχίσουν  να εκποιούν τα δημόσια ακίνητα πλέον…

Έτσι, έζησαν αυτοί πολύ καλά κι εμείς… μη  χειρότερα!!!

85) Έλλειμμα ηγετικών προσωπικοτήτων

 

Σε πρωτόγονους καιρούς και στα πρώιμα  στάδια της εξέλιξης του ανθρώπου, η ζωή και η συμπεριφορά του καθορίζονταν από  την αμάθεια, την άγνοια και το φόβο. Η επίδραση της σκέψης στην πορεία του  χρόνου οδήγησε τον άνθρωπο στη συγκρότηση της κοινωνίας στη δημιουργία και την  ανάπτυξη πολιτισμού. Στην εξελικτική αυτή πορεία της ανθρωπότητας και μέχρι  σήμερα, η ιστορία έχει καταγράψει γεγονότα και συμβάντα που τιμούν, αλλά και  ντροπιάζουν τον άνθρωπο. Επιτεύγματα, αλλά και θηριωδίες. Περίοδοι ειρήνης,  αδελφοσύνης, συνεργασίας και αλληλεγγύης, αλλά και πολέμου, μίσους, αντιπάθειας  και αλληλοεξόντωσης. Το συμπέρασμα παραμένει αδιάψευστο και πάντα ίδιο ανά τους  αιώνες.

Όταν ο άνθρωπος εξομοιώνεται με τα θηρία,  η κοινωνία μεταμορφώνεται σε άγρια ζούγκλα. Λαοί με ατιθάσευτα πάθη, με  θρησκευτικούς και φυλετικούς φανατισμούς, με ιδεοληψίες και μαζικές έχθρες,  μεταβάλλονται σε υστερικές και μισαλλόδοξες μάζες. Εκατόμβες οι νεκροί σε  αδυσώπητες συγκρούσεις και αδελφοκτόνες διαμάχες.

Στην πρόσφατη ιστορία, πολιτικο-ιδεολογικοί  φανατισμοί προκάλεσαν μεγάλες οδύνες στην ανθρωπότητα, με αμέτρητα θύματα και  ανυπολόγιστες καταστροφές. Ο Χίτλερ και ο Στάλιν οδήγησαν τον πολιτισμό σε  οπισθοδρόμηση και εκατομμύρια ανθρώπων στον όλεθρο. Και δεν είναι μόνον αυτοί!

Όταν, στις μέρες μας, ιδέες και αιώνιες  αξίες κατακρεουργούνται από τους λεγόμενους ισχυρούς της γης στο όνομα δήθεν της  διεθνούς ειρήνης, ο κόσμος γυρίζει πολύ πίσω, στη σκοτεινή εποχή της  αποικιοκρατίας, με τους αφιονισμένους αποικιοκράτες, οι οποίοι στο όνομα του  εκπολιτισμού των ιθαγενών, τους εξολόθρευαν, για να τους πάρουν τη γη τους και  ό,τι κρύβει στα έγκατά της.

Οικονομικά συμφέροντα, γεωπολιτικές  στρατηγικές, εθνικιστικές αναζωπυρώσεις και θρησκευτικοί φονταμενταλισμοί,  ρατσισμοί και ξενοφοβίες, στους καιρούς μας, θέτουν ξανά, δυστυχώς, υπό  αμφισβήτηση θεμελιώδη ανθρωπιστικά ιδεώδη.

Γκρεμισμένες ιδεολογίες, διαψευσμένες  προσδοκίες, οικονομικο-κοινωνικές κρίσεις, πολιτικές χρεοκοπίες, σκάνδαλα και  έκπτωση θεσμών χαρακτηρίζουν την εποχή μας. Βιώνουμε σήμερα μια ιδιάζουσα  λογική, που απαρνήθηκε ό,τι εξευγενίζει τον άνθρωπο, που έσβησε τα υπαρξιακά  σημεία αναφοράς του και ο κόσμος  ακολουθεί ένα φρενήρη ρυθμό ζωής, όπου οι  διάφορες κοινωνίες περιχαρακώνονται στα τείχη των δικών τους επιδιώξεων και  δοξασιών, απορρίπτουν το δικαίωμα της διαφορετικότητας στους άλλους και  αρνούνται να προσφέρουν τη συμμετοχή τους για την πραγματική συναδέλφωση των  λαών.

Η παγκοσμιοποιημένη αγορά λειτουργεί με  κανόνες που δημιουργούν και επιτείνουν πολλές εστίες κοινωνικής έντασης και  τριβής, λόγω της ανισοκατανομής του πλούτου και τις στρατιές ανέργων. Η έξαρση  της βίας κατά των ξένων στην Ευρώπη και αλλού, αλλά και η απροκάλυπτη  εκμετάλλευση των οικονομικών μεταναστών (φτηνά εργατικά χέρια) έχει να κάνει με  αυτούς τους απάνθρωπους κανόνες.

Κοντολογίς, όσο ο σημερινός κόσμος θα  στερείται ηγετικών προσωπικοτήτων, ικανών να εμπνεύσουν τους λαούς, να ασκήσουν  πολιτικές και να επεξεργαστούν προγράμματα αξιόπιστα, τέτοια που να γεφυρώνονται  χάσματα, να αμβλύνονται οι κρίσεις, να δίνουν ελπίδα και όραμα στους λαούς, αλλά  και πειστικές απαντήσεις στα προβλήματα που μας ταλανίζουν, ο κίνδυνος για τα  χειρότερα από τα σημερινά θα αιωρείται πάνω απ’ τα κεφάλια μας…

84) Διχαστικές κοινωνικές τάσεις

 

 

Σε όλα τα δημοκρατικά (δυτικού τύπου)  καθεστώτα ή πολιτεύματα, και κυρίως στα τελευταία χρόνια της παγκοσμιοποιημένης  πλέον εποχής μας, εκδηλώνονται αντιπαλότητες και αντικρουόμενα συμφέροντα, τα  οποία έχουν ως συνέπεια τη δημιουργία διαφόρων ειδών και μεγεθών κοινωνικών  ανισοτήτων. Έτσι, είδαμε στην πρόσφατη διεθνή οικονομική ύφεση, σε πολλές χώρες  με διαφορετικά πολιτικά συστήματα και κυβερνητικά σχήματα, να προκύπτουν  στρεβλώσεις σε πολλά επίπεδα, καθώς και προβλήματα αμφισβήτησής τους. Η κοινή  συνισταμένη των αναγκαστικών αλλαγών, που προκύπτει, στη συγκρότηση της  εξουσίας, είναι ο βαθύς επηρεασμός της πολιτικής από τη δεξιά ως την αριστερά  (με ή χωρίς το συνθετικό «κέντρο») και η στροφή της προς μία και μοναδική  κατεύθυνση. Η πολιτική άρχισε να χάνει μέρος από την ουσία και το περιεχόμενό  της και να μεταμορφώνεται σε μια άκρατη συνεχιζόμενη ηθικολογία, σε ένα κλειστό  κύκλωμα νομιμοποίησης και επιβεβαίωσης της μιας και μοναδικής άποψης. Ούτε λίγο,  ούτε πολύ, μέσα από τη θεώρηση αυτή, οι πολίτες δεν είναι τα θύματα της  κυριαρχίας του αδυσώπητου συστήματος που οδηγεί τα πράγματα στα άκρα, αλλά το  σύστημα που προέκυψε ως αποτέλεσμα της φαυλότητας των πολιτών.

Οι πολιτικοί ταγοί, και στη χώρα μας,  οχυρώθηκαν και συσπειρώθηκαν γύρω από αυτή τη βολική μονομερή στάση, για να  εξασφαλίσουν το ισχυρό άλλοθι της δικής τους ολιγωρίας, ανεπάρκειας και  ανικανότητας. Εννοούν, λοιπόν, πως η πολιτική οδηγήθηκε στα σημερινά αδιέξοδα,  εξαιτίας της κοινωνικής ανυπακοής στα κελεύσματα της εποχής και στα κυρίαρχα  θέσφατα του συστήματος. Λες και δεν είναι το ίδιο το σύστημα που δημιούργησε,  επέβαλε και υπέθαλψε την κοινωνική τάση για εύκολο πλουτισμό και αλόγιστη  υπερκατανάλωση, τη φοροαποφυγή, τη λαμογιά και γενικότερα τη διαφθορά στη  δημόσια ζωή. Λες και δεν είναι οι κανόνες της περιβόητης ελεύθερης αγοράς, που  γεννούν τις κοινωνικές ανισότητες, που επιθυμούν διακαώς οι πολίτες να  συμπεριφέρονται ως άφρονα και άβουλα καταναλωτικά όντα, και που τεχνηέντως  πολλαπλασιάζουν τις δήθεν ανάγκες και προτεραιότητες της καθημερινότητάς τους,  ώστε να εγκλωβίζονται στο φαύλο κύκλο της κερδοσκοπίας των ολίγων σε βάρος των  πολλών.

Και να που αυτές οι παρενέργειες της  μονοσήμαντης αντίληψης για τα αίτια και τα αιτιατά της κρίσης αρχίζουν να  διαγράφουν μια διαχωριστική επικίνδυνη για τη συνοχή της κοινωνίας γραμμή, που  διχάζει τις κοινωνικές ομάδες και στρέφει τάξεις εργαζομένων εναντίον αλλήλων.  Και δυστυχώς είναι ιστορικά επιβεβαιωμένο, πως όταν και όπου επικράτησαν  διχαστικές κοινωνικές τάσεις έφεραν την οπισθοδρόμηση και έφτασαν μέχρι την  πλήρη διάλυση του ιστού οργάνωσης της πολιτείας. Χρειάζεται, λοιπόν, πρώτα απ’  όλα, ψυχραιμία από όλους και αναθεώρηση της εσφαλμένης αντίληψης και στάσης για  τη ζωή και τα δημόσια πράγματα. Οι έντιμοι και οι ανέντιμοι υπήρχαν και θα  υπάρχουν πάντοτε πάνω σε τούτο τον πλανήτη, όσο θα κατοικείται από ανθρώπους και  όχι από αγγέλους. Η ατιμία, η ασωτία και η διαφθορά δεν έχουν κομματικό χρώμα  και ταυτότητα, ούτε είναι χαρακτηριστικό γνώρισμα, αποκλειστικά, της  ιδιοσυστασίας συγκεκριμένης κοινωνικής ομάδας ή κάστας εργαζομένων στον ιδιωτικό  ή το δημόσιο τομέα.

Τώρα που βρισκόμαστε στη δίνη αυτής της  κρίσιμης συγκυρίας για την πατρίδα και το μέλλον των παιδιών μας, πρέπει πριν  και πάνω απ’ όλα, να αναζητήσουμε και να βρούμε αυτά που μας ενώνουν ως κοινωνία  και ως έθνος. Να βρούμε ο ένας τον άλλο, ως έλλογα όντα και άτομα, γιατί  δυστυχώς χαθήκαμε εδώ και πολλά χρόνια, αφού κλειστήκαμε στο καβούκι της  ανασφάλειας και του ατομικισμού μας. Η εκτίμηση της σημερινής κρίσης, που είναι  πολυεπίπεδη, η αναζήτηση των πραγματικών αιτίων που τη δημιούργησαν, αλλά και ο  επιμερισμός των αναλογούντων ευθυνών, μπορεί να γίνει μόνο με νηφαλιότητα,  αίσθημα αυτογνωσίας και εθνική συνείδηση ομοθυμίας και αποφασιστικότητας. Δεν  κινδυνεύει η αλήθεια και ούτε στρεβλώνεται από την ενατένισή της με καθαρό  κοινωνικό βλέμμα, όσο πικρή και σκληρή κι αν είναι. Σκοπιμότητες και  συσκοτισμοί, αλληλοκατηγορίες και μικροκομματισμοί, το μόνο που επιφέρουν είναι  να συντηρούν και να διαιωνίζουν το κλίμα της αβεβαιότητας και της μιζέριας.  Κοντολογίς δεν υπάρχουν φαύλοι πολίτες που να μπορούν να καταστήσουν φαύλο το  πολιτικό σύστημα, αν μέσα σε αυτό δεν υπάρχουν πολιτικά πρόσωπα και δημόσιοι  λειτουργοί που απαξιώνουν τους θεσμούς και τους εαυτούς τους.

83) Φαινόμενα κοινωνικής παθολογίας

 

 

Για όλους εμάς τους κοινούς θνητούς, για  τους απλούς ανθρώπους της καθημερινότητας, υπάρχουν συγκεκριμένοι χώροι όπου  οργανώνουμε τις διάφορες κοινωνικές μας εκδηλώσεις, αλλά και τις καθαρά  προσωπικές-οικογενειακές μας, όπως βαπτίσεις, γάμοι κλπ. Σε αυτούς, κλειστούς ή  ανοιχτούς, χώρους κάποιοι λίγοι δε χωράνε και δε βολεύονται, γιατί θέλουν να  δείξουν ότι διαφέρουν από τους πολλούς. Επιθυμούν και επιδιώκουν τη διάκριση γι  αυτό που νομίζουν ότι είναι ή θα ’θελαν να είναι. Σημεία των καιρών θα μου  πείτε. Ίσως… Πάντως συμβαίνει.

Στη σημερινή εποχή, όπου τα πάντα είναι  αλλιώς, όπου σχεδόν όλα πωλούνται και αγοράζονται ή ανταλλάσσονται με χρήμα,  εκδηλώνονται πολύ συχνά διάφορα φαινόμενα που ερεθίζουν και προκαλούν την κοινή  γνώμη, προσβάλλουν την κοινωνική αισθητική, αλλά και την πατριωτική ευαισθησία.

Και τι δεν είδαμε μέχρι τώρα, αλλά και  πόσα έχουν να δουν τα ματάκια μας ακόμα ! Ας θυμηθούμε μερικά για να τα  σχολιάσουμε.

Φωτογραφίσεις και διαφημίσεις σε ιστορικά  μνημεία, επιδείξεις μόδας και δήθεν πολιτιστικές εκδηλώσεις σε αρχαιολογικούς  χώρους, γάμους και βαπτίσεις σε χώρους με βαριά ιστορική κληρονομιά και μνήμη.  Μέσα στην τελούσα υπό πλήρη σύγχυση κοινωνία μας κάποιοι αναζητούν και βρίσκουν  την ευκαιρία να ξεσαλώσουν επιδεικνύοντας την ιδιαιτερότητά τους, αυτήν με την  οποία θέλουν να αυτοπροσδιορίζονται. Πάντα υπάρχουν μικρές κοινωνικές ομάδες που  τοποθετούν (με τα δικά τους πάντα κριτήρια) τον εαυτό τους σε ανώτερο κοινωνικό  επίπεδο και αυτό θα πρέπει να το δείχνουν, τόσο με τον τρόπο που ζουν, όσο και  τον τρόπο που αντιμετωπίζουν τους άλλους. Κάποιοι που διαθέτουν την ισχύ του  χρήματος «διασκεδάζουν» όπως θέλουν, όποτε θέλουν και όπου θέλουν, ενώ τελούν τα  γαμήλια τελετουργικά τους κατά τρόπο που να διακρίνονται από την κοινωνική  πλειοψηφία, προσφέροντας τη γκλαμουριά τους σε δημόσια θέα μέσω της τηλεόρασης.

Δείγματα ματαιοδοξίας θα χαρακτήριζε  αυτές τις συμπεριφορές κάποιος σκεπτόμενος κοινός νους και δε θα είχε καθόλου  άδικο, αλλά μήπως οι καιροί στους οποίους ζούμε δεν είναι αλλοπρόσαλλοι; Δεν  κυριαρχεί η κενοδοξία; Ποιος θα μπορούσε να φανταστεί τον θρυλικό Γκορμπατσόφ,  που άλλαξε τη ροή της ιστορίας με την περιβόητη περεστρόικα, να κλείνει την  ιστορική του διαδρομή διαφημίζοντας πίτσες;

Ποιος δε θυμάται τη Ζωή Λάσκαρη να  φωτογραφίζεται γυμνή, ξαπλωμένη πάνω στον αρχαίο λέοντα της Δήλου και τον Κάλβιν  Κλάιν να παρουσιάζει τα εσώρουχά του στο Ηρώδειο; Ποιος μπορεί να ξεχάσει την  επίδειξη μόδας στα Προπύλαια και τη φωτογράφιση καινούργιων μοντέλων αυτοκινήτων  μεγάλης αυτοκινητοβιομηχανίας με φόντο το Ναό του Ποσειδώνα στο Σούνιο;

Ποιος δε θυμάται την έλευση της Τζένιφερ  Λόπεζ στην πατρίδα μας για φωτογράφιση της τότε νέας της κολεξιόν στην Ακρόπολη  και της σχετικά πρόσφατης δεξίωσης στο θωρηκτό «Γ. Αβέρωφ»; Και μετά θιγόμαστε  για την ασεβή απρέπεια του γερμανικού περιοδικού στην Αφροδίτη της Μήλου!

Ας μην κλαψουρίζουμε, λοιπόν,  περιστασιακά και ας μην σοκαριζόμαστε κατά βούληση. Πρέπει να συνειδητοποιήσουμε  επιτέλους πως εκτός των άλλων έχουμε να αντιμετωπίσουμε και την επικίνδυνη  εξουσία  της γκλαμουριάς. Και δυστυχώς τα κοινωνικά αντανακλαστικά είναι ακόμα  σε αδράνεια. Δείχνουμε, ως κοινωνία, να έχουμε μεταμορφωθεί σε μάζα τελούσα εν  υπνώσει και εν αιχμαλωσία της ισχύος του πλούτου των ολίγων και της  επιπολαιότητας των επίσης ολίγων ατόμων που ζουν για τη δημοσιότητα. Γι αυτό και  συνεχίζουν να ξεπουλιούνται τα πάντα, ενώ η κοινωνική απάθεια κρατεί  καθηλωμένους τους πολίτες, ενισχύοντας την τάση για την αποκαθήλωση ιστορικών  και εθνικών συμβόλων, όλων αυτών που αποτελούν τους συνδετικούς κρίκους ανάμεσα  στο παρελθόν και το παρόν και μας επιτρέπουν να συνεχίσουμε στο μέλλον. Κι αν το  θωρηκτό δεν μπόρεσαν να το βυθίσουν τα κανόνια των εχθρών μεσοπέλαγα κατά τις  ναυμαχίες, το «βύθισαν» στα ρηχά τα πολύχρωμα κουφέτα και οι ροζ δαντέλες αυτών  που στο κατάστρωμα ήθελαν να δείξουν ότι διαφέρουν από τους κοινούς θνητούς.

Αυτά τα σύγχρονα φαινόμενα κοινωνικής  παθολογίας, με την επιδίωξη επίδειξης πλούτου και εφήμερης δημοσιότητας, που  προκαλούν, είναι απόρροια της γενικότερης παρακμής στην εποχή μας. Μέσα σ’ ένα  ζοφερό κοινωνικό περιβάλλον, στο οποίο η ίδια η ζωή απώλεσε το περισσότερο από  το βάρος της ουσίας και του νοήματός της και η ανθρώπινη αξιοπρέπεια απαξιώθηκε,  οι σύγχρονοι «γκλαμουράτοι» πάντα θα βρίσκουν πρόσφορο και γόνιμο έδαφος για να  ικανοποιούν τα βίτσια τους.

Δυστυχώς εκεί φτάσαμε, έτσι καταντήσαμε,  και ίσως να κατρακυλήσουμε και στα χειρότερα εάν συνεχίσουμε να θεωρούμε ότι ο  γιαλός είναι στραβός και όχι ότι εμείς αρμενίζουμε στραβά, στα θολά νερά της  αποχαύνωσης. Έχει κανείς αντίρρηση; Ευχαρίστως να την ακούσουμε…

82) ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ

 

Κοινή είναι πλέον η διαπίστωση, η  ομολογία και η πεποίθηση, πως ο σύγχρονος άνθρωπος στην πορεία της ζωής έχασε  τον προσανατολισμό του. Μπορεί να καυχιέται για τα τεχνολογικά και επιστημονικά  επιτεύγματα, τις ανακαλύψεις και εφευρέσεις, τις πρακτικές αυτών εφαρμογές που  αναμφίβολα παρέχουν πληθώρα ανέσεων, αλλά ταυτόχρονα βιώνει καταστάσεις  εσωτερικής αστάθειας, ταραχής και αναμπουμπούλας. Ποτέ ο άνθρωπος δεν είχε τόσα  υλικά αγαθά, όσα σήμερα, αλλά παρόλα αυτά δεν αισθάνεται ευχαριστημένος, πλήρης,  χαρούμενος, ήρεμος και γαλήνιος για να τα απολαύσει. Ποτέ δεν ήταν τόσο άδειος,  δυστυχισμένος, ανήσυχος και μόνος. Ποτέ ο κόσμος δεν ήταν τόσο ταραγμένος από  τις μεταξύ των ανθρώπων αντιπαλότητες, εντάσεις και έχθρες, από τη στέρηση και  παντελή έλλειψη συμπόνιας, ανθρωπιάς, αλληλεγγύης και αγάπης, από τους  καταστροφικούς κινδύνους των καιρικών – φυσικών φαινομένων εξαιτίας του βιασμού  της φύσης. Ποτέ ο άνθρωπος στην ιστορία της ανθρωπότητας δεν είχε παραδοθεί  αμαχητί σε όλα αυτά που εκδηλώνει ως συμπεριφορά στη σημερινή εποχή και τα οποία  ντροπιάζουν την εικόνα του και απαξιώνουν την ιδιοσυστασία του. Το ¼ του  πληθυσμού της γης πνιγμένο στην ανία της ευμάρειας και η συντριπτική πλειονότητα  (3/4) του πληθυσμού στην ασιτία, τη φτώχεια και την ανέχεια. Καλοπέραση για τους  λίγους, πόνος και θλίψη για τους πολλούς!

Μέσα σ’ ένα τέτοιο ζοφερό περιβάλλον θα  ακούσιε και πάλι τις καμπάνες από τα χαράματα, ανήμερα των Χριστουγέννων, να μας  καλούν για να γιορτάσουμε όλοι μαζί το θαυμαστό χαρμόσυνο γεγονός. Θαυμαστό, και  για το μεγαλείο του και για το μυστήριό του και το βαθύτερο περιεχόμενο και  νόημά του. Καλούμαστε να γιορτάσουμε τη γέννηση Εκείνου που υπάρχει αιώνια και  που έγινε αυτό που δεν υπήρξε ποτέ. Ο Δημιουργός γίνεται δημιούργημα και πάλι  Δημιουργός παραμένει. Ο Θεός που γίνεται άνθρωπος και πάλι Θεός παραμένει. Κι  όμως αυτό το μυστήριο που χώρισε την ιστορία της ανθρωπότητας στα δύο, κανένα  σχεδόν νόημα και αξία δεν έχει για τους περισσότερους των ανθρώπων σήμερα  (χριστιανούς και μη), αφού αντιμετωπίζεται ως μια απλή αργία και αποχή από τις  καθημερινές συνήθειες, μια ευκαιρία ξεσαλώματος, εξωστρέφειας και αλόγιστης  κατανάλωσης (φαγοπότια, αλκοόλ, δώρα, ταξίδια, πάρτι, ρεβεγιόν, καζίνο κ.ο.κ).  Ζούμε οι περισσότεροι, δυστυχώς, μια ψευδαίσθηση ευφορίας και καλοπέρασης, ενώ  στο βάθος μας είμαστε ανικανοποίητοι και μόνοι, φοβισμένοι και απογοητευμένοι.

Μακάρι κάποτε να αξιωθούμε να νιώσουμε  πραγματικά τη γιορτή των Χριστουγέννων, να αναφωνήσουμε «Χριστός επί γης  υψώθητε», να ομολογήσουμε και να δοξάσουμε τη θαυμαστή ημέρα της Γεννήσεως,  κατά την οποία «ανέτειλε τω κόσμω το φως το της γνώσεως» και πλημμύρισε η  πλάση ολάκερη μέχρι τα πέρατά της, ενώ αποκάλυψε σε όλους μας το αληθινό νόημα  που έχει η ανθρώπινη ύπαρξη, το ανθρώπινο πνεύμα, η ανθρώπινη σκέψη, η ανθρώπινη  αίσθηση, η ανθρώπινη ζωή…

ΚΑΛΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ – ΑΓΑΠΗ ΚΑΙ ΟΜΟΝΟΙΑ ΣΕ  ΟΛΟ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ

81) Το φαινόμενο του μανδαρινισμού

 

Μέσα σ’ ένα αρρωστημένο πολιτειακό  περιβάλλον, όπου η Διοίκηση μονίμως νοσεί, καλοπροαίρετα αναρωτιέται κάποιος,  είναι δυνατόν να παραμείνουν ανεπηρέαστοι οι δημόσιοι λειτουργοί, είναι ποτέ  δυνατόν να υπάρχουν υγιείς υπάλληλοι;

Για να είμαστε, λοιπόν, ακριβοδίκαιοι και  ειλικρινείς, η μειωμένη απόδοση και η σχεδόν μηδενική παραγωγή έργου από τους  δημοσίους υπαλλήλους, δεν έχει να κάνει μόνον με τις προσωπικές δικές τους  αδυναμίες και ανεπάρκειες. Το έλλειμμα επαγγελματικής συνείδησης και καθήκοντος  που χρόνια τώρα συσσωρεύεται σε αυτόν τον κλάδο εργαζομένων, σε καμιά περίπτωση  δεν παραπέμπει στη συμπερασματική και αυθαίρετη άποψη, πως αυτοί είναι άλλη  πάστα ανθρώπων, φτιαγμένοι από διαφορετικό υλικό απ’ ό,τι οι υπόλοιποι Έλληνες  και ότι έχουν μέσα στα γονίδιά τους την αδιαφορία, τη φυγοπονία και τη λαμογιά.  Κάπου, και χωρίς αυτό να δικαιολογεί τα αδικαιολόγητα, αισθάνονται και οι ίδιοι  θύματα μιας νοσηρής νοοτροπίας και πρακτικής που την επέβαλαν οι πολιτικοί  άρχοντες του τόπου, οι ασκήσαντες κυβερνητική εξουσία, η οποία παγιώθηκε πλέον  και κατατρώει τις σάρκες της ίδιας της δημοκρατίας. Πολλά χρόνια τώρα,  συνεχίζονται οι αναξιοκρατικές μεθοδεύσεις, οι ρουσφετολογικές προσλήψεις, οι  κομματικές πελατειακές σχέσεις, οι κομματικοί διορισμοί, το απροκάλυπτο καπέλωμα  των ικανών από τους ανίκανους εκλεκτούς της εξουσίας, η πλήρης ισοπέδωση κάθε  έννοιας ιεραρχίας και υπαλληλικής τάξης. Πώς (με τι κουράγιο) και γιατί να  εργαστεί για να αποδώσει ένας φιλότιμος, εργατικός και ικανός υπάλληλος, όταν  βιώνει καθημερινά την αδικία και τον παραγκωνισμό του από τους κομματικούς  ανεγκέφαλους εγκάθετους του συστήματος; Γιατί να ασχοληθεί σοβαρά  με την εκτέλεση των καθηκόντων του, να ενδιαφερθεί για την εξυπηρέτηση του  κοινωνικού συμφέροντος, να ξεδιπλώσει τα προσόντα και τα προτερήματά του, όταν  από το ξεκίνημά του στο δημόσιο μαθαίνει και συνειδητοποιεί πως τη δουλειά που  μπορεί να την κάνει ένας, πρέπει να την κάνουν πέντε ή και περισσότεροι (στην  ουσία κανένας), έτσι ώστε να βολεύονται όλοι, υποαπασχολούμενοι;

Ο μανδαρινισμός, δυστυχώς, δεν είναι ένα  φαινόμενο που κάποιοι το δημιουργούν επί τούτου. Στις μέρες μας αυτοαναπαράγεται.  Είναι χαρακτηριστική, κάθε φορά, η άνεση και η ευκολία με την οποία  εξουδετερώνεται κάθε απόπειρα περιορισμού της γραφειοκρατίας με όλα τα δυσάρεστα  συνεπακόλουθά της.

Συνήθισε πλέον η Δημόσια Διοίκηση να  ισορροπεί στις συντεταγμένες των κομμάτων, σε μανδαρίνους που θεωρούν την ύπαρξή  τους ταυτόσημη με την κυβερνητική εξουσία, σε απελπισμένους και αδιάφορους  υπαλλήλους, σε υπηρεσίες που δε γνωρίζουν πόσο προσωπικό έχουν και πού το  απασχολούν! Να, γιατί φτάσαμε σε σημείο ανοικτής αμφισβήτησής της από την  πλειοψηφία της κοινωνίας, αφού αδυνατεί να παρακολουθήσει τις εξελίξεις, να  αφουγκραστεί τα μηνύματα των καιρών και τις προσδοκίες των πολιτών, να αποκτήσει  και να χρησιμοποιήσει την απαιτούμενη τεχνογνωσία για το καλό και την προκοπή  της κοινωνίας. Να, γιατί είναι επιτακτική η ανάγκη να επανέλθει η Διοίκηση στα  επίπεδα της αναγνώρισης και της αξιοπιστίας. Να ανακτήσει τη χαμένη της ισχύ για  να δώσει στην πολιτεία και στον πολίτη το αίσθημα της ευημερίας και της  ευνομίας.

Σήμερα είναι δυνατότερες όσο ποτέ οι  φωνές που ακούγονται για ριζική αναδιάρθρωση και αναδιοργάνωση της Διοίκησης,  ώστε να σταματήσει η κατρακύλα της αναποτελεσματικότητάς της και να μεθοδευτεί η  νομιμοποίησή της. Πληθαίνουν επίσης οι φωνές που ομιλούν για την αποσυμφόρηση  των υπηρεσιών, για τον περιορισμό του δημόσιου τομέα, αλλά και για την άρση της  μονιμότητας των δημοσίων υπαλλήλων. Το τελευταίο αυτό ζήτημα, έρχεται και  επανέρχεται διαρκώς στην επικαιρότητα τα τελευταία χρόνια, αλλά μάλλον κανένας  πολιτικός δεν τολμάει να ασχοληθεί σοβαρά με αυτό, επειδή φοβάται το πολιτικό  λεγόμενο κόστος. Όταν, λοιπόν, ανακινείται το θέμα της μονιμότητας, γίνεται μόνο  για να προκληθεί σκοπούμενος θόρυβος, να σηκωθεί κουρνιαχτός αποπροσανατολισμού,  για να καλυφθούν άλλες επικίνδυνες για το σύστημα κοινωνικές εντάσεις, αλλά και  για να εκβιαστούν συνειδήσεις προς άγραν ψήφων.

80) Δημοσιοϋπαλληλικός υπερπληθυσμός

 

 Όπως διαρθρώθηκε το κράτος μας στα  χρόνια της μεταπολίτευσης, κατέληξε να είναι ένα ογκώδες γραφειοκρατικό μόρφωμα,  χωρίς σύγχρονες δομές όπως απαιτούν οι καιροί και οι περιστάσεις, παραφουσκωμένο  με υπαλλήλους (από μέτριας έως χαμηλής απόδοσης) λόγω των πελατειακών σχέσεων με  τα κόμματα, το οποίο βραχυκυκλώνει ακόμα και την παραγωγική εργασία μιας  μειοψηφίας ικανών και φιλότιμων υπαλλήλων, ενώ ακυρώνει κάθε μεμονωμένη ή  συλλογική προσπάθεια για σχεδιασμό εθνικής ανάπτυξης σε διάφορους τομείς.  Γραφειοκρατία και σατραπισμός, απουσία σαφούς προσανατολισμού και κατευθυντήριου  άξονα, απουσία μελέτης και σχεδιασμού για την επεξεργασία υπεύθυνης, σοβαρής και  σταθερής γραμμής πλεύσης για την επίλυση των προβλημάτων, χαρακτηρίζουν,  δυστυχώς, τη λειτουργία της Δημόσιας Διοίκησης στη χώρα μας και προδιαγράφουν  δυσοίωνο το μέλλον. Είναι αδιανόητο, άνθρωποι μετρίων δυνατοτήτων, δίχως  προσόντα και ικανότητες, να επιδιώκουν και να καταφέρνουν να ορίζονται και να  διορίζονται σε καίριες θέσεις του κρατικού μηχανισμού, επικεφαλής διαφόρων  οργανισμών με υψηλές αμοιβές, επειδή διαθέτουν ισχυρά κομματικά διαπιστευτήρια  και επειδή καλύπτουν τις αδυναμίες και τις ανασφάλειες των πολιτικών πατρόνων  προϊσταμένων τους. Ως πότε η χώρα μας θα έχει ανοργανωσιά και κακοδιοίκηση, ως  συνέπεια της κομματικής ευνοιοκρατίας, του ρουσφετιού και των πελατειακών  σχέσεων;

Ακόμα και σε επίπεδο υπουργείων  παρατηρούνται, λόγω της ταύτισης του κράτους με το κόμμα που κυβερνάει,  φαινόμενα δυσλειτουργίας, εξαιτίας της αναποτελεσματικής διάρθρωσης, της  έλλειψης ιεραρχικής τάξης και αξιοκρατίας, της σύγχυσης, της σύγκρουσης των  αρμοδιοτήτων, των επικαλύψεων και της εκτεταμένης οργανωτικής ακαμψίας. Κι όλα  αυτά συμβαίνουν παρά τα όσα ορίζει ο καταστατικός της χώρας χάρτης και οι  επιταγές της δημοκρατίας. Αυτή η κατάσταση δημιουργήθηκε σταδιακά στα χρόνια της  ελληνικής μεταπολιτευτικής δημοκρατίας, αλλά επιδεινώθηκε τα τελευταία χρόνια  εξαιτίας της παθογένειας ολόκληρου του πολιτικού συστήματος και των πρακτικών  που εφαρμόστηκαν από πολιτικά πρόσωπα και κόμματα που άσκησαν εξουσία. Και  επειδή η κατάσταση έφτασε  στο απροχώρητο, η ενεργοποίηση των πολιτών αποτελεί  τη μοναδική ελπίδα για το αύριο. Τώρα, αρχίζει να διαφαίνεται ένα κοινωνικό  ρεύμα που προκαλεί γενικότερους τριγμούς στο σύστημα, αφού τα αποθέματα αντοχής  και ανοχής εξαντλήθηκαν. Και πως στ’ αλήθεια να μην εξαντληθούν, όταν έχουμε το  ακριβότερο κράτος της Ευρώπης και το δαπανηρότερο του κόσμου, αφού μονίμως  απασχολεί και μισθοδοτεί πολλαπλάσιους υπαλλήλους από όσους χρειάζεται για την  ομαλή και αποτελεσματική λειτουργία του. Και ο πλέον αδαής ή αδιάφορος για τα  οικονομικά της χώρας έχει πλέον πεισθεί, πως οι εξωφρενικές δημόσιες δαπάνες και  τα τεράστια δημόσια ελλείμματα οφείλονται κατά σημαντικό ποσοστό και σε αυτόν  τον δημοσιοϋπαλληλικό υπερπληθυσμό. Κοστίζει ακριβά στον κρατικό προϋπολογισμό,  δηλαδή στον Έλληνα φορολογούμενο, αυτός ο αφόρητος συνωστισμός υπαλλήλων,  κομματικών συμβούλων – παρασυμβούλων και εγκάθετων παρατρεχάμενων του ευρύτερου  δημόσιου τομέα, με την προκλητικά μηδαμινή απόδοση και χαμηλή παραγωγή έργου. Το  μεγαλύτερο ποσοστό αυτών, στα τελευταία τριάντα χρόνια της κοινοβουλευτικής μας  δημοκρατίας, δεν προσελήφθη με αξιοκρατικά κριτήρια και με γνώμονα την  εξυπηρέτηση των πραγματικών αναγκών του δημοσίου συμφέροντος, αλλά για την  εξυπηρέτηση κομματικών αναγκών. Στην ουσία πρόκειται για στρατιές ψηφοφόρων των  κομμάτων, κομματικούς υπαλλήλους που σταθερά υπερψηφίζουν το κόμμα και τους  βουλευτές που τους βόλεψαν. Κι αν αυτή η ασυγχώρητα τραγική κατάσταση για την  ελληνική πολιτεία και κοινωνία δημιουργήθηκε, διατηρήθηκε και διογκώθηκε από τα  κόμματα που άσκησαν κυβερνητική εξουσία, δεν είναι άμοιρα ευθυνών και τα  υπόλοιπα, αφού δεν κατάφεραν μέχρι σήμερα, να την εμποδίσουν, να την  αναχαιτίσουν ή έστω να την περιορίσουν. Γι αυτό και η κοινωνική κατακραυγή  απαξίωσης στρέφεται κατά του συνόλου των πολιτικών και του υπάρχοντος πολιτικού  συστήματος γενικότερα.

 

Γραφειοκρατικός συγκεντρωτισμός

 

 

Όταν η οργανωτική δομή και λειτουργία του  κρατικού μηχανισμού ίσαμε σήμερα  εξακολουθεί να πάσχει από ανοργανωσιά και να  χαρακτηρίζεται από αναποτελεσματικότητα και κατασπατάληση δημοσίων πόρων, η  εξυπηρέτηση του λεγόμενου δημοσίου συμφέροντος πηγαίνει στράφι.

Αν επιχειρήσουμε μια ψύχραιμη και  ρεαλιστική κριτική ανατρέχοντας στο ξεκίνημα της συγκρότησης και λειτουργίας του  νεότερου ελληνικού κράτους, θα δούμε πως πολλές από τις τωρινές παθογένειες της  ελληνικής κοινωνίας έχουν βαθιές τις ρίζες τους, γεγονός που δεν αποτελεί  δικαιολογητική αιτία για την ελάφρυνση των ευθυνών του πολιτικού συστήματος,  αλλά απεναντίας αποκαλύπτει και υπερτονίζει την ανικανότητα και την ανεπάρκεια  των πολιτικών κομμάτων και σχηματισμών για την απαλλαγή της κοινωνίας από  παρελθοντολογικά κατάλοιπα.

Ο πρώτος πολιτικός και πολιτειακός  πυρήνας του ελεύθερου ελληνικού κράτους στη νεότερη ιστορία μας, ήταν  αναγκασμένος από τις συνθήκες να λειτουργήσει για μεγάλα χρονικά διαστήματα κάτω  από ένα συγκεντρωτικό σύστημα οργάνωσης. Μπορεί οι πολιτικές ιδέες και τα  συνταγματικά πρότυπα, που επηρέασαν τις νεοσύστατες δομές του ελληνικού τότε  βασιλείου, να πλησίαζαν αυτά των ευνομούμενων κρατών της Ευρώπης, αλλά δεν  πρέπει να ξεχνάμε πως το ελληνικό όραμα για την εδαφική και εθνική ολοκλήρωση  απαιτούσε πάνω απ’ όλα αυστηρή κοινωνική πειθαρχία και εθνική ομοψυχία, οπότε  προς αυτή την κατεύθυνση προσανατολίστηκε και η οργάνωση του κράτους. Όμως, οι  έντονες εκλάμψεις της ευρωπαϊκής μοντερνικότητας και ο νεογέννητος πολιτικός  πλουραλισμός της Δύσης, δεν ήταν δυνατόν να αφήνουν εντελώς αδιάφορες τις  μεταρρυθμιστικές προσπάθειες που επιχειρούνταν κατά καιρούς από τις προοδευτικές  δυνάμεις της εποχής μέσα στα πλαίσια λειτουργίας του νεοελληνικού κράτους. Αυτό  είναι ευδιάκριτο και μέσα στις οργανωτικές ρυθμίσεις που περιοδικά εισάγονται  στα αλλεπάλληλα συντάγματα της χώρας, καθώς και στις διακηρύξεις των διαφόρων  κοινωνικών κινημάτων που δημιουργούνται και δραστηριοποιούνται, παρά την  επέκταση του συγκεντρωτικού τρόπου διακυβέρνησης που επέβαλαν οι συνθήκες όπως  προαναφέρθηκε.

Πάντως, γενικότερα, το πρόβλημα της  κοινωνικής συνοχής (που μόνιμα πίεζε το λαό), ακόμα κι όταν το κράτος δεν  προετοιμαζόταν για δυναμική αναμέτρηση με βαλκάνιους γείτονες, δεν μπόρεσε να  αντιμετωπιστεί απ’ τη μεριά της οργανωμένης κεντρικής διοίκησης με τα  δημοκρατικά της εποχής πρότυπα και ισχύοντα. Έτσι άρχισε να εξυφαίνεται ένας  δαιδαλώδης γραφειοκρατικός ιστός που έθετε εξορισμού τον πολίτη αν όχι στο  περιθώριο, σίγουρα απέναντι από το κράτος.

Οι συχνές καθεστωτικές αλλαγές και οι  αντίστοιχες συνταγματικές παρεμβάσεις κατέληγαν σε πολιτική ρευστότητα και  εθνική ψυχολογική αβεβαιότητα, που μόνιμα απειλούσαν τη σταθερότητα και  λειτουργικότητα του συνόλου των δομών της κοινότητας. Γι αυτούς και γι άλλους  λόγους το πρόβλημα του γραφειοκρατικού συγκεντρωτισμού δεν περιορίστηκε μόνο στο  πολιτικό ή διευθυντικό επίπεδο, αλλά επηρέασε την κοινωνία ολόκληρη. Παγιώθηκε  ως κοινωνική κατάσταση με ρίζες ιστορικής συγκυρίας και κατέληξε σε πρόβλημα  κοινωνικής συμπεριφοράς, σχετιζόμενο με ανορθολογικές δομές και θέσεις, που  ξεπερνούν τους χώρους δράσης του υπαλληλικού προσωπικού. Έτσι, όχι μόνον, ο  φορέας – υπάλληλος, αλλά και ο αποδέκτης πολίτης της γραφειοκρατικής λογικής  διαιωνίζουν ίσαμε σήμερα ένα καθεστώς αυταρχικής συμπεριφοράς και άκριτης  υπακοής, αναπαράγοντας έναν φαύλο κύκλο επιβολής – υποταγής. Σε πολιτικό δε  επίπεδο οι μέχρι τώρα προσπάθειες για λύση αυτού του γρίφου, ουδέποτε  τελεσφόρησαν.

 

Δεσμοφύλακας το κράτος – δεσμώτης ο  πολίτης

 

Όλες οι κυβερνήσεις των τελευταίων  τριάντα χρόνων πολεμούν την γραφειοκρατικού τύπου οργάνωση του κράτους, αλλά τα  πυρά τους είναι άσφαιρα. Δεν την πτοούν και δεν την τρομάζουν οι κατά καιρούς  επιχειρούμενες μεταβολές και μεταρρυθμίσεις, ούτε οι εκσυγχρονιστικές  αντιλήψεις, προθέσεις και προσπάθειες, ούτε η τεχνολογία με την απόλυτη  κυριαρχία της πληροφορικής. Στην πράξη αποδεικνύεται, πως κάθε φορά που  λαμβάνονται κάποια μέτρα ή ημίμετρα εναντίον της, αυτή καταφέρνει, είτε να τα  εξουδετερώσει με τη δοκιμασμένη μέθοδο της μη εφαρμογής, είτε να καθιστά την  εφαρμογή τους μεγαλύτερη γραφειοκρατική διαδικασία και από αυτή την ίδια τη  γραφειοκρατία που επιδιώκει να περιορίσει! Έτσι συμβαίνει το οξύμωρο και  παράδοξο, με νόμους και διατάξεις κατά της γραφειοκρατίας, να προκαλείται και να  προκύπτει μεγαλύτερη γραφειοκρατία. Στη μεταπολιτευτική Ελλάδα η γραφειοκρατία  της κρατικής μηχανής είναι ένα περίεργο σύστημα που ταυτίζει την έννοια της  διοίκησης με αυτούς που την ασκούν. Οι πολίτες που απευθύνονται ή προσέρχονται  στις δημόσιες υπηρεσίες για να εξυπηρετηθούν, ταλαιπωρούνται αφάνταστα από τη  νοοτροπία και τη συμπεριφορά των υπαλλήλων, οι οποίοι επικαλούνται πάντα  σχετικές δήθεν διατάξεις νόμων, για να αποφύγουν την εξυπηρέτησή τους. Είναι  πολύ εύκολο για τον υπάλληλο – εξουσιαστή να βασανίσει τον πολίτη –  εξουσιαζόμενο υπήκοο, αναφέροντας σωρεία εγκυκλίων, ενώ είναι πολύ δύσκολο έως  ακατόρθωτο για τον πολίτη να κάνει την παραμικρή νύξη περί νόμων που υποχρεώνουν  τον υπάλληλο να πράξει το καθήκον του. Το δημόσιο σε ρόλο δεσμοφύλακα και ο  πολίτης σε ρόλο δεσμώτη, πολλά χρόνια τώρα, βιώνουν καθημερινά τα δεινά μιας  αδιέξοδης σχέσης. Συναλλαγές κάτω από το τραπέζι δε λείπουν, φακελάκια και  φάκελοι παντού, γρηγορόσημα και ιδιοτελείς διευκολύνσεις, ατελείωτες ουρές  τριτοκοσμικού τύπου, αλλά και άθλιες συνθήκες εργασίας σε υπηρεσίες που  υπολειτουργούν και είναι ανίκανες ακόμα και για την παροχή πληροφοριών προς τους  πολίτες. Ο λεγόμενος ευρύτερος δημόσιος τομέας εξακολουθεί να είναι ο μεγάλος  ασθενής του κράτους και μάλιστα πάσχει από χρόνια σχεδόν ανίατη ασθένεια. Όσες  μεταρρυθμιστικές προσπάθειες και αν καταβλήθηκαν, όσες πρωτοβουλίες και αν  πάρθηκαν για τη βελτίωση αυτής της νοσηρής κατάστασης, αποτέλεσμα δεν υπήρξε,  αφού δεν έγινε δυνατός ο ουσιαστικός εκσυγχρονισμός του και η αναδιάρθρωση των  οργανωτικών δομών του. Δεν αξιοποιούνται, δυστυχώς, σύγχρονα και αποδοτικά  συστήματα διοίκησης, δε χρησιμοποιείται η τεχνολογία, γι αυτό και συνεχίζουν να  είναι απαρχαιωμένες και δυσλειτουργικές όλες οι μέθοδοι και οι διαδικασίες  διαχείρισης του κρατικού μηχανισμού, με συνέπεια να φρενάρεται η οικονομική  ανάπτυξη της χώρας και να ταλαιπωρείται ο λαός.

Σε πολλές περιπτώσεις, ελλείψει  διαφάνειας και αξιοκρατίας, το στελεχικό δυναμικό, όχι μόνον είναι ακατάλληλο,  αλλά είναι και ακατάλληλα τοποθετημένο, κάτι που ενισχύει την προβληματική  λειτουργία της διοίκησης, χωρίς φυσικά να παραβλέπεται και η απουσία των  αναγκαίων κινήτρων για την καλύτερη απόδοση υπηρεσιών και οργανισμών, σε ό,τι  αφορά την προσφορά ποιοτικών υπηρεσιών στους πολίτες. Πάντα υπήρχαν και  συνεχίζουν να υπάρχουν ακόμα, πραγματικές ή πλασματικές εγγενείς δυσκολίες για  τη νομοθέτηση μιας μονιμότερης διοικητικής διάρθρωσης και ιεραρχίας στο σύστημα,  με κριτήρια διαφάνειας και αξιοκρατίας, αλλά και λαμβανομένων υπόψη των  πραγματικών αναγκών σε κάθε επιμέρους τομέα. Όλα αυτά βέβαια τα προβλήματα  συνδέονται άμεσα και αποκλειστικά με την ανεπάρκεια ανεξαρτησίας της δημόσιας  διοίκησης από πολιτικές παρεμβάσεις μικροκομματικής σκοπιμότητας…

 

Συνεχίζεται…

79) Ξανά στις κάλπες

 

Οι επαναληπτικές ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΤΙΚΕΣ εκλογές  είναι εξίσου κρίσιμες, τουλάχιστον όσο και οι πρώτες.. Πρέπει να ολοκληρωθεί η  προσπάθεια ανυπακοής στα κελεύσματα των χρισμένων και των άχρηστων. Να μην  επιτρέψουμε να εκλεγούν, από τους εναπομείναντες, τοπικοί άρχοντες πρόθυμοι  συνεχιστές της λογικής του πολιτικαντισμού, αλλά προπαντός να αποτρέψουμε αυτούς  που στηρίζονται και υποστηρίζονται από συμφέροντα παντός είδους. Αν αναδείξουμε  τους συνεχιστές της φαύλης διαχείρισης των οικονομικών των δήμων, θα είμαστε  άξιοι της μοίρας μας. Έχουμε την ευχέρεια να αποφασίσουμε για ένα πιο ηχηρό  μήνυμα με πολλαπλούς αποδέκτες και πρέπει να το κάνουμε. Είναι το χρέος μας  απέναντι στην ίδια την αξιοπρέπειά μας.. Με την οικονομία να βυθίζεται ραγδαία  στην ύφεση και τον τρόμο μιας έκρηξης που θα μεταβάλει την κοινωνία σε ζούγκλα,  το μόνο που ενδιαφέρει πολλούς υποψήφιους είναι να συνεχίσουν την πολιτική τους  καριέρα στην τοπική αυτοδιοίκηση για να ανέβουν τα σκαλιά στην κλίμακα της  κομματοκρατίας. Δεν τους νοιάζει το συμφέρον των δημοτών τους, αλλά η κομματικο-πολιτική  τους επιβίωση. Όμως, ο  Καλλικράτης δεν έχει ανάγκη από κομματανθρώπους, γιατί  αυτοί δοκιμάστηκαν στον Καποδίστρια και τα έκαναν ρημαδιό.

Κάποιοι άλλοι υποψήφιοι – αυτόκλητοι  σωτήρες – είναι έτοιμοι, μόλις εκλεγούν να κλείσουν μαύρες τρύπες στα ταμεία  τους με καινούργια χαράτσια στους δημότες, πέρα από εκείνα που επιβάλλει κατά  δόσεις και ασταμάτητα η κεντρική διοίκηση.

Ας κλείσουμε, λοιπόν, τα αυτιά μας στις  σειρήνες που κινδυνολογούν για τη δήθεν α-πολιτική συμπεριφορά μας στις εκλογές  της 7ης Νοεμβρίου και ας αφήσουμε να λειτουργήσει κριτικά ο νους μας, για να  μεταφράσουμε σωστά αυτά που εκπέμπονται ως μήνυμα  από αυτές τις επαναληπτικές  εκλογές και να αποφασίσουμε οριοθετώντας τις ανάγκες μας σε στόχους. Ο  συνειδητοποιημένος δημότης έχει χρέος να ιεραρχεί πάντα τους στόχους της  κοινότητας, να συνάγει προτεραιότητες, να κρίνει ανεπηρέαστα ποιοί  πραγματοποιούνται και σε ποιο ποσοστό, για να καταλήξει σωστά στις επιλογές  προσώπων που θα κληθούν να τους υλοποιήσουν. Αν δεν υπάρχουν αυτά τα πρόσωπα, δε  χωράνε εκχωρήσεις, συμβιβασμοί και υποχωρήσεις. Δεν έχουμε πλέον τα περιθώρια  για αμφιταλαντεύσεις, για επαναλήψεις λαθών του παρελθόντος και αποδοχή στο  σύνολό της, της αγοραίας λογικής του πολιτικού συστήματος, το συνολικό σύμπτωμα  εμπορευματοποίησης της πολιτικής.

Καλούμαστε να ψηφίσουμε διαχειριστές  καινούργιων θεσμών αυτοδιοίκησης, αλλά παράλληλα αντιστεκόμαστε στο υπάρχον  πολιτικό σύστημα.

Μπορεί να είναι Περιφερειακές – Δημοτικές  εκλογές, αλλά από τα αποτελέσματά τους θα εξαρτηθεί, εάν θα συνεχίσουν να  λειτουργούν τα κόμματα στη χώρα μας, ως συντεχνίες επαγγελματιών της εξουσίας  και οργανωμένες συσπειρώσεις συμφερόντων. Πρέπει να στιγματίσουμε και να  καταδικάσουμε στο περιθώριο, τους υποψήφιους που ανέχονται και επιτρέπουν να  προηγείται η κομματική σκοπιμότητα των αναγκών κάθε τοπικής κοινωνίας. Κάθε  αντίσταση στην κομματοκρατία είναι κέρδος για τη δημοκρατία, προάσπιση των  κοινωνικών προτεραιοτήτων, των αναγκών του πολίτη. Και να θυμόμαστε πάντα πως  ψήφος δεν είναι μόνο ο σταυρός που μας ζητάνε οι υποψήφιοι. Μπορούμε να τους  στείλουμε και ασταύρωτους, εκεί που τους αξίζει, τόσο αυτούς όσο και τους  πάτρωνές τους.

78) Μπροστά  στις κάλπες και πάλι

 

Στις  εκλογές αυτές έχουμε τη μοναδική ευκαιρία να δώσουμε τη δική μας απάντηση στα  διλήμματα που με περίσσευμα υποκρισίας θέτουν την ύστατη τούτη ώρα αυτοί που μας  οδήγησαν στα σημερινά αδιέξοδα. Προσπαθούν, επικαλούμενοι το καλό μας, να  διεγείρουν το φιλότιμό μας, να εκμεταλλευτούν την αγωνία μας, και να εκμαιεύσουν  τη συγκατάθεσή μας – μέσω της κάλπης – για τα χειρότερα που θα έρθουν, αν τους  επιτρέψουμε και πάλι να μας παραπλανήσουν, αν τους πιστέψουμε. Έχουμε χρέος,  λοιπόν, να αντισταθούμε στον καταιγισμό της ασύστολης προπαγάνδας, ότι πρόκειται  για το δικό μας καλό, για την τοπική αυτοδιοίκηση, για τον περιβόητο Καλλικράτη!  Δήθεν προγράμματα, δήθεν άφθαρτα πρόσωπα, δήθεν, δήθεν, δήθεν… Για την  ταμπακιέρα κανείς και τίποτα. Κανένας δεν είναι ειλικρινής και αληθινός απέναντι  στο εύλογο και απλό ερώτημα του λαού. Πώς θα στηθεί και θα προκόψει ο  Καλλικράτης δίχως πόρους, δίχως χρήματα; Όταν οι δήμοι της χώρας είναι ήδη  καταχρεωμένοι και οι περισσότεροι για τα επόμενα πενήντα χρόνια, για ποιο  συμφέρον μας ομιλούν οι καταχρησάμενοι την εμπιστοσύνη μας; Η κομματοκρατία αποφασίζει για τους θεσμούς ερήμην των πολιτών  και για τη διαχείριση των θεσμών μεθοδεύει την υφαρπαγή της ψήφου μας. Πρώτα μας  επέβαλε τον «Καποδίστρια», ενώ τώρα μας καπελώνει με τον «Καλλικράτη». Ας έχουμε, λοιπόν, το νου μας. Τα κόμματα  σήμερα κατάντησαν συντεχνίες επαγγελματιών της εξουσίας, οργανωμένες  συσπειρώσεις συμφερόντων. Στόχος τους είναι η μονοπώληση της εξουσίας, ο έλεγχος  κάθε πτυχής του συλλογικού βίου. Γι’ αυτό και κάθε αντίσταση στην κομματοκρατία  είναι κέρδος για τη δημοκρατία, προάσπιση των κοινωνικών προτεραιοτήτων, των  αναγκών του πολίτη.

 Τούτη τη  φορά, όλοι μας καλούμαστε να πάρουμε θέση, να στείλουμε μηνύματα, να εκφράσουμε  την αγανάκτησή μας και να σηματοδοτήσουμε οι ίδιοι το μέλλον μας. Ακούγονται  οργισμένες φωνές για μαύρισμα, αποχή, άκυρο, λευκό, αλλά θα πρέπει να  αποφασίσουμε με ψυχραιμία και νηφαλιότητα, γιατί το πως θα ψηφίσουμε έχει  διαφορετικό αντίκτυπο στο πολιτικό σύστημα. Άλλο το λευκό και άλλο το άκυρο  ψηφοδέλτιο. Επίσης, άλλο το λευκό και άλλο η αποχή. Λευκή ψήφος μας λένε ότι  σημαίνει εξ ορισμού απόρριψη των υποψηφίων, εφόσον όμως τα λευκά ψηφοδέλτια  είναι πολλά, σημαίνει κυρίως απόρριψη των κομμάτων τα οποία τους προτείνουν. Η  λευκή ψήφος για κάποιους είναι ένας αποτελεσματικός τρόπος διαμαρτυρίας, για  άλλους όμως είναι αμφίβολης αποτελεσματικότητας. Το βέβαιο πάντως είναι πως η  ανυπακοή στις κατευθυντήριες γραμμές και οδηγίες των κομμάτων για το πώς θα  ψηφίσουμε θα έχει αποτέλεσμα. Πρέπει να συνειδητοποιήσουμε ότι κάθε υποψήφιος για την τοπική αυτοδιοίκηση που έχει κομματικό  χρίσμα επιβεβαιώνει εθελούσια την απαίτηση των κομματικών συντεχνιών να ελέγχουν  ολοκληρωτικά τη χώρα, να προηγείται η κομματική σκοπιμότητα των αναγκών κάθε  τοπικής κοινωνίας. Αλλά και πολλοί άλλοι που δεν έχουν το χρίσμα, δεν είναι από  πεποίθηση ανεξάρτητοι. Κατεβαίνουν δήθεν ως ανεξάρτητοι, επειδή δεν τα βρήκαν  στις διαβουλεύσεις και τα παζαρέματα κάτω από το τραπέζι με τα κόμματα και τους  κομματικούς πάτρωνες.

Εκείνοι  που πραγματικά είναι αντάρτες, είναι οι τίμια  ασυμβίβαστοι και από σεμνή αξιοσύνη ακομμάτιστοι. Υπάρχουν, όμως τέτοιοι  υποψήφιοι; Αν τους ανακαλύψετε ψηφίστε τους με τα δύο χέρια ( δαγκωτό). Αν όχι  ρωτήστε τη συνείδησή σας και πάρετε την ευθύνη πάνω σας. Όλα όσα καθημερινά  σέρνουμε (και δικαιολογημένα) για τα κόμματα και τους πολιτικούς πρέπει να τα  εκφράσουμε με την ψήφο μας, τουλάχιστον όλοι, όσοι δεν συμφωνούμε με την  αντίληψη και γνώμη του ευτραφούς πολιτικού ανδρός ότι «όλοι μαζί τα φάγαμε».!

77) Οι  εκλογές του Νοεμβρίου

 

Η επιτεινόμενη πολιτική ρευστότητα  αναδύει μια οσμή «τέλους εποχής», αλλά δυστυχώς  η μετάβαση σε μια νέα διάδοχη κατάσταση δεν προμηνύεται ανώδυνη. Το παλιό  αποτυχημένο φθίνει διαρκώς, αλλά το καινούργιο δε φαίνεται να γεννιέται και  μάλλον θα αργήσει, γιατί εμποδίζεται από πολλούς και με πολλούς τρόπους να  ξεπροβάλλει. Νέες δυνάμεις, με ιδέες και προοπτικές, που θα διαμορφώσουν το  προσδοκώμενο δυσκολεύονται να απελευθερωθούν, καθώς το κατεστημένο κινεί θεούς  και δαίμονες για να ανασυνταχθεί! Ευτυχώς, όμως, στην εποχή της  αμφιβολίας, της αμφισβήτησης και της πλήρους σύγχυσης, υπάρχουν ακόμα ορισμένες  βεβαιότητες. Δεν ξέρουμε πού ακριβώς θα μας βγάλει ο δρόμος, ξέρουμε όμως τι  πρέπει να αφήσουμε πίσω μας οριστικά.

Αυτή η θολή  πολιτική κατάσταση είναι σίγουρο πως θα οδηγήσει τους πολίτες στις ερχόμενες  εκλογές να εκφράσουν τη δυσφορία τους στην κάλπη. Και μπορεί να είναι εκλογές  για την Τοπική Αυτοδιοίκηση, αλλά πολιτικό θα είναι το μήνυμα, γιατί η  κομματοκρατία της χώρας μας φρόντισε στις περισσότερες περιφέρειες να ορίσει  υποψηφιότητες από το σινάφι της, για να επιβεβαιωθεί. Στο χέρι μας, λοιπόν,  είναι αν θα αρνηθούμε, ή θα δεχθούμε να παίξουμε το παιχνίδι των σημερινών  πολιτικών κομμάτων. Ας έχουμε τα μάτια μας και το μυαλό μας ανοικτά. Αν κρίνουμε  από τον τρόπο που συμπεριφέρονται οι πολιτικοί μας, ακόμα και σήμερα, δηλαδή από  τις πράξεις και τα λόγια τους, εύκολα καταλαβαίνει κανείς ότι οι περισσότεροι εξ  αυτών δεν έχουν αντιληφθεί τη δεινή κατάσταση στην οποία έχουν φέρει τη χώρα.  Δεν είναι μόνο τα οικονομικά μας θλιβερά χάλια, αλλά η γενικότερη παρακμή στην  οποία αυτοί, κυρίως, έχουν βυθίσει τη χώρα. Φαίνεται ότι οι διαμαρτυρίες των  πολιτών δεν φθάνουν στα αφτιά τους. Ίσως δεν είναι τόσο έντονες όσο χρειάζεται  για να έχουν κάποια επίδραση, ίσως αυτοί είναι κουφοί ή, το πιθανότερο,  αδιαφορούν. Είναι ανάγκη να διαμαρτυρηθούμε διαφορετικά, με την ελπίδα ότι  κάποιοι θα καταλάβουν πως η υποκρισία δεν είναι πλέον αποδοτική.

Τώρα μας  δίνεται η ευκαιρία, λοιπόν…

Οι  εκλογές του Νοεμβρίου για περιφερειάρχες, νομάρχες και δημάρχους, είναι μια πολύ  καλή ευκαιρία για να εκφράσουμε ως πολίτες τη δυσαρέσκειά μας και να ακουστούμε.  Αν σ’ αυτές τις εκλογές υπάρξουν αποτελέσματα  που θα ανατρέπουν τους  κομματικούς σχεδιασμούς, θα γίνει αμέσως κατανοητό απ’ όλους ότι οι Έλληνες  πολίτες εκφράζουν μια έντονη δυσαρέσκεια για τη συμπεριφορά των πολιτικών  κομμάτων, απορρίπτουν την πολιτική της κολακείας και της υποχώρησης στα  οργανωμένα συμφέροντα και απαιτούν πραγματικές αλλαγές .Εμείς όλοι, ως  διδασκόμενοι από τα λάθη του παρελθόντος, μπορούμε να προσδώσουμε στις επερχόμενες εκλογές τοπικής αυτοδιοίκησης χαρακτήρα  δημοψηφίσματος. Με την ψήφο μας να προσδιορίσουμε το τι ακριβώς θέλουμε από δω  και πέρα στην κεντρική πολιτική σκηνή. Αν δεν υπάρξει αλλαγή στην κεντρική  πολιτική σκηνή, δεν μπορεί να υπάρξει τοπική αυτοδιοίκηση ανεξάρτητη, ελεύθερη  και δυνατή, που να έχει τη δυνατότητα να κάνει πράξη αυτά που τώρα υπόσχονται οι  υποψήφιοι, βασισμένοι οι περισσότεροι στην παλιά πολιτικάντικη συνταγή του  χαϊδέματος αυτιών για την άντληση ψήφων.

Στις δημοσκοπήσεις η συντριπτική,  σαρωτική πλειοψηφία των πολιτών δηλώνει ότι δεν εμπιστεύεται πια κανένα κόμμα, η  γενικευμένη αγανάκτηση και αηδία φτάνει σε ποσοστά απίστευτα. Όμως, μπροστά στην  κάλπη ο φόβος της ανασφάλειας γεννάει τον στερεότυπο συμβιβασμό: «δεν έχουμε  κάτι καλύτερο να ψηφίσουμε, αυτά τα κόμματα έχουμε, αυτούς τους υποψήφιους  ορίζουν ή στηρίζουν, από αυτούς θα διαλέξουμε». Αυτό είναι και το μεγάλο  ασυγχώρητο λάθος μας που το πληρώσαμε ακριβά, και δεν πρέπει να επαναλάβουμε,  για το δικό μας καλό, αλλά και για την προοπτική της χώρας μας. Με τον τρόπο που  θα ψηφίσουμε πρέπει να δώσουμε ηχηρό μήνυμα με πολλούς αποδέκτες στο σύνολο του  πολιτικού συστήματος.

76) Η δυσπραγία του κρατικού  μηχανισμού

 

 

Σήμερα το κράτος, δυστυχώς, βρίσκεται στη  συνείδηση της πλειοψηφίας του λαού, στα χαμηλότερα επίπεδα απαξίωσης. Είναι  κοινή πλέον διαπίστωση πως η σημερινή δομή και λειτουργία της κρατικής  διοίκησης, είναι αντιοικονομική και παρεμποδίζει τη βελτίωση της  ανταγωνιστικότητας ολόκληρης της οικονομίας της χώρας. Πριν, όμως, προχωρήσουμε  στα της δυσπραγίας του κρατικού μηχανισμού και τα δεινά που επιφορτίζονται στις  πλάτες τους οι πολίτες, θα αναφερθούμε επιγραμματικά σε έννοιες και όρους, έτσι  όπως ορίζονται στο Σύνταγμα, ώστε να μη χωράνε παρανοήσεις στα θέματα που θα  θίξουμε στη συνέχεια. Δημόσια, λοιπόν, Διοίκηση είναι το σύνολο των διοικητικών  υπηρεσιών που είναι ενταγμένες στην εκτελεστική εξουσία – εκτός δηλαδή από τη  Βουλή και τα δικαστήρια – και υπόκεινται στην κυβέρνηση. Πρόκειται για την  ειδικότερη αρχή της υποταγής της διοίκησης στην κυβέρνηση (άρθρο 82). Εκτός από  τον πρόεδρο της Δημοκρατίας, που κι αυτός είναι παράγοντας της εκτελεστικής  λειτουργίας (άρθρο 26), η δημόσια διοίκηση στην ευρεία της έννοια απαρτίζεται  από τους υπουργούς (άρθρο 81) και τους δημοσίους υπαλλήλους, που διορίζονται και  παύονται καταρχήν από τον πρόεδρο της Δημοκρατίας (άρθρο 46).

Οι δημόσιοι υπάλληλοι είναι εκτελεστές  της θέλησης του κράτους και υπηρετούν το λαό, οφείλουν πίστη στο Σύνταγμα και  αφοσίωση στην πατρίδα, είναι δε μόνιμοι ενόσω κατέχουν οργανικές θέσεις (άρθρο  103). Έτσι παράλληλα με την αρχή της υποταγής της διοίκησης στην κυβέρνηση,  ισχύει και κατοχυρώνεται η αρχή της μονιμότητας και κατ’ επέκταση η ανεξαρτησία  των δημοσίων υπαλλήλων απέναντι στην πολιτική εξουσία, αφού – θεωρητικά  τουλάχιστον – ως εκ της μονιμότητας κατοχυρώνονται από ενδεχόμενες πολιτικές  παρεμβάσεις και διατηρούν μια ορισμένη ελευθερία γνώμης σε σχέση με την πολιτική  εξουσία, έτσι ώστε τούτο να αποτελεί εγγύηση ότι κατά τη λήψη μιας απόφασης  λαμβάνονται υπόψη όλα τα δεδομένα. Τέλος εξασφαλίζεται η συνέχεια της δημόσιας  διοίκησης παρά τις διαδοχικές πολιτικές μεταβολές. Ο ορισμός του δημοσίου  υπαλλήλου είναι διατυπωμένος και στις διατάξεις του νόμου 181/51 με βάση τα  νομολογικά δεδομένα της εποχής εκείνης και επαναλαμβάνεται μέχρι σήμερα στα  νομοθετικά κείμενα παρά τις δικαιολογημένες επιφυλάξεις που προβάλλονται κατά  των νομοθετικών ορισμών. Παράλληλα προς τα δικαιώματά του έναντι της υπηρεσίας  του, ο υπάλληλος προβλέπεται και έχει σειρά ειδικών υποχρεώσεων, πολλές από τις  οποίες συνοδεύουν αυτόν και μετά τη λύση της σχέσεώς του με την πολιτεία (λ.χ.  εχεμύθεια), δικαιολογούμενες από τον στενό και ουσιαστικό δεσμό του με αυτή.  Βέβαια εκτός από την εχεμύθεια και την κανονική εκτέλεση της υπηρεσίας (ακόμη  και επί πλέον του ωραρίου, εφόσον αυτό ζητείται εκτάκτως), έχει το καθήκον να  δείχνει σε εντονότερο βαθμό απ’ ό,τι οι άλλοι πολίτες, πίστη και αφοσίωση προς  την πατρίδα και το Σύνταγμα, ετοιμότητα συνεργασίας προς κάθε νόμιμη κυβέρνηση  με παράλληλη πολιτική (κομματική) ουδετερότητα, αξιοπρεπή και καλή συμπεριφορά  προς όλους, συνοδευόμενη με διακριτικότητα και μετριοπάθεια, υπακοή στις εντολές  και οδηγίες, δηλαδή στην ιεραρχική εξουσία, χωρίς οποιαδήποτε αντίρρηση, εφόσον  πρόκειται για νόμιμες ενέργειες. Τέλος, σύμφωνα με την αρχή της εύρυθμης  λειτουργίας των δημοσίων υπηρεσιών και την αρχή της ισότητας των διοικουμένων  απέναντι στη διοίκηση, σε ένα σύγχρονο και πραγματικά δημοκρατικό κράτος δικαίου  είναι χρέος της διοίκησης να λειτουργεί αποσκοπώντας στην εξυπηρέτηση του  γενικού καλού, στην πρόοδο της κοινωνίας και στην προκοπή του τόπου. Βέβαια, όλα  αυτά προβλέπονται και ορίζονται, αλλά καμιά απολύτως σχέση δεν έχουν με όσα  συμβαίνουν στην πραγματικότητα, γι αυτό και φτάσαμε εδώ που είμαστε!

Καμιά αμφιβολία δεν υπάρχει σήμερα ως  προς τον παρασιτικό ρόλο της Δημόσιας Διοίκησης στη λειτουργία του κράτους και  για το ό,τι αποτελεί έναν σημαντικό ανασταλτικό παράγοντα για την πρόοδο και την  προκοπή του τόπου. Συνιστά πραγματική τροχοπέδη όχι μόνο για επενδύσεις και  οικονομική ανάπτυξη, αλλά και πραγματικά ουσιαστικό εκσυγχρονισμό, σε μια εποχή  που η ανταγωνιστικότητα παίζει κυρίαρχο ρόλο, ενώ δυσκολεύει αδικαιολόγητα και  αναίτια την καθημερινότητα των πολιτών, όχι μόνον αυτών που συναλλάσσονται με το  κράτος, αλλά και όλων των άλλων που απλώς ζουν σε τούτη τη χώρα. Με μια κουβέντα  είναι σε λάθος βάση και με λάθος τρόπο δομημένη…  

75) ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΣ ΚΑΝΤΙΩΤΗΣ

 

 

Στο φύλλο της «ΚΟΖΑΝΗΣ » με  ημερομηνία 27-9-2010, και σε κείμενο για τον πρώην Μητροπολίτη Φλωρίνης –  Πρεσπών και Εορδαίας, που υπογράφει ο κ. Μ. Παπακυρίλλου, μεταξύ των άλλων  γράφονται και τα εξής: « Οι δικτάτορες του 1967 τον  ευεργέτησαν κάνοντάς τον μητροπολίτη Φλωρίνης. Μετά όμως, όταν είδε την κακοποιό  δράση τους, άρχισε να τους κατηγορεί. Τότε αυτοί έστειλαν μια ομάδα καθηγητών  ψυχιάτρων για να τον βγάλουν τρελό. Δεν μπόρεσαν όμως να πάνε στη Φλώρινα, διότι  κινητοποιήθηκαν οι οπαδοί του και έκλεισαν τις εισόδους της πόλης ».  

Επειδή μέχρι σήμερα κανείς άλλος –  αρμοδιότερος εμού – δεν εξέφρασε διαφορετική άποψη για το συγκεκριμένο γεγονός,  καταθέτω τη δική μου, βασισμένη σε γραπτές αδιαμφισβήτητες πηγές, για την  αποκατάσταση της αλήθειας και μόνο.

Δεν αποκλείσθηκε η πόλη της  Φλώρινας, ώστε να μην πλησιάσουν οι ψυχίατροι και ούτε ήταν εφικτό κάτι τέτοιο  να γίνει, για πολλούς ευνόητους λόγους, αλλά και διότι δεν θα είχε την έγκριση  και συνηγορία του ιδίου του τότε Μητροπολίτη. Σε κήρυγμά του, λοιπόν, μετά τον  Εσπερινό, το απόγευμα της 6-4-1968 στο Μητροπολιτικό Ναό της Φλώρινας μεταξύ των  άλλων είπε: «οι κατήγοροί μου ημφισβήτησαν την εθνικήν  μου δράσιν και την εκκλησιαστικήν μου τοιαύτην, και έφθασαν μέχρι του σημείου να  αμφισβητήσουν και την διανοητικήν μου ισορροπίαν, γι αυτό προ μιας ώρας μου  έστειλαν εις την Μητρόπολιν τρεις καθηγητάς ψυχολόγους και νευρολόγους για να  μου φορέσουν ζουρλομανδύαν. Τους εκέρασα γλυκό και νερό και τους έδιωξα ». Επίσης, την επομένη, μετά τον εσπερινό στον ιερό ναό  της Αγίας Τριάδας στην Πτολεμαίδα κήρυξε και πάλι , όπου αναφέρθηκε στο ίδιο  γεγονός ως εξής: «χθες το βράδυ, ώραν 6ην,  ήρθε μία μαύρη λιμουζίνα με τρεις ψυχιάτρους καθηγητάς, για να με εξετάσουν εάν  έχω σώας τας φρένας…κ.λ.π ».

Η αλήθεια, λοιπόν, είναι πως το  Σάββατο της 6-4-1968 κατόπιν εντολής, στην οποία προφανώς υπάκουσαν, μετέβησαν  στο Μητροπολιτικό Μέγαρο τρεις ψυχίατροι – νευρολόγοι, καθηγητές Πανεπιστημίου,  (οι δύο της Αθήνας και ο τρίτος της Θεσσαλονίκης), για να εξετάσουν τον  Μητροπολίτη, αλλά εκείνος δεν εμφανίσθηκε ενώπιόν τους. Κεράστηκαν και  αναχώρησαν αμέσως, αφού τους δόθηκε αντίγραφο ενστάσεως, η οποία είχε υποβληθεί  αρμοδίως, δηλαδή στους αρμόδιους υπουργούς τότε εθνικής παιδείας και  θρησκευμάτων και δικαιοσύνης, στην Ιερά Σύνοδο, αλλά και στους επικεφαλής της  δικτατορικής κυβέρνησης (πρόεδρο και αντιπρόεδρο) και στην οποία μεταξύ των  άλλων αναφέρονταν και τα εξής: «ενίσταμαι  διαμαρτυρόμενος κατά γνωστής αποφάσεως υπουργείου παιδείας και θρησκευμάτων, δι  ης παρεπέμφθην εις επιτροπήν ψυχιάτρων προς εξέτασιν. Εάν εθνικώς εζημίωσα και  ζημιώνω το έθνος μου, παραπεμφθώ εις αρμόδια δικαστήρια και τιμωρηθώ με τας  αυστηροτέρας  των ποινών. Εάν έπταισα εκκλησιαστικώς, ιδού η Ιερά Σύνοδος προς  επιβολήν κυρώσεων….» κ.λ.π.

Έτσι έχουν τα πράγματα και αυτά είναι τα  πραγματικά περιστατικά για το συγκεκριμένο γεγονός και για το οποίο δεν υπήρξε  άλλη συνέχεια..

 

Υ.Γ: 

 Όσο για το εάν η ενθρόνιση Αυγουστίνου  στη Φλώρινα το 1967, ήταν ευεργεσία         

 της δικτατορίας προς το πρόσωπό του,  σηκώνει μεγάλη συζήτηση. Οι δικτάτορες, 

 αλλά και η πλειοψηφία των τότε Ιεραρχών,  ήθελαν διακαώς αφενός μεν, με αυτόν τον τρόπο να κατευνάσουν τον ασυμβίβαστο και  πύρινο λόγο του Αρχιμανδρίτη Καντιώτη, και αφετέρου πίστευαν πως αυτός ήταν ένας  τρόπος, για να τον εξακοντίσουν στην εσχατιά της  Ελλάδας, όπου ακόμα κι αν  συνέχιζε να ομιλεί, ο ενοχλητικός του λόγος δεν θα έφτανε στο κλεινόν άστυ.

74) Κοινωνική επανάσταση του  αυτονόητου

 

 

Όλες οι παθογένειες του σημερινού  κοινωνικού συστήματος δεν οφείλονται στην ιδιομορφία των γονιδίων του νεοέλληνα,  που σε σύγκριση με το παρελθόν δήθεν μεταλλάχθηκαν, και στην επιδημία της  αρπαχτής, του νεοπλουτισμού και της αραχτής που ενέσκηψε και προσέβαλε τους  πάντες, άρχοντες και αρχόμενους. Κι αν οι πολίτες ψηφοφόροι διαμόρφωσαν το  σημερινό πολιτικό σύστημα που χρεοκόπησε, οι πολιτικοί και πάλι στην ουσία  φέρουν το μεγάλο μερίδιο της ευθύνης, αφού αυτοί με τα μέσα και τις δυνατότητες  που τους παρέχονται αφειδώς χειραγωγούν και κατευθύνουν τη βούληση των πολιτών.

Είναι αλήθεια πως μέσα από ελεύθερες  πάντα εκλογές στα χρόνια της μεταπολίτευσης οι πολίτες εξέλεξαν αυτούς που  ήθελαν να τους κυβερνήσουν, αλλά επίσης αλήθεια είναι πως η ελευθερία αυτή  σχετική ήταν στα πλαίσια πάντα των αδυναμιών της ίδιας της δημοκρατίας. Τελικά  οι πολίτες είναι οι θύτες και τα θύματα, αφού μέσα από τη διαδικασία της κάλπης  οι ίδιοι πλέκουν τη θηλιά στο λαιμό τους και ασφυκτιούν στη συνέχεια. Σημαντικό  ρόλο στη διαμόρφωση της κοινής γνώμης και τον επηρεασμό της βούλησης των  ψηφοφόρων παίζουν τα ΜΜΕ, τα οποία δυστυχώς ανήκουν και ελέγχονται από  οικονομικούς και άλλους παράγοντες του συστήματος. Τα συμφέροντα εμπλέκονται,  άλλοτε αφανώς και υπογείως και άλλοτε απροκάλυπτα, στη διαμόρφωση του πολιτικού  σκηνικού. Αυτά προβάλλουν, στηρίζουν και τελικά επιβάλλουν τα πολιτικά πρόσωπα  και τα κόμματα της αρεσκείας τους, αυτά που τους εξυπηρετούν.

Όμως για την αλλαγή του σημερινού  πολιτικού μας συστήματος, δεν υπάρχει άλλος τρόπος, παρά μέσα από τις  καθορισμένες δημοκρατικές διαδικασίες του κοινοβουλευτισμού. Κι αν, όπως ελέχθη,  η δημοκρατία είναι το χειρότερο από τα πολιτεύματα και τα κοινωνικά συστήματα,  επειδή μέχρι τώρα δεν υπήρξε καλύτερο, είναι προτιμότερο. Αδιέξοδα όμως δεν  υπάρχουν, κι αυτό πρέπει να συνειδητοποιήσουν όλοι οι πολίτες. Να πάψουν να  φτύνουν τα μούτρα τους για τις επιλογές τους στην πολιτική και να υψώσουν  αδιαπέραστα τείχη απέναντι σε αυτούς που τους θεωρούν όλα αυτά τα χρόνια  κατευθυνόμενη αγέλη ψηφοφόρων και ασχημονούν πάνω στο ιερό τους δικαίωμα «του  εκλέγειν και εκλέγεσθαι».

Όχι άλλες εκλεγμένες ολιγαρχικές  κυβερνήσεις με μονάρχες αρχηγούς και προέδρους κομμάτων. Φτάνει πια. Όχι άλλα  κόμματα με αυλικούς βουλευτές. Όχι άλλα κομματικά δίπολα, αλλά επιτέλους  πραγματική και ουσιαστική διεύρυνση της δημοκρατίας και του πολιτικού  συστήματος. Όχι άλλες κοινωνικές αδικίες και ανισότητες, με κατηγοριοποίηση των  πολιτών σε ασύδοτους πλούσιους και εξαθλιωμένους πληβείους. Το δικαίωμα στην  αξιοπρεπή διαβίωση των λαϊκών στρωμάτων της κοινωνίας, των μισθωτών, των  συνταξιούχων και των εργαζομένων είναι καθήκον και υποχρέωση αυτών που ασκούν  κυβερνητική εξουσία ή ασχολούνται με τα δημόσια πράγματα. Όχι άλλες μειοψηφίες  κοινωνικές, μειοψηφίες που προκαλούν το κοινό αίσθημα, αφού κατέχουν περιουσιακά  στοιχεία μεγαλύτερα του κρατικού προϋπολογισμού και αποφεύγουν να συνεισφέρουν  στον κρατικό κορβανά. Όχι στη συνέχιση της υποβάθμισης της καθημερινότητας των  ανθρώπων του μόχθου και της βιοπάλης, όχι στην ενδημία φτώχειας και ανέχειας,  όχι άλλες στρατιές ανέργων και πεινασμένων ανήμπορων της τρίτης και τετάρτης  ηλικίας.

Η σημερινή εθνική ομοβροντία απαξίωσης  του πολιτικού συστήματος πρέπει οπωσδήποτε να συνοδευτεί με την έκρηξη της  κοινωνικής επανάστασης του αυτονόητου, που δεν είναι άλλο από το να πάρουν στα  χέρια τους οι πολίτες το τιμόνι της δικής τους τύχης, αλλά και της προκοπής του  τόπου. Η σημερινή κρίση ας αποτελέσει την αφορμή και την αφετηρία για κοινωνική  δράση με σκοπό και στόχο την έξοδο από το τέλμα.

Οψόμεθα…

73) Δεύτερος μεταπολιτευτικός κύκλος

 

Αναντίρρητα, τα όσα συμβαίνουν στη χώρα  μας, ιδίως από την ώρα της εισβολής της λεγόμενης Τρόικας, σηματοδοτούν την  απαρχή μιας καινούργιας φάσης στην πολιτική ιστορία και σίγουρα σφραγίζουν  οριστικά και κατά τον πιο επώδυνο για το λαό τρόπο, το τέλος της  μεταπολιτευτικής περιόδου.

Η κοινωνική συνοχή αρχίζει και χαλαρώνει  επικίνδυνα, αφού όλο και περισσότερο καθημερινά μεγεθύνονται οι διαβρώσεις  ανισότητας στις τάξεις των εργαζομένων και των συνταξιούχων από την εφαρμογή των  μέτρων στα πλαίσια του Μνημονίου και οι μικροεπιχειρήσεις κατεβάζουν ρολά. Όταν  οι δημοσκοπήσεις καταγράφουν τη συντριπτική κοινωνική πλειοψηφία (98%) να μην  είναι ικανοποιημένη από τη διακυβέρνηση της χώρας τις τελευταίες καταστροφικές  για τον τόπο δεκαετίες και η έκταση δυσπιστίας των ανέργων απέναντι στους  πολιτικούς αγγίζει το ποσοστό του 93%  του συνόλου αυτών, τότε οι πολιτικές  ανακατατάξεις και ανατροπές είναι αναπόφευκτες.

Δεν αντέχεται άλλο, ακόμα και από τους  πλέον υπομονετικούς, η απροκάλυπτη πρόκληση του λαού με συνεχείς σχεδιασμούς και  αποφάσεις που επιβάλλουν την αλλαγή προτεραιοτήτων, συνηθειών και αξιών. Κι ούτε  πρόκειται να καταλαγιάσει η κοινωνική ανησυχία με τις μικροκομματικές  προσπάθειες μετακύλησης ή ευρύτερης κατανομής των ευθυνών.

Οι πολιτικοί που ασκούν εξουσία δίχως  προνοητικότητα, που δε φροντίζουν έγκαιρα, ώστε το αναβράζον καζάνι διαμαρτυρίας  να μη φτάσει σε κοχλασμό, είναι καταδικασμένοι να υποστούν το ζεμάτισμα της  λαϊκής οργής. Αυτό ακριβώς δείχνει η σημερινή κατάσταση, με την καθολική  απαξίωση των βουλευτών και των υπουργών, την αμφισβήτηση των προθέσεών τους,  αλλά και με τη γενικότερη απαισιοδοξία των πολιτών ως προς την αντιμετώπιση της  κρίσης. Έχει αποδείξει η ιστορική πραγματικότητα, πως όταν τα μέτρα που  λαμβάνονται σε μια οικονομική κρίση για το ξεπέρασμά της, ξεπερνούν τα όρια  εκείνα που διατηρούν τα κοινωνικά στρώματα σε επίπεδο φυσιολογικής ή και  παραγωγικής δυσφορίας, τότε δρομολογούνται ανεξέλεγκτες αντιδράσεις που  καταλήγουν να ακυρώσουν την αποτελεσματικότητά τους. Δεν μπορείς, ως κυβερνητική  εξουσία, να πείσεις τους πολίτες για όσα εξαγγέλλεις, αν σε αυτούς έχει  εδραιωθεί η πεποίθηση πως οι όποιες αποφάσεις σου λαμβάνονται από μια ισχυρή  μειοψηφία οικονομικών και άλλων συμφερόντων, ντόπιων και ξένων. Επίσης, η  συνεχιζόμενη ανάδυση υποθέσεων διαφθοράς και σκανδάλων εντείνει το κλίμα  δυσπιστίας και αυξάνει κατακόρυφα την οργή, αλλά και την απελπισία των ανθρώπων  της βιοπάλης. Σήμερα, σχεδόν όλοι, πολιτικοί και πολίτες, μιλούν για την ανάγκη  αλλαγής του πολιτικού σκηνικού στη χώρα μας. Βαδίζουμε προς την εποχή της νέας  μεταπολίτευσης, όσο αδόκιμη και αν είναι η χρήση του όρου. Ο λαός ελπίζει και  προσμένει, πως η αλλαγή αυτή θα φέρει νέα πρόσωπα, νέα κόμματα και προφανώς νέες  αντιλήψεις και ιδέες, που θα σηματοδοτήσουν την εποχή της νεο-πολίτευσης πλέον.

Κάθε μέρα που περνάει γίνεται όλο και πιο  ευδιάκριτη η αδυναμία του υπάρχοντος πολιτικού συστήματος να ανταποκριθεί  στοιχειωδώς στις ανάγκες της κοινωνίας και τις προσδοκίες των πολιτών, αφού  διανύουμε περίοδο, όχι μόνο με σοβαρό δημοσιονομικό έλλειμμα, αλλά και με  σοβαρότερο πολιτικό έλλειμμα. Όλα, λοιπόν, δείχνουν πως μπαίνουμε στον δεύτερο  κύκλο της μεταπολιτευτικής περιόδου. Το σημερινό απαξιωμένο σύστημα, έτσι όπως  λειτουργεί μέσα από τις αρρωστημένες δομές του, δεν μπορεί να παράξει πλέον  κανενός είδους κοινωνικό συμβόλαιο προοπτικής.

Το καινούργιο, λοιπόν, πολιτικό ξεκίνημα  είναι επιτακτική ανάγκη. Μένει να επιλέξουμε τα καινούργια πρόσωπα που θα  κληθούν να εκφράσουν το καινούργιο και θα σταθούν στο ύψος των περιστάσεων.

72) Τα ψέματα τέλειωσαν

 

Στις δύο πρώτες κοινοβουλευτικές  περιόδους της μεταπολίτευσης η ελληνική κοινωνία πραγματικά βίωνε με ενθουσιασμό  και ορμή την τάση για πολιτική δράση, για συμμετοχή της στα πολιτικά δρώμενα της  χώρας μετά την αναγκαστική εφτάχρονη αδρανοποίησή της. Τα κόμματα είχαν  εξασφαλίσει την εμπιστοσύνη των πολιτών και δικαιολογημένα εξέφραζαν τις  προσδοκίες του λαού για ένα φωτεινό και δημοκρατικό μέλλον. Οι νέοι αυτής της  εποχής, βαθιά συνειδητοποιημένοι και πολιτικοποιημένοι, έκαναν όνειρα και είχαν  οράματα, ενώ διεκδικούσαν με αγώνες το δικαίωμά τους για μια καλύτερη ζωή. Το  σύνθημα της εποχής «ψωμί – παιδεία – ελευθερία», ο θούριος της τότε σπουδάζουσας  νεολαίας που έκανε και τη δικτατορία να λυγίσει και να υποταχθεί στη λαϊκή  απαίτηση για δημοκρατία, ηχούσε και πάλι στους δρόμους της μεταπολίτευσης. Οι  νέοι τα ήθελαν όλα και τα ήθελαν τώρα…

Όμως, δεν άργησε να φανούν στον πολιτικό  ορίζοντα τα πρώτα δείγματα πολιτικής αγυρτείας και τα πρώτα σημάδια διάψευσης  των προσδοκιών. Μέσα σε αυτή τη θολούρα γεννήθηκαν φαινόμενα τύπου «Κοσκωτά» και  το πολιτικό σύστημα άρχισε να κλυδωνίζεται ενώ δημιουργήθηκαν τα πρώτα σοβαρά  ρήγματα αναξιοπιστίας στις σχέσεις πολιτών και πολιτικών.

Στα πρώτα μεταδικτατορικά χρόνια, υπήρχε  πράγματι μια πολιτικο-κοινωνική ισορροπία, που εκπορεύονταν από την κοινή  επιδίωξη του εκδημοκρατισμού της δημόσιας ζωής και των θεσμών του κράτους.  Ισορροπούσε το σύστημα, γιατί λαός και κόμματα έδειχναν να συμφωνούν σε έναν  κοινό παρανομαστή, αλλά αμέσως εμφανίστηκαν και τα παρατράγουδα. Από το ένα  άκρο, δυστυχώς, περάσαμε στο άλλο. Από την πλήρη στέρηση των δημοκρατικών  ελευθεριών και των συνταγματικών δικαιωμάτων περάσαμε στην καταπάτηση κάθε  έννοιας αξιοκρατίας και σεβασμού της ιεραρχίας στη δημόσια ζωή. Στο όνομα του  εκδημοκρατισμού άρχισε το ξεχαρβάλωμα του κρατικού ιστού, αφού κοντά στα ξερά  άρχισαν να καίγονται και τα χλωρά, με αποτέλεσμα να αναλάβουν δράση οι  αδίστακτοι κομματικοί εγκάθετοι και να αρχίσουν τα «γλέντια» παντού σε όλους  τους τομείς και τις υπηρεσίες του κράτους.

Οι λαμογιές, οι μίζες και οι λεηλασίες  των δημοσίων ταμείων καλύπτονταν καλά πίσω από τις σκοτεινές κουρτίνες της δήθεν  κοινωνικής πολιτικής. Το σύστημα ήταν ακόμα πολύ ισχυρό, οπότε οι καταχραστές  της εμπιστοσύνης του λαού είχαν εξασφαλισμένη την ατιμωρησία τους. Πλήρης κάλυψη  και συγκάλυψη σε όλα τα σκάνδαλα. Κανένας δεν τολμούσε να διαμαρτυρηθεί ή να  ασκήσει κριτική για τα κακώς κείμενα, γιατί κυριαρχούσε το φιρμάνι του άλλοτε  ισχυρού άνδρα και τώρα μακαρίτη«δε δικαιούσθε να μιλάτε». Όποιος δε συμφωνούσε  με αυτά που γίνονταν, ή φασίστας ήταν ή σταγονίδιο του παρελθόντος Τα δύο μεγάλα  κόμματα συνέχισαν να εναλλάσσονται στην εξουσία μέχρι σήμερα, αλλά τώρα πια δεν  έμεινε τίποτα από την παλιά σχέση ισορροπίας κοινωνίας και πολιτικής. Τα λαϊκά  στρώματα και ιδίως οι νέοι δεν εμπιστεύονται πλέον τους πολιτικούς και τα  κόμματα. Η νέα γενιά, έωλη και αβοήθητη αισθάνεται στη σημερινή συγκυρία, γι’  αυτό και περισσότερο θυμό και οργή εκφράζει με τον τρόπο της απέναντι στο  πολιτικό σύστημα. Αισθάνεται και όχι άδικα, πως οι πολιτικοί και τα κόμματα, σαν  και τις αγορές, την αντιμετωπίζουν ως αναλώσιμο υλικό !

Τα ψέματα, λοιπόν, τελείωσαν. Τίποτα πια  δεν μπορεί να αναχαιτίσει το χείμαρρο της κοινωνικής αγανάκτησης και οι  πολιτικές απόψεις πως το νόμιμο είναι και ηθικό ξεχείλισαν το ποτήρι. Κόπηκαν  πλέον και οι τελευταίοι συνδετικοί κρίκοι αξιοπιστίας που συνέδεε τους  πολιτικούς με τους πολίτες.

Η έξοδος από τη σημερινή βαθιά κρίση  μπορεί να επιτευχθεί μόνο με τη ριζική αναμόρφωση του πολιτικού σκηνικού.  Χρειαζόμαστε επειγόντως ένα άλλο κοινωνικό συμβόλαιο που θα συνδιαμορφώσουν οι  πολίτες με το καινούργιο πολιτικό σύστημα, που θα δώσει και πάλι ελπίδα και  όραμα.

Το μεγάλο, όμως, ερώτημα και ζητούμενο  συγχρόνως, είναι πώς θα προκύψει το καινούργιο και με ποια πολιτικά πρόσωπα; Σίγουρα πάντως όχι με αυτά που στα μεταπολιτευτικά χρόνια συμμετείχαν σε  κυβερνητικά και κομματικά σχήματα και απέτυχαν. Ο Μανωλιός και να βάλει τα ρούχα  του αλλιώς, πάλι Μανωλιός θα είναι…

71) Φέρτε πίσω τα κλεμμένα

 

Ζούμε, δυστυχώς, την πλέον οδυνηρή δομική  κρίση του πολιτικού μας συστήματος που κοντεύει να ξεπεράσει και αυτά τα όρια  της κλιμάκωσης. Οι ιδεολογίες κάθε μέρα που περνάει ευτελίζονται όλο και πιο  πολύ από τους ίδιους τους πολιτικούς εκφραστές αυτών. Οδηγηθήκαμε σε ακραίες  καταστάσεις, αφού πέρα από την απαξίωση της πολιτικής αμφισβητείται πλέον  ανοικτά και ο κοινοβουλευτισμός, αφού στα μάτια των πολιτών δεν προσφέρει καμιά  υπηρεσία στην κοινωνία, ως έχει υποχρέωση, αλλά καταγίνεται με την εξυπηρέτηση  των συμφερόντων της κομματοκρατίας και της ολιγαρχίας που τη στηρίζει. Ναι,  δυστυχώς, ακούγονται κι αυτές οι φωνές, και μάλιστα όλο και πιο δυνατά!

Οι πολίτες μπορεί να μη θεωρούν συλλήβδην  όλους τους πολιτικούς διεφθαρμένους, αλλά τους θεωρούν σχεδόν όλους υπηρέτες του  διεφθαρμένου συστήματος, αφού μέχρι τώρα, παρά τα συνεχιζόμενα φαινόμενα ανομίας  στην πολιτική ζωή του τόπου, κανένας δεν αποχώρησε καταγγέλλοντάς τα. Μπορεί να  μη μεταμορφώθηκαν όλοι, όσοι διαχειρίστηκαν δημόσιο χρήμα από μικροαστοί σε  νεόπλουτοι, αλλά σχεδόν όλοι τους ανέχτηκαν και ανέχονται τέτοιες καταστάσεις  βολευόμενοι στα προνόμια που τους παρέχει το βουλευτιλίκι. Μπορεί όλοι να μην  έχουν την ίδια συμμετοχή στη σαπίλα του πολιτικού συστήματος, αλλά δυστυχώς όλοι  ψηφίζουν τους νόμους της ασυλίας και της ατιμωρησίας των βουλευτών. Όλοι μπορεί  να μην έχουν χορηγούς και να μην ξοδεύουν σε προεκλογικές περιόδους τεράστια  ποσά, αλλά σίγουρα όλοι τους σιωπούν με όσα βλέπουν να γίνονται από συναδέλφους  τους και γενικότερα μέσα στα κόμματα που ανήκουν και τα οποία ξοδεύουν  πολλαπλάσια από όσα προβλέπονται και δικαιούνται, πολλαπλάσια από όσα κατέχουν.  Μπορεί όλοι να μην πήραν μίζες και «χορηγίες», αλλά όλοι τους υποκρίνονται όταν  δημόσια εκδηλώνουν την απορία τους για τα φαινόμενα σήψης που έρχονται στο φως  της δημοσιότητας. Ο λαός πείστηκε πλέον πως η αντιμετώπιση της ρεμούλας στη  δημόσια ζωή της χώρας δεν μπορεί να γίνει με ευχολόγια, με εξαγγελίες, και με  διακηρύξεις ηθικοπλαστικού περιεχομένου. Μπούχτισε από  λόγια φούμαρα και  υποσχέσεις.

Κι αν άλλοτε υπήρξαν περίοδοι λιτότητας  δεν είχαν το σημερινό ανάλγητο χαρακτήρα, αφού πάντα υπήρχε ταυτόχρονη σύνδεση  της κρίσης με προσδοκώμενη αναπτυξιακή πολιτική. Τα σημερινά πολιτικά κόμματα  δεν έχουν πια ούτε τη δυνατότητα να υποσχεθούν, αφού τα οικονομικά μας τα  διαφεντεύουν ξένοι. Οι τεχνοκράτες της Τρόικας, οι τεχνογνωσίες του ΔΝΤ  ρυθμίζουν τα πάντα μέσω των υπολογιστών, επεξεργαζόμενοι στατιστικά στοιχεία και  αριθμούς. Δεν υπάρχουν γι’ αυτούς εργαζόμενοι άνθρωποι, που πρέπει να ζήσουν με  αξιοπρέπεια, παρά μόνον ελλείμματα  και τοκοχρεολύσια.

Πως, λοιπόν, να μην εξοργιστεί η  νεολαία, όταν καθημερινά όλο και περισσότερο βιώνει την ανασφάλεια και την  ανεργία και πουθενά δε βλέπει ίχνος προοπτικής;

Με στραγγαλισμένα τα όνειρά της και  διαψευσμένες τις αυτονόητες προσδοκίες της, κατά το χειρότερο τρόπο, πώς να μην  απαξιώσει πολιτικά πρόσωπα και κόμματα;

Μάταια, λοιπόν, προσπαθούν να σώσουν τα  προσχήματα οι σημερινοί πολιτικοί μας, γιατί δεν ξέπεσαν μόνο στα μάτια της νέας  γενιάς, αλλά αποκόπηκαν πλήρως από την κοινωνική βάση και τα λαϊκά στρώματα. Δεν  ανακτάται η χαμένη εμπιστοσύνη και δεν επαναφέρεται η κοινωνική συνοχή και  ηρεμία με εξεταστικές και έρευνες που δεν καταλήγουν πουθενά, που δεν  αποκαλύπτουν, αλλά συγκαλύπτουν, αφού κάθε κόμμα έχει τη δική του θέση για τα  πράγματα. Δεν εκτονώνεται η λαϊκή δυσφορία με μικροκομματικές αντιπαραθέσεις που  δεν έχουν άλλο στόχο από το συμψηφισμό των ευθυνών. Ο λαός φωνάζει καιρό τώρα  για την αποκατάσταση της νομιμότητας και του κοινού αισθήματος δικαίου, για την  απονομή δικαιοσύνης στα τερατώδη σκάνδαλα, για την τιμωρία των υπευθύνων που  οδήγησαν τη χώρα στο σημερινό χάλι. Το λαϊκό σύνθημα «φέρτε πίσω τα κλεμμένα»  αυτή τη φορά θα γίνει λάσο στο λαιμό του σημερινού πολιτικού σκηνικού και θα το  σφίξει μέχρι ασφυξίας. Στις επερχόμενες δε κάλπες θα υπάρξει βροντερό μήνυμα με  πολλούς αποδέκτες.

70) Λαός και Κολωνάκι

 

 

Μέσα σ’ ένα διεφθαρμένο σύστημα ένας  καινούργιος πολιτικός, αν δεν έχει εμβολιαστεί με ισχυρές δόσεις αντισωμάτων  ηθικής, εύκολα και πολύ γρήγορα θα προσβληθεί από τους ιούς της κατάχρησης  εξουσίας, της μίζας και της αρπαχτής που βαφτίζονται χορηγίες. Τα παραδείγματα  των πολιτικών, που μολύνθηκαν στη μεταπολιτευτική περίοδο της χώρας μας από τους  πιο επικίνδυνους για τη δημοκρατία ιούς, είναι πολλά, γι’ αυτό και ο λαός έφτασε  σε σημείο πλήρους απαξίωσης της πολιτικής και των πολιτικών προσώπων συλλήβδην,  αφού θεωρεί πλέον την ασθένεια της διαφθοράς και της ρεμούλας μεταδοτική. Μπορεί  αυτή η απλουστευμένη και ισοπεδωτική αντίληψη της κοινωνίας για το πολιτικό  σύστημα να μην ανταποκρίνεται στα πραγματικά δεδομένα και να αδικεί κάποιους από  τους πολιτικούς μας, αλλά εδώ που οδηγήθηκε η πατρίδα μας εξαιτίας των απανωτών  σκανδάλων, της διασπάθισης του δημοσίου χρήματος και της εκτίναξης του χρέους  στα ύψη, δεν υπάρχουν νηφάλιες σκέψεις στους πολίτες για να κάνουν τις  απαραίτητες διακρίσεις στην κριτική και στην κατάκρισή τους.

Όλοι φταίνε, γιατί όλοι είναι ίδιοι. Αυτό  είναι το σύνθημα που ακατάπαυστα ακούγεται σήμερα και εκφράζει τη λαϊκή  αγανάκτηση, μετά τα πρώτα μέτρα πρωτοφανούς κοινωνικής αναλγησίας που  επιβλήθηκαν εξαιτίας των μνημονίων και τις συχνές επισκέψεις της τρόικας. Το  «φταίνε όλοι» είναι αφοριστικό και σίγουρα υπερβολικό, αλλά αντικατοπτρίζει την  κοινωνική πεποίθηση πως όλοι, όσοι, όλα αυτά τα χρόνια κυβέρνησαν επέδειξαν  αλαζονεία και αδιαφόρησαν για το λαό και την πατρίδα. Κυβέρνησαν με αίσθημα  παντοδυναμίας, αλλά και ατιμωρησίας, γι’ αυτό και η ζημιά μεγάλη.

Όλοι οι πολιτικοί δεν είχαν λογαριασμούς  στην Ελβετία και όλοι δεν συμμετείχαν στη διακίνηση πακτωλών μαύρου χρήματος.  Όλοι, όμως, έχουν την ευθύνη για όσα έπρεπε να γίνουν και δεν έγιναν, όλοι έχουν  την ευθύνη γιατί έβλεπαν και γνώριζαν ή όφειλαν να γνωρίζουν τι γίνεται μέσα στα  κόμματά τους, αλλά σιωπούσαν. Έχουν όλοι την ευθύνη γιατί ψήφιζαν νόμους και  έφτιαχναν ελεγκτικούς μηχανισμούς στα μέτρα τους, ώστε να μένουν στο απυρόβλητο  όλοι οι ανέντιμοι και οι λεκιασμένοι. Έχουν όλοι την ευθύνη γιατί σε πολλές  περιπτώσεις ψήφισαν ΟΧΙ στην άρση ασυλίας συναδέλφων τους βουλευτών, οι οποίοι  διώκονταν ακόμα και για πράξεις που καμιά σχέση δεν είχαν με την άσκηση των  καθηκόντων τους. Αυτό αλήθεια πως το ανέχονταν και πως το  δικαιολογούσαν;

Τα κόμματα που κυβέρνησαν τη χώρα και τα  έκαναν όλα ρημαδιό, τώρα προσπαθούν να αποποιηθούν και να αλληλομεταθέσουν τις  ευθύνες τους και με πολιτικάντικες κινήσεις αποπροσανατολισμού και εντυπωσιασμού  να καταλαγιάσουν την κοινωνική οργή και αγανάκτηση. Είναι εμφανής ο φόβος τους  για την περαιτέρω πολιτική τους συνέχεια και επιβίωση.

Σήμερα τα λεγόμενα κόμματα εξουσίας  περισσότερο από το παρελθόν, φοβούνται το παρόν και το μέλλον τους. Αλλά και η  γενικότερη αναταραχή σε όλο το κομματικό σύστημα και το βουλευτικό σώμα  μαρτυράει πως η πολιτική και οι πολιτικοί περνούν σοβαρή κρίση αναξιοπιστίας  απέναντι στους πολίτες.

Στην κατ’ όνομα μόνο σημερινή σοσιαλιστική  κυβέρνηση έλαχε ο κλήρος να κλείσει κατά τον χειρότερο τρόπο τον κύκλο της  μεταπολιτευτικής περιόδου. Κάποιοι βουλευτές καθώς το όλο σύστημα πνέει τα  λοίσθια προσπαθούν να διαφοροποιηθούν δήθεν εκφράζοντας την ύστατη στιγμή τη  διαφωνία τους για όσα ανομολόγητα συμβαίνουν τώρα στη χώρα μας,  ανεξαρτητοποιούμενοι ή και επιδιώκοντας τη διαγραφή τους, ώστε να λυτρωθούν από  το βάρος των ανομημάτων του κόμματός τους. Απεγνωσμένα κάποιοι αγωνίζονται να  εμφανιστούν ως φορείς του νέου πολιτικού σκηνικού που θα διαμορφωθεί. Είναι όμως  ποτέ δυνατόν να χτιστεί καινούργιο οικοδόμημα με παλιά και φθαρμένα υλικά, ή εν  προκειμένω, να δημιουργηθούν νέα κόμματα με τα ίδια πολιτικά πρόσωπα που  δοκιμάστηκαν και απέτυχαν; Ο λαός δεν ανέχεται πλέον την υποκριτική  κοροϊδία του τύπου άλλαξε ο Μανωλιός και έβαλε τα ρούχα του αλλιώς. Ο Μανωλιός  είναι το πρόβλημα κι όχι η εμφάνισή του.

Κοντολογίς, όλοι αυτοί, που ετοιμάζονται και  μάλιστα βιάζονται να πρωταγωνιστήσουν στην πολιτική σκηνή του αύριο, καλό θα  ήταν και για τους ίδιους, για την υστεροφημία τους, να παλέψουν στο παρόν με  νύχια και με δόντια, συνεισφέροντας στη συλλογική προσπάθεια, για να βγει η  πατρίδα από την κρίση. Οι κυβερνώντες μέχρι στιγμής καταπιάνονται με τα εύκολα  γι’ αυτούς και οδυνηρά για το λαό. Περικόπτουν μισθούς και συντάξεις, αυξάνουν  τα ηλικιακά όρια συνταξιοδότησης, αυξάνουν τα ποσοστά επιτρεπόμενων απολύσεων  και μειώνουν τα ποσοστά αποζημιώσεων. Πρέπει όμως να ασχοληθούν και με τα  δυσκολότερα γι’ αυτούς, ώστε να πάρει ανάσα ο λαός. Να καταπιαστούν σοβαρά με  αυτούς που χρόνια κοροϊδεύουν το κράτος φοροδιαφεύγοντας. Λένε οι ειδικοί πως αν  εισπραχθούν τα μισά από το σύνολο της φοροδιαφυγής θα μπορούσε σε μικρό χρονικό  διάστημα να σβήσει το έλλειμμα και να επανέλθουν μισθοί και συντάξεις στα προ  των περικοπών όρια. Αυτό θα γίνει μόνο με το συνδυασμό πραγματικής πολιτικής  βούλησης και αποφασιστικότητας και αποτελεσματικής οργάνωσης των υπηρεσιών. Ιδού  η Ρόδος, ιδού και το πήδημα. Φτάνει πια. Ως πότε θα ανεχόμαστε να πληρώνεται  επίδομα αλληλεγγύης και το «Κολωνάκι»!

Χρειάζεται μετωπική σύγκρουση με τα οικονομικά  συμφέροντα που λυμαίνονται τον ιδρώτα του λαού, με τους μικρούς και μεγάλους  κατέχοντες που καλύπτονται όλα αυτά τα χρόνια κάτω από το πέπλο της φορολογικής  ασυλίας. Μισθωτοί και συνταξιούχοι ξεπέρασαν τα όριά τους. Το λαμπάκι άναψε  κόκκινο. Δεν αντέχουν άλλο και μαζί με αυτούς και όλοι οι μικρομεσαίοι που για  να γλιτώσουν βάζουν λουκέτο στις επιχειρήσεις τους!!!

69) Η σαπίλα του συστήματος

  

Στη νεότερη πολιτική ιστορία του τόπου  μας, προδικτατορικά, ο κανόνας ήταν τα πολιτικά πρόσωπα να ζουν για την  ιδεολογία, γι’ αυτό κι όταν ερχόταν το πλήρωμα του χρόνου και αποχωρούσαν από  την ενεργό πολιτική δεν είχαν στην κατοχή τους περιουσιακά στοιχεία, αποκτηθέντα  στη διάρκεια της θητείας τους, αλλά οι περισσότεροι από αυτούς πέθαιναν  κυριολεκτικά στην ψάθα. Στη μεταδικτατορική περίοδο που συνεχίζεται μέχρι τις  μέρες μας, τα πράγματα αντιστράφηκαν, και ο κανόνας έγινε εξαίρεση. Οι πολιτικοί  στην πλειοψηφία τους δε ζουν πλέον για την ιδεολογία, αλλά ζουν από αυτήν, γι’  αυτό και τα περιουσιακά τους στοιχεία συνεχώς μεγεθύνονται και οι τραπεζικοί  τους λογαριασμοί αυγαταίνουν, τόσο στην Ελλάδα, όσο και στο εξωτερικό.

Ο νόμος για το «πόθεν έσχες» των  πολιτικών μας είναι μια άθλια κοροϊδία, αφού ψηφίστηκε και εφαρμόζεται κατά  τρόπο που απλά ρίχνει στάχτη στα μάτια της μάζας των ψηφοφόρων και  χρησιμοποιείται ως βολικό άλλοθι για τον ανίερο πλουτισμό των επιτήδειων της  εξουσίας, μέσα από σκοτεινές διαδρομές προμηθειών, χορηγιών και μίζας. Κάπως  έτσι οδηγηθήκαμε σε οριακό σημείο και ανοίξαμε διάπλατα την πόρτα στο ΔΝΤ και  στους κερδοσκόπους. Τώρα, όλοι μιλούν για την επιτακτική και άμεση ανάγκη  αλλαγών και μεταρρυθμίσεων στις δομές του πολιτικού συστήματος. Κανείς πλέον δε  βλέπει με καλό μάτι τα σημερινά αρχηγικά κόμματα και τον εκλογικό νόμο που  διατηρεί και στηρίζει την εναλλαγή μονοκομματικών κυβερνήσεων από τα δύο  κόμματα. Ούτε είναι κανείς ευχαριστημένος με τις αδιαφανείς διαδικασίες  χορηγήσεων και επιχορηγήσεων των κομμάτων, καθώς και με την πλήρη απουσία  στοιχειώδους ελέγχου στα οικονομικά τους.

Όλοι τώρα ανησυχούν και προσμένουν να  φανεί φως στο βάθος του τούνελ, να δοθούν λύσεις και διέξοδος στα αδιέξοδα που  δημιούργησαν η διαφθορά και η διαπλοκή της πολιτικής εξουσίας με τα οικονομικά  συμφέροντα. Οι πολίτες, τούτη τη φορά, δεν πρόκειται να παραμείνουν απλοί θεατές  στο ίδιο κακόγουστο έργο, με συγκαλύψεις σκανδάλων και συμψηφισμούς ευθυνών από  υπουργούς, πρωθυπουργούς και κομματικούς παρατρεχάμενους.

Αρχηγοί κομμάτων και πρωθυπουργοί δεν  είναι δυνατόν να διαρρηγνύουν τα ιμάτιά τους, μόλις ξεσκεπάζεται κάποιο σκάνδαλο  με πρωταγωνιστές πρόσωπα του κόμματός τους και της κυβέρνησής τους και δεν έχουν  κανένα ηθικό και πολιτικό δικαίωμα να προσπαθούν να αποσείσουν από πάνω τους τις  ευθύνες. Μέσα στο ισχύον σύστημα, αυτοί είναι παντοδύναμοι στο χώρο τους. Με τα  δικά τους κριτήρια επιλέγουν τους συνεργάτες τους και αυτοί προσωπικά ορίζουν  τους υπουργούς. Αυτοί παρακολουθούν και αξιολογούν το έργο τους, αυτοί  καθοδηγούν όλα τα μεγαλοστελέχη στην άσκηση της εξουσίας.

Δεν μπορεί να συνεχιστούν για πολύ ακόμα  αυτές οι αρρωστημένες αντιλήψεις και δομές του πολιτικού συστήματος, μέσα από  τις οποίες παρέχεται κάλυψη ατιμωρησίας στους καταχραστές της εμπιστοσύνης του  ελληνικού λαού. Δεν αντέχει η χώρα, αλλά και η δημοκρατία άλλες ατιμώρητες  λαμογιές, και ούτε η πολιτική ιστορία του τόπου χωράει πλέον άλλες σελίδες  αμαύρωσης της πολιτικής, με πλουτισμό των πολιτικών από αυτήν. Η σημερινή  απαξίωση και αποστασιοποίηση των πολιτών από την πολιτική εγκυμονεί  κινδύνους  μεγαλύτερους για το μέλλον, εφόσον συνεχιστεί και ενταθεί. Αυτοί που ιππεύουν,  δήθεν αμέριμνοι, το άτι της εξουσίας διασπαθίζοντας το δημόσιο χρήμα και δε  λογοδοτούν πουθενά, όσο ακόμα είναι καβάλα, είναι αδιανόητο να έχουν  εξασφαλισμένη την ασυλία και όταν αφιππεύσουν.

Τα τελευταία χρόνια, πολλή συζήτηση έγινε  και συνεχίζεται ακόμα, για την ανάγκη ριζικής αναθεώρησης του Συντάγματος, τόσο  από πρόσωπα, όσο και από κόμματα, αλλά καθένας τη βλέπει από την μικροκομματική  γωνία και σκοπιμότητα. Ο λαός όμως τώρα απαιτεί αναθεώρηση σε βάθος, ώστε να  ξεκαθαρίσει μια για πάντα η σαπίλα του συστήματος. Να καθιερωθεί επιτέλους ένας  εκλογικός νόμος που να μη νοθεύει τη λαϊκή βούληση και κυριαρχία και να  αποτελέσει παρελθόν η ενισχυμένη δυσαναλογική. Οι τριακόσιοι της Βουλής, αλλά  και οι υπουργοί – υφυπουργοί, είναι πάρα πολλοί για τα ελληνικά δεδομένα. Στα  οικονομικά των κομμάτων πρέπει να υπάρχει πλήρης διαφάνεια στα έσοδα και έξοδα,  ενώ τα αδικήματα των επίορκων πολιτικών δε θα πρέπει να παραγράφονται ποτέ και  για οποιονδήποτε λόγο.

Τώρα είναι η ώρα να γίνουν αυτά που δεν  έγιναν δεκαετίες πριν, ή τουλάχιστον να γίνουν κάποια από αυτά, για να ανακοπεί  η σαπίλα και να μη μετατραπεί σε κατάσταση σήψης όλο το πολιτικό σύστημα. Ιδού η  Ρόδος, ιδού και το πήδημα για όσους από τους πολιτικούς εκφράζουν τη  δικαιολογημένη δυσφορία τους για τη γενικευμένη και ισοπεδωτική απαξίωση της  πολιτικής.

68) Μαύρη  οικονομία

 

Σοβαρές έρευνες Ελλήνων και ξένων  ειδικών, δείχνουν σταθερά τις τελευταίες δεκαετίες, ότι στη χώρα μας το 30% της  παραγωγής διακινείται χωρίς παραστατικά, γεγονός που έχει ως αποτέλεσμα το  κράτος να χάνει έσοδα αρκετών δισεκατομμυρίων ευρώ, με τα οποία όχι μόνο θα  καλύπτονταν τα δημόσια ελλείμματα, αλλά θα μπορούσαν ακόμα και το δημόσιο χρέος  να μηδενίσουν μέσα σε λίγα χρόνια.

Σε πρόσφατη έκθεση του ΟΟΣΑ ( Οργανισμού  για την Οικονομική Συνεργασία και Ανάπτυξη) για την ελληνική οικονομία, η  παραοικονομία αποτελεί τόσο κοινωνικό, όσο και οικονομικό φαινόμενο, καθώς οι  δείκτες διαφθοράς παραπέμπουν περισσότερο σε αναπτυσσόμενη οικονομία παρά σε  αναπτυγμένη. Κι αν οι ξένοι οικονομικοί αναλυτές και επιστήμονες στον όρο της  παραοικονομίας συμπεριλαμβάνουν όλες εκείνες τις αδήλωτες οικονομικές  δραστηριότητες ή γενικότερα όλες εκείνες που δεν καταμετριούνται από τις  υπάρχουσες τεχνικές μέτρησης, στην πατρίδα μας οι πολιτικοί καμώνονται πως δεν  καταλαβαίνουν και πολλά, ενώ τελευταία κοινωνία και πολιτική τελούν σε πλήρη  σύγχυση όσον αφορά το ρόλο τους για το ξεπέρασμα της κρίσης.

Τώρα βιώνουμε μια δυσάρεστη  πραγματικότητα, αφού δεν προλάβαμε τις εξελίξεις και το κακό παράγινε. Όταν  έφτασε στην πόρτα μας κραδαίνοντας τη λόγχη της η χρεοκοπία, την ασπίδα  προστασίας του ΔΝΤ αναζητήσαμε. Με την τεχνογνωσία τη δική τους θα προσπαθήσουμε  να ξορκίσουμε το κακό.

Τα λάθη μας πολλά, σοβαρά και  ανεπανόρθωτα!

Μέσα στον αδηφάγο ανταγωνισμό και όχι  μόνο σε οικονομικό επίπεδο εμείς, ως κοινωνία, ενδιαφερόμασταν για την προσωρινή  καλοπέρασή μας, για την ευμάρεια της κατανάλωσης. Μέσα στην ανταγωνιστικότητα  της αγοράς σε ευρωπαϊκό και παγκόσμιο επίπεδο, εμείς ως κυβέρνηση κλείναμε τα  μάτια και τα αυτιά σε όσα βλέπαμε και ακούγαμε για τη μαύρη αγορά της χώρας μας,  γιατί κάποιοι λαϊκιστές πολιτικοί καλλιεργούσαν την ψευδαίσθηση πως έτσι  στηρίζουν την ανάπτυξη και χτυπούν την ανεργία. Μια τέτοια όμως ανάπτυξη είναι  φτηνή και προσωρινή, ενώ οι συνέπειές της ακριβές και μακροπρόθεσμες. Στις  διεθνείς αγορές πλέον τα ελληνικά προϊόντα δεν είναι ανταγωνιστικά, αφού ούτε  ποιοτικά είναι, ούτε καλές τιμές έχουν. Αυτό το «μοντέλο» της χρεοκοπίας  βιώνουμε σήμερα και παρακολουθούμε αμήχανα σε απευθείας μετάδοση τούτες τις  κρίσιμες στιγμές για την πατρίδα.

Η αλήθεια, λοιπόν, για την παραοικονομία  δε χωράει ψευτοδιλήμματα και στρεβλώσεις. Δεν έχεις ελπίδες επιβίωσης ως χώρα  όταν τα μη εισπραττόμενα φορολογικά έσοδα υπερβαίνουν το 50% των εισπραττομένων.  Η παραοικονομία πάντοτε συνοδεύεται από μεγάλη φοροδιαφυγή και το αποτέλεσμα  πάντα το ίδιο είναι, δηλαδή ο περιορισμός των εισπραττόμενων φορολογικών εσόδων  και των εισφορών κοινωνικής ασφάλισης. Κι όμως οι φόροι δεν είναι τίποτα άλλο,  παρά τα τέλη συνδρομής που πληρώνουν οι πολίτες για τις υπηρεσίες που  απολαμβάνουν ως μέλη μιας οργανωμένης κοινωνίας και ενός κράτους δικαίου. Αν όλα  αυτά τα χρόνια καλλιεργείται μια σχέση δυσπιστίας μεταξύ κράτους και πολιτών,  δεν μπορεί να είναι θεμιτή άμυνα απέναντι στο άδικο κράτος η φοροδιαφυγή, γιατί  έτσι οι πολίτες πριονίζουν το κλαδί της δημοκρατίας πάνω στο οποίο κάθονται οι  ίδιοι.

Ούτε μπορεί να λογιστεί η φοροδιαφυγή ως  ανάσα για τα χαμηλά εισοδήματα, αφού πάντοτε η φορολογία είναι ανάλογη των  εισοδημάτων, και κατά συνέπεια μόνον τους πλούσιους ευνοεί και τους κάνει  πλουσιότερους.

Για πολλά από τα προηγούμενα χρόνια  πολλοί πολιτικοί και πολιτικάντηδες θεωρούσαν τη φοροαποφυγή ως σανίδα σωτηρίας  για την επιβίωση των μικρών επιχειρήσεων, αλλά παρέβλεπαν και δυστυχώς δεν  υπολόγιζαν πως έτσι στήνονταν ένα οικοδόμημα δήθεν ανάπτυξης πάνω σε σαθρά  θεμέλια, το οποίο λόγω της ανταγωνιστικότητας δεν θα άντεχε στο χρόνο. Και  μπορεί να τους βόλεψε για μερικά χρόνια αυτή η κατάσταση, σήμερα όμως το  οικοδόμημα κατέρρευσε.

Δεν χωράει καμιά αμφιβολία πως η  παραοικονομία είναι μαύρη οικονομία, αφού εμπεριέχει τη φοροδιαφυγή και συντηρεί  φαινόμενα διαφθοράς, δωροδοκίας, αλλά και αυτοκατανάλωσης. Είναι μια σκιώδης  οικονομία, ένα πολυσύνθετο οικονομικο-κοινωνικό ζήτημα, με πολύ ξεκάθαρες και  σοβαρές συνέπειες και επιπτώσεις. Πρέπει δε να αντιμετωπιστεί, γιατί πέρα από  την αποφυγή της φορολογίας αμβλύνει την κοινωνική συνείδηση και ενισχύει πολλές  άλλες παράνομες δραστηριότητες, όπως το εμπόριο λευκής σάρκας, όπλων και  ναρκωτικών.

Τέλος, δεν πρέπει να μας διαφεύγει πως η  μαύρη οικονομία εμφανίζεται με τη μορφή της διαφθοράς σε διαγωνισμούς, σε  ιδιωτικοποιήσεις, με την εμφάνιση φωτογραφικών θέσεων, με φωτογραφικούς νόμους,  και εμφανίζεται επίσης όταν δεν εφαρμόζονται οι νόμοι, όταν γίνονται ψηφοθηρικές  προσλήψεις σε δημόσιες υπηρεσίες, όταν υπάρχουν λαμόγια, δωροδοκίες και  χρηματισμοί.

67) Φίλοι του Μουσείου Γ. Δροσίνη

 

Στην Κηφισιά της Αττικής, το 1998,  ιδρύθηκε ο σύλλογος «Φίλοι του Μουσείου Γ. Δροσίνη». Εκεί στη διασταύρωση των  οδών Διομ. Κυριακού και Αγ. Θεοδώρων, στη βίλα «Αμαρυλλίς», όπου ο Δροσίνης  έζησε τα τελευταία 13 χρόνια της ζωής του λειτουργεί ένα υπέροχο Μουσείο, με  επτά χιλιάδες περίπου εκθέματα από τη ζωή και τη δράση του Δροσίνη. Οι τρεις  αίθουσες αυτού άρχισαν να εμπλουτίζονται από το 1996 με τον πνευματικό θησαυρό  του ποιητή, συγγραφέα, λαογράφου, δημοσιογράφου, εκδότη, επιμελητή και συνεργάτη  πολλών περιοδικών, της πληθωρικής αυτής προσωπικότητας με ευρύτερη εθνική και  κοινωνική προσφορά.

Το Μουσείο αυτό, εκτός των άλλων,  διακρίνεται για τη μέριμνα και τη φιλόξενη υποδοχή των επισκεπτών μαθητών, με  πρόγραμμα προσαρμοσμένο στην παιδική ψυχολογία και με έμφαση στην παρουσίαση  λιγότερο γνωστών στο κοινό πλευρών του Δροσίνη, όπως η φιλανθρωπική και  παιδαγωγική του δράση. Δεν αρκείται στη συγκέντρωση και τη διατήρηση αρχειακού  υλικού, αλλά φροντίζει να γνωστοποιήσει την αξία της συλλογής με εκδόσεις,  διαλέξεις, ημερίδες και παντός άλλου είδους εκδηλώσεις στην Ελλάδα και στο  εξωτερικό, ενώ αναπτύσσει και μια σειρά από ευρύτερες κοινωνικές δράσεις.

Ψυχή της όλης προσπάθειας είναι η ακάματη  κυρία, Ελένη Σπ. Βαχάρη, η οποία συσπειρώνει γύρω της όλα τα μέλη του Συλλόγου  σε δημιουργικές ενασχολήσεις, φέρνοντας παράλληλα στην επιφάνεια μικρές ή  μεγάλες, γνωστές ή άγνωστες, αλλά σίγουρα σημαντικές πτυχές από το έργο και την  προσωπικότητα του ποιητή.

Και επειδή στη σημερινή – τελούσα εν  συγχύσει – εποχή μας σπανίζουν οι πνευματικές φυσιογνωμίες με την ιδιοσυστασία  του Δροσίνη, επειδή η αποπροσανατολισμένη κοινωνία μας ασφυκτιά κάτω από την  κυριαρχία της υλιστικής αντίληψης και θεώρησης της ζωής, νιώθω βαθιά την ανάγκη  να αναφερθώ με λίγα λόγια στον ποιητή για να ξεφύγω έστω και για λίγο από τα  καθημερινά, τα μίζερα, αλλά και ταυτόχρονα ευελπιστώντας να προσφέρω λίγες  σταγόνες, άλλου είδους ευχαρίστησης, σε όλους εσάς που με τιμάτε διαβάζοντας τα  γραφτά μου.

Ο Δροσίνης, λοιπόν, έγραψε σε στίχο  εύληπτο και αποσαφηνισμένο, μεστό και σταθερά προσανατολισμένο, δίχως  διακυμάνσεις έξαρσης και πάνω απ’ όλα σε ύφος και τόνο πατριωτικό. Ακόμα και  τώρα συγκινούμαι όταν επανέρχεται στη μνήμη μου, εντελώς απρόσκλητη, η ανεξίτηλη  εικόνα της σχολικής γιορτής των παιδικών μου χρόνων, στην οποία απήγγειλα το  «χώμα ελληνικό», κάνοντας τη δασκάλα μου να δακρύσει, για λόγους που τότε δεν  καταλάβαινα και τους ένιωσα αργότερα, με τα χρόνια.

Τα γραπτά του δεν ξεφεύγουν και δεν  ξεπερνούν τα όρια ενός καθάριου και ευπρεπούς περιγραφικού λόγου, εμπλουτισμένου  με ηθογραφικά και λαογραφικά στοιχεία, δίχως να σκιάζεται από εναγώνια  φιλοσοφικά ερωτήματα και απορίες. Ύμνησε την ελληνική ύπαιθρο, τη φύση και τη  ζωή, σε μια γνήσια αυθεντική γλώσσα της ζωντανής λαλιάς, άμεσα παρμένη απ’ τα  χείλη του λαού κι όχι από μελέτες γλωσσικών θεωριών και κανόνων. Πηγές της  έμπνευσής του ήταν τα δημοτικά μας τραγούδια, οι θρύλοι και οι παραδόσεις, τα  ήθη και τα έθιμα του λαού, η φυσική ομορφιά του χωριού, η απλότητα των κατοίκων  του. Την πατρίδα και τη φύση, τις δυο μεγάλες του αγάπες, τις διακόνησε με  ολοκληρωτική αφοσίωση και στοργή. Δεν τις εγκατέλειψε ποτέ και άνοιξε μαζί τους  πραγματικά νέους δρόμους για την αναγέννηση και την πρόοδο της χώρας, για τη  διαπαιδαγώγηση της νεολαίας και όχι μόνο, σε καιρούς χαλεπούς ακόμα.

Η γενικότερη, λοιπόν,  δράση του υπήρξε  πράγματι εθνωφελής και εστιάστηκε σε σημαντικούς, ζωτικούς και ευαίσθητους  τομείς, όπως είναι η παιδεία και ο πολιτισμός. Έμεινε αταλάντευτα προσκολλημένος  και πιστός στις αξίες που πρέσβευε, τη φιλοπατρία, την αγάπη για τη θρησκεία,  την προσφορά της Ελληνίδας στην οικογένεια, τις ικανότητες των παιδιών με  ανάγκες, την ομορφιά και τη δύναμη της μαγευτικής ελληνικής φύσης. Μας δίδαξε με  το δικό του ξεχωριστό τρόπο πως όλα στη φύση διέπονται από μια μοναδική  νομοτέλεια, πως όλα υπάρχουν και λειτουργούν με αγαστή συνεργασία, ήρεμα σαν τη  θεϊκή νηφαλιότητα, με ειρμό, συνέχεια και αδιατάραχτη ευταξία.

Αντιστάθηκε ελληνόπρεπα σε ξενόφερτους  και ξενότροπους επηρεασμούς και μιμήσεις, δεν ακολούθησε την πεπατημένη με  νεωτερισμούς αμφίβολης χρησιμότητας και αξίας, δεν ξεστράτισε στη μακρόχρονη  διαδρομή του στα ελληνικά γράμματα από το δρόμο που στο ξεκίνημά του χάραξε, γι’  αυτό και μπόρεσε να ακούει με μεγαλύτερη ευκρίνεια το μεγάλωμα των λουλουδιών  και των δένδρων, γι’ αυτό και κατάφερε να μετράει με μεγαλύτερη ακρίβεια τους  βηματισμούς απ’ το περπάτημα των άστρων στον ελληνικό καθαρό ουρανό.

Προσπάθησε να καταδυθεί και πέτυχε νωρίς  να φτάσει στα άδυτα της ψυχής του γένους, ακούγοντας με ευλαβική προσοχή από  ελληνικά χείλη ή μελετώντας με ασίγαστο πάθος, τις εθνικές παραδόσεις, τους  θρύλους και τα τραγούδια μας, τους παλμούς και τις λαχτάρες του περήφανου λαού  μας. Σ’ αυτό το γνήσιο και ακηλίδωτο λαϊκό πνεύμα έσκυψε με περισσή ταπείνωση  και ανεπιτήδευτη προσήλωση και αγωνίσθηκε με πολλούς τρόπους, ώστε να παραμείνει  ζωντανή και ανόθευτη η λαϊκή παράδοση με τις βαθιές ρίζες της στο παρελθόν της  ένδοξης για τον Ελληνισμό εποχής.

Μετά τη συμφορά του 1897, είναι αλήθεια  πως εργάστηκε με αληθινά βαθύ εθνικό αίσθημα ευθύνης προς την κατεύθυνση της  διαφώτισης του λαού, της αναπτέρωσης του ηθικού του και την αναγέννηση του τόπου  γενικότερα, μέσα από περιοδικά, ημερολόγια και συλλόγους που ίδρυσε ή συμμετείχε  ενεργά.

Και σήμερα, που σίγουρα όλα είναι αλλιώς,  βλέπουμε πιο ξεκάθαρα, πως ό,τι κληροδοτήσαμε από τη ζωή και τη δράση του  Δροσίνη, δεν ήταν σημαντικό και πολύτιμο μόνο για την εποχή του, αλλά είναι  πολλαπλά επίκαιρο και κατά μία έννοια συγκαιρινό. Εν κατακλείδι, αν οι σύλλογοι  θα έπρεπε σήμερα να καταγίνονται με το πώς θα διατηρήσουν αλέκιαστη την  πολιτιστική μας κληρονομιά, με τη δημιουργία καινούργιων πολιτιστικών δεδομένων,  αλλά και με το να υπενθυμίζουν ακατάπαυστα επαναφέροντας και επανατοποθετώντας  τες στο βάθρο τους τις αιώνιες αξίες, σε μια εποχή βαθιάς και γενικευμένης  κρίσης σαν και τη δική μας, οι « Φίλοι του Μουσείου Γ. Δροσίνη» το κάνουν και με  το παραπάνω.

66) Το κράτος απέναντι στις πυρκαγιές

 

 

Οι εθελοντές του ΕΣΕΠΑ (Εθελοντικού  Σώματος Ελλήνων Πυροσβεστών Αναδασωτών) αρκετά χρόνια τώρα τρέχουν στην πρώτη  γραμμή του πυρός όταν και όπου εκδηλωθεί σε δάσος πυρκαγιά. Η Πολιτεία πολλά  τους υπόσχεται όταν υπάρχει ανάγκη, αλλά μετά τα ξεχνάει και δεν υλοποιεί τίποτα  από τα υποσχεθέντα. Το Σώμα ιδρύθηκε το 1999 και ενώ ξεκίνησε με πολύ μεράκι και  ακλόνητη θέληση για προσφορά στο περιβάλλον, ενώ κάθε καλοκαίρι έδινε και δίνει  μάχες με τις φλόγες, αρχίζει πλέον να συρρικνώνεται. Όπως οι ίδιοι λένε, από το  2002 περιμένουν μια κοινή υπουργική απόφαση για την ασφαλιστική τους κάλυψη,  αλλά στα χαμένα. Τι κι αν το δηλώνουν ξεκάθαρα πως δεν θέλουν λεφτά, δεν ζητούν  πληρωμή και αμοιβές γι’ αυτό που κάμουν (εθελοντές είναι), αλλά την οικονομική  στήριξη και υποστήριξη για να παραμένουν συγκροτημένοι και μάχιμοι, κανένας δεν  τους ακούει. Είναι δυνατόν οι εθελοντές να πληρώνουν τα καύσιμα των αυτοκινήτων  που χρησιμοποιούν στην κατάσβεση, τα τέλη κυκλοφορίας αυτών και τα διόδια; Ήδη,  όπως λένε, επέστρεψαν πίσω σε χορηγούς 194 πυροσβεστικά οχήματα, γιατί δεν είχαν  τη δυνατότητα να τα έχουν ασφαλισμένα και σε καλή κατάσταση από πλευράς  συντήρησης. Διαθέτουν 53 πυροσβεστικούς σταθμούς σε διάφορες περιοχές της χώρας,  σε συνεργασία με τους δήμους, αλλά κι αυτοί σιγά – σιγά θα οδηγηθούν στο  κλείσιμο, αφού δεν έχουν να πληρώσουν ούτε τα τηλέφωνα, ενώ τα αυτοκίνητα δεν  κινούνται ελλείψει πετρελαίου. Και το αποκορύφωμα της ειρωνείας! Στο ΕΣΕΠΑ φέτος  ήρθε για εκπαίδευση η Δασική Υπηρεσία της Κύπρου. Αυτή δυστυχώς είναι η ελληνική  πολιτεία, άκαμπτη και αδιόρθωτη παρά την τεράστια οικολογική καταστροφή από τις  πυρκαγιές των τελευταίων ετών. Κάθε χρόνο είμαστε στο ίδιο έργο θεατές. Στο  ξεκίνημα της αντιπυρικής λεγόμενης περιόδου (εκεί κάπου στην Άνοιξη) βγαίνουν οι  υπεύθυνοι και με κομπασμό μιλούν για την ετοιμότητα του κρατικού μηχανισμού, για  την αναδιάρθρωση των υπηρεσιών, για τη βελτίωση του μοντέλου δασοπροστασίας και  δασοπυρόσβεσης (αυτά τα μοντέλα μας έφαγαν), για τη λήψη όλων εκείνων των  αναγκαίων μέτρων, ώστε να αποτραπεί η καταστροφή από πυρκαγιές στην καυτή  περίοδο. Κι όμως όλα αποδεικνύονται φούμαρα, αφού στο πρώτο φύσημα του ανέμου  όλα τα μέτρα γίνονται καπνός και στάχτη. Οι κομπάζοντες πολιτικοί κρύβονται  αποσείοντας από πάνω τους την ευθύνη και αφήνουν τα επιχειρησιακά στελέχη,  ανεύθυνους και υπεύθυνους, να ερίζουν μεταξύ τους. Κάθε χρόνο μετά από τις  πυρκαγιές η ίδια κριτική. Όλοι μιλούν για εγκληματικές αμέλειες των υπευθύνων,  για σοβαρές ελλείψεις στην εκπαίδευση του προσωπικού, για απουσία  αποτελεσματικών μεθόδων πυρόσβεσης, για έλλειψη συντονισμού των εμπλεκομένων στη  δασοπυρόσβεση, για απαξίωση των εθελοντών, για την ανεπάρκεια του μηχανισμού  πρόληψης, για τη διάλυση των δασικών υπηρεσιών, για την παντελή έλλειψη  πολιτικού σχεδιασμού και άλλα πολλά. Οι κατεξοχήν υπεύθυνοι, πολιτικοί  ιθύνοντες, σιωπούν κρυπτόμενοι, μέχρι να περάσει η μπόρα, να αλλάξει φορά ο  στρατηγός άνεμος, ή να βαρύνουν τα σύννεφα στον ουρανό και να βρέξει, για  λυτρωθούν από την πίεση, να βγουν απ’ το καβούκι τους και να αρχίσουν να  δικαιολογούν τα αδικαιολόγητα. Το θέατρο του παραλόγου δεν έχει τέλος. Κάθε  χρόνο η κρατική μηχανή είναι προετοιμασμένη για την αντιμετώπιση των δασικών  πυρκαγιών κι όμως τα δάση μας όλο και λιγοστεύουν!

Δεσμεύσεις και εξαγγελίες που ποτέ δεν  γίνονται πράξη, ούτε στον τομέα της πρόληψης, ούτε σ’ αυτόν της καταστολής. Οι  αρμόδιοι υπουργοί δηλώνουν πως χορηγούν στην τοπική αυτοδιοίκηση τα απαραίτητα  κονδύλια και οι νομάρχες – δήμαρχοι δηλώνουν αδυναμία εκτέλεσης έργων (διάνοιξη  δρόμων – καθαρισμός πρανών κ.λ.π) ελλείψει χρηματοδότησης. Την ίδια ώρα 5.500  συμβασιούχοι πυροσβέστες, όμηροι δεκαετιών, χαρακτηρίζουν τις εξαγγελίες του  υφυπουργού της προστασίας του πολίτη, ως άλλα λόγια να αγαπιόμαστε. Και για  φέτος πυροσβέστες και συμβασιούχοι πυροσβέστες καλούνται να δώσουν μάχες με τις  φλόγες όπου και όταν χρειαστεί με ηθικό πεσμένο, αφού τα χρονίζοντα προβλήματα  παραμένουν και η λογική του κάθε πέρυσι και καλύτερα κυριαρχεί. Σύμφωνα με την  ΕΑΚΠ ( Ενωτική Αγωνιστική Κίνηση Πυροσβεστών) από τα 1956 πυροσβεστικά οχήματα  τα 834, ποσοστό (50,4%) είναι πέραν της 15ετίας και 148, ποσοστό (8,34%) πέραν  της 30ετίας. Δεν καλύπτονται όχι μόνον οι ανάγκες σε προσωπικό, αλλά και οι  λειτουργικές δαπάνες ακόμη και για χαρτική ύλη, ενώ το κονδύλιο για τον  κατασβεστικό αφρό μειώθηκε στα 2/3 μέσα σε δυο χρόνια. Εξοργισμένοι, όμως,  δηλώνουν και οι συμβασιούχοι πυροσβέστες, επειδή μέσα σε μια νύχτα, όπως  ισχυρίζονται, καταργήθηκε με μια υπογραφή το ΠΔ, μετατρέποντας τη σύμβασή τους  από 8μηνης σε 7μηνης διάρκειας, για να μπορεί η πολιτεία ανά πάσα στιγμή να τους  πει «φεύγεις». Τους ζητούν δε σε περίπτωση αποχωρήσεώς τους από το Π.Σ να  πληρώσουν το 70% της αξίας των μέσων ατομικής προστασίας, δηλαδή 700 ευρώ, με  μισθό 650 ευρώ, τα οποία βεβαίως προέρχονται κυρίως από δωρεές! Ανεπάρκεια και  ελλείψεις παντού. Στα ζητήματα δασικής διαχείρισης και φύλαξης των δασών (Δασική  Υπηρεσία και Αγροφυλακή είναι ακόμα σε στάδιο αναδιάρθρωσης). Στο συντονισμό  υπηρεσιών, φορέων και εθελοντών, ώστε να λειτουργούν αποτελεσματικά σε πρόληψη  και καταστολή. Στην οργάνωση της Γενικής Γραμματείας Πολιτικής Προστασίας, όπου  συνηθίζεται να βολεύονται διάφοροι κομματικοί σύμβουλοι και αποτυχημένοι  πολιτευτές, ώστε να καλύψουν τις προεκλογικές τους δαπάνες. Στην ενημέρωση των  πολιτών για την προληπτική φροντίδα, ώστε να αποφεύγονται εκδηλώσεις μικρών  εστιών, οι οποίες κάτω από ευνοϊκές συνθήκες γι’ αυτές μετατρέπονται σε πύρινες  λαίλαπες και δεν ελέγχονται. Στην ετοιμότητα, εκπαίδευση και χρησιμοποίηση των  ενόπλων δυνάμεων τόσο στον τομέα πρόληψης (με μέσα για τη συντήρηση του δασικού  οδικού δικτύου και των αντιπυρικών ζωνών), όσο και στον τομέα της καταστολής.  Επιτέλους, πρέπει να το καταλάβουν κόμματα και πολιτικοί, πως μικροπολιτικές  αντιπαλότητες και κοντόφθαλμοι μικροκομματισμοί δε χωράνε σε μια τόσο σοβαρή  εθνική υπόθεση, όπως είναι η προστασία του περιβάλλοντος. Πρέπει να ξεπεραστούν  οι αγκυλώσεις και η ασυνεννοησία και να υπάρξει σταθερή πολιτική στάση, ώστε να  σταματήσει κάποτε αυτή η διάχυση δυναμικού και αρμοδιοτήτων που μόνο σύγχυση  προκαλεί. Να αναθεωρηθεί πλήρως το σύστημα δασοπροστασίας σε επίπεδο πρόληψης  και καταστολής πριν καούν και όσα λίγα ακόμα δάση έχουν απομείνει. Κοντολογίς,  χρειάζεται σοβαρή αντιμετώπιση και το ζήτημα της αποκατάστασης των καμένων  εκτάσεων, για να μην ξεραίνεται φέτος ό,τι φυτέψαμε πέρυσι. Παρόλα αυτά επειδή  στην Ελλάδα ζούμε, ας προσθέσουμε και μια ικεσία ακόμα στην προσευχή μας για  άνωθεν βοήθεια, αφού τούτους τους χαλεπούς καιρούς την έχουμε ανάγκη όσο ποτέ  άλλοτε και για πολλά θέματα. Αμήν.

65) Οικονομική εξαθλίωση και ταπείνωση

 

Τον Δεκέμβριο του 2005, το Ευρωπαϊκό  Συμβούλιο διέθεσε στην Ελλάδα 20,4 δισεκατομμύρια ευρώ, στα πλαίσια κατανομής  κοινοτικών κονδυλίων του Εθνικού Στρατηγικού Πλαισίου Αναφοράς (ΕΣΠΑ), για να  χρηματοδοτηθεί η πολιτική συνοχής για την περίοδο 2007-2013. Τα επόμενα χρόνια η  διεθνής ύφεση παρέσυρε στον κυκεώνα της δοκιμασίας και τη χώρα μας, οπότε  κανένας σήμερα δεν ασχολείται με τα λεφτά αυτά και δυστυχώς παραμένουν  ανεκμετάλλευτα. Η πατρίδα μας από τα λάθη των πολιτικών  οδηγήθηκε στην  οικονομική εξαθλίωση και ταπείνωση. Οδηγήθηκε στο στόμα του λύκου της παγκόσμιας  κερδοσκοπίας.

Της οικονομικής προηγήθηκε πολιτική για  τη χώρα μας κρίση. Όταν χτύπησε την πόρτα μας η διεθνής ύφεση, δεν ήταν η  χρεοκοπία πρόγνωση. Ο κίνδυνος που καραδοκούσε δεν προερχόταν από τα οικονομικά  μεγέθη αλλά από τα πολιτικά μας μεγέθη. Διαπλοκή, διαφθορά, αναξιοκρατία και  πελατειακό σύστημα με ρεμούλες και αδιαφανείς διαδικασίες άσκησης της εξουσίας,  μας έφτασαν ως εδώ, και τώρα πια, ο λαός αισθάνεται στο πετσί του τα  νύχια του  γύπα του ΔΝΤ, με τα επώδυνα μέτρα που παραγγέλνουν στους κυβερνώντες, και  εκείνοι εφαρμόζουν αδιαμαρτύρητα, για την αντιμετώπιση δήθεν της κρίσης και την  προοπτική της ελληνικής κοινωνίας.

Αυτά τα μέτρα όμως, ενώ στραγγίζουν τους  εργαζόμενους και συνταξιούχους, δεν υπάρχει καμιά πρόβλεψη για την ανάπτυξη,  ώστε να επανεκκινήσει η μηχανή της παραγωγής, αλλά προπαντός για να σταματήσει  τη ραγδαία εξάπλωση της ανεργίας που αναμένεται να φτάσει και να ξεπεράσει το  35%. Και ενώ όλοι οι δείκτες δείχνουν τα χειρότερα, οι πολιτικοί μας ξανά και  πάλι αποδεικνύονται κατώτεροι των περιστάσεων, αφού καταγίνονται με τη δική τους  πολιτική επιβίωση και την μικροπολιτική εκμετάλλευση της κατάστασης. Απορούν και  εξανίστανται οι κοινοτικοί εταίροι μας για τις τεράστιες και αδικαιολόγητες  καθυστερήσεις στην απορρόφηση των κονδυλίων που μας διατέθηκαν και που  κινδυνεύουν να χαθούν. Η τραγική δε ειρωνεία είναι πως όχι μόνον θα χάσουμε τις  επιδοτήσεις, αλλά θα αναγκαστούμε να υποστούμε και τις κυρώσεις που θα μας  επιβληθούν από την Ευρωπαϊκή Ένωση.

Κοινοτικοί αξιωματούχοι και στελέχη  αποκάλυψαν πως μέχρι στιγμής μένουν, εκτός των άλλων, αναξιοποίητα και τα  κονδύλια στήριξης των ανέργων, τα κονδύλια επιδότησης 120.000 θέσεων εργασίας.

Ο Αουρέλιο Σεσίλιο, ο δ/ντής του  Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Ταμείου δημοσιοποίησε την έκπληξή του με όσα συμβαίνουν  εδώ στα Βαλκάνια, λέγοντας «δεν κατανοώ πως είναι δυνατόν μια χώρα που έχει  χιλιάδες νέους ανέργους να μη χρησιμοποιεί ένα εργαλείο το οποίο διαθέτει για να  βελτιώσει την κατάστασή της».

Ο γενικός δε, δ/ντής Περιφερειακής  Πολιτικής της Ε.Ε, Ζακ Πονσέ, ήταν πιο αποκαλυπτικός και ωμός στις εκτιμήσεις  του. Επισήμανε με νόημα πως αν η Ελλάδα δεν καταφέρει να σημειώσει πρόοδο στο  πρόγραμμα των μεταρρυθμίσεων, δεν πρόκειται κανένας να την κατανοήσει, ούτε από  την Ευρώπη, αλλά ούτε και από το λαό της.

Δυστυχώς, είναι αλήθεια, πως είμαστε και  πάλι στη μέση του ωκεανού δίχως μπούσουλα! Ούτε τα απλά, ούτε τα αυτονόητα  ισχύουν για τα μυαλά των δικών μας πολιτικών και συμβούλων τους. Λες και  διαγωνίζονται ποιός θα κάνει τα περισσότερα λάθη, ώστε τελικά να μην μπορέσουμε  να αποφύγουμε το μοιραίο.

Η ύφεση δεν αντιμετωπίζεται με περικοπές,  ούτε τονώνεται η παραγωγή, ούτε αυξάνεται η παραγωγικότητα με αποπληθωρισμό.  Απλή διαπίστωση και για τον πλέον αδαή. Όταν κόβεις εισοδήματα εργαζομένων και  συνταξιούχων, κόβεις την κατανάλωση, κόβεις φορολογικά έσοδα και κατά συνέπεια  αυξάνεις τα ελλείμματα όχι σε πείσμα της μείωσης των δημοσίων δαπανών, αλλά  εξαιτίας τους. Ακόμα, όταν κόβεις την κατανάλωση σε μια αντιπαραγωγική χώρα που  κυρίως βασίζεται σε αυτήν, επιτείνεις την κρίση, δηλαδή μειώνεις το ΑΕΠ και  καταλήγεις έτσι ώστε ελλείμματα και χρέος, εκτός από απόλυτα νούμερα, να  αυξάνονται και ως ποσοστό επί του ΑΕΠ, που αυτός είναι και ο επίσημος τρόπος  μέτρησής τους.

Δεν φταίνε, λοιπόν, για το κατάντημά μας  οι ξένοι, όπως εντέχνως μας λανσάρουν οι δικοί μας ιθύνοντες για να καλύψουν τα  εγκληματικά τους λάθη και την ανεπάρκειά τους. Σε όλη τη μέχρι τώρα διαδρομή μας  μέσα στην Ευρωπαϊκή Οικογένεια έχουμε να επιδείξουμε συμπεριφορές που δεν τιμούν  και δεν προσιδιάζουν στην ιστορία και στον πολιτισμό μας. Ένα μικρό δείγμα της  ανευθυνότητάς μας αποκαλύπτεται από τους χειρισμούς των κοινοτικών κονδυλίων,  αλλά και τον τρόπο που προσπαθούμε να ορθοποδήσουμε.

Για να αντιστρέψουμε το κλίμα  χρειαζόμαστε, λοιπόν, επειγόντως να απαλλαγούμε από το χρεοκοπημένο σύστημα, που  μας οδήγησε εδώ, πριν χρεοκοπήσει η χώρα.

Εμείς στην Ευρώπη είχαμε άλλο πρόσωπο για  πολλούς αιώνες. Τώρα δεν είναι δυνατόν να είμαστε του κόσμου το περίγελο…

Ας δούμε επιτέλους την ουσία του  προβλήματος. Δεν είναι μόνον οικονομική η κρίση, ή δεν είναι αποκλειστικά μόνον  τέτοια. Ο πυρήνας της κρίσης είναι ηθικός, ή για να το πούμε με άλλα λόγια, η  σημερινή κρίση είναι και πολιτική και θεσμική και πολιτισμική.

64) Δημόσια Διοίκηση-Διαφθορά και  Κοινωνία

 

ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΑ

 

Ως έννοια η διαφθορά έχει ένα ευρύτερο  περιεχόμενο, αλλά σε όλες τις παραμέτρους της έχει την ίδια ένταση ως απαξία.  Γενικότερα σημαίνει την καταστροφική ανηθικότητα, την εξαχρείωση, την έκλυση των  ηθών, ενώ ειδικότερα έχει τη σημασία της επίμεμπτης συμπεριφοράς αναφορικά με τη  γενετήσια ζωή. Κατά τον Μπαμπινιώτη η διαφθορά έχει να κάνει με τον ηθικό  ξεπεσμό, την αλλοίωση των ηθικών χαρακτηριστικών και την αποδοχή της  ανηθικότητας. Ο ίδιος καθηγητής στο Λεξικό του με την έννοια του θέματος που μας  ενδιαφέρει εδώ συμπεριλαμβάνει κι αυτή της χρήσης των αθέμιτων μέσων  (δωροδοκιών, εξυπηρετήσεων κ.α), για να παραβιάζονται οι νόμοι προς ιδιωτικό  όφελος. Τέλος υπάρχει και ο «τραπεζικός» ορισμός, από την Παγκόσμια Τράπεζα που  ορίζει τη διαφθορά ως «κατάχρηση της δημόσιας εξουσίας για ιδιωτικά, μικρά ή  μεγάλα οφέλη».

Το φαινόμενο της διαφθοράς και η  διασύνδεσή του με τη Δημόσια Διοίκηση δεν είναι σημερινό, αλλά έχει απασχολήσει  την κοινωνία των πολιτών από την αρχαιότητα. Οι έφοροι λ.χ της αρχαίας Σπάρτης  είχαν ρόλο πάταξης φαινομένων διαφθοράς, αφού εκπροσωπούσαν και αντιπροσώπευαν  το θεσμό της εφορίας, ο οποίος ήταν κάτι παρόμοιο με το σημερινό γενικό  επιθεωρητή δημόσιας διοίκησης και είχαν σημαντική εξουσία για τον έλεγχο της  λειτουργίας του κράτους. Ο Αριστοτέλης, όμως, είχε αντίθετη άποψη και γνώμη για  τη χρησιμότητα και την αποτελεσματικότητα αυτού του θεσμού, γιατί τον θεωρούσε  στα «Πολιτικά» του ότι ενίσχυε περισσότερο τη διαφθορά αντί να την καταπολεμά.  Ανέφερε δε για τους εφόρους ότι εκλέγονταν κατά παιδαριώδη τρόπο, ότι δεν  έκριναν με βάση γραπτή νομοθεσία αλλά αυθαίρετα και ότι η ζωή τους δεν ήταν  σύμφωνη με τους νόμους.

Και μπορεί το φαινόμενο της διαφθοράς  κρατικών λειτουργών να έχει μια διαχρονικότητα και να θεωρείται το «δεύτερο  αρχαιότερο επάγγελμα», όμως στον σύγχρονο κόσμο και σε ορισμένες χώρες (μεταξύ  των οποίων και η δική μας) κυριαρχεί, υπονομεύει τους θεσμούς, επιτείνει τα  τρωτά της αντιπροσωπευτικής μας δημοκρατίας και επηρεάζει καθοριστικά και  αρνητικά την οικονομική ανάπτυξη. Η βαθειά πλέον ανησυχία και στην πατρίδα μας  έχει να κάνει με τις σοβαρές διαστάσεις της μέσα στον κρατικό μηχανισμό αφενός,  αλλά και στην επέκτασή της σε όλον πλέον τον κοινωνικό χώρο αφετέρου. Και δεν  είναι λίγοι αυτοί που διαβλέπουν πως αν συνεχιστεί αυτή η κατάσταση, από τη  διακηρυσσόμενη και επαναλαμβανόμενη δήθεν μηδενική ανοχή των κρατούντων στα  φαινόμενα διαφθοράς, θα περάσουμε στην κοινωνική ανοχή και θα καταλήξουμε αυτά  τα φαινόμενα να διαβρώσουν καταλυτικά όλα τα κοινωνικά στρώματα. Ήδη στην κοινή  γνώμη είναι διάχυτη η πεποίθηση πως στη δημόσια ζωή της χώρας μας ενδημεί  κατάσταση εκτεταμένης σήψης.

Η γάγγραινα της διαφθοράς εκτείνεται σε  δυο επίπεδα σήμερα. Στο υψηλότερο φιγουράρουν η πολιτική εξουσία και τα μεγάλα  οικονομικά συμφέροντα ενώ στο χαμηλότερο, το επίπεδο της καθημερινότητας, όλες  σχεδόν οι δημόσιες υπηρεσίες και κυρίως εφορίες, πολεοδομίες και ο χώρος της  υγείας, όπου πρωταγωνιστούν επίορκοι λειτουργοί που διεκπεραιώνουν υποθέσεις των  πολιτών με οικονομικά ανταλλάγματα. Και στα δυο επίπεδα η ζημιά είναι τεράστια  για την κοινωνία και τον τόπο μας.

Με τη διαφθορά του υψηλότερου επιπέδου  φαλκιδεύεται η ίδια η δημοκρατία, αφού απαξιώνονται οι θεσμοί και οι πολίτες  αποστρέφονται την πολιτική και τους εκπροσώπους της, ενώ παράλληλα ενισχύει και  νομιμοποιεί εκείνη του χαμηλότερου επιπέδου. Όταν οι «μεγάλοι» τα παίρνουν  χονδρά, τότε και οι «μικροί» επιδιώκουν και βολεύονται με λιγότερα, οπότε το  πρόβλημα υπερβαίνει το ατομικό έγκλημα και αναγορεύεται σε μεγίστου βαθμού  κοινωνικό. Η αντίληψη πως «όλοι κάνουν τα ίδια» και η υποκριτική στάση πως  «πάντα οι άλλοι φταίνε και όχι εμείς» αποτελούν δείγματα της – χωρίς αιδώ και  αίσθηση δικαίου – τεχνητής ηθικής ουδετεροποίησης που οδηγούν στον εύκολο δρόμο  της αυτοδικαίωσης.

Το πρόβλημα της διαφθοράς δεν πρέπει να  το δούμε αποκλειστικά από τη σκοπιά του ζητήματος της  ηθικής και των προσωπικών  επιλογών, γιατί έτσι βλέπουμε το δέντρο και αγνοούμε το δάσος. Είναι βαθύτερο.  Είναι δομικό και κατεξοχήν πολιτικό. Οι σύγχρονες δημοκρατίες (δυτικού τύπου)  ταλανίζονται από μια δομική διαφθορά, η οποία άλλοτε λειτουργεί παράλληλα και  άλλοτε αντίθετα με τους θεσμούς της πολιτείας. Μέσα από το φαινόμενο της  διαφθοράς ξεχωρίζει και αναδεικνύεται η αδυσώπητη σύγκρουση των αξιών της  δημοκρατίας και της αγοράς, ενώ, δυστυχώς, πάντα η εμπορευματοποίηση των αξιών  υπερισχύει, κατατροπώνοντας νόμους και κανόνες και διαβρώνοντας κοινωνία και  κράτος. Και στη χώρα μας, δυστυχώς, η ανέλεγκτη εξουσία, η πολιτική φαυλότητα,  οι καταχρήσεις της ευνοιοκρατίας, η δωροδοκία και το ρουσφέτι, όλα αυτά που  στοιχειοθετούν και γεννούν τη διαφθορά σήμερα, κινούνται στο πεδίο της  αποσάθρωσης των πολιτικών και κοινωνικών δομών. Η διαφθορά από κατάχρηση ευθύνης  στο δημόσιο συμφέρον μετεξελίχθηκε σήμερα σε παράνομο, ανήθικο μηχανισμό της  εξουσίας με στόχο από τη μια, την κάλυψη θεσμικών κενών και από την άλλη την  εξυπηρέτηση του πολιτικού συμφέροντος.

ΑΙΤΙΑ ΤΟΥ ΦΑΙΝΟΜΕΝΟΥ

Αναζητώντας με ρεαλισμό και απροκατάληπτα  τις αιτίες που προκαλούν τη διαφθορά στο δημόσιο τομέα ίσως προσδιορίσουμε με  μεγαλύτερη αποσαφήνιση τον τρόπο και τα μέσα για την αντιμετώπισή της. Πάντως  για να είμαστε απόλυτα ειλικρινείς πρέπει να βασιστούμε στην κοινή πεποίθηση πως  το πρόβλημα υφίσταται όχι μόνο στη δημόσια διοίκηση, αλλά διαχέεται και  επηρεάζει ολόκληρο τον ελληνικό κοινωνικό ιστό. Δεν εντοπίζεται μόνο σε  συγκεκριμένες πολιτικές και κόμματα, δεν αφορά μόνο συγκεκριμένα πολιτικά  πρόσωπα και στελέχη που εκάστοτε κυβερνούν τον τόπο, αλλά έχει να κάνει και με  τις ριζωμένες μέσα μας θέσεις και αντιλήψεις, τις συμπεριφορές και ενέργειές  μας, τόσο στις μεταξύ μας συναλλαγές όσο και στις δοσοληψίες μας με το κράτος.  Το πρώτο και σημαντικό βήμα για την εξυγίανση του δημόσιου βίου είναι η παραδοχή  όλων μας, του μεριδίου συμμετοχικής ευθύνης και ενοχής που μας αναλογεί στη  διαμόρφωση αυτού του παθολογικού κοινωνικού φαινομένου που κατατρώει τις σάρκες  της πατρίδας μας.

Η διαφθορά δεν πρόκειται να απαλειφθεί  παντελώς, όπως δεν εξαλείφτηκε ποτέ και πουθενά μέχρι τώρα στον κόσμο, αλλά  μπορεί σταδιακά να αντιμετωπιστεί και να αρχίσει να υποχωρεί, αφού πρώτα  περιοριστεί σημαντικά στην κοινωνική συνείδηση.

Στην προσπάθειά μας τούτη για την  αναζήτηση και τον εντοπισμό των αιτίων του φαινομένου παραθέτουμε τις παρακάτω  σκέψεις και απόψεις.

Όπως συμβαίνει με τη μελέτη όλων των  φαινομένων κοινωνικής παθογένειας (εγκληματικότητα, βία, ρατσισμός – ξενοφοβία  κ.α) τα αίτια είναι πολυποίκιλα και γι’ αυτό κατηγοριοποιούνται για λόγους, τόσο  πρακτικούς (ευχερέστερης μελέτης), όσο και ουσιαστικούς (αποτελεσματικότερης  αντιμετώπισης). Το μεγάλο και ανεξέλεγκτο κράτος, η διαπλοκή της πολιτικής με τα  οικονομικά συμφέροντα, η συναλλαγή εξωθεσμικών παραγόντων με θεσμικά όργανα του  κράτους και η αναγωγή του χρήματος και του κέρδους γενικότερα σε υπέρτατη αξία,  είναι τα βασικά αίτια που γεννούν, στηρίζουν, ενισχύουν και διατηρούν στο χρόνο  τη διαφθορά.

Είναι αλήθεια πως ως χώρα διαθέτουμε έναν  υπερμεγέθη δημόσιο τομέα σε σχέση πάντα με τον πληθυσμό μας, και από τη  δυσλειτουργία του επιβεβαιώνεται καθημερινά η άποψη «όσο μεγαλύτερο κράτος, τόσο  μεγαλύτερη διαφθορά και ρεμούλα». Ένα αναποτελεσματικό κράτος με μια τεχνολογικά  φτωχή και επαγγελματικά ανεπαρκή δημόσια διοίκηση, σε συνδυασμό με τις πολλές  υποχρεωτικές συναλλαγές του πολίτη μαζί του, είναι ό,τι χειρότερο για την  ενθάρρυνση της κακοδιοίκησης και της διαφθοράς. Όταν η υγιής ιδιωτική  επιχειρηματική δραστηριότητα πολιορκείται από άνομα συμφέροντα και ασφυκτιά στο  κερδοσκοπικό πεδίο της ανταγωνιστικότητας από τα ολιγοπώλια, αλλά και τα κρατικά  μονοπώλια, η συναλλαγή με κρατικούς λειτουργούς είναι περίπου μονόδρομος και  ίσως αναπόφευκτη.

Μεγάλο και βαθύ κράτος σημαίνει απέραντη  γραφειοκρατία και κατά συνέπεια τεράστια διαφθορά. Κι όμως κάποτε η  γραφειοκρατία άλλη έννοια είχε. Ο πατέρας του όρου, ο Μαξ Βέμπερ, προσέδωσε σε  αυτόν άλλα χαρακτηριστικά που δεν έχουν καμιά σχέση με αυτά που εμφανίζονται  στην ελληνική πραγματικότητα, με τις χρονοβόρες διαδικασίες, το χαρτοβασίλειο  και την αυθαιρεσία των δημοσίων λειτουργών που δυστυχώς παραμένουν ατιμώρητες.  Στη βεμπεριανή γραφειοκρατία υπάρχει σαφής καταμερισμός των εργασιών και των  ευθυνών και η απρόσωπη εξουσία ακολουθεί πάγιους και απαρέγκλιτους κανόνες. Τα  στελέχη αυτής της γραφειοκρατίας προσλαμβάνονται και διορίζονται με βάση τις  ικανότητές τους και προάγονται με βάση την αξιοσύνη τους και την αρχαιότητα.  Αυτός όμως ο ιδεότυπος του Βέμπερ ουδέποτε ενέπνευσε το ελληνικό δημόσιο και  παρέμεινε πάντα ευσεβής πόθος των πολιτών αλλά και των συνειδητών λειτουργών. Η  σημερινή δήθεν εκσυγχρονισμένη ελληνική δημόσια διοίκηση δημιούργησε ενός άλλου  τύπου γραφειοκρατία, η οποία ορθώνει εμπόδια αξεπέραστα στην ομαλή λειτουργία  του κράτους και των σχέσεών του με τους πολίτες, οι οποίοι αναγκάζονται να  καταφεύγουν σε πλάγιες μεθόδους, (τις δοκιμασμένες και σίγουρες), που δεν είναι  άλλες από τη δωροδοκία και την πολιτική παρέμβαση. Έτσι διαιωνίζεται η  κακοδιοίκηση και τρέφεται διαχρονικά η διαφθορά. Έτσι ευτελίζονται και  απαξιώνονται κρατικοί θεσμοί και κυριαρχεί η αδιαφάνεια στη λειτουργία του  κράτους.

Το ρουσφέτι και το φιλοδώρημα στη χώρα  μας έχει ιστορικές καταβολές. Αν ρίξουμε μια ματιά προς τα πίσω, στο πρόσφατο  ιστορικό παρελθόν μας, θα εντοπίσουμε στην περίοδο της τουρκοκρατίας την  δωροδοκία της εξουσίας, ως τον κανόνα, για την επιβίωση των Ελλήνων υπηκόων και  τη στοιχειώδη διεκπεραίωση των υποθέσεών τους. Αυτά τα κατάλοιπα δυστυχώς δεν  ξεπεράστηκαν ακόμα. Οι πολίτες σήμερα διαμαρτύρονται και κατακρίνουν από τη μια,  τη διαφθορά  στο δημόσιο τομέα και από την άλλη, οι ίδιοι δίνουν το «μπαξίσι»  και το φακελάκι για να εξυπηρετηθούν σε νόμιμες η παράνομες απαιτήσεις και  υποθέσεις τους. Έχασε δυστυχώς η κοινωνία μας τα αντανακλαστικά της. Μένει σε  λόγια και σε αφορισμούς. Δεν εκφράζει την αγανάκτησή της έμπρακτα κι ούτε είναι  ποτέ δυνατόν μόνιμα να αγανακτεί. Οι Έλληνες πολίτες της μεταπολιτευτικής  περιόδου (μετά το 1980) παρακολουθούν την απαξίωση της πολιτικής και την  απογύμνωση των θεσμών δίχως να αντιδρούν. Δείχνουν να θεωρούν «ελαφρά τη καρδία»  πως όλα είναι θεμιτά, αφού γίνονται. Το ρουσφέτι, το πλάγιο μέσο, το φακελάκι, η  φοροδιαφυγή, η φοροαποφυγη, η εξαγορά δημόσιων λειτουργών, η αδιαφάνεια στις  δημόσιες προμήθειες και στις προσλήψεις προσωπικού και τόσα άλλα χαρακτηρίζουν  το δημόσιο βίο της χώρας μας ενώ η κοινωνία δείχνει να είναι συμβιβασμένη με  αυτή τη ζοφερή κατάσταση που υποσκάπτει τα θεμέλια της εθνικής μας οντότητας…

Η κοινωνία παρακολουθεί απαθής τις  καθημερινές καταγγελίες για σκάνδαλα, για μίζες, για ρεμούλες και κατασπατάληση  του δημόσιου χρήματος. Παντού όλοι πλέον διακηρύσσουν την ανάγκη για ποιοτική  ανανέωση του πολιτικού συστήματος, αλλά κανένας δεν ενεργοποιείται προς αυτή την  κατεύθυνση. Δεν είναι άμοιροι ευθυνών οι πολίτες όταν το κράτος μεταβάλλεται σε  κερδοσκοπική εταιρεία και τα πολιτικά κόμματα σε επιχειρήσεις. Αυτοί είναι που  εκλέγουν και ανέχονται τους πολιτικούς που εκτελούν χρέη υπαλλήλων οικονομικών  συμφερόντων και γι’ αυτό είναι τουλάχιστον συνυπεύθυνοι για την επικρατούσα  σήμερα πολιτική κατάσταση και των σχέσεων των πολιτικών με ισχυρά κέντρα  εξουσίας.

Η διαφθορά ως φαινόμενο κοινωνικής  παθογένειας ζει και βασιλεύει, γιατί σε αυτή στηρίζεται το πολιτικό μας σύστημα.  Πρέπει να λέγονται τα πράγματα με το όνομά τους. Η εκλογή των πολιτικών προσώπων  εξαρτάται από τα ρουσφέτια που κάνουν στις εκλογικές τους περιφέρειες. Υπάρχει  ένας ολόκληρος μηχανισμός που προωθεί τα ρουσφέτια για διευθέτηση. Οι τοπικοί  κομματάρχες συγκεντρώνουν αιτήματα των ψηφοφόρων πολιτών και τα προωθούν στον  υπουργό ή στον πρωθυπουργό ως εκπρόσωποι του βουλευτή και κομματικά στελέχη, και  πολλές φορές σε αυτή τη διαδικασία μπαίνουν και οι ίδιοι οι βουλευτές εφόσον  εκτιμούν και βλέπουν τη μεγάλη εκλογική επιρροή και δύναμη του αιτούντος  ψηφοφόρου. Για τον ίδιο σκοπό συνδράμουν και πολλοί άλλοι μεγαλοκομματάρχες,  περιβάλλοντα και αυλικοί.

Το πολιτικό πελατειακό σύστημα στην  Ελλάδα ζει και βασιλεύει και έτσι θα συνεχίσει, όσο το πρωταρχικό μέλημα  ψηφοφόρων και κομμάτων θα παραμένει το βόλεμα των δικών τους παιδιών.

Ποια πολιτικά πρόσωπα, ποιο κόμμα και  ποια κυβέρνηση θα χτυπήσει τη διαφθορά και πως; Ποιοι θα πολεμήσουν ποιους;  Αυτούς που τους ψήφισαν και τους έδωσαν την εξουσία, αυτούς που χρηματοδοτούν με  το αζημίωτο φυσικά τις προεκλογικές εκστρατείες ή αυτούς που τους χαρίζουν τα  δωράκια εκατομμυρίων και αναλαμβάνουν τα δημόσια έργα; Να γιατί, ενώ όλοι  διατείνονται πως το πολιτικό σύστημα βασίζεται σε αρχές και κανόνες και όλοι τις  συμμερίζονται το τέρας της διαφθοράς έχει απλώσει τα πλοκάμια του παντού στα  δημόσια πράγματα.

Η αλήθεια είναι πως όταν συγκροτήθηκε το  πρώτο ελεύθερο ελληνικό κράτος, μετά την αποτίναξη του τουρκικού ζυγού, παρόλο  που ήταν μικρό και δικτυώθηκε αμέσως με πολλά κέντρα εξουσίας, είχε τεράστιες  ανάγκες από υπέρογκους οικονομικούς πόρους. Όσοι τότε προσφέρθηκαν να βοηθήσουν  επεδίωκαν και απολάμβαναν οφέλη πολύ μεγαλύτερα. Όσοι ενίσχυαν τον κρατικό  κορβανά το έκαναν πάντα με ανταλλάγματα και παράνομες εξυπηρετήσεις. Έτσι ενώ  κυλούσαν τα χρόνια οι τακτικές και οι νοοτροπίες αυτές επαναλαμβάνονταν και  τελικά παγιώθηκαν. Το κράτος μεγάλωνε σιγά-σιγά εδαφικά, αλλά μεγάλωναν  ταυτόχρονα και οι ανάγκες του, οπότε οι πελατειακές σχέσεις και τα ρουσφέτια  πλήθαιναν. Το όλο σύστημα λειτουργούσε «αρμονικά» σε κυκλική τροχιά. Φαύλος  κύκλος θα λέγαμε κυριολεκτώντας. Όποιος είχε την οικονομική δυνατότητα για να  αγοράζει ρουσφέτια, το χρήμα το είχε αποκτήσει από προηγούμενα ρουσφέτια. Η  εξασφάλιση πόρων με παράνομο τρόπο σε κανένα κέντρο εξουσίας δε δημιουργούσε  πρόβλημα, αφού από την οπτική της εσωτερικής ηθικής η διαδικασία αυτή φορούσε το  επανωφόρι της νομιμότητας. Κάτι σαν το «ο σκοπός αγιάζει τα μέσα». Όλα γίνονται  για το εθνικό καλό, για το συμφέρον του κράτους. Κάθε φατρία ταύτιζε τη δική της  εξουσία με το καλό του τόπου. Έτσι η τυπική παρανομία δεν απέκλειε μια  νομιμότητα ανωτέρου επιπέδου. Αυτές οι αντιλήψεις και οι πρακτικές εφαρμοζόταν  σε όλες τις ιστορικές φάσεις του ελληνικού κράτους, ανεξαρτήτως πολιτεύματος και  τρόπου διακυβέρνησης της χώρας.

Κάπως έτσι φτάσαμε στο σήμερα και το  ζητούμενο εξακολουθεί να παραμένει η ανασυγκρότηση του κράτους και η  επανασύσταση της Δημόσιας Διοίκησης για να παταχτούν τα φαινόμενα της  εκτεταμένης διαφθοράς. Κι ενώ σχεδόν διαχρονικά τα πολιτικά πρόσωπα και οι  εκάστοτε κυβερνώντες επέκριναν τη διαφθορά, το έκαναν χωρίς να το εννοούν  πραγματικά και μόνο για επικοινωνιακούς ψηφοθηρικούς λόγους, γι’ αυτό και τίποτα  ποτέ δε διορθώθηκε αλλά αντίθετα επιδεινώθηκε η κατάσταση και το κακό παράγινε.  Στο σημερινό πολιτικό σύστημα με τη διαφθορά γενικευμένη δεν έχουν νόημα πλέον  γενικόλογες προτροπές προς την κοινωνία των πολιτών για να καταγγέλλονται οι  επίορκοι λειτουργοί, γιατί γενικευμένη είναι και η πεποίθηση των πολιτών ότι σε  όλα τα επίπεδα λειτουργίας του κράτους επικρατεί ατιμωρησία, αναξιοκρατία,  κομματισμός, συντεχνιακή κάλυψη και αδιαφάνεια. Η ηθική σήψη είναι ευδιάκριτη σε  όλο το κοινωνικό σώμα. Έχουμε πλήρη στρέβλωση του ηθικού κώδικα, αφού όλο και  περισσότεροι δημόσιοι λειτουργοί, αλλά και πολίτες αποκτούν αυτή την ιδιόρρυθμη  αίσθηση δικαίου, που έχει να κάνει ανάλογα με το σε ποια πλευρά βρίσκονται,  δηλαδή αν διαφθείρουν ή διαφθείρονται.

Μέσα στη θολούρα της κατάρρευσης των  αξιών τα επίορκα δημόσια πρόσωπα απορρίπτουν τον ηθικό χαρακτηρισμό και  δικαιολογούν τις πράξεις τους εντάσσοντάς τες στις νόμιμες κοινωνικές  λειτουργίες και στο πλαίσιο του νέου πολιτικού ήθους, αφού τις αποδίδουν στη  γενικευμένη δυσλειτουργία ή ακόμα και σε κοινωνική χρησιμότητα.

Κάποιοι μελετητές του φαινομένου  επιμένουν πως η διαφθορά δεν συναρτάται απαραίτητα με το μεγάλο κράτος και  μάλιστα αυτή την άποψη τη θεωρούν νεοφιλελευθερίζουσα. Πάντως όλοι, ειδικοί και  ειδήμονες, μελετητές και απλοί παρατηρητές, παραδέχονται ότι το φαινόμενο της  διαφθοράς εκτρέφεται σε ένα κράτος αδύναμο και κακό, σε ένα κράτος στο οποίο δεν  ασκείται καλή και επαγγελματική διοίκηση. Ένα τέτοιο δε κράτος, αν το στηρίζει  έστω και με την ανοχή της η κοινωνία, το φαινόμενο παίρνει ανεξέλεγκτες  διαστάσεις. Τα ανθρώπινα πάθη και οι αδυναμίες μεταξύ των οποίων και η  φιλοχρηματία πάντοτε καλλιεργούνται και ευδοκιμούν σε ένα περιβάλλον και κλίμα,  όπου επικρατούν συνθήκες ηθικής εξαχρείωσης, κρατικής αποδιοργάνωσης και  κοινωνικής αποσύνθεσης.

Στον 21ο αιώνα δυστυχώς η λάβα της  διαφθοράς απλώθηκε και κατακαίει κοινωνίες, λαούς και χώρες σε παγκόσμιο  επίπεδο, πλούσιες και φτωχές, άλλες περισσότερο και άλλες λιγότερο. Μπορεί στα  αναπτυγμένα καπιταλιστικά κράτη της δύσης τα φαινόμενα διαπλοκής και συναλλαγής  πολιτικών κέντρων εξουσίας και οικονομικών συμφερόντων να έχουν πάρει τη μορφή  επιδημίας, αλλά σε μια παγκοσμιοποιημένη πλέον οικονομία δεν αφήνουν καμία χώρα  ανεπηρέαστη. Τα πολυεθνικά επιχειρησιακά συμφέροντα καταγίνονται επιτυχώς με την  εξαγορά της εύνοιας κυβερνητικών παραγόντων, πολιτικών προσώπων και κρατικών  λειτουργών, οπότε προωθούνται και κατακτούν τις παγκόσμιες αγορές συνθλίβοντας  κάθε κανόνα υγιούς λειτουργίας της αγοράς και κάθε έννοια υγιούς ανάπτυξης. Ας  επικεντρωθούμε όμως σε όσα αφορούν τη χώρα μας.

Στη μεταπολεμική Ελλάδα, ο δημόσιος βίος  πάντοτε κλυδωνιζόταν, άλλοτε λιγότερο και άλλοτε περισσότερο από διάφορα  εξωθεσμικά κέντρα που υποκαθιστούσαν τους θεσμούς και τις δομές του κράτους,  αλλά και από μια δαιδαλώδη και δύσκαμπτη δημόσια διοίκηση, μια κρατική μηχανή  που μόνον με τα «λαδώματα» μπορούσε να κινηθεί και πάντα με βασανιστικά αργά  βήματα. Και σαν να μην έφταναν όλες οι άλλες δυσκολίες που αντιμετώπισε η χώρα  μας τις πρώτες δεκαετίες μετά τη λήξη του πολέμου, ήρθε και το επισφράγισμα του  κακού με την επιβολή της επτάχρονης δικτατορίας. Η περιστολή των ατομικών  ελευθεριών και ο αυταρχικός τρόπος λειτουργίας της Δημόσιας Διοίκησης οδήγησε σε  ζημιογόνα αποτελέσματα που ξεφύτρωσαν στα χρόνια της μεταπολίτευσης. Μετά την  αποκατάσταση της δημοκρατίας, το 1974, αναπτύχτηκε μια αντιαυταρχική ιδεολογία  που διαχύθηκε σε όλα τα κοινωνικά στρώματα, αλλά επηρέασε βαθύτατα και τη  Δημόσια Διοίκηση, με συνέπεια να θεωρείται απαράδεκτος ο κοινωνικός έλεγχος με  οποιαδήποτε μορφή και δράση. Ο ευρύτερος λεγόμενος δημόσιος τομέας με το  πρόσχημα της αντιδημοκρατικότητας απέρριψε το αξιολογικό σύστημα κρίσης και  διάκρισης των κρατικών λειτουργών και αυτό είχε ως αποτέλεσμα την πλήρη  κατάργηση της ιεραρχικής διάρθρωσης των οργανισμών και υπηρεσιών. Η κομματική  και συνδικαλιστική συντεχνία είναι οι μόνες πλέον που ρυθμίζουν τα πάντα στις  σχέσεις κράτους – πολίτη και όλοι οι δημόσιοι υπάλληλοι εντάχτηκαν καιροσκοπικά  σε αυτές για να καλυφτούν κάτω από την ομπρέλα τους απολαμβάνοντας ιδιοτελή  προσωπικά και οικογενειακά οφέλη.

Στην κοινωνία άρχισε να διαμορφώνεται  συνείδηση ανοχής ακόμα και για αντικοινωνικές συμπεριφορές και πράξεις. Με μια  φράση, μετά την πτώση της δικτατορίας από το ένα άκρο περάσαμε στο άλλο, και  έκτοτε κινούμαστε στη δίνη αλλεπάλληλων κρίσεων.

Η σημερινή κοινωνία διέρχεται σοβαρή  κρίση αξιών και χαρακτηρίζεται από μια εκτεταμένη ηθική διάβρωση. Τα όσα  απαξιωτικά συμβαίνουν στα δημόσια πράγματα δεν την εξεγείρουν, λες και μια  αόρατη δύναμη απεργάζεται τη φθορά της συλλογικής συνείδησης. Το κράτος  μεταβλήθηκε σε θερμοκήπιο διαφθοράς και το ίδιο το πολιτικό σύστημα απροκάλυπτα  πλέον δέχεται ευχαρίστως στους κόλπους του μετριότητες με μειωμένη ηθική  συγκρότηση. Άνθρωποι με αυτοσκοπό ζωής το κέρδος και μόνο, μας εξουσιάζουν,  καταρρακώνοντας και απορρίπτοντας αρετές και διαχρονικές αξίες. Η συμπερασματική  συνέπεια αυτής της ζοφερής κατάστασης είναι αυταπόδεικτα αδιαμφισβήτητη. Όταν το  χρήμα ανάγεται σε κυρίαρχη αξία επιτυχίας και κοινωνικής καταξίωσης, η διαφθορά  είναι αναπόφευκτη

Στην κοινωνία του σήμερα, μοιάζει σχεδόν  ανέφικτο ο πολίτης να έχει το δικό του κώδικα αξιών που να διαφέρει από αυτόν  της κοινωνίας. Χρειάζεται μεγάλο πλέον ηθικό ανάστημα για να καταφέρει ο  δημόσιος λειτουργός να αντισταθεί στους πολυποίκιλους πειρασμούς για αύξηση του  εισοδήματός του με παράνομο τρόπο. Στην πιο απλή μορφή εκτροπής από το  υπηρεσιακό καθήκον, ο υπάλληλος καταφεύγει στην πρακτική μιας δεύτερης πιο  προσοδοφόρας δουλειάς, απαγορευμένης από το νόμο φυσικά, και συνεχίζει, αφού όλο  και στα περισσότερα στοχεύει, με το χρηματισμό του από τους πολίτες για να  διεκπεραιώνει τις υποθέσεις τους. Η κατακόρυφη αύξηση των περιουσιακών στοιχείων  του υπαλλήλου, παρόλο που δεν συνάδει με τις αμοιβές που λαμβάνει από το κράτος,  κανέναν δεν προβληματίζει και κανέναν δεν ενοχλεί. Μάλιστα η επιτυχία της  επαγγελματικής πορείας του κάθε δημόσιου λειτουργού κρίνεται και αξιολογείται  από την κοινωνία με τον ίδιο τρόπο που γίνεται και στο χώρο της ελεύθερης αγοράς  και στις επιχειρήσεις. Επιτυχημένος και άξιος δημόσιος υπάλληλος είναι αυτός που  απόκτησε πολλά. Το πώς δεν έχει καμία σημασία. Οι άλλοι που αρκούνται και  επαναπαύονται στο να κάνουν σωστά και έντιμα τη δουλειά τους και να  επιβραβεύονται (αν επιβραβεύονται) μόνο με ηθικές αμοιβές, είναι τα λεγόμενα  κορόιδα, οι φοβισμένοι και οι αφελείς του δημοσίου.

Τα περιουσιακά στοιχεία όσων υπηρετούν σε  θέσεις και υπηρεσίες όπου ευδοκιμούν φαινόμενα διαφθοράς πρέπει να ελέγχονται  συχνά και ουσιαστικά, με εξονυχιστικό τρόπο και να σταματήσει αυτή η κοροϊδία με  τον δήθεν έλεγχο των δηλώσεων περιουσιακών στοιχείων ορισμένων κατηγοριών  υπαλλήλων που στοιβάζονται στα αρχεία και τις αποθήκες των ελεγκτικών οργάνων.  Του ουσιαστικού ελέγχου των περιουσιακών στοιχείων δεν πρέπει σε καμιά περίπτωση  να εξαιρούνται και οι ελέγχοντες.

Κάποτε η εκτεταμένη διαφθορά στο Χονγκ –  Κονγκ οδήγησε στην ίδρυση της περιβόητης ICAC, της  παντοδύναμης Ανεξάρτητης Επιτροπής Εναντίον της Διαφθοράς, που λογοδοτούσε και  αναφερόταν απευθείας στον κυβερνήτη. Σήμερα τίποτα δε θυμίζει το διεφθαρμένο  Χονγκ – Κονγκ, αφού τα αποτελέσματα από τη λειτουργία και δράση αυτής της  επιτροπής υπήρξαν θεαματικά. Η έντονη δημόσια παρουσία της και η επαγγελματική  της οργάνωση και συμπεριφορά κέρδισε την εμπιστοσύνη των πολιτών. Η πάταξη της  διαφθοράς ήταν καθαρά θέμα χρόνου και πράγματι δεν άργησε να φανεί, οπότε οι  ασχολίες της επιτροπής έγιναν εξίσου έντονες και προς την κατεύθυνση της  αποτροπής της διαφθοράς μέσα από την καθιέρωση των κατάλληλων διαδικασιών και  συστημάτων.

Η ICAC πέτυχε  στο έργο της απόλυτα, γιατί της δόθηκαν οι απαραίτητοι πόροι, το αναγκαίο και  κατάλληλο προσωπικό, αλλά και το κατάλληλο νομικό πλαίσιο ώστε να ενεργούν  αποτελεσματικά και με διαφάνεια (άρση τραπεζικού απορρήτου – σύλληψη και εξέταση  υπόπτων για 48 ώρες – έλεγχος πόθεν έσχες υπόπτων κ.λ.π).

Οι ελεγκτικοί μηχανισμοί της χώρας μας,  κρινόμενοι εκ του αποτελέσματος, δεν κατάφεραν μέχρι σήμερα να αναχαιτίσουν το  φαινόμενο της διαφθοράς που ταλανίζει όλο και περισσότερο τη δημόσια ζωή. Δεν  μπορεί να υπάρξει έλεγχος στη δημόσια διοίκηση από ελεγκτές που  δραστηριοποιούνται και λειτουργούν ως δημόσιοι υπάλληλοι με επάλληλες  αρμοδιότητες και γραφειοκρατικού τύπου διαδικασίες και πρακτικές.

Ούτε, όμως, οι πολίτες (ατομικά ή  συλλογικά), ούτε οι διάφορες Μη Κυβερνητικές Οργανώσεις μπορούν να ασκήσουν την  οποιαδήποτε πίεση προς την κατεύθυνση του ελέγχου της δημόσιας διοίκησης, ώστε  να ανταποκρίνεται στην αποστολή της και να παταχθεί η κακοδιοίκηση, αφού η  παντελής έλλειψη διαφάνειας και στοιχειώδους εφαρμογής των υπαρχόντων κανόνων  δεν τους επιτρέπουν να αποκτήσουν τις αναγκαίες πληροφορίες.

Και αν σε όλα αυτά προστεθεί και η  δεδομένη βραδύτητα απονομής της δικαιοσύνης, η ανεπάρκεια και δυσλειτουργία των  δικαστηρίων να επιβάλλουν το νόμο, κυρίως στα μεγάλα οικονομικά εγκλήματα όπου  οι δράστες πάντα διαφεύγουν με την παραγραφή των αδικημάτων τους, αλλά και το  ακαταδίωκτο των πολιτικών με τα πολλαπλά προνόμια λόγω της ιδιότητά τους,  ολοκληρώνεται το παζλ της αναποτελεσματικής αντιμετώπισης και της διόγκωσης των  φαινομένων διαφθοράς και κατάχρησης εξουσίας.

Πριν από δυο χρόνια η ετήσια έκθεση  της Διεθνούς Διαφάνειας έκρουε τον κώδωνα του κινδύνου, αλλά κανείς τότε δεν  άκουε και δεν έδινε σημασία, γι’ αυτό και σήμερα οι διαπιστώσεις της επιτροπής  εξακολουθούν όχι μόνον να ισχύουν, αλλά και επιδεινώθηκαν, αφού και πάλι κανείς  δεν ευαισθητοποιείται. Έλεγε, λοιπόν, πως οι παρεμβάσεις των πολιτικών και άλλων  δημοσίων λειτουργών στη δικαιοσύνη αποσκοπούν στην εξαγορά «νόμιμης» κάλυψης για  καταχρήσεις και παράνομες πολιτικές αποφάσεις. Αυτές οι παρεμβάσεις εκδηλώνονται  άλλοτε θρασύτατα, με φυσικές απειλές και εκφοβισμό των δικαστών και άλλοτε  περισσότερο κομψά με χειραγώγηση των δικαστικών διορισμών και προαγωγών, την  καταβολή μισθών και τις συνθήκες εργασίας των λειτουργών της δικαιοσύνης. Και  προτείνει:

Για να παραμείνει, λοιπόν, ανεμπόδιστη  και ανεπηρέαστη η Δικαιοσύνη, ώστε να επιτελεί την υψηλή αποστολή της με πλήρη  συναίσθηση του καθήκοντός της απέναντι στην κοινωνία και τη δημοκρατία,  επισημάνθηκε πως οι διορισμοί και οι μεταθέσεις των δικαστικών θα πρέπει να  γίνονται από ανεξάρτητα δικαστικά όργανα που να παρέχουν τα εχέγγυα αδιάβλητης  και αντικειμενικής κρίσης και απόφασης. Πρέπει οπωσδήποτε να υπάρχουν δικλείδες  ασφαλείας, ώστε ειδικότερα η πολιτική ανάμιξη να είναι αδύνατη. Σε αυτό θα  συμβάλλει και η καθιέρωση ανοικτού καλοπροαίρετου δημόσιου ελέγχου των δικαστών  και των πράξεών τους, για να μην οδηγηθούμε στο αντίθετο άκρο. Οι δημοσιογράφοι  επίσης θα πρέπει να είναι ελεύθεροι να παρακολουθούν, να κρίνουν και να  σχολιάζουν τις όποιες νομικές διαδικασίες, μεταφέροντας στο κοινό αξιόπιστες  πληροφορίες και τεκμηριωμένες απόψεις για νόμους, προτεινόμενες και  σχεδιαζόμενες νομοθετικές και θεσμικές αλλαγές, δικαστικές διαδικασίες και  αποφάσεις που το αφορούν. Η κοινωνία των πολιτών οφείλει να επιτηρεί και να  σχολιάζει τις επιλογές των δικαστικών λειτουργών, την πειθαρχική διαδικασία, τον  τρόπο με τον οποίο τα δικαστήρια χειρίζονται τις υποθέσεις και οι δικαστές  εκδίδουν τις αποφάσεις. Τέλος θα πρέπει οι μισθοί των δικαστών να  ανταποκρίνονται στην πείρα τους, τα προσόντα τους, την απόδοση και την  επαγγελματική τους εξέλιξη, ενώ οι συντάξεις τους θα πρέπει να είναι δίκαιες.

Αυτές ήταν μερικές μόνο προτάσεις από την  δέσμη προτάσεων της Διεθνούς Διαφάνειας, για τις οποίες κανένας δεν έχει  αντίρρηση πως κινούνται προς τη σωστή κατεύθυνση. Και το εύλογο ερώτημα και η  απορία είναι, γιατί δεν γίνονται αποδεκτές και δεν υλοποιούνται;

Στην υπηρεσιακή εξέλιξη και σταδιοδρομία,  οι ρομαντικοί και απροσάρμοστοι στο διεφθαρμένο σύστημα, υπάλληλοι δεν έχουν  καμία τύχη. Ανεβαίνουν και προχωρούν οι επιτήδειοι, οι συμβιβασμένοι με τη  ρεμούλα και αυτοί που συντηρούν το σύστημα βολεύοντας και βολευόμενοι, αφού τα  πάντα ρυθμίζονται από αδιαφανείς και αναξιοκρατικές διαδικασίες.

Μέσα σε ένα πολιτικό σύστημα όπου ζει και  βασιλεύει η διαφθορά, όπου τα πάντα πωλούνται και αγοράζονται, ακόμα και οι  δημόσιες θέσεις δεν εξαιρούνται. Πως θα μπορούσε άραγε μέσα σε ένα τέτοιο κλίμα,  η εξαγορά συνειδήσεων να μην αποτελέσει αντικείμενο εκμετάλλευσης και  χειραγώγησης της πολιτικής βούλησης των πολιτών.

Σε ένα θολό τοπίο λειτουργίας της  δημόσιας διοίκησης δεν μπορεί ποτέ να υπάρξει στιβαρός και σοβαρός  ενδοϋπηρεσιακός έλεγχος για την καταστολή και την αποτροπή φαινομένων διαφθοράς.  Οι αδιάφθοροι υπάλληλοι ακόμα κι όταν αντιλαμβάνονται ή ανακαλύπτουν παρανομίες  συναδέλφων τους, ή δεν έχουν που να τις καταγγείλουν γιατί δεν εμπιστεύονται  κανέναν ή φοβούνται να τις καταγγείλουν γιατί ξέρουν εκ των προτέρων ότι η  καταγγελία τους δεν θα έχει καμιά τύχη και θα στραφεί εναντίον τους, αφού οι  διεφθαρμένοι πάντοτε έχουν πλάτες (κομματικές – συνδικαλιστικές κ.λ.π). Αυτός  είναι ο λόγος που τα βιλαέτια της διαφθοράς στο δημόσιο τομέα συνεχώς  μεγαλώνουν, σκληραίνουν τη στάση τους και επεκτείνουν τα όριά τους, αφού όχι  μόνο δεν απομονώνονται, αλλά δρουν ανενόχλητα, μολύνοντας και δηλητηριάζοντας τα  πάντα, όπου ακόμα εξακολουθεί να παραμένει υγιής χώρος. Έτσι σήμερα η διαφθορά  από την πλειονότητα της κοινωνίας χαρακτηρίζεται  ως ανίατη ασθένεια του  πολιτικού συστήματος.

Δεν υπάρχουν, δυστυχώς, πολιτικοί που να  μπορούν να αντισταθούν, να μην υποκύψουν, αλλά και να αναμετρηθούν με τις  φατρίες συμφερόντων που τους περιστοιχίζουν και τους ασκούν αφόρητη πίεση. Η  εναντίωση έχει πολιτικό κόστος, που φτάνει μέχρι τη διακινδύνευση της πολιτικής  τους σταδιοδρομίας, οπότε αναγκάζονται εκ των πραγμάτων να συμβιβαστούν και να  συνάψουν πρόσκαιρες ή μακροχρόνιες άνομες συμμαχίες και συμφωνίες.

Για να σπάσει, λοιπόν, το απόστημα και  για να βρεθεί το αντίδοτο στο χρόνιο νόσημα της διαφθοράς, τα πολιτικά κόμματα  και τα πολιτικά πρόσωπα οφείλουν να ανακαλύψουν και να υποστηρίξουν μια νέα  δημόσια ηθική. Το πολυκομματικό πολιτικό μας σύστημα πρέπει επιτέλους να χαράξει  μια καινούργια πορεία ακολουθώντας πιστά τα χνάρια της ηθικής. Αυτή η καινούργια  πορεία θα σημάνει την εξελικτική διαδρομή της πολιτικής για την αναζήτηση μιας  χρυσής τομής που θα προσδιορίζει τι συνάδει προς τη δημόσια ηθική και τι  βρίσκεται έξω και μακριά από αυτή. Αυτός ο δρόμος όσο δύσκολος και αν είναι,  τελικά είναι μονόδρομος. Μόνον έτσι θα ανακτήσει το χαμένο της νόημα η έννοια  της αλληλεγγύης μέσα στη σύγχρονη ανταγωνιστική και σκληρή κοινωνία, όπου  διαπλέκονται πολυποίκιλα συμφέροντα και ο ανταγωνισμός των «λόμπυ» δεν έχει  φραγμούς, όρια και κανόνες.

Κοντολογίς οι πολιτικοί, ως θεματοφύλακες  του γενικού καλού εξ ορισμού, πρέπει κάποτε να επιτρέψουν στους εαυτούς τους να  εννοήσουν ότι η κοινωνία των πολιτών δε χωρίζεται και δε διακρίνεται σε παιδιά  και παραπαίδια, στους δικούς μας έντιμους και στους άλλους διεφθαρμένους. Μόνον  όταν το ηθικό ζήτημα στη σύγχρονη πολιτική ζωή αναχθεί σε μείζον πολιτικό ζήτημα  υπάρχει ελπίδα για τη δημιουργία ενός κράτους δικαίου με δημόσια διοίκηση στην  υπηρεσία του πολίτη.

Η μέχρι τώρα εφαρμοσμένη πολιτική στην  πατρίδα μας και ιδίως από τα λεγόμενα κόμματα εξουσίας, η μέχρι σήμερα πολιτική  πρακτική από τους εκάστοτε κυβερνώντες, δυστυχώς, έχει να κάνει με την  ανακύκλωση των χρονιζόντων προβλημάτων, με ελάχιστες μόνον και μικρές αλλαγές  χωρίς ουσία και προοπτική. Τελικά οι προσπάθειες των πολιτικών καταλήγουν στο να  επιβεβαιώνουν τη διαιώνιση της αναποτελεσματικότητάς τους και να διαψεύδουν τις  προσδοκίες της κοινωνίας για καλύτερες μέρες. Δεν καταφέρνουν και δεν μπορούν οι  πολιτικοί μας ταγοί να σχεδιάσουν και να εφαρμόσουν το καινούργιο όραμα για τα  δημόσια πράγματα, και ο ρόλος του κράτους όλο και πιο πολύ αποψιλώνεται και  διαρκώς αυτοαναιρείται. Οι εθνικοί πόροι κατασπαταλούνται, οι μεσάζοντες παίζουν  κυρίαρχο ρόλο σε αγαστή συνεργασία διαπλοκής και συναλλαγής με πολιτικάντηδες  και οι αρπαχτές βρίσκονται στην ημερήσια πολιτική διάταξη, η δε χώρα φιγουράρει  στις τελευταίες θέσεις του πίνακα των λιγότερο διεφθαρμένων σε παγκόσμιο  επίπεδο, μαζί με τριτοκοσμικές-υποανάπτυκτες, σύμφωνα και με τα φετινά στοιχεία  της Διεθνούς Διαφάνειας.

Οι κάποτε (λεγόμενες) σχέσεις οικονομίας  και πολιτικής κατάντησαν συναλλαγές αγοράς (παγκοσμιοποιημένης μάλιστα σήμερα)  και πολιτικής. Μέσα από το καθημερινό αλισβερίσι (ΜΜΕ, πολιτικό χρήμα, μίζες,  προμήθειες κ.λ.π) επιδιώκεται και ο προγραμματισμός της πολιτικής βούλησης των  πολιτών και επιτυγχάνεται το αγελάδισμα της κοινωνίας, με τη χειραγώγηση των  ψηφοφόρων, ώστε να μην υπάρξει αναταραχή στην κατεστημένη αταξία. Κι όμως  ελπίζουμε ακόμα!

Κοινή πλέον είναι η διαπίστωση των  υποψιασμένων και ενεργών πολιτών – υπάρχουν κι αυτοί, αλλά είναι οι λιγότεροι –  ότι ο εφησυχασμός της κοινωνικής πλειοψηφίας αφήνει ελεύθερο το πεδίο για δράση,  στους επιτήδειους της πολιτικής και της αγοράς. Είναι πέρα για πέρα θλιβερό να  κουρνιάζουμε στην ασφάλεια της αγέλης και να παρακολουθούμε παθητικά και  αδιάφορα τον εκφυλισμό της δημόσιας ζωής. Επιτέλους, ας αντιληφθούμε πως μόνον η  δημιουργική ατομικότητα, η ενεργή συμμετοχή στα κοινά και ο διαρκής αγώνας  σηματοδοτούν κίνηση προς τα εμπρός, δηλαδή με κατεύθυνση προς την πρόοδο και την  αλλαγή. Πώς μπορούμε να ελπίζουμε και να περιμένουμε από ένα διεφθαρμένο σύστημα  να χτυπήσει τη διαφθορά;

Πρέπει, όμως, επιτέλους να κατανοήσουμε  και κάτι άλλο.

Διεφθαρμένοι δεν είναι μόνον όσοι  παρανομούν με πράξεις και ενέργειες, αλλά και όσοι παραλείπουν να πάρουν θέση  απέναντι στα φαινόμενα αυτά. Διαφθορά είναι και η ανοχή, η συγκάλυψη, η σιωπή, ο  αριβισμός και η αδιαφορία. Όσο θα την ανεχόμαστε μέσα μας και γύρω μας, όσο θα  παραμένουμε απαθείς ή χειροκροτητές αυτών που την εκτρέφουν και τη συντηρούν,  αυτή θα πολλαπλασιάζεται και θα ευδοκιμεί.

Αυτή η παγιωμένη δυστυχώς νοοτροπία και  κοινωνική πρακτική, σύμφωνα με την οποία επιβάλλεται το μικρό δωράκι, ώστε να  εξυπηρετηθούμε από τη δημόσια διοίκηση, ρίχνει άφθονο νερό στο μύλο της  διαφθοράς. Όταν στις επαφές μας με το κράτος επιδιώκουμε το ατομικό μας και  μόνον συμφέρον, αδιαφορώντας και παραβλέποντας αν θίγεται το συμφέρον της  ολότητας και μεταχειριζόμαστε τρόπους και μέσα που αντιβαίνουν σε κάθε έννοια  ηθικής και δικαίου, ανοίγουμε τους ασκούς του Αιόλου για την πλήρη επικράτηση  της ανομίας και της διαφθοράς.

Πρέπει να συνειδητοποιήσουμε ότι το  φιλοδώρημα στον απλό υπάλληλο δε θα αργήσει να εξελιχθεί σε μίζα για τον ανώτερο  υπάλληλο. Είναι, λοιπόν, ζήτημα ποσότητας, αλλά όχι ποιότητας. Η διαφθορά είναι  απαξιωτικό κοινωνικό φαινόμενο και απόλυτα καταδικαστέο, είτε πρόκειται για  φιλοδώρημα είτε πρόκειται για μίζα. Η υποτίμηση της λεγόμενης μικροδιαφθοράς  οδηγεί στην ανοχή της και ο εθισμός στα φιλοδωρήματα δημιουργεί συνείδηση που  δεν ενοχλεί. Όμως, αυτές οι αντιλήψεις και οι συμπεριφορές δεν είναι παρά  παράγοντες γέννησης, ενίσχυσης, εξάπλωσης και διαιώνισης της διαφθοράς. Έτσι  φτάσαμε στο σημερινό τέλμα.

Έτσι φτάσαμε σήμερα στο οριακό σημείο,  όπου οι διεφθαρμένοι πλέον δεν υπολογίζουν το ηθικό και νόμιμο των πράξεων και  ενεργειών τους, αλλά καταγίνονται με το πώς μπορούν να εξασφαλίσουν την  ατιμωρησία τους, όταν παρανομήσουν και ποια μορφή διαφθοράς έχει την κοινωνική  αδιαμαρτυρία, ώστε να μπορούν ανενόχλητοι να συνεχίζουν ακάθεκτοι. Οι  διεφθαρμένοι μεταχειρίζονται ακόμα και την επιστήμη της επικοινωνίας και  αναζητούν πάντοτε τον κατάλληλο τρόπο, χρόνο και τόπο που θα δράσουν, ώστε να  εξασφαλίσουν την κοινωνική αποδοχή ή ανοχή. Δηλαδή τα κέντρα διαφθοράς  καταφέρνουν εν τέλει να έχουν ακόμα και τη λαϊκή επιδοκιμασία! Αυτή κι αν είναι  κατάντια!

Σε ένα τέτοιο ηθικά εξαχρειωμένο πολιτικό  περιβάλλον, όπου όλα επιτρέπονται ή γίνονται αδιαμαρτύρητα αποδεκτά, η διαφθορά  δεν υπάρχει – εξαφανίζεται και εμφανίζεται στο προσκήνιο μια κοινωνική  αναπαράστασή της, όχι οπωσδήποτε αυθεντική. Η διαφθορά δηλαδή από παράβαση, από  καρκίνωμα, από αποτρόπαια και καταδικαστέα πράξη, μεταμορφώνεται σε συναλλαγή,  σε απαραίτητο και αναγκαίο θεσμό ανάπτυξης, σε αναγκαίο μοχλό για την ανοιχτή –  ανταγωνιστική φιλελεύθερη οικονομία και την πολυθρύλητη παγκοσμιοποίηση.

Σε μια ομιχλώδη πολιτική σκέψη και  πρακτική θεωρείται φυσιολογική κάθε μορφή υπόγειας συναλλαγής και κάθε  συμπαιγνία μεταξύ πολιτικής εξουσίας και οικονομικών συμφερόντων είναι χρήσιμη,  αφού γίνεται προς όφελος δήθεν της ίδιας της ανάπτυξης! Κι όταν αυτά συμβαίνουν,  πως θα μπορούσε άραγε μια Δημόσια Διοίκηση να λειτουργήσει στα πλαίσια της  νομιμότητας, της ισονομίας και της κοινωνικής δικαιοσύνης;

H διαφθορά είναι το πιο επικίνδυνο φαινόμενο κοινωνικής  παθογένειας, αφού πλήττει κατάστηθα την ίδια τη δημοκρατία. Είναι ο βασικός  υπονομευτής της σταθερότητας, της ευημερίας, της ομαλής και αποτελεσματικής  λειτουργίας της δημόσιας διοίκησης, αλλά ακόμα και της κοινωνικής ειρήνης και  συνοχής, αφού παρεμποδίζει την οικονομική ανάπτυξη και δημιουργεί ανισότητες.  Δημιουργεί σοβαρές ρωγμές στη λειτουργία του κράτους, γιατί απαξιώνονται οι  θεσμοί του και στοιχίζει δισεκατομμύρια ευρώ στην εθνική οικονομία.

Η συναλλαγή πολιτικών, επιχειρηματιών –  διαφόρων οικονομικών παραγόντων και των ιδιοκτητών μεγάλων ΜΜΕ οδηγεί  αποδεδειγμένα στο ξεπουπούλιασμα της δημοκρατικής οντότητας και στη μεταμόρφωσή  της σ’ ένα μαδημένο ομοίωμα – κακέκτυπο, τη συναλλασσόμενη «δημοκρατία».

Η διαπλοκή και η διαφθορά νοθεύει τη  λαϊκή κυριαρχία και η λειτουργούσα κατ’ επίφαση δημοκρατία απέχει πολύ από το να  εκφράζει γνήσια και αληθινά τη λαϊκή βούληση. Εκτός από την περιγραφή της  διαφθοράς ως Λερναία Ύδρα, πολλοί μελετητές του φαινομένου την παρομοιάζουν με  το σύμπλεγμα του Λαοκόωντα, αλλά οι περιγραφές και οι παρομοιώσεις δεν  προβληματίζουν τους κυβερνώντες, τουλάχιστον στο βαθμό που θάπρεπε. Η κάθε  κυβέρνηση, δεξιά ή σοσιαλιστική, φιλελεύθερη ή εκσυγχρονιστική, κεντροαριστερά ή  κεντροδεξιά, ανεξάρτητα από το πώς αυτοπροσδιορίζεται, στο κεφάλαιο που λέγεται  ΔΙΑΦΘΟΡΑ ΚΑΙ ΔΗΜΟΣΙΑ ΖΩΗ καταγράφει την ίδια πεπατημένη τακτική και παράγει τα  ίδια και απαράλλαχτα αποτελέσματα Η παραοικονομία οργιάζει, ο δημόσιος τομέας  λειτουργεί ως βιλαέτι των κρατούντων, η κυβέρνηση λειτουργεί πελατειακά και το  κράτος που ταυτίζεται με το κόμμα, ως εργολάβος, επιχειρηματίας και προμηθευτής,  χωρίς διαφανείς και αδιάβλητους κανόνες.

Η διαφθορά λειτουργεί ως το μεγαλύτερο  φόβητρο για τις επενδύσεις, αφού πνίγει την επιχειρηματικότητα. Η επιχειρηματική  λογική οδηγεί και καθοδηγεί τους επιχειρηματίες να μη δείχνουν κανένα ενδιαφέρον  και καμιά προθυμία να επενδύσουν σε χώρες με υψηλό δείκτη διαφθοράς, γιατί  φρενάρεται η σκέψη τους από το ακαθόριστο μαύρο χρήμα (παράνομος φόρος), ο  οποίος μειώνει την απόδοση της επένδυσής τους.

Όσο μεγαλύτερη η διαφθορά, τόσο  μεγαλύτερη η ανισότητα στην κατανομή του εθνικού πλούτου και λιγότεροι οι πόροι  για την παιδεία και σε άλλους τομείς όπου οι μίζες είναι μικρότερες σε σύγκριση  με αυτές που υπάρχουν στα δημόσια έργα και στα περιβόητα εξοπλιστικά  προγράμματα. Η δωροδοκία ακόμα κι όταν φαντάζει μικρό ποσοστό σε σύγκριση με το  μέγεθος του συνολικού κόστους ενός έργου, μπορεί να βλάψει σοβαρά την ποιότητα  και τις προσδοκώμενες υπηρεσίες του, έτσι ώστε η κοινωνία να χάνει το σύνολο της  επένδυσης. Πέρα από τη δυσμενέστατη επίδραση και επιρροή που ασκεί η διαφθορά  στην οικονομική ανάπτυξη της χώρας μας, ολοφάνερη είναι επίσης και η αρνητική  επίδρασή της στην κατανομή – διανομή του εθνικού πλούτου της χώρας, αφού τα  οφέλη πάντα καρπούνται και απολαμβάνουν κυρίως οι υψηλές εισοδηματικές τάξεις.  Είναι αυτό που φωνάζει ο λαός, αλλά κανένας δεν τον ακούει, ότι δηλαδή οι  πλούσιοι γίνονται πλουσιότεροι και οι φτωχοί φτωχότεροι. Ωστόσο, έχουν  διατυπωθεί αμφιβολίες όσον αφορά την αιτιώδη σχέση μεταξύ επιπέδου διαφθοράς και  οικονομικών ανισοτήτων, αλλά αυτοί που υποστηρίζουν ότι οι οικονομικές  ανισότητες συμβάλλουν στην ύπαρξη υψηλού επιπέδου διαφθοράς δεν είναι λίγοι και  παραθέτουν ατράνταχτα στοιχεία.

Σοβαρή επίσης συνέπεια και επίπτωση της  διαφθοράς είναι η αύξηση των δημοσίων δαπανών και επειδή όπως προαναφέραμε  υπάρχουν μεγαλύτερες ευκαιρίες για ρεμούλα και μάλιστα προσοδοφορότερες στα  μεγάλα έργα απ’ ό,τι στις μικρές προμήθειες και επενδύσεις, είναι οι πλέον  πρόσφορες γι’ αυτού του είδους τις συναλλαγές. Εμπειρικές μελέτες, μάλιστα,  έχουν δείξει ότι υπάρχει ιδιαίτερα θετική σχέση μεταξύ διαφθοράς και αμυντικών  δαπανών.

Τα αποκαλούμενα λαμόγια του ελληνικού  κράτους έχουν ένα ευρύτατο πεδίο δράσης, χρόνια πολλά τώρα, στους διαγωνισμούς  του Δημοσίου, στους οποίους εντελώς ξεδιάντροπα και άφοβα, παραβιάζονται  ασύστολα αρχές διαφάνειας και ίσης μεταχείρισης των συμμετεχόντων. Σε όλους  σχεδόν τους διαγωνισμούς εγείρονται υπόνοιες και διαμαρτυρίες για στημένους,  κατευθυνόμενους και φωτογραφικούς υπέρ συγκεκριμένου προμηθευτή, αλλά δεν  ιδρώνει το αυτί κανενός, ούτε αυτών που αυτοπροβάλλονται ως τιμητές και πολέμιοι  της αδιαφάνειας και της διαπλοκής.

Αποτέλεσμα της προκλητικής αδράνειας της  εκάστοτε κυβέρνησης στην αντιμετώπιση καταστάσεων που υποθάλπουν τη διαφθορά,  είναι η σταθερή (ανελλιπώς κάθε χρόνο) κατάταξη της χώρας μας στις πλέον  διεφθαρμένες του κόσμου, σύμφωνα με τα στοιχεία της Επιτροπής Διεθνούς  Διαφάνειας.

Και επειδή η χώρα μας ανήκει στη μεγάλη  οικογένεια της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η διαφθορά αμαυρώνει την αξιοπιστία μας και  κλονίζει την εμπιστοσύνη των εταίρων μας, που αυτόματα αυτό δημιουργεί σοβαρές  δυσχέρειες στη διεκδίκηση κονδυλίων, σημαίνει επιβράδυνση στην απορρόφησή τους  και επιβολή μεγάλων προστίμων, που τελικά καταλήγουν να φορτώνονται στις πλάτες  των Ελλήνων πολιτών και κυρίως των πιο αδύναμων, δηλαδή των μισθωτών και των  συνταξιούχων. Και δεν είναι μόνον η Ευρωπαϊκή Ένωση στην οποία πρέπει να έχουμε  πρόσωπο, αφού σήμερα ζούμε πλέον οριστικά και αμετάκλητα στην εποχή της  παγκοσμιοποίησης.

Και μπορεί το φαινόμενο της διαφθοράς να  ξεπερνάει τα εθνικά σύνορα, και να χάνεται στην ασύνορη παγκοσμιοποιημένη αγορά,  όμως δεν παύει για κάθε κράτος και για κάθε λαό να έχει την ιδιαίτερη βαρύτητα  και σημασία της.

Όταν το κράτος αντιμετωπίζεται και  χρησιμοποιείται ως ιδιοκτησία κάποιων πολιτικο-οικονομικών συμφερόντων που  συμπλέκονται και διαπλέκονται ασταμάτητα, τότε η θέση του στο παγκόσμιο  γίγνεσθαι καταλήγει να είναι επισφαλής, αφού διαφεντεύεται κατά τη βούληση της  ανομίας.

Οι συνεργοί της πολιτικής εξουσίας αφού  αποδεσμευτούν από τους φόβους ελέγχου και της επιβολής κυρώσεων, ανεξέλεγκτα  πλέον διαμορφώνουν συλλογικά δίκτυα διαφθοράς, φροντίζοντας παράλληλα να  δημιουργήσουν και να συμπεριλάβουν σε αυτά και τους απαραίτητους μηχανισμούς  συγκάλυψης, ώστε να δρουν ανενόχλητοι στο διηνεκές και πάει λέγοντας…

Και από όσα βιώνουμε και παρακολουθούμε  τελευταία, ένα συμπέρασμα βγαίνει αβίαστα. Το πελατειακό κομματικό κράτος μόνον  τότε κάνει λόγο για ρεμούλες και μίζες, μόνον τότε ανακαλύπτει φαινόμενα  διαφθοράς, όταν είναι να τα χρησιμοποιήσει σε κομματικο-πολιτικές αψιμαχίες και  αντιπαραθέσεις, προκειμένου να πλήξει τους πολιτικούς αντιπάλους. Αυτή δυστυχώς  είναι η αδιαμφισβήτητη κυνική πραγματικότητα και η πικρή ζοφερή αλήθεια που  πρέπει να λέγεται μέχρι να συνειδητοποιηθεί πλήρως από τους πολίτες.

Εναπόκειται πλέον στην κοινωνική βούληση  της πλειοψηφίας εάν θα συνεχίσει να ανέχεται και να σιγοντάρει τέτοιες  καταστάσεις στο πολιτικό σύστημα της χώρας μας ή θα πάρει την υπόθεση της  εξυγίανσης στα χέρια της και θα παλέψει με νύχια και δόντια για να τα καταφέρει.

Τα πολιτικά κόμματα της μεταπολίτευσης το  μόνο που κατάφεραν, δυστυχώς, μέχρι σήμερα είναι να διαψεύσουν τις ελπίδες και  τα οράματα του λαού. Η κατάρρευση ιδεών και ιδεολογιών, η αμετροέπεια των  πολιτικών προσώπων, τα σκάνδαλα και οι ατιμώρητες αρπαχτές, η απομυθοποίηση του  κράτους πρόνοιας και ευημερίας, έχουν προκαλέσει σοβαρά ρήγματα στην εμπιστοσύνη  των πολιτών προς τους θεσμούς, που όσο πάει και βαθαίνουν περισσότερο. Σήμερα  αμφισβητείται απερίφραστα ο ρόλος οιουδήποτε δημόσιου λειτουργού, που ασκεί  εξουσία. Στην πραγματικότητα αμφισβητείται το ίδιο το κράτος, αφού οι Έλληνες  πολίτες στο σύνολό τους σχεδόν, θεωρούν πως η δημόσια ζωή του τόπου είναι  διεφθαρμένη.

Η κατάχρηση εμπιστοσύνης και εξουσίας για  ίδιον όφελος, για άνομους σκοπούς, για ιδιοτελείς στόχους και εξυπηρέτηση  συμφερόντων έρχεται σε ευθεία αντιπαράθεση και σύγκρουση με το ιδεώδες της  δημοκρατίας, με το γενικό καλό και το δημόσιο συμφέρον. Όσο δεν υφίσταται αυτή η  σύγκρουση, σημαίνει πως ή δεν έχουμε διαφθορά ή δεν έχουμε δημοκρατία.  Δημοκρατία και διαφθορά είναι ασύμβατες έννοιες και δεν μπορεί να συνυπάρξουν.

Όταν, λοιπόν, λέμε πως ο λαός πρέπει να  πάρει την υπόθεση στα χέρια του, εννοούμε πως το σύνολο της κοινωνίας θα πρέπει  να αντιληφθεί το προφανές, που εν τέλει αφορά την ίδια. Όταν εμείς, οι πολίτες,  αποδεχόμαστε με τον έναν ή τον άλλο τρόπο τις πελατειακές σχέσεις, το λαϊκισμό,  τα ρουσφέτια και την ανακολουθία, την ασυνέπεια λόγων και πράξεων, οδηγούμε την  πολιτική ζωή του τόπου στην εξαχρείωση. Δεν πρέπει δε να λησμονούμε πως και η  λέξη διαφθορά στη γλώσσα μας, αλλά και στη λατινική απ’ όπου προήλθαν οι άλλες  ξενόγλωσσες λέξεις (corruptio) σημαίνει τον  εκφαυλισμό, τον κλονισμό της ακεραιότητας, της αρετής των ηθικών αρχών και  αξιών. Είναι όρος φορτισμένος με βαρύτατο ηθικό περιεχόμενο, που άσχετα αν  σήμερα επικράτησε και περιορίστηκε μόνο στις οικονομικές διαστάσεις του, είναι  ντροπή για μας, που εφεύραμε τη δημοκρατία, είναι ντροπή για τον πολιτισμό μας,  για την ιδιοσυστασία μας την ίδια.

Και για να καταλήξουμε, πρέπει να  επαναλάβουμε και να επισημάνουμε πως η προσωποποίηση της πολιτικής σε συνδυασμό  με τις πελατειακές σχέσεις και τη δομική σύγχυση του κράτους και της κοινωνίας  καλλιεργούν τη διαφθορά και υποσκάπτουν τα θεμέλια της κοινωνικής ειρήνης,  συνοχής και ευημερίας.

Εφόσον  η διαφθορά είναι φαινόμενο κοινωνικής παθολογίας σε καμιά περίπτωση δεν είναι  δυνατόν και δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί μόνον με καθαρά κατασταλτικά – ποινικά  μέτρα. Είναι γεγονός πως η ποινική καταστολή έχει μια αποτελεσματικότερη  λειτουργία στην αντιμετώπιση και εξουδετέρωση των διεφθαρμένων λειτουργών, αλλά  είναι λιγότερο αποτελεσματική στον τομέα της αποτροπής της διαφθοράς. Η  αποτρεπτική λειτουργία της ποινικής δίωξης έχει νόημα μόνο για τους εν δυνάμει  παραβάτες του καθήκοντος, εκείνους που μετεωρίζουν και αμφιταλαντεύονται ανάμεσα  στην τήρηση του καθήκοντος και την εκπλήρωση της αποστολής τους και στον  γρήγορο, εύκολο και παράνομο πλουτισμό. Για εκείνους που δεν έχουν ενδοιασμούς  και έχουν πάρει τις αποφάσεις τους για να παραβούν το νόμο και το καθήκον τους,  επειδή προεξόφλησαν τη μη σύλληψή τους, δεν έχει σχεδόν κανένα νόημα και σημασία  η ύπαρξη αυστηρού ποινικού οπλοστασίου.

Πάντως, όπως και νάχει, η διαφθορά είναι  μείζον κοινωνικό φαινόμενο, γι’ αυτό και πρέπει να θεωρείται υπόθεση όλων των  πολιτών. Για δε την αντιμετώπισή της χρειάζεται συστράτευση της κοινωνίας. Η  κατάσταση τελευταία εκτραχύνθηκε όχι από την έλλειψη ή ανεπάρκεια των νόμων,  αλλά από την έλλειψη και την ανεπάρκεια δημόσιων λειτουργών πρόθυμων να τους  εφαρμόσουν. Η πολιτική και δικαστική εξουσία δεν κατάφεραν να σταθούν στο ύψος  των περιστάσεων, όποτε και όταν χρειάστηκε. Μπορεί να διαθέτουν στις τάξεις τους  και ακέραιους, αλλά όπως σε όλα τα πράγματα, έτσι και εδώ το αποτέλεσμα πάντα  μετράει. Και αν η καταστολή όπως προαναφέρθηκε δεν αντιμετωπίζει αποτελεσματικά  το πρόβλημα της διαφθοράς, η ατιμωρησία το διογκώνει σίγουρα.

Έχουμε λοιπόν ανάγκη εφαρμογής του νόμου  από αδέκαστους λειτουργούς και όχι αναζήτησης δήθεν αυστηρότερης ή  εκσυγχρονισμένης νομοθεσίας, αφού η ρεμούλα και η διαφθορά πάντα θα εφευρίσκουν  καινούργιες μεθόδους για να δρουν και πάντα θα προηγούνται και θα προπορεύονται  του νόμου. Δε λείπουν δε και οι περιπτώσεις εκείνες κατά τις οποίες η  αυστηροποίηση των προβλεπομένων από το νόμο ποινών ευεργετεί τους εμπλεκόμενους  στη διαφθορά, αφού ανεβάζει την ταρίφα του μαύρου χρήματος και βαθαίνει ακόμα  περισσότερο το τούνελ της ανομίας.

Το πολιτικό σύστημα στη χώρα μας για την  επιβίωσή του, μέχρι τώρα, ασχολείται σχεδόν υποκριτικά με το φαινόμενο της  διαφθοράς στη δημόσια διοίκηση και αναζητεί το άλλοθι της διαφάνειας μέσα από τη  λειτουργία των ελεγκτικών μηχανισμών και σωμάτων που δραστηριοποιούνται στο χώρο  του ευρύτερου δημόσιου τομέα, συμπεριλαμβανομένων και των νομικών προσώπων  δημοσίου και ιδιωτικού δικαίου. Η αδυσώπητη, όμως, πραγματικότητα καταμαρτυρεί  την αλήθεια. Στην πράξη όλοι αυτοί οι μηχανισμοί και οι υπηρεσίες ελέγχου  αδυνατούν να ανταποκριθούν στα καθήκοντά τους, και αν δεν αυτο-ακυρώνουν το έργο  και το σκοπό για τον οποίο συγκροτήθηκαν, στη συντριπτική τους πλειοψηφία δεν  έχουν κανένα αποτέλεσμα, δυστυχώς.

Όσο θα συνεχίζεται η εξάρτηση της  Δημόσιας Διοίκησης από την πολιτική εξουσία και τα πολιτικά κόμματα, όσο η  γραφειοκρατία θα ρυθμίζει τις σχέσεις πολίτη και κράτους, η διαφθορά θα  φουντώνει και θα ταλανίζει την κοινωνία. Η κομματική αντιπαράθεση για τον  περιορισμό και την αντιμετώπιση του προβλήματος, με τον τρόπο που γίνεται,  επιβεβαιώνει την επιδίωξη και τη θέληση της πολιτικής εξουσίας να κρατά  υποχείριο τη Δημόσια Διοίκηση και οι εκάστοτε εξαγγελίες και μεθοδεύσεις για  περιορισμό της γραφειοκρατίας με άλλης μορφής γραφειοκρατία, προοιωνίζει πως  λύση δεν θα υπάρξει.

Το πλήθος των ελεγκτικών μηχανισμών και  Σωμάτων που διερευνούν τις υποθέσεις κακοδιοίκησης και διαφθοράς στο Δημόσιο και  ένα πλήθος από πειθαρχικά συμβούλια στα οποία παραπέμπονται οι επίορκοι  υπάλληλοι, λειτουργούν στην ουσία σαν ένα γρανάζι στον πολυδαίδαλο  αντιπαραγωγικό γραφειοκρατικό μηχανισμό της ελληνικής Δημόσια ς Διοίκησης.

Χρόνια τώρα θεσμοθετούνται, συγκροτούνται  και λειτουργούν ελεγκτικές υπηρεσίες με ανάλογη σύνθεση και αρμοδιότητα, αλλά  αποτέλεσμα θετικό δεν καταγράφεται. Όχι μόνο δεν περιορίζεται η διαφθορά, αλλά  συνεχίζει ακάθεκτη την ανοδική της πορεία, διαχεόμενη σε όλα τα κοινωνικά  στρώματα εξοβελίζοντας στο πυρ το εξώτερον κάθε έννοια ηθικής, δικαίου,  ισονομίας, ισοπολιτείας και δημοκρατίας.

Χρόνια τώρα, λειτουργούν διάφοροι  ελεγκτικοί μηχανισμοί και Σώματα και το μόνο που καταφέρνουν (και ίσως με αυτό  να δικαιολογούν τόσο την ύπαρξή τους, όσο και το πολιτικό σύστημα) είναι να  επαναλαμβάνουν κάθε χρόνο τις ίδιες πανομοιότυπες διαπιστώσεις, λες και  πρόκειται για αντιγραφή των προηγούμενων, αλλάζοντας μόνο την ημερομηνία  σύνταξης!

Σύμφωνα , λοιπόν, με αυτές τις  διαπιστώσεις, οι πολεοδομίες, οι εφορίες και ο χώρος της υγείας κατέχουν σταθερά  και αμετακίνητα την πρωτοκαθεδρία στην κλίμακα των πλέον διεφθαρμένων υπηρεσιών.

Με την ίδια βαρετή μονοτονία  επαναλαμβάνουν στα πορίσματά τους, κάθε φορά, από την αρχή της λειτουργίας τους  και μέχρι σήμερα, τις ίδιες προτάσεις, αφού τίποτα από αυτά δεν υλοποιείται στην  πράξη. Ακόμα και σε εκείνες τις περιπτώσεις που εντοπίζονται σοβαρές ατασθαλίες,  που θέλουν πάση θυσία έρευνα σε βάθος, ενεργοποιούνται αυτόματα οι μηχανισμοί  προστασίας του συστήματος με τις κομματικές και συνδικαλιστικές συντεχνίες,  οπότε τίποτα δεν προχωρά και τίποτα δεν αποκαλύπτεται.

Ένας τρόπος που θα μπορούσε η πολιτική  εξουσία να δείξει ότι πράγματι ενδιαφέρεται για την καταπολέμηση και τον  περιορισμό της διαφθοράς στα δημόσια πράγματα, είναι και η υλοποίηση ελέγχου από  τα πάνω προς τα κάτω με ανάλογο σχεδιασμό. Δηλαδή θα προσέτρεχε στην ενίσχυση  της διαφάνειας και θα παρέδιδε την ελεγκτική εξουσία στις τοπικές κοινωνίες,  δημιουργώντας συμμετοχικούς θεσμούς και προπαντός αμεσοδημοκρατικούς. Να βάλει  στο παιχνίδι ολόκληρη την κοινωνία.

Το τέρας της διαφθοράς πρέπει να χτυπηθεί  με περισσότερη δημοκρατία, με περισσότερη συμμετοχή. Εξάλλου όπως η ιστορία  διδάσκει, πάντα οι ανατροπές, οι επαναστάσεις και γενικά οι μεταρρυθμίσεις,  άσχετα αν τις οικειοποιούνται μετά και τις καπηλεύονται οι από πάνω, έρχονται  και επιτυγχάνονται από τους κάτω, τα χαμηλά κοινωνικά στρώματα, αυτά που  υφίστανται τα δεινά της κακοδιοίκησης και της διαφθοράς και που πληρώνουν το  μάρμαρο πάντοτε, θα λέγαμε σήμερα με την τρέχουσα ορολογία.

Απαίτηση των καιρών είναι η ενεργοποίηση  της συνειδητοποιημένης κοινωνικής μειοψηφίας και ελπίδα για το αύριο η διόγκωσή  της σε πλειοψηφία. Μόνον η συγκρότηση και δημιουργική δράση μιας πλατιάς και  συμπαγούς κοινωνικής συμμαχίας θα εξαναγκάσει τους πολιτικούς να αλλάξουν ρότα  και να επιταχύνουν τις προσπάθειές τους με αποφάσεις και μέτρα που θα εγγυώνται  τον περιορισμό της ασυδοσίας και της λαμογιάς.

Μόνον, όταν πιστέψουν οι πολίτες στη  λαϊκή θέληση και δύναμη, μόνον όταν την εμπιστευτούν και συνειδητοποιήσουν ότι  από αυτούς εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό, αν όχι αποκλειστικά, το εάν επιτέλους θα  διορθωθούν οι σχέσεις του κράτους μαζί τους προς το καλύτερο, το εάν θα αλλάξουν  αυτά που τους βασανίζουν και τους ταλαιπωρούν στην καθημερινότητά τους, και  τελικά το εάν θα επέλθει η μεταμόρφωση ολόκληρου του πολιτικού συστήματος. Οι  ενεργοί και συνειδητοποιημένοι πολίτες σε μια δημοκρατική χώρα είναι οι  θεματοφύλακες των λαϊκών κατακτήσεων και ελευθεριών, αλλά και της κοινωνικής  ευημερίας. Αν είναι μειοψηφία, εάν είναι λίγοι αριθμητικά, αυτό σε τίποτα δεν  τους απαλλάσσει από το χρέος τους.

Όταν, λοιπόν, υπάρχει έλλειμμα πολιτικού  θάρρους στα πολιτικά πρόσωπα και στα κόμματα, όταν οι πολλοί της κοινωνίας  συμβιβάζονται και ανέχονται τη διαφθορά, οι ολίγοι και ασυμβίβαστοι πρέπει να  αναλάβουν δράση και να μπουν μπροστάρηδες στον αγώνα της εξυγίανσης της δημόσιας  ζωής.

Είναι πέρα για πέρα υποκριτικό, είναι  αδιανόητο και ίσως ανερμήνευτο με την κοινή λογική, οι πολλοί να εμφανίζονται  στα λόγια πολέμιοι της διαφθοράς και στην καθημερινή τους πρακτική να είναι οι  ίδιοι, οι πλέον ευάλωτοι στο να «λαδώσουν», ώστε να εξυπηρετήσουν τα ατομικά  τους συμφέροντα σε βάρος της ολότητας, είναι οι πλέον έτοιμοι να δώσουν μίζα για  να στρέψουν τη λειτουργία της δημόσιας διοίκησης υπέρ τους, πέρα από κάθε έννοια  δικαίου και ηθικής. Κοντολογίς θα λέγαμε πως η πάταξη του φαινομένου της  διαφθοράς, είναι πάνω απ’ όλα ζήτημα αλλαγής κοινωνικής νοοτροπίας, είναι ζήτημα  αγωγής των πολιτών.

Ήλθε η ώρα για τη συστράτευση των  πολιτών, με κοινή απαίτηση και επιδίωξη την πραγματική δημοκρατική λειτουργία  των θεσμών. Προς αυτή την κατεύθυνση και σε αυτή την προσπάθεια, κανένας δεν  περισσεύει, είτε ως άτομο, είτε ως μέλος ομάδας ή φορέα. Χρήσιμος εδώ θα ήταν  και ο ρόλος θεσμοθετημένων επιτροπών με λαϊκό έρεισμα για ευρύτερο κοινωνικό  έλεγχο της δημόσιας διοίκησης.

Θα μπορούσαν λ.χ στην προσπάθεια για τον  περιορισμό και την πάταξη της διαφθοράς να συμμετάσχουν εκπρόσωποι από διαφόρους  φορείς και κοινωνικές τάξεις, από ανεξάρτητους επιστημονικούς και άλλους  συλλόγους.

Θα μπορούσαν σε  κάθε νομό, σε κάθε  περιφέρεια να δημιουργηθούν τοπικά συμβούλια για την άμεση αντιμετώπιση  φαινομένων κακοδιοίκησης και διαφθοράς, για τον ουσιαστικότερο έλεγχο της  εξουσίας.

Ο κομματισμός, οι πελατειακές σχέσεις, η  αναξιοκρατία, η ευνοιοκρατία, η οικογενειοκρατία, το ρουσφέτι, η συναλλαγή και  οι συνδικαλιστικές συντεχνίες στη Δημόσια Διοίκηση είναι μερικά από τα βασικά  συστατικά του σκληρού πυρήνα της διαφθοράς. Για να αποσυντεθεί αυτός ο σκληρός  πυρήνας πρέπει να βομβαρδιστεί με σωματίδια ισχυρής κοινωνικής θέλησης, πρέπει  να κινητοποιηθούν οι ενεργοί και συνειδητοποιημένοι πολίτες, να αναλάβουν  πρωτοβουλίες δράσης, για να περιφρουρήσουν το κοινό – εθνικό συμφέρον και να  αξιώσουν τα αυτονόητα, δηλαδή τη λειτουργία μιας χρηστής διοίκησης που θα  σέβεται και θα υπηρετεί τον πολίτη. Με την αφύπνιση της κοινωνίας των πολιτών,  με την ενεργοποίηση αδρανοποιημένων  φορέων και συλλόγων, με τη συνεργασία  διαφόρων οργανώσεων η προσδοκία για την τιθάσευση των φαινομένων κοινωνικής  παρακμής που ευτελίζουν την ανθρώπινη αξιοπρέπεια και που κατατρώγουν τις βαθιές  ρίζες της δημοκρατικής μας παράδοσης, συναντά την ελπίδα και μαζί πορεύονται στο  δρόμο της ρήξης και της αλλαγής.

Δε φτάνει και ίσως είναι και ακατανόητο,  το να ξεθυμαίνουμε στις μεταξύ μας, τις ιδιωτικές συζητήσεις, ξιφουλκώντας κατά  της διαφθοράς και της κακοδιοίκησης και μετά να επαναπαυόμαστε στα ίδια και  χειρότερα, περιμένοντας από κάποιους επίδοξους πολιτικούς σωτήρες να μας βγάλουν  από τα αδιέξοδα, επανιδρύοντας το κράτος!

Έτσι, με την πλήρη αδιαφορία και απραξία,  δημιουργείται και επαυξάνεται ο κοινωνικός εθισμός σε φαινόμενα διαφθοράς, και  που οδηγεί τελικά στη μοιρολατρική αποδοχή τους με την εύκολη και εξωπραγματική  δικαιολογία, ότι δήθεν πρόκειται περί αναγκαίου κακού που δεν εξαλείφεται.

Στα πλαίσια αντιμετώπισης της διαφθοράς η  συγκροτημένη ελληνική πολιτεία κατά καιρούς έχει νομικά θεσπίσει διάφορα  διοικητικά μέτρα, ανάμεσα στα οποία  είναι και η ίδρυση διαφόρων ελεγκτικών  οργάνων, όπως το Σώμα Επιθεωρητών – Ελεγκτών Δημόσιας Διοίκησης, ο Συνήγορος του  Πολίτη, η Υπηρεσία Εσωτερικών Υποθέσεων ΕΛ.ΑΣ, οι Υπηρεσίες κατά του Οικονομικού  Εγκλήματος, η Επιτροπή Διαφάνειας της Βουλής κ.λ.π, τα οποία δυστυχώς παρά τις  φιλότιμες προσπάθειες και τις αγαθές προθέσεις κάποιων από αυτούς που τα  στελεχώνουν, δεν επέδειξαν στο σύνολό τους αποφασιστικότητα, γι’ αυτό και δεν  κατέγραψαν μέχρι σήμερα σημαντικά βήματα αποτελεσματικής συμβολής στον  περιορισμό του φαινομένου.

Κοινή είναι η διαπίστωση πως δεν  κατάφεραν να κάμψουν ούτε τη δυσπιστία των πολιτών για το επιτελούμενο έργο τους  και τη χρησιμότητα του ρόλου τους, γι’ αυτό και υπάρχει εκτεταμένη απροθυμία για  συνεργασία μαζί τους.

Δεν καταγγέλλουν οι πολίτες κρούσματα  διαφθοράς και ανομίας, γιατί δεν έχουν πεισθεί για το ανεπηρέαστο και την  αποτελεσματικότητα των ελεγκτικών μηχανισμών. Δεν πιστεύουν ότι τα αρμόδια για  την αποκατάσταση της νομιμότητας όργανα είναι ικανά προς τούτο.

Αποθαρρύνεται ο πολίτης να συμμετάσχει  στην προσπάθεια για την ανατροπή των κακώς κειμένων στο δημόσιο βίο, γιατί  βλέπει την πολιτική υποκρισία να κυριαρχεί, γιατί βλέπει πολιτικούς και κόμματα  να αλληλοκατηγορούνται για διασπάθιση του δημόσιου χρήματος, να συστήνονται  επιτροπές για έρευνα, να αποκαλύπτονται κακουργήματα σε βάρος του λαού και  τελικά να μην οδηγείται κανείς στη δικαιοσύνη ή στη φυλακή και να μην πληρώνει  για τα ανομήματά του κανείς. Από πού να αντλήσει θάρρος και κουράγιο ο απλός  πολίτης για να καταγγείλει, όταν βλέπει τους μεγαλοσχήμονες παραβάτες να  αλωνίζουν ανενόχλητοι χρόνια ολόκληρα τώρα χωρίς να ιδρώνει το αυτί κανενός  κρατικού λειτουργού και τα πάντα κουκουλώνονται;

Για να αναθαρρήσει η κοινωνία των πολιτών  επιβάλλεται εδώ και τώρα να υπάρξει πλήρης διαφάνεια, άπλετο φως και δημοσιότητα  σε όλες τις ενέργειες, τις αποφάσεις και τις πράξεις της Δημόσια Διοίκησης.  Επιβάλλεται να αξιολογηθούν άμεσα οι υπάρχοντες ελεγκτικοί μηχανισμοί, ώστε να  διατηρηθούν όσοι παρέχουν τα εχέγγυα για την επίτευξη του επιδιωκόμενου στόχου,  να καταργηθούν όσοι δεν δικαιολογούν την ύπαρξή τους και να συσταθούν άλλοι όπου  απαιτείται, με παράλληλη ενίσχυση σε προσωπικό και μέσα. Αξίζει να επισημανθεί  πως η καταλληλότητα του προσωπικού θα πρέπει να είναι πρώτιστο μέλημα και η  βασικότερη επιδίωξη για τη στελέχωση ενός οργάνου, με αξιώσεις για να επιτελέσει  ουσιαστικό έργο. Στην επιλογή αυτού του προσωπικού αντικατοπτρίζεται και η  πραγματική βούληση αυτών που διαχειρίζονται τα κοινά και αποφασίζουν για τις  τύχες της πατρίδας μας.

Είναι τουλάχιστον φαρισαϊσμός και  υποκρισία, για τη στελέχωση κάποιου ελεγκτικού μηχανισμού,  να επιλέγονται  πρόσωπα που δεν έχουν τη λεγόμενη έξωθεν καλή μαρτυρία ή που δεν έχουν τα  προσόντα και τις ικανότητες, ή που συνδέονται με τον ένα ή τον άλλο τρόπο με  εταιρίες και επιχειρήσεις που συμπεριλαμβάνονται στο πεδίο ελέγχων τους. Αυτό  επιβεβαιώνει τη λαϊκή ρήση «έβαλαν το λύκο να φυλάει τα πρόβατα» και εκτινάσσει  στα ύψη τη λαϊκή καχυποψία για τον επιδιωκόμενο σκοπό.

Αφού, λοιπόν, θεσμοθετηθούν και  συγκροτηθούν με την επιλογή των καταλλήλων προσώπων οι αναγκαιούντες ελεγκτικοί  μηχανισμοί με σκοπό την εξασφάλιση της εύρυθμης και αποτελεσματικής λειτουργίας  της δημοκρατικής πολιτείας μας, το επόμενο στάδιο είναι, η στενή παρακολούθηση,  η συχνή αξιολόγηση και ο απολογισμός πάντοτε του επιτελούμενου έργου αυτών.

Ίσως μια πολυκομματική επιτροπή στη Βουλή  να ήταν ο ενδεδειγμένος φορέας για τον έλεγχο των ελεγχόντων.

Επίσης, εδώ και τώρα, θα πρέπει να  αναμορφωθούν και να ανασυνταχθούν τα υπάρχοντα Πειθαρχικά Δίκαια και να  μεταλλαχθούν τα Πειθαρχικά Συμβούλια των δημοσίων Οργανισμών και Σωμάτων, που  όχι μόνον υπολειτουργούν, αλλά στην ουσία με την παροχή χάριτος σε πολλά από τα  ανομήματα των επίορκων λειτουργών κλονίζουν ανεπανόρθωτα την εμπιστοσύνη των  πολιτών απέναντι στο κράτος και τις υπηρεσίες του. Η επιβολή πειθαρχικών ποινών  σε συγκεκριμένα βαρύτατα παραπτώματα ξεφτιλίζει και γελοιοποιεί την έννοια του  δικαίου και αυτούς που εκπροσωπούν το θεσμό ελέγχου και επιβάλλουν τις ποινές.

Είναι φρονιμότερο και προτιμότερο τα μέλη  των Πειθαρχικών Συμβουλίων να ορίζονται και να προέρχονται από άλλους Δημόσιους  Φορείς και Οργανισμούς, να επιλέγονται για την ικανότητά τους, την εντιμότητα  και την ακεραιότητά τους και να εκλέγονται με κλήρωση ίσως, για το αδιάβλητο της  υπόθεσης, την αποφυγή άνωθεν πιέσεων και την εξαφάνιση της κακώς εννοούμενης  συναδελφικής αλληλεγγύης.

Τα ΜΜΕ σήμερα και ιδίως τα ηλεκτρονικά  ανήκουν σε συγκεκριμένα χέρια και διαφεντεύονται από οικονομικούς και άλλους  παράγοντες που τα ελέγχουν, τα χειραγωγούν και τα κατευθύνουν. Για την  αντιμετώπιση του φαινομένου της διαφθοράς στο δημόσιο, και την ανάταξη της  χαμένης ελπίδας του λαού, ούτε λόγος. Η ενημέρωση κατά τον τρόπο που γίνεται  είναι αποπροσανατολιστική και αποσκοπεί στην εξυπηρέτηση των δικών τους  επιδιώξεων και στοχεύσεων. Η δημοσιογραφία, ενώ από το ρόλο της θα πρέπει να  ελέγχει την εξουσία και τους φορείς της, λειτουργεί η ίδια ως ανέλεγκτη εξουσία  και αντί για θεσμικό έλεγχο προβαίνει σε σκανδαλοθηρικές προβολές για την  αποχαύνωση της κοινής γνώμης και την αύξηση του κέρδους μέσω της θεαματικότητας.  Δε λείπουν δε και οι περιπτώσεις εκείνες που παρακάμπτεται ακόμα και η  νομιμότητα με την επίκληση της δήθεν αποκάλυψης της παρανομίας, ενώ στην  πραγματικότητα προξενεί μεγαλύτερη ζημιά και από αυτή την ίδια την παρανομία,  αφού όχι μόνο τη δικαιολογεί ως μέσο, χρησιμοποιώντας την, αλλά και τη  δικαιώνει. Ο σκοπός ποτέ δεν αγιάζει τα μέσα, γιατί σε αντίθετη περίπτωση θα  δικαιολογούντο ακόμα και περιπτώσεις διαφθοράς, όταν τουλάχιστον χρησιμοποιούταν  για να διεκπεραιωθεί ταχύτερα ή αποτελεσματικότερα μία υπόθεση. Και για να  καταλήξουμε, όσο το φαινόμενο της διαφθοράς θα παραμένει ανέγγιχτο και από τους  διαμορφωτές της κοινής γνώμης, τόσο θα μεγεθύνεται και η κοινωνία θα παρακμάζει.

Η αλήθεια είναι μία και αδιαμφισβήτητη.  Ας την επαναλάβουμε.

Το θηρίο της διαφθοράς, που πολλοί το  χαρακτηρίζουν Λερναία  Ύδρα, χρειάζεται για να αντιμετωπισθεί ηράκλεια  αποφασιστικότητα και συλλογική δράση σε εθνικό επίπεδο.

Το κακό πρέπει να χτυπηθεί βαθιά στη ρίζα  του, όσο ακόμα υπάρχουν αυτά τα περιθώρια. Πρέπει να περιοριστεί η ανέλεγκτη  εξουσία που παρέχεται σε θεσμούς και όργανα για να αποφασίζουν, τα οποία τελικά  την καταχρώνται, αφού την ασκούν αδιάκριτα κατά το δοκούν και με μόνη την  επίκληση της πολιτικής βούλησης. Με την έλλειψη προληπτικών ελέγχων και την  ανυπαρξία καταστολής, ο ιός της διαφθοράς θα πάρει διαστάσεις πανδημίας. Ας μην  μένουμε μόνο στις θεωρητικές προσεγγίσεις του φαινομένου, ας εγκαταλείψουμε τις  θεωρητικές διαμάχες για το εάν ευδοκιμεί περισσότερο σε μεγαλύτερο ή μικρότερο  κράτος, εάν σχετίζεται ή όχι με τον καπιταλιστικό φιλελευθερισμό και ας  αναλάβουμε δράση.

Το λιγότερο κράτος, το μικρότερο κράτος  έχει απτά αποτελέσματα κυρίως θετικά, όπως επίσης και η δημιουργία αντιτιθέμενων  συμφερόντων σε ένα σύστημα πάντα επιφέρει μια σχετική και χρήσιμη ισορροπία. Όχι  πως σε ένα κράτος με μικρότερη γραφειοκρατία και λιγότερη παρέμβαση της Δημόσιας  Διοίκησης δεν μπορεί να εμφανιστεί η διαφθορά, αλλά προφανώς θα είναι μικρότερη  και ευκολότερα αντιμετωπίσιμη. Πενήντα ΔΕΚΟ λ.χ. δεν ελέγχονται κατά τον ίδιο  τρόπο που ελέγχονται πέντε. Όσο στενεύουν επίσης τα περιθώρια διαμεσολαβήσεων  ανάμεσα στη Διοίκηση και τον πολίτη, κι όσο αποδυναμώνονται οι  κομματικό-πελατειακοί μηχανισμοί στο Δημόσιο, τόσο διευρύνεται και δυναμώνεται η  αδιάφθορη και δημοκρατική λειτουργία του κράτους. Όσο περισσότερες συναντήσεις  του πολίτη με το Δημόσιο ορίζονται, τόσο αυξάνονται οι ευκαιρίες για ανομίες και  δοσοληψίες κάτω από το τραπέζι. Το δαιδαλώδες κράτος ευνοεί την αδιαφάνεια  βραχυπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα και γεννάει επίορκους λειτουργούς.

Η σημερινή ελληνική πραγματικότητα είναι  δικαιολογημένα ανησυχητική για την κοινωνία ολόκληρη, αφού το εθνικό εισόδημα  συνεχίζει να μην κατανέμεται δίκαια. Η Πολιτεία επιδοτεί την ανισότητα και  πριμοδοτεί τους προνομιούχους που έχουν πρόσβαση στην εξουσία και τα κέντρα  αποφάσεων. Το μεγαλύτερο μέρος των εθνικών πόρων λεηλατείται από οργανωμένα  συμφέροντα και επιτήδειους ελεύθερους επαγγελματίες που παρασιτούν κυρίως σε  βάρος των μισθωτών και συνταξιούχων φορολογουμένων. Αλλά και στη φετινή έκθεση  της Διεθνούς Διαφάνειας σε ό,τι αφορά τη διαφθορά και τα φακελάκια η χώρα μας  εμφανίζεται να κατέχει και πάλι τα πρωτεία.

Επιτέλους, εμείς οι απλοί πολίτες ας  πάρουμε την υπόθεση στα χέρια μας, αναγνωρίζοντας με παρρησία τις δεδομένες  ευθύνες μας. Η διαφθορά πάντα έχει δύο συμβαλλόμενα μέρη με επιδιωκόμενο  αμοιβαίο όφελος. Το μάρμαρο όμως το πληρώνουν όλοι και κυρίως οι αδύνατοι  οικονομικά και οι δυνατοί στην εντιμότητα. Ακόμα και αυτή η παγιωμένη νοοτροπία  της καθημερινής μικροδιαφθοράς που εθίζει το λαό είναι το ίδιο επικίνδυνη με τις  μεγαλύτερες λαμογιές. Ο εθισμός κάνει τους πολίτες συνενόχους, αφού δημιουργεί  περιβάλλον ανοχής, σιωπής και απραξίας. Κι αν ακόμα τρεμοσβήνει το κερί της  ελπίδας για το αύριο, είναι επειδή οι νεολαίοι αρχίζουν να διαφοροποιούνται και  να ενεργοποιούνται. Ας αναμορφώσουμε, λοιπόν, εκ βάθρων το εκπαιδευτικό μας  σύστημα και την παρεχόμενη παιδεία στα Ελληνόπουλα, για να αλλάξει κάποτε  πρόσωπο και η πατρίδα μας.

Σε όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης θα  πρέπει να εισαχθούν τα κατάλληλα εκείνα μαθήματα που θα βοηθούν τους νέους να  συνειδητοποιούν πλήρως το τεράστιο κόστος της διαφθοράς για τη χώρα και τους  πολίτες της και θα τους παρέχουν όλα εκείνα τα απαραίτητα εφόδια που θα τους  επιτρέπουν να ασκήσουν αργότερα εποικοδομητικά  τον κυρίαρχο ρόλο που θα τους  αναθέσει μια πραγματικά ευνομούμενη δημοκρατική πολιτεία. Οι νέοι πρέπει να  κατανοήσουν και να πεισθούν ότι  από τον δικό τους αγώνα θα εξαρτηθεί το μέλλον  της πατρίδας μας. Καμιά προσπάθεια και κανένας αγώνας δεν πάει χαμένος όταν  είναι αληθινός και δίκαιος. Αυτό αντλούμε ως δίδαγμα από τη μακραίωνη ιστορία  μας. Όσοι αγώνες θεωρήθηκαν μάταιοι από τους αναποφάσιστους και τους  διστακτικούς, τους δήθεν ορθολογιστές, τους σκεπτικιστές, αλλά και τους  συμφεροντολόγους, τελικά στέφθηκαν με επιτυχία, χάρη στην πίστη, τη γενναιότητα,  την αυταπάρνηση και τη φιλοπατρία των ολίγων «ονειροπαρμένων». Ο αγώνας για την  πάταξη της διαφθοράς είναι ο πιο δίκαιος πόλεμος και πρέπει να κερδηθεί…

Επιλογική ανασκόπηση

Τα περιστατικά διαφθοράς που απειλούν  ορατά πλέον τις κοινωνικές και πολιτειακές δομές είναι και πολλά και σοβαρά,  αλλά αυτά που οδηγούνται στη δικαιοσύνη είναι και λίγα και λιγότερο σοβαρά.  Σταχυολογούμε μικρό δείγμα τέτοιων περιστατικών, μόνο και μόνο για να δείξουμε  πόσο μακρύς, αλλά και δύσβατος, είναι ο δρόμος για τον περιορισμό του φαινομένου.

Κατά δήλωση του αρμόδιου υπουργού, οι  λεγόμενες αναπηρικές συντάξεις που χορηγούνται από το κράτος δεν ανταποκρίνονται  στην πραγματικότητα. Η κατάσταση είναι τραγική με όσα συμβαίνουν, αφού  χορηγούνται αφειδώς συντάξεις σε υπαρκτά και ανύπαρκτα πρόσωπα. Πλαστές  βεβαιώσεις αναπηρίας από γιατρούς αγοράζονται αδρά και προσκομίζονται στις  αρμόδιες επιτροπές, οι οποίες χωρίς κάποιον έστω στοιχειώδη έλεγχο εγκρίνουν  ανεξέλεγκτα συντάξεις και πάντα φυσικά με το αζημίωτο.

Κάποτε, επειδή η κατάσταση με τα λεγόμενα  αυτοκίνητα ΑΜΟ είχε φτάσει στο απροχώρητο, διατάχθηκε σχετικός έλεγχος και  διαπιστώθηκε ότι το κύκλωμα είχε απλώσει τα πλοκάμια του παντού. Στη διαφθορά  συμμετείχαν υπάλληλοι της Δ/νσης Συγκοινωνιών των Νομαρχιών, αλλά και γιατροί  των υγειονομικών επιτροπών που παρείχαν ψεύτικες βεβαιώσεις αναπηρίας σε υγιείς,  προκειμένου να αποκτήσουν χωρίς δασμούς αυτοκίνητα μεγάλου κυβισμού.

Σε καινούργιο σχολικό κτιριακό συγκρότημα  κατέπεσε η στέγη (ευτυχώς σε ώρα μη λειτουργίας του σχολείου). Η αρμόδια  υπηρεσία του υπουργείου Παιδείας όχι μόνο δεν σκέφτηκε να αναζητήσει ευθύνες από  την κατασκευάστρια εταιρεία, αλλά ανέθεσε χωρίς διαγωνισμό την εκ νέου κατασκευή  στην ίδια εταιρεία, επιβαρύνοντας το ελληνικό Δημόσιο, δηλαδή τους Έλληνες  φορολογούμενους πολίτες, με άλλα 3,5 εκατομ. ευρώ. Σε άλλη παρόμοια περίπτωση,  ενώ κτίστηκε το σχολικό συγκρότημα με χρήματα του Δημοσίου, όταν περατώθηκε  αποκαλύφθηκε ότι ήταν στατικά ακατάλληλο. Και σε αυτή την περίπτωση δεν  αναζητήθηκαν ευθύνες, δεν πλήρωσε κανείς, και βέβαια τη ζημιά επιβαρύνθηκαν οι  Έλληνες φορολογούμενοι.

Οι συντάξεις από τους Οργανισμούς  Κοινωνικής Ασφάλισης σαν να μην  έφτανε που ήταν πενιχρές για το μεγαλύτερο  ποσοστό των ασφαλισμένων, καθυστερούσαν αδικαιολόγητα και για να χορηγηθούν  στους δικαιούχους. Η έρευνα των ελεγκτών απέδειξε ότι η καθυστέρηση δεν  οφειλόταν, όπως διατείνονταν οι υπεύθυνοι, αποκλειστικά στην έλλειψη προσωπικού  και τεχνολογικής υποστήριξης. Διαπιστώθηκε ότι η σειρά προτεραιότητας στην  απονομή καθοριζόταν από τις σχέσεις συναλλαγής μεταξύ υπαλλήλων και δικαιούχων.

Σύμφωνα με τα στοιχεία της Διεθνούς  Διαφάνειας, σταθερά στις πρώτες θέσεις των πλέον διεφθαρμένων υπηρεσιών του  Δημοσίου φιγουράρουν κάθε χρόνο, οι εφορίες, οι πολεοδομίες, ο χώρος της υγείας,  η Τοπική Αυτοδιοίκηση (Α’ και Β’ βαθμού) και συμπληρώνεται δυστυχώς η εξάδα από  τη Δικαιοσύνη και την Αστυνομία, θεσμοί οι οποίοι παλιότερα ήταν οι μόνοι που  συγκέντρωναν τα μεγαλύτερα ποσοστά εμπιστοσύνης εκ μέρους της κοινής γνώμης,  όπως και ο Στρατός, ο οποίος ευτυχώς συνεχίζει να έχει την αποδοχή της κοινωνίας  σε υψηλά ποσοστά. Εκείνο που είναι γνωστό τοις πάσι και δεν αμφισβητείται ακόμα  και από επίσημα χείλη, τα περισσότερα κρούσματα διαφθοράς και κακοδιοίκησης  εμφανίζονται στους δύο πολυπαθείς κλάδους του Δημοσίου, εφορίες και πολεοδομίες.  Δεν υπάρχει Έλληνας πολίτης που να μη γεύτηκε με τον έναν ή τον άλλο τρόπο τα  καμώματα αυτών των υπηρεσιών. Οι συνδικαλιστικές συντεχνίες, όμως, και οι  προϊστάμενοι αυτών των υπηρεσιών, επαναλαμβάνουν μονότονα, κάθε φορά που  συλλαμβάνεται κάποιος επίορκος υπάλληλος αυτών, ότι πρόκειται για μεμονωμένα  περιστατικά, μόνον που δεν μπορούν να εξηγήσουν πως γίνεται και κάθε χρόνο αυτά  τα περιστατικά αντί να περιοριστούν αυξάνονται όλο και περισσότερο. Κι  αναρωτιέται καλοπροαίρετα ο πολίτης αφού πρόκειται για μεμονωμένες περιπτώσεις,  γιατί δεν μεριμνούν οι άλλοι, οι πολλοί να τις απομονώσουν, να τις περιορίσουν  και να τις εξαλείψουν κάποτε, αλλά αντί γι’ αυτό σε όλα τα στάδια της ποινικής  διαδικασίας προστρέχουν ομαδικά συνάδελφοί τους για να τους στηρίξουν και να  τους υποστηρίξουν; Τι σόι αλληλεγγύη είναι αυτή, και γιατί άραγε συμβαίνει;

Τα φακελάκια που έγιναν πλέον φάκελοι, οι  παράνομες συνταγογραφήσεις, οι μίζες για προμήθεια ιατροφαρμακευτικού υλικού,  δίνουν και παίρνουν στο χώρο της  υγείας και το σύστημα υγείας βουλιάζει. Όλοι  το ομολογούν και τίποτα δεν γίνεται για να βελτιωθεί η όλη κατάσταση!

Τα τελευταία χρόνια επίσης σε δήμους και  νομαρχίες γίνεται το «έλα να δεις».

Από Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση μεγάλης  ελληνικής περιφέρειας χορηγούνταν οικονομικές ενισχύσεις σε άτομα με ειδικές  ανάγκες. Μετά από καταγγελία για ατασθαλίες ενεργήθηκε έλεγχος και διαπιστώθηκε  ότι εισέπρατταν χρήματα άτομα υγιέστατα, επειδή κάποιοι γιατροί και αρμόδιοι  υπάλληλοι φρόντιζαν με το αζημίωτο να τους κάνουν δικαιούχους. Το Σώμα Ελεγκτών  παράλληλα με την έρευνα πρότεινε συγκεκριμένα μέτρα για τον εξορθολογισμό της  όλης διαδικασίας χορήγησης, αλλά η υλοποίησή τους θα αργήσει πολύ ακόμα…

Η άλλη κατηγορία, η τελευταία, είναι η  μειοψηφία της πλειοψηφίας και αποτελείται από τους κατά συνήθεια «λαδιάρηδες»,  οι οποίοι δεν αρκούνται στο «κάθε προσφορά δεκτή», αλλά εκβιάζουν και απαιτούν  απροκάλυπτα οφέλη σε χρήματα. Είναι μεμονωμένοι, έχουν μετατρέψει το γαλόνι και  τη θέση τους σε ατομική επιχείρηση. Βεβαίως πολλές φορές οι καλές τοποθετήσεις  σε «προσοδοφόρες» υπηρεσίες και θέσεις αναζητούνται και επιδιώκονται μετά μανίας  από τους διεφθαρμένους. Καμιά φορά οι θέσεις αυτές «πωλούνται» κανονικά από  υψηλόβαθμους σε κατώτερους αξιωματικούς, σαν να πρόκειται για προνομιούχο μαγαζί  με ακριβό «αέρα» και εξασφαλισμένη πελατεία.

Με όλα αυτά ο ανώτατος αξιωματικός έδινε  τη συνολική εικόνα της Αστυνομίας με την εμπειρία του προφανώς και τα όσα  συνέβαιναν στο λεκανοπέδιο της Αττικής, όπου και ο ίδιος έκτισε τη μεγάλη  καριέρα του, και ίσως να αδικεί το σύνολο των αστυνομικών ανά την Ελλάδα και  ιδίως αυτών της αποκαλούμενης περιφέρειας, της  επαρχίας. Πάντως και στο σήμερα,  όσο και αν βελτιώθηκαν τα πράγματα, με τις αλλαγές στο σύστημα προσλήψεων, στη  διάρθρωση των υπηρεσιών και την εκπαίδευση των αστυνομικών, υπάρχει ακόμα πολύς  δρόμος για να φθάσουμε στο ποθούμενο.

Αλλά ας επανέλθουμε και πάλι στο δια  ταύτα.

Καθοριστικής σημασίας παράγων για τον  περιορισμό της διαφθοράς, είναι το γενικότερο στίγμα που δίνουν οι κατέχοντες τα  κυβερνητικά αξιώματα, αλλά και γενικότερα οι καταλαμβάνοντες τα έδρανα της  Βουλής και όλος ο πολιτικός κόσμος της Ελλάδας. Είναι προφανές πως δεν μπορεί  κανείς να αξιώνει και να απαιτεί την ομαλή και εύρυθμη λειτουργία ακόμα και ενός  καθόλα έντιμου και ακέραιου διοικητικού μηχανισμού, σε ένα περιβάλλον όπου  υπάρχουν διάχυτες υπόνοιες διαφθοράς ανάμεσα σε πολιτικά πρόσωπα. Κατά μείζονα  λόγο, δεν μπορεί κανείς να απαιτεί έναν αδιάβλητο, έντιμο και διαφανή διοικητικό  μηχανισμό σε μια χώρα όπου οι κατηγορίες ή υπόνοιες για διαφθορά σε πολιτικό  επίπεδο προέρχονται κυρίως από τον ίδιο πολιτικό κόσμο της χώρας, ανεξάρτητα από  το αν οι κατηγορίες αυτές τελικά αποδεικνύονται και αν τελικά οδηγούνται στη  δικαιοσύνη. Έπεται ότι η προσπάθεια περιορισμού της διαφθοράς πρέπει να  ξεκινήσει τουλάχιστον από το επίπεδο αυτό.

Για τον περιορισμό της διαφθοράς δεν  αρκούν δηλώσεις και εξαγγελίες από κυβερνητικούς και άλλους πολιτικούς  παράγοντες, αλλά χρειάζονται συγκεκριμένες, συντονισμένες και συνεχείς  πρωτοβουλίες, προσπάθειες και ενέργειες. Πρέπει επίσης να υπάρξει συνέπεια στη  στάση της πολιτείας και σοβαρότητα. Δεν είναι δυνατόν, ως πολιτεία, να  διατυμπανίζεις σε όλους τους τόνους την απόφασή σου για την πάταξη φαινομένων  διαφθοράς και σε εκκρεμείς υποθέσεις υπεξαίρεσης και απιστίας σε βάρος του  Δημοσίου και Νομικών Προσώπων Δημοσίου Δικαίου, να αυτοδιαψεύδεσαι όσον αφορά  τις προθέσεις σου, αφού μετέτρεψες τον κακουργηματικό χαρακτήρα των πράξεων σε  πλημμέλημα για να ευνοηθούν οι καταχραστές!

Ένας σημαντικός παράγοντας επίσης που  επηρεάζει σημαντικά το μέγεθος της διαφθοράς στη χώρα μας είναι ο βαθμός  διακριτικής ευχέρειας που έχουν τα στελέχη και οι υπάλληλοι διαφόρων υπηρεσιών  του Δημοσίου, στο να αποφασίζουν και να διαχειρίζονται υποθέσεις πολιτών. Και  είναι δυστυχώς πολλά αυτά τα περιθώρια και σε πολλές υπηρεσίες, τα οποία  οφείλονται στην πολυνομία, στην αντιφατικότητα των διατάξεων, στην ασάφειά τους  και την ανυπαρξία κωδικοποίησής τους. Αν λάβουμε υπόψη και το όλο διοικητικό και  οργανωτικό πλαίσιο σε συνδυασμό με την πίεση συχνά των αντίστοιχων συντεχνιών,  τότε κατανοούμε καλύτερα τα μεγάλα περιθώρια για υποκειμενικές εκτιμήσεις και  επιλογή του τρόπου αντιμετώπισης της κάθε περίπτωσης, κάτι που εκδηλώνεται  έντονα στις εφορίες.

Χρειάζεται, λοιπόν, πραγματικός  περιορισμός των κανονιστικών ρυθμίσεων και γενικά η αναθεώρηση του όλου  ρυθμιστικού πλαισίου. Ο περιορισμός των κανονιστικών ρυθμίσεων θα οδηγήσει από  μόνος του στη μείωση της ζήτησης υπηρεσιών που υποκρύπτουν πράξεις διαφθοράς.  Μια επανεξέταση του ρυθμιστικού πλαισίου σε μηδενική βάση δε θα ανασύρει στην  επιφάνεια μόνον τις ρυθμίσεις που δεν είναι απαραίτητες, αλλά θα αποκαλύψει και  τις ρυθμίσεις, που ενώ είναι αναγκαίες δεν έχουν σχεδιαστεί κατά λειτουργικό και  αποτελεσματικό τρόπο και δεν έχουν συνδεθεί αρμονικά με τη λειτουργία του όλου  συστήματος. Επίσης απαιτείται επανεξέταση του υπάρχοντος θεσμικού πλαισίου με  σκοπό τη μεγαλύτερη σαφήνεια και διαφάνεια. Μόνον κανόνες που δεν αφήνουν  περιθώρια διαφορετικών ερμηνειών περιορίζουν τη ζήτηση, αλλά και την προσφορά  συναλλαγής.

Η διαπλοκή οφείλεται στη μη λειτουργία  των θεσμών, στην κυριαρχία των αποκαλούμενων καρτέλ της αγοράς, στην  κομματικοποίηση της δημόσιας ζωής, στην έλλειψη παιδείας (η διαφθορά έχει  αποκτήσει ιδεολογικά χαρακτηριστικά, αφού  ο εύκολος πλουτισμός αναδείχθηκε σε  πρότυπο επιτυχίας) και στην ανυπαρξία πολιτικής βούλησης.

Τα σημερινά πολιτικά κόμματα – αυτά που  ασκούν κυβερνητική εξουσία στα χρόνια της μεταπολίτευσης – αντιμετωπίζουν τη  διαφθορά και τη ρεμούλα, είτε με έναν νομικό βολονταρισμό (η ανομία θα παταχθεί  γιατί ήρθαμε εμείς στην εξουσία, αφού οι προηγούμενοι ήταν διεφθαρμένοι), είτε  με την ψήφιση νέων πάλι «δρακόντειων» νόμων, οι οποίοι δε φέρουν κανένα  αποτέλεσμα, γιατί ουδέποτε εφαρμόζονται. Αν χρειάζεται μια επανάσταση στη χώρα  για την πάταξη της διαφθοράς είναι να υπάρξει κάποτε εφαρμογή των υπαρχουσών  διατάξεων νόμων προς όλες τις κατευθύνσεις και παντός υπαιτίου, παρά να έχουμε  με κάθε αλλαγή κυβερνητικής εξουσίας παραγωγή καινούργιων διατάξεων που  επαναλαμβάνονται και που δεν εφαρμόζονται ποτέ.

Τα δύο μεγάλα κόμματα που εναλλάσσονται  στην κυβερνητική εξουσία φέρουν ακέραια την ευθύνη για το σημερινό κατάντημα της  δημόσιας ζωής, αλλά και την υποχρέωση για την εξυγίανσή της. Μπορούν όμως;

Τη 10ετία του 1980 έκανε την εμφάνισή της  μια πολιτική νοοτροπία και πρακτική, απεμπόλησης των αξιών που τροφοδοτούν και  στηρίζουν μια ευνομούμενη πολιτεία. Σ’ αυτό το περιβάλλον αμοραλισμού, με  πρωταγωνιστές κορυφαία πολιτικά στελέχη, η διαφθορά πήρε την ανιούσα. Τότε ήταν  που βρήκε το καταλληλότερο έδαφος για να ευδοκιμήσει το «φαινόμενο Κοσκωτά» και  την ίδια περίοδο έκαναν την εμφάνισή τους οι νεόπλουτοι της πολιτικής σκηνής,  δημιουργήθηκαν «καινούργια τζάκια» και σήκωσαν κεφάλι ή συνέχισαν τα «παλιά  τζάκια» να απλώνουν τα πλοκάμια τους σε όλον το δημόσιο τομέα, ρημάζοντας τα  πάντα.

Ό,τι, λοιπόν, δεν έκαναν τα κόμματα  τριάντα και πλέον χρόνια, πρέπει να γίνει τώρα και μάλιστα άμεσα, γιατί η  κατάσταση έφτασε στο απροχώρητο. Να υπάρξει πλήρης διαφάνεια στα οικονομικά των  κομμάτων (οι ισολογισμοί που δήθεν υποβάλλονται, είναι πέρα για πέρα μια τυπική  διαδικασία και δεν ελέγχονται ουσιαστικά, αφού οι ελέγχοντες είναι και  ελεγχόμενοι). Το ίδιο πρέπει να γίνει και για τα πολιτικά πρόσωπα, όσον αφορά τα  περιουσιακά τους στοιχεία και ειδικά το «πόθεν», αφού το «έσχες» που δηλώνουν το  κάνουν για να ρίχνουν στάχτη στα μάτια του κόσμου. Να ελεγχθούν επιτέλους εκείνα  τα τεράστια ποσά που δαπανούνται στις εκλογικές αναμετρήσεις και που στοχεύουν  στην προπαγάνδα και την αλλοίωση της πολιτικής βούλησης των πολιτών. Να  ξεκαθαριστεί το θολό τοπίο με τα ΜΜΕ, ιδίως τα ηλεκτρονικά, για να κοπεί ο  ομφάλιος λώρος της διαπλοκής τους με την κρατική εξουσία. Να σταματήσει αυτό το  πολιτικό ανοσιούργημα των κομμάτων εξουσίας, που μόλις γίνονται κυβέρνηση  ταυτίζονται απόλυτα με το κράτος και να δεχτούν, αφού τόσο πολύ καίγονται για τη  διαφάνεια, να λειτουργούν διακομματικές επιτροπές για την παρακολούθηση της  ανάθεσης και εκτέλεσης μεγάλων δημόσιων έργων με εθνικούς πόρους, προμηθειών του  δημοσίου, εξοπλιστικών προγραμμάτων και να επιβλέπουν τη διανομή του εθνικού  εισοδήματος σε τομείς με τη μεγαλύτερη κοινωνική ανάγκη, όπως είναι η παιδεία  και η υγεία.

Εξαιτίας της εκτεταμένης διαφθοράς και  διαπλοκής, το μεταπολιτευτικό μας πολιτικό σύστημα πνέει τα λοίσθια.. Ολοκλήρωσε  τον κύκλο του κατά τον χειρότερο τρόπο και με τη χειροτερότερη κατάληξη, την  πλήρη απαξίωση της πολιτικής στα μάτια του λαού. Η διέξοδος από το σημερινό  βορβορώδες πολιτικό σύστημα είναι να σηκωθούν οι πολίτες από τον καναπέ και να  απαιτήσουν την απομάκρυνση όλων αυτών των πολιτικών προσώπων που ασελγούν  ασύστολα στο σώμα της πολιτικής. Χρειάζεται επειγόντως ριζική αλλαγή  προτεραιοτήτων, ώστε να αποκτήσει και πάλι η πολιτική ήθος και φερεγγυότητα.  Πρέπει επίσης να κατανοήσουν και να συνειδητοποιήσουν οι έντιμοι και αλέκιαστοι  πολιτικοί, ακόμα και αν είναι μειοψηφία, ότι πρέπει να τολμήσουν να ορθώσουν  ανάστημα κατά της διαφθοράς, γιατί με την αδράνεια, την ανοχή και τη σιωπή τους,  γίνονται συνένοχοι, ενώ θα πρέπει να ζητήσουν τη συνδρομή και τη συμπαράσταση  της κοινωνίας για την αυτοκάθαρσή τους.

Οι πολίτες ψηφοφόροι επίσης πρέπει να  ενεργοποιηθούν και να αναλάβουν την κάθαρση της πολιτικής σκηνής, αναδεικνύοντας  με την ψήφο τους και εντάσσοντας στο σύστημα έντιμους και αδιάφθορους  πολιτικούς, που να υπηρετούν το δημόσιο και μόνο συμφέρον. Αυτό επιτάσσει μια  άλλη πολιτική με πολιτικούς ακέραιους στο ήθος για να ασχοληθούν πραγματικά με  τα υπαρκτά πραγματικά προβλήματα του λαού. Εάν αυτό καταφέρουμε ο εξωθεσμικός  παρεμβατικός ρόλος των οικονομικών και άλλων συμφερόντων θα επανέλθει στα  «φυσιολογικά» επίπεδα και η κοινωνία θα ανασάνει.

Τέλος

 

 

Συνεχίζεται..

63) Το αύριο ανήκει στα παιδιά

 

 

Όταν οι άνθρωποι απομακρύνονται από αυτά  που προσδιορίζουν και συνιστούν την ιδιοσυστασία τους, η κοινωνία ολισθαίνει  προς την ηθική αναλγησία και τον κυνισμό. Σήμερα δυστυχώς, πέρα από την  οικονομικο-πολιτική κρίση, βιώνουμε μια βαθιά, πρωτοφανέρωτη ίσως σε τέτοιο  βαθμό, ριζική και απόλυτη ηθική κρίση. Η πλειοψηφία των πολιτών αδυνατεί πλέον  να ανακτήσει τις δυνάμεις ελπίδας που την εγκατέλειψαν και παραδέρνει μέσα σε  μια καθημερινότητα γκρίζα, δίχως οράματα και ιδανικά, σχεδόν παραδομένη αμαχητί  σε όλα αυτά που δηλώνουν την περιφρόνηση του ανθρώπου προς τους κανόνες και τις  αξιολογικές επιταγές. Η δυσπιστία, η κακεντρέχεια, η έλλειψη εμπιστοσύνης, η  αντιπαλότητα, η καταφρόνηση και ο ανελέητος ανταγωνισμός χαρακτηρίζουν τις  ανθρώπινες σχέσεις και δράσεις σε όλα τα επίπεδα. Στο επίπεδο της πολιτικής δεν  ορθώνονται πολιτικά αναστήματα, για να συνεγείρουν τα πλήθη, να εμπνεύσουν και  να καθοδηγήσουν τους πολίτες προς το δρόμο της δημιουργίας και προς την  κατεύθυνση της ανθρωποκεντρικής στροφής του πολιτισμού. Πληθαίνουν οι  πολιτικάντηδες και οι δημαγωγοί που απροκάλυπτα καπηλεύονται εύλογες προσδοκίες,  όνειρα, φιλοδοξίες και γόνιμες προσμονές για μια καλύτερη ζωή, ενώ ανάγουν τον  μακιαβελισμό σε κυρίαρχη πολιτική σκέψη και συμπεριφορά. Οι κώδικες αξιών έχουν  αμβλυνθεί επικίνδυνα και οι πολίτες δεν αφομοιώνουν, ούτε και ενστερνίζονται τα  αγαθά της πραγματικής δημοκρατίας, αλλά τα απορρίπτουν ως ανεφάρμοστα και απλά  συμμορφώνονται σε «τυπικά σχήματα» που τους καθιστούν υποκριτές και  καιροσκόπους.

Η έξαρση της βίας και της  εγκληματικότητας είναι αποτέλεσμα του εκβαρβαρισμού της κοινωνίας, που δυστυχώς  σε πολύ μεγάλο ποσοστό δείχνει να έχει εξοικειωθεί με το θάνατο και τις οιμωγές  των θυμάτων. Ευδιάκριτος είναι πια ο διαχωρισμός της κοινωνίας σε αδικημένους  και ευνοημένους, σε ισχυρούς και αδυνάτους, σε βολεμένους και ριγμένους, ενώ όλο  και περισσότεροι άνθρωποι γίνονται αντικείμενο εκμετάλλευσης από συνανθρώπους  τους, δίχως ίχνος ενοχής για την καταρράκωση της ανθρώπινης αξιοπρέπειας και  αξίας. Στη σύγχρονη εποχή με τα δήθεν πολιτισμικά άλματα αναβιώνουν θεσμοί της  αρχαιότητας, όπως αυτός της δουλείας, προσαρμοσμένοι στα τωρινά δεδομένα, αφού  οι κάθε λογής ισχυροί αξιώνουν και επιτυγχάνουν την υποταγή και τη δουλεία των  ανήμπορων. Η τραγικότητα δε της όλης κατάστασης επιτείνεται από τη σύγχυση που  επιφέρει η καθημερινή διάψευση ουμανιστικών αληθειών, και η ανισορροπία στους  δυο πόλους του πολιτισμικού επιτεύγματος (τεχνολογικός – ηθικός). Μακριά από την  αρετή και το αίσθημα δικαίου, οι κυρίαρχες αντιλήψεις που κατευθύνουν την  ανθρώπινη συμπεριφορά, είναι, ο εύκολος και γρήγορος πλουτισμός (αρπαχτή), η  χωρίς προσπάθεια επιτυχία (ρουσφετοβόλεμα), σε συνδυασμό πάντα με όλα τα άλλα  ατομοκεντρικά πλέγματα του ΕΓΩ. Η επιτυχία και η καταξίωση για την πλειονότητα  των ανθρώπων συνδέονται μόνο με τη χρησιμοποίηση αθέμιτων τρόπων και μέσων.

Μέσα στην παραζάλη της κοινωνίας των  διαχωριστικών γραμμών, καταστρατηγούνται και καταπατιούνται θεμελιώδη ανθρώπινα  δικαιώματα, ενώ δυναμώνουν ρατσιστικά και άλλα πάθη, υποβιβάζοντας τον άνθρωπο  και τον πολίτη από οντότητα και αξία σε αντικείμενο και απαξία, οπότε το  επικοινωνιακό χάσμα αγεφύρωτο γίνεται. Ο τραγέλαφος δε της αλλοπρόσαλλης εποχής  που διανύουμε είναι το γεγονός πως φτάσαμε στο σημείο σήμερα να νιώθουμε όσο  ποτέ άλλοτε, ότι απειλούμαστε σοβαρά όχι μόνον από την ανομία στις κοινωνικο-πολιτικές  μας σχέσεις, αλλά και από την άνομη συμπεριφορά μας απέναντι στη φύση!!

Αυτή, λοιπόν, είναι η σημερινή ζοφερή  πραγματικότητα, την οποία θα πρέπει να ανατρέψουμε άρδην. Ας μην περιμένουμε  όμως ο καθένας μας να κάνουν οι άλλοι το πρώτο βήμα, γιατί η διαδρομή και η  πορεία για την αναστροφή του κλίματος είναι μακριά και επίπονη. Ας αναλάβουμε ο  καθένας μας το μερίδιο ευθύνης που μας αναλογεί και ας αλλάξουμε τον εαυτό μας.  Ας τον πλησιάσουμε περισσότερο τον πραγματικό εαυτό μας και ας πετάξουμε τη  μάσκα από πάνω του. Ας σκάψουμε βαθύτερα μέσα μας, μέχρι να ανακαλύψουμε τον  άνθρωπο και μετά ας προχωρήσουμε παραδίπλα να συναντήσουμε το συνάνθρωπο και  πολλοί μαζί να πορευτούμε για το συναπάντημα με την κοινωνία. Πρέπει επιτέλους  να συνειδητοποιήσουμε ότι ο άνθρωπος δεν είναι το μέσο για κανένα σκοπό, αλλά  είναι ο ίδιος ο άνθρωπος, ο τελικός σκοπός. Το να γίνει ο άνθρωπος, άνθρωπος και  η κοινωνία ανθρώπινη είναι ο απώτερος σκοπός και στόχος. Σε αυτό πρέπει να  κατατείνουν όλες οι προσπάθειες των θεσμών και των συλλογικών οργάνων που  συγκροτούν και απαρτίζουν την οργανωμένη πολιτεία μας. Οι ηθικές αξίες πάντοτε  είχαν το προβάδισμα απέναντι σε όλα εκείνα που θεωρούνται αναγκαία για την  κοινωνική συνοχή και την προκοπή της πατρίδας. Με αυτές σφυρηλατείται η  κοινωνική συνείδηση, η έννοια του χρηστού πολίτη, της ακέραιης προσωπικότητας  και παύει η ατομικιστική στάση ζωής να αντιστρατεύεται το γενικό καλό και  συμφέρον. Οι πολιτικοί ταγοί μας, πέρα από τη φροντίδα τους για τα δημοσιονομικά  ελλείμματα, καλό είναι να αποκτήσουν την εμπιστοσύνη του λαού με το παράδειγμα  της εντιμότητάς τους πλέον και να προχωρήσουν στην ενίσχυση της παιδείας και της  εκπαίδευσης των παιδιών του. Τώρα όλοι μας γνωρίζουμε πώς και γιατί οδηγηθήκαμε  στη σημερινή κρίση, γι’ αυτό και θα πρέπει μέσα από την ανθρωπιστική παιδεία να  προσφέρουμε τη δυνατότητα στη νέα γενιά να βρει το βηματισμό της για τη  διαμόρφωση της κοινωνίας του μέλλοντος. Το αύριο είτε το θέλουμε είτε όχι,  ανήκει στα παιδιά. Ας τα επιτρέψουμε να μας αμφισβητήσουν, να επιλέξουν το  διαφορετικό δρόμο, με εφόδια αυτά που απεμπολήσαμε εμείς και φτάσαμε στο  αδιέξοδο. Έχουν το δικαίωμα να γίνουν αυτό που δεν καταφέραμε εμείς…

62) Ανισότητα και εκμετάλλευση γεννούν  βία

 

 

Το ό,τι όλο και πιο πολύ ενδημούν στη  σύγχρονη (δήθεν ευημερούσα) καταναλωτική κοινωνία μας φαινόμενα βίας,  πιστοποιείται με ακρίβεια πως ο σημερινός άνθρωπος άδειασε από εσωτερικό  περιεχόμενο και εξαγριώθηκε. Και είναι πολλά τα αίτια για τη διαρκώς  επιταχυνόμενη κοινωνική ολίσθηση με την πλήρη κυριαρχία του παραλογισμού σε  πολλά από τα επίπεδα της ανθρώπινης καθημερινής δράσης. Παρά την ομολογουμένως  ραγδαία επιστημονική και τεχνολογική πρόοδο, τη δικαίωση της λογικής σε πολλά  πεδία αναζήτησης και έρευνας και την επιστημονική οργάνωση των φορέων  κοινωνικοποίησης και αγωγής του ατόμου, τα αρχέγονα ένστικτα της ανθρώπινης  φύσης φαίνεται δεν τιθασεύτηκαν ακόμα παντελώς. Η ποικιλία στην έκφραση της  επιθετικότητας και της βίας διαρκώς μεγεθύνεται που αδυνατούν ακόμα και οι  ειδικοί να την παρακολουθήσουν για να τη μελετήσουν, οπότε το ενδιαφέρον τους  παγιδεύεται σε ορισμένες μόνο μορφές της.

Βρίθει το καθημερινό αστυνομικό δελτίο  γεγονότων και συμβάντων, από ενέργειες και πράξεις ανθρώπων πρωτοφανούς  αγριότητας με ακραίες μορφές ατομικής και συλλογικής βίας. Ανολοκλήρωτες  προσωπικότητες στη σημερινή κοινωνία της δήθεν αφθονίας με την ανεργία να  μαστίζει τη νεολαία, της κατευθυνόμενης ακρισίας και των ψεύτικων μορφών  επιτυχίας, οδηγούνται και εγκλωβίζονται στον κυκεώνα της αντικοινωνικής και  εγκληματικής συμπεριφοράς. Δυσχεραίνεται η ομαλή, αποδοτική και αποτελεσματική  λειτουργία θεσμών και φορέων για την κοινωνική συνοχή εξαιτίας της εκτεταμένης  διαφθοράς σε όλα τα επίπεδα. Δεν βρίσκονται εύκολα φραγμοί, ούτε εμπόδια για την  αποτροπή της υποταγής στα ένστικτα και της συνειδησιακής υποχώρησης. Δε  βιώνονται από την πλειονότητα των πολιτών αρχές και αξίες που προάγουν τη  δημοκρατική λειτουργία της πολιτείας και σέβονται την ανθρώπινη οντότητα, όπως η  ισονομία, ισοπολιτεία, δικαιοσύνη, αξιοκρατία κ.λ.π. Η πολιτεία και οι θεσμοί  που την εκφράζουν δείχνουν ασέβεια απέναντι ακόμα και σε θεμελιώδη ανθρώπινα  δικαιώματα και δεν μεριμνούν, ούτε στέκονται αλληλέγγυοι απέναντι σε όσους έχουν  ανάγκη και υποφέρουν. Το ψυχρό και ανάλγητο πρόσωπο της εξουσίας δεν αφήνει  περιθώρια αισιοδοξίας και ελπίδας για ανθρωποκεντρική στροφή της σημερινής  κοινωνικής πραγματικότητας. Όνειρο απατηλό και απραγματοποίητο φαντάζει η  εμπότιση της πολιτικής με κοινωνική ευαισθησία, και μάταιη η προσπάθεια των  πολιτών για τη διαμόρφωση ενός καινούργιου ιδεολογικού συστήματος αντάξιου των  απαιτήσεων της εποχής που ζούμε. Αλλοτριώθηκε το εσωτερικό περιεχόμενο του  σύγχρονου ανθρώπου, γι’ αυτό και χλευάζεται ασύστολα ό,τι έχει σχέση με την  άρνηση των υλικών απολαύσεων και την απόρριψη των καταναλωτικών προτύπων του  άκρατου καπιταλισμού. Η κυριαρχία της υλιστικής αντίληψης για τη ζωή δημιούργησε  ανθρώπινες σχέσεις ανεξέλεγκτης αντιπαλότητας και επέτρεψε στα ένστικτα να  καθορίζουν τις επιλογές της ανθρώπινης συμπεριφοράς.

Η ιστορία διδάσκει πως η επιθετικότητα  που ενυπάρχει στην ανθρώπινη φύση, ως αρχέγονο ένστικτο, και χαρακτήριζε τον  πρωτόγονο άνθρωπο, στην πορεία της εξέλιξης και του πολιτισμού, περιορίστηκε  σημαντικά γι’ αυτό και κατάφεραν οι άνθρωποι να οργανωθούν σε κοινωνίες και να  συγκροτήσουν πολιτείες. Όπου δε, λειτουργούσαν πολιτείες και κοινωνίες που  στηρίζονταν σε ουμανιστικά θεμέλια, η βία δεν είχε θέση. Αντίθετα, όπου  περίσσευαν τα στερητικά της ελευθερίας και της δικαιοσύνης σύνδρομα, η βία  αποτυπωνόταν στις δομές της πολιτείας και στους θεσμούς της κοινωνικής  οργάνωσης.

Ο αυταρχισμός, ο καταναγκασμός, η επιβολή  και η περιφρόνηση της ανθρώπινης αξιοπρέπειας όταν διαπερνά τη νομοθεσία, το  σωφρονισμό και την κρατική καταστολή οδηγεί σε αδιέξοδα. Με μια φράση, η  ανισότητα και η εκμετάλλευση είναι η ιστορικά διαρκής αιτία της βίας.

Έτσι, λοιπόν, αν θέλουμε στη σημερινή  κοινωνία μας να περιορίσουμε κάπως τα φαινόμενα έξαρσης της εγκληματικότητας  πρέπει να αλλάξουμε ρότα. Η βία δε φυτρώνει και δεν ευδοκιμεί ποτέ σε ένα  κοινωνικό περιβάλλον όπου η ισότητα και η ελευθερία δικαιώνουν τον άνθρωπο και  αναδεικνύουν τον ανθρωπισμό σε υπέρτατη αξία και ουσιαστική ηθική. Εκεί όπου  σφυρηλατούνται γνήσιες ανθρώπινες σχέσεις μεταξύ των μελών μιας κοινωνίας  εκδηλώνονται συμπεριφορές που συνέχουν αυτήν και ανεβάζουν το πολιτιστικό  επίπεδο της εποχής. Μέσα σε μια κοινωνία αλληλεγγύης, μόνο θετικά πρότυπα  μπορούν να ξεπροβάλλουν και τελικά να επηρεάσουν το σύνολο των ατόμων, μαζί και  τους θεσμούς της πολιτείας.

Κοντολογίς, οι πολιτειακοί θεσμοί  βαρύνονται με την ευθύνη για την εμπέδωση της ισοπολιτείας, για την άρση των  κοινωνικών ανισοτήτων, για τη στήριξη και υποστήριξη των αδυνάτων και των  ανήμπορων, για την πάταξη της ανεργίας και του ρουσφετιού, που δηλητηριάζουν  νεανικές ψυχές, για την ενίσχυση των άστεγων, των πεινασμένων και των απόκληρων,  για τη θεμελίωση ενός συστήματος υγείας και περίθαλψης για όλα τα κοινωνικά  στρώματα, για τη θέσπιση ενός εκπαιδευτικού συστήματος που να διαπλάθει  ανθρώπινους χαρακτήρες και για όλα αυτά που γεννούν και τροφοδοτούν την  κοινωνική ανομία, την ατομική και συλλογική βία στη σύγχρονη εποχή.

61) Επιτέλους κοινωνική δικαιοσύνη

 

 

Από τα επίσημα χείλη υπουργών της  κυβέρνησης, όλο και πιο συχνά εξαπολύονται – εκστομίζονται βόμβες δηλώσεις  σχετικά με την οικονομική κατάσταση της χώρας, που μας αφήνουν σύξυλους. Μας  λένε πως στα ταμεία του κράτους δεν υπάρχει σάλιο. Ίσως οι δηλώσεις αυτές να  εμπεριέχουν το στοιχείο της πολιτικής – κομματικής υπερβολής και να υποκρύπτουν  κάποια σκοπιμότητα, δηλαδή να μας προετοιμάζουν για τα δυσκολότερα που θάρθουν  σίγουρα, αλλά δεν απέχουν και πολύ από τη ζοφερή πραγματικότητα. Τα πάντα γύρω  μας συνηγορούν για τη λήψη σκληρών αναγκαίων μέτρων, για μακρόχρονη λιτότητα και  για σφίξιμο του ζωναριού, μέχρις ασφυξίας. Θα βγούμε, όμως από το τούνελ ή θα  τελματώσουμε;

Ο λαός σύμφωνα με τις πρόσφατες  δημοσκοπήσεις δείχνει πανέτοιμος να παίξει το τελευταίο χαρτί της ανοχής και της  αντοχής του. Ακούει για μείωση εισοδήματος και δεν επαναστατεί, γιατί σιωπηρά  αποδέχεται πως είναι αναγκαιότητα πλέον. Δεν βαρυγκωμά για την αύξηση των φόρων,  επειδή συνειδητοποίησε ότι η χώρα κινδυνεύει από τη χρεοκοπία. Η πλειοψηφία της  κοινής γνώμης, όπως καταγράφεται στις μετρήσεις, δεν αποδοκιμάζει τις  κυβερνητικές πρωτοβουλίες ακόμα και για περικοπή απολαβών, αρκεί να είναι  αναλογικά δίκαιες. Αυτό θεωρείται ίσως το αναγκαιότερο κακό για να μην υπάρξουν  τραγικά αδιέξοδα για τη χώρα μας και κλονιστεί ανεπανόρθωτα η κοινωνική συνοχή  και ειρήνη. Δείχνουν να συμμερίζονται οι Έλληνες την ανάγκη για αλλαγή πλεύσης,  για θυσίες, ώστε να ξεπεραστεί η κρίση. Δεν έχουν άλλες επιλογές, αφού οι επί  τριάντα χρόνια πολιτικές συμπεριφορές τους αποκάρδιωσαν και τους έφεραν στα  πρόθυρα της απελπισίας. Αν και τούτη τη φορά δεν παρθούν τα μέτρα που θα  οδηγήσουν στις καλύτερες μέρες, αν για άλλη μια φορά δεν γίνουν πράξη τα λόγια,  τότε ζήτω που καήκαμε. Στον πρωθυπουργό με ισχυρή πλειοψηφία στις τελευταίες  εκλογές, ο λαός έδειξε πως τον εμπιστεύεται για αλλαγή σε πρόσωπα και  νοοτροπίες. Και ο ίδιος έδειξε θετικά δείγματα γραφής στην επιλογή συνεργατών  του και στις προθέσεις διακυβέρνησης της χώρας. Ιδού, λοιπόν, η Ρόδος, ιδού και  το πήδημα. Η κυβέρνηση οφείλει άμεσα και αποτελεσματικά να δράσει και να πάρει  όλα εκείνα τα αναγκαία μέτρα για τη δημοσιονομική εξυγίανση και την απάλειψη των  κοινωνικών ανισοτήτων. Επιτέλους κοινωνική δικαιοσύνη στην πράξη, κι όχι στα  λόγια. Μπούχτισαν οι πολίτες από μεγάλα και παχιά λόγια όλων των προηγούμενων  κυβερνήσεων των δύο μεγάλων, λεγόμενων, κομμάτων εξουσίας και την ανημποριά τους  για να οδηγήσουν τη χώρα στο δρόμο της ανάπτυξης. Οι πολίτες τούτη την κρίσιμη  για την πατρίδα συγκυρία, ανεξάρτητα από τα πολιτικά και κομματικά τους πιστεύω  θέλουν να αποφευχθούν τα χειρότερα και γι’ αυτό δείχνουν συγκατάνευση στις  επιδειχθείσες προθέσεις της νέας κυβέρνησης για ανατροπή του κατεστημένου σαθρού  σπάταλου κράτους. Σε αυτήν απομένει να πείσει με τις πράξεις της. Μισθωτοί,  συνταξιούχοι, άνεργοι και μικρομεσαίοι ελεύθεροι επαγγελματίες ελπίζουν και  προσδοκούν όχι απλά να παρθούν και να υλοποιηθούν οικονομικά μέτρα, αλλά θεσμικά  προς την κατεύθυνση των μεταρρυθμίσεων. Μόνον έτσι θα επανέλθει σε σταθερή θέση  το κλονισμένο αίσθημα εμπιστοσύνης των πολιτών προς το κράτος και θα πιάσουν  τόπο οι θυσίες του λαού. Η πάταξη της φοροδιαφυγής, αλλά και της δημόσιας  σπατάλης, της αδιαφάνειας, των πελατειακών σχέσεων, της αναξιοκρατίας και του  ρουσφετιού, της διαφθοράς και της ρεμούλας, είναι η κοινή συνισταμένη της  συναίνεσης των πολιτών για το πλαίσιο των μεταρρυθμίσεων που θα βοηθήσουν στην  ανόρθωση το κράτος και θα αποκτήσει νόημα το πολιτικό σύνθημα «πρώτα ο πολίτης».  Η διαπλοκή, η διαφθορά και η λεηλασία του δημοσίου χρήματος ευνοήθηκαν δεκαετίες  από το ίδιο το πολιτικό σύστημα, το οποίο συντηρούσε ένα συγκεκριμένο μοντέλο  δήθεν ανάπτυξης και χειραγωγούσε τις παραγωγικές δραστηριότητες. Τα νοσηρά  φαινόμενα διαχύθηκαν και επηρέασαν όλα τα κοινωνικά στρώματα, γι’ αυτό όχι μόνο  άντεξαν στο χρόνο αλλά και γιγαντώθηκαν, ώστε να φτάσουμε σήμερα στα πρόθυρα της  χρεοκοπίας.

Εν κατακλείδι, τα δημόσια οικονομικά  πρέπει να εξυγιανθούν τάχιστα με κοινωνικά δίκαιους όρους. Με φορολογική  δικαιοσύνη, με συμμάζεμα των κρατικών δαπανών, με τον εξορθολογισμό στις  εκτεταμένες σπατάλες θα εξοικονομηθούν πόροι. Τώρα όμως έπρεπε ήδη να υπάρχουν  τα εφαρμόσιμα εκείνα νομοσχέδια για να αυξηθεί η αξιοπιστία και να κερδηθεί  πολύτιμος χρόνος. Κάθε, έστω και μικρή καθυστέρηση για τους κυβερνώντες μειώνει  τα περιθώρια ευέλικτων κινήσεων και δημιουργεί άμεσους κινδύνους να προλάβει το  χρεοκοπημένο αντικοινωνικό κατεστημένο μοντέλο να φαλκιδεύσει τις όποιες  προθέσεις και καλοπροαίρετες προσπάθειες.

60) Κοινωνία της μάζας 

Οι κοινωνιολόγοι θεωρούν τη μαζική  κοινωνία ως ένα από τα κακά επακόλουθα της βιομηχανικής επανάστασης και ίσως να  μην έχουν άδικο. Είτε έτσι είναι, είτε κάπως έτσι, η αδιαμφισβήτητη αλήθεια  είναι πως σήμερα στον 21ο αιώνα η ανθρωπότητα στην κλίμακα των  ανθρωπιστικών αξιών κατεβαίνει τα σκαλιά και ο πολιτισμός μας   κάνει βήματα  προς τα πίσω. Οπισθοχωρεί η σημερινή κοινωνία ως προς τις αξίες που τη συνέχουν,  τη διατηρούν και την εξυψώνουν. Όλο και περισσότερα μέλη της χάνουν την  ατομικότητά τους και ενσωματώνονται στο κατεστημένο οικονομικο-κοινωνικό σύστημα  αποδεχόμενα πλήρως την υποταγή τους στην τάση για μαζοποίηση. Το άτομο αντί να  ενεργοποιείται ως πολίτης, βυθίζεται στη γενική θολούρα του όλου, απεμπολώντας  την ιδιαιτερότητα και την αυτοτέλειά του. Και όπως είναι φυσικό, το άτομο που  δεν είναι ενεργός πολίτης, που απορροφάται από το σύνολο της ολότητας, δεν  μπορεί να αναπτύξει την προσωπικότητά του, να οραματιστεί το αύριο και να  συμβάλλει στην κοινωνική πρόοδο. Αλλά και μια κοινωνία με αποχαυνωμένους  ανθρώπους, υποδουλωμένους στα προστάγματα ενός ομοιογενούς συνόλου χωρίς  προκαθορισμένους στόχους και αποσαφηνισμένη κοσμοαντίληψη και κοσμοθεωρία, δε  διαγράφει ανοδική πορεία στον ορίζοντα του πολιτισμού.

Ο σημερινός άνθρωπος παγιδεύτηκε από τις  ζοφερές συνθήκες της εποχής του, της υπερπληροφόρησης, της ταχύτητας, της  υπερκατανάλωσης και της έλλειψης αυτοπεποίθησης και πίστης σε ιδανικά. Τρέχει  διαρκώς για να επιβιώσει καταναλώνοντας, αλλά δεν προλαβαίνει να σκεφτεί για να  ζήσει.  

Ερήμωσαν τα χωριά και μπούκωσαν τα αστικά  κέντρα με ανθρώπους που δεν γνωρίζονται και δε μιλούν μεταξύ τους. Πλήρης  αποπροσωποποίηση και γενικευμένη αλλοτρίωση. Στριμωγμένοι οι άνθρωποι στη γκρίζα  ανωνυμία της μεγαλούπολης, ασφυκτιούν και δεν έχουν περιθώρια για να  αυτοπροσδιοριστούν, ανασαίνοντας από τον αέρα της μοναδικότητάς τους.  Οχυρώνονται πίσω από τη μάζα για να καλύψουν το φόβο και την ατολμία τους να  κοιτάξουν την αλήθεια στα μάτια. Μια αλήθεια που παρασύρθηκε στη δίνη της  χαμένης ανεξαρτησίας της σκέψης. Φοβάται ο σημερινός άνθρωπος να συγκρουστεί με  το κοινωνικο-ακοινώνητο κατεστημένο για να μην τον απορρίψει, οπότε γίνεται ένα  με αυτό, και δυστυχώς το ενισχύει περισσότερο.

Η μαζικοποίηση σε όλο της το  «μεγαλείο»!!!

Δεν καθορίζει το άτομο τις ανάγκες και  τις επιθυμίες του, δεν ονειρεύεται το αύριο ως καλύτερο από το παρόν, αλλά  υποτάσσεται με περισσή ευκολία στα κελεύσματα της μάζας. Μιμείται συμπεριφορές  αντίθετες με την ψυχοσύνθεσή του, μόνον και μόνο για να προσαρμοστεί σε αυτό που  κάνουν οι άλλοι όλοι και να εναρμονιστεί στους κανόνες του κοινωνικού συνόλου.  Επιδιώκει την ταύτιση και την ομοιομορφία σε όλες τις εκφάνσεις της  δραστηριότητάς του, από την καθημερινή ενασχόλησή του στην εργασία μέχρι και τον  τρόπο χαλάρωσης και ψυχαγωγίας του. Κι όμως αυτή η ομοιομορφία είναι που οδηγεί  την κοινωνία σε τέλμα και περιορίζει το οξυγόνο του ατόμου που δεν είναι άλλο  από την αυτοέκφραση.

Υπάρχουν βέβαια περιθώρια για αναστροφή  αυτού του κλίματος, εφόσον συνειδητοποιήσουμε όλοι μας και πιστέψουμε πραγματικά  πως μας αξίζει μια καλύτερη ζωή και τύχη. Βασικό ρόλο και λόγο για τον  εξανθρωπισμό της κοινωνίας μας έχει κατεξοχήν το εκπαιδευτικό μας σύστημα. Μια  ουσιαστική ανθρωπιστική παιδεία μπορεί να δώσει όλα εκείνα τα εφόδια που  χρειάζονται για να θωρακιστεί το άτομο με όλες εκείνες τις αντοχές και  αντιστάσεις απέναντι στην κατρακύλα προς τη μαζικοποιημένη κοινωνία. Επίσης τα  μαζικά μέσα ενημέρωσης και επικοινωνίας μπορούν και πρέπει να παίξουν σοβαρό  ρόλο, και έχουν πράγματι λόγο για τον επιδιωκόμενο στόχο, αρκεί να αναθεωρήσουν  την μέχρι τώρα συμπεριφορά και στάση τους απέναντι στο κοινό και να σταματήσουν  να προωθούν τυποποιημένα καταναλωτικά – πολιτιστικά πρότυπα. Έχουν τεράστια  δύναμη σήμερα, ιδίως τα ηλεκτρονικά μέσα, κι αυτό πιστοποιείται από το γεγονός  ότι αυτά ευθύνονται σε πολύ μεγάλο ποσοστό για την προς λάθος κατεύθυνση πορεία  της κοινωνίας μας που αδυνατεί να συμπράξει στην οργάνωση των ατόμων σε  προσωπικότητες. Δεν πρέπει επίσης να ξεχνάμε ότι τα μέσα ενημέρωσης σήμερα είναι  από τους σημαντικότερους φορείς αγωγής και κοινωνικοποίησης, είτε το θέλουμε  είτε όχι. Αν το θελήσουν και το επιδιώξουν μπορούν να αναδείξουν το ρόλο τους σε  χρήσιμο πραγματικά.

Κοντολογίς, τουλάχιστον ως προς την  ελπίδα για διαμόρφωση μιας κοινωνίας με ανθρώπινο πρόσωπο, πρέπει να σταθούμε  αρωγοί μέχρι να πραγματωθεί. Δεν τιμά τον άνθρωπο η αδυναμία του να διαφυλάξει  την ιδιοσυστασία του και να παραμείνει φορέας ιδεών και αξιών σε μια ανθρωπότητα  που διαρκώς φθίνει. Ας κάνουμε επιτέλους τώρα αυτό που πρέπει για να γίνουμε  κάποτε αυτό που πρέπει να είμαστε.

59) Κοινωνική συνοχή και έλεγχος

 

Η μηχανοποιημένη ανθρώπινη συνείδηση και  η τυποποιημένη μορφή ζωής είναι αναμφίβολα δημιουργήματα της σύγχρονης  υπερεκτιμημένης τεχνολογικής ανάπτυξης και προόδου. Αυτή η υλικοτεχνολογική  εξέλιξη επέβαλε εξοντωτικούς ρυθμούς και απάνθρωπες συνθήκες διαβίωσης στα  μεγάλα αστικά κέντρα, τα οποία πλέον ασφυκτιούν από την πληθώρα των ανέργων και  των άστεγων και γενικά των διαβιούντων κάτω από το επίπεδο της φτώχειας. Όμως  στη σημερινή συγκυρία της οικονομικής ύφεσης δεν έμεινε ανεπηρέαστη και η  λεγόμενη περιφέρεια. Τα φαινόμενα κοινωνικής παθολογίας έχουν εξαπλωθεί σε όλη  την ελληνική επικράτεια και η κοινωνική συνοχή διαρκώς χαλαρώνει. Η  εγκληματικότητα χτυπά κόκκινο και συμπαρασύρει στην ανοδική της πορεία και  τροχιά, την έξαρση φαινομένων εθνικισμού, ρατσισμού και ξενοφοβίας. Ανοδική  επίσης είναι η τάση νέων ανθρώπων για ένταξη στις λεγόμενες αντιεξουσιαστικές  ομάδες, με τη γενικότερη παραίτησή τους από κοινωνικούς στόχους και αναζήτησης  τρόπου πραγμάτωσης αυτών. Οι ειδικοί αποδίδουν τις σημερινές εκδηλώσεις  αντικοινωνικής και εγκληματικής συμπεριφοράς των νέων ανθρώπων στη γενικότερη  κοινωνική σήψη και τις θεωρούν αντανακλάσεις του σημερινού τρόπου ζωής, που έχει  αναγάγει σε υπέρτατη αξία την κατανάλωση και την κατοχή υλικών πραγμάτων. Και αν  οι ειδικοί αναλίσκονται με τη μελέτη του φαινομένου, οι άνθρωποι του καθημερινού  μόχθου δεν έχουν αυτή την πολυτέλεια να καταγίνονται με κοινωνιολογικές  αναλύσεις, απλά βιώνουν όλο και περισσότερο το φόβο και την ανησυχία. Ληστείες,  φονικά, κλοπές, πυρπολήσεις, βία, ναρκωτικά, αλκοολισμός κ.λ.π έχουν πάρει  εκρηκτικές διαστάσεις στα πλαίσια μιας κοινωνίας που νοσεί και μιας πολιτικής  που παρακολουθεί δήθεν αιφνιδιασμένη, ενώ καταφεύγει στους επικοινωνιολόγους να  κατευνάσει την ανησυχία των πολιτών με επικοινωνιακά τερτίπια.

Συμπτώματα των καιρών, σημάδια φθοράς και  διαφθοράς, γεγονότα που επιβεβαιώνουν το συλλογισμό ότι συνυφαίνονται με τη  βαθιά κρίση που περνά ο πολιτισμός μας. Η πολιτισμική κρίση πιστοποιείται και  αναπαράγεται από τα φαινόμενα κοινωνικής παθογένειας. Αυτή είναι η αλήθεια.

Εύλογος είναι ο φόβος των πολιτών και το  συναίσθημα ανασφάλειας αφού η καταστρατήγηση των κανόνων δικαίου σε θεσμικό  πλαίσιο, που προσδιορίζει και εξασφαλίζει την κοινωνική νηνεμία, εκφράζει και  επιδεινώνει την κοινωνική αποδιοργάνωση και πιστοποιεί την έλλειψη ηθικών και  νομικών κανόνων στην κοινωνική ζωή. Ανησυχούν οι φιλήσυχοι πολίτες, αλλά οι  σκεπτόμενοι προβληματίζονται γιατί βλέπουν να διαμορφώνονται ευρύτερα κοινωνικά  στρώματα «ανοχής» και «συγχώρεσης» για τους χρήστες θεμιτών και αθέμιτων μέσων  που επιδιώκουν και πραγματώνουν ιδιοτελείς σκοπούς και στόχους. Οι πολιτικοί της  χώρας έχουν σοβαρό μερίδιο ευθύνης στην πλήρη εξασθένηση των δυνάμεων κοινωνικού  ελέγχου, στη διάβρωση όλων των κρατικών και κοινωνικών μηχανισμών, στην πλήρη  άμβλυνση της ηθικής κοινωνικής συνείδησης. Η πολιτική δεν εμπνέει εμπιστοσύνη  στους απλούς πολίτες και είναι τα πρόσωπα που την ασκούν αποκλειστικά υπαίτια  για την επίταση του κλίματος απαξίωσής της, αφού στους κόλπους τους υποθάλπουν  φαινόμενα αδιαφάνειας, διαφθοράς και ρεμούλας.

Αλλά και οι πνευματικοί ταγοί της  πατρίδας μας σήμερα δεν ανοίγουν μέτωπο με τα κακώς κείμενα, δε μάχονται στην  πρώτη γραμμή για την αναστροφή της πολιτισμικής ευρύτερα κρίσης, αλλά προτιμούν  τα μετόπισθεν. Παλιότερα οι πνευματικοί μας άνθρωποι ήταν σε συνεχή εγρήγορση  και παρενέβαιναν άμεσα στα κοινωνικά δρώμενα όταν το γενικότερο κοινωνικό  συμφέρον το απαιτούσε. Σήμερα υπάρχει μια εκτεταμένη σιγή και μια σιωπηρή  αποστασιοποίηση από τα κοινά, γιατί άραγε ; Πότε επιτέλους θα αρχίσουν να  πολιτεύονται και άνθρωποι των γραμμάτων και των τεχνών, λόγιοι και διανοούμενοι;  Μήπως, λοιπόν, ήρθε η ώρα να εκτοπιστούν από την πολιτική σκηνή οι επαγγελματίες  πολιτικοί που αμαυρώνουν με τη συμπεριφορά τους την τέχνη της πολιτικής;

Η κρίση του πολιτισμού διαχέεται  αναμφίβολα σε όλους τους θεσμούς και τα κοινωνικά στρώματα, γι’ αυτό και όσο  ποτέ άλλοτε έχουμε ανάγκη από πνευματικούς καθοδηγητές και μπροστάρηδες στον  αγώνα για την εξάλειψη αυτών των φαινομένων που ντροπιάζουν τον πολιτισμό μας.  Χρειαζόμαστε ανθρώπους που θα εμπνεύσουν το λαό με το παράδειγμα της ηθικής  υπεροχής τους και θα επιδιώξουν με το ανάστημα της ψυχής τους να γεφυρώσουν τα  κενά του πολιτικού συστήματος και το χάσμα που χωρίζει τα μέλη της κοινωνίας  μας. Κοντολογίς, μόνο με τη διαμόρφωση ανθρωπίνων συνθηκών ζωής, την ποιοτική  διαβίωση των ανθρώπων, την εξάλειψη της ανεργίας και της φτώχειας, θα  υποχωρήσουν τα φαινόμενα κοινωνικής παθολογίας. Μόνον με ανθρωποκεντρική  πολιτική και φιλοσοφία αποφεύγεται η σύγκρουση των μέσων που ορίζει η κοινωνία  και των επιδιώξεων που έχουν τα μέλη της και τότε το οικοδόμημα του πολιτισμού  στηρίζεται σε γερά θεμέλια διαρκώς υψούμενο.

58) Επαναδόμηση του πολιτικού συστήματος

 

Καθώς η οικονομική πολιτική βυθίζεται  στον ωκεανό των αριθμών και των στατιστικών στοιχείων, γίνεται όλο και πιο  δύσκολο για τον απλό πολίτη να κατανοήσει αυτά που εξαγγέλλονται δήθεν για το  καλό του. Ακούει καθημερινά για δημόσιο χρέος, για φορολογικούς συντελεστές, για  ύψος και βάθος δανεισμού, για ρυθμούς ανάπτυξης και ανελαστικές δαπάνες, για  ενιαία τιμαριθμοποιημένη κλίμακα, για ανταποδοτικότητα, για δημοσιονομική κρίση,  για…για… και εύλογα αναρωτιέται, ως πότε αυτός θα πληρώνει το μάρμαρο. Του λένε  πως τα σημαντικά θέματα των θεσμικών αλλαγών θα περνούν πλέον από τη διαδικασία  της διαβούλευσης πρώτα και μετά θα καταλήγουν στα κέντρα λήψεως των αποφάσεων.  Προσπαθούν να τον πείσουν (τον απλό πολίτη πάντα) πως συμμετέχει στο πολιτικό  γίγνεσθαι και μάλιστα στη διαμόρφωση φιλολαϊκού πλαισίου με άπλετη κοινωνική  ευαισθησία και πλήρη διαφάνεια. Λόγια, λόγια  βαρύγδουπα και μόνον λόγια…

Θέλουν να τον κάνουν να πιστέψει πως για  όλα τα μέχρι σήμερα στραβά κι ανάποδα έφταιξαν συγκεκριμένοι άνθρωποι της  εξουσίας και όχι η δομή του ίδιου του πολιτικού συστήματος, που μόνο του γεννά  και εκτρέφει τη διαφθορά. Κάπου έμμεσα δηλαδή προσπαθούν να του καταλογίσουν και  ευθύνες για την απαξίωση των πολιτικών και των κομμάτων και την έλλειψη  εμπιστοσύνης από μέρους του. Η σημερινή πολιτική εξουσία δείχνει να μην κατάλαβε  πως ψηφίστηκε από την πλειονότητα του λαού στα πλαίσια της αναζήτησης του  ελάσσονος κακού και μόνο, και όχι επειδή έπεισε για την απαρχή της πολιτικής  αναγέννησης. Με την ψήφο τους οι πολίτες έδειξαν πως το σύνθημα «πρώτα ο  πολίτης» δεν το θεωρούν ουτοπία αλλά με υπαρκτό κοινωνικό αντίκρισμα. Ελπίζουν  ακόμα για αλλαγές στις δομές του πολιτικού συστήματος με στόχο την εξυγίανση,  για να δικαιωθούν επιτέλους και να πάψουν να καταδυναστεύονται από το κράτος, το  κομματικοποιημένο κράτος.

Οραματίζονται ακόμα οι πολίτες πως η  εξουσία θα βρει το δρόμο επιτέλους της απαλλαγής από τη διαπλοκή και τη διαφθορά  και θα στηρίξει τη δημιουργία πολιτικής κοινωνίας και όχι κοινωνίας υπηκόων. Δε  βιάζεται ο λαός και δεν παίρνει τοις μετρητοίς υποσχέσεις για προγραμματικές  αλλαγές των 100 ημερών. Αυτά τα έχει ακούσει κι άλλες φορές στο παρελθόν και  διαψεύστηκε. Τώρα προσπαθεί να κρατήσει το κουράγιο του σε υποφερτά επίπεδα,  ώστε να μείνει ζωντανή η προσδοκία για τη δημιουργία ενός κράτους που δεν θα  συνθλίβει τα δικαιώματά του, που δε θα τον καταπιέζει στην καθημερινότητά του,  και για μια εξουσία που δε θα τον υποδουλώνει. Η πλειοψηφία της κοινωνίας, αυτή  της βιοπάλης, έχει και φιλότιμο και αυτοσυγκράτηση, όταν προσμένει και ελπίζει  για κάτι καλό. Οργίζεται μόνο όταν βιώνει την υποκρισία και την ανικανότητα των  πολιτικών να ενσαρκώσουν μια προσμονή ή ένα ιδεώδες ηθικής ισότητας και  δικαιοσύνης, ούτε ως ψευδαίσθηση. Γιατί όσο και αν υποτιμώνται η ηθική και οι  αξίες δεν σημαίνει σε καμία περίπτωση ότι παύουν να έχουν εσωτερική δύναμη και  ανώτερη ισχύ.

Επιτέλους οι πολιτικοί πρέπει να  αντιληφθούν ότι η ψήφος του λαού σε μια συγκεκριμένη συγκυρία δεν παρέχει σε  κανένα κόμμα το δικαίωμα να σκεφτεί και να τη μεταφράσει ως χειραγώγηση στην  κομματική στοίχιση. Ας μην προσπαθούν, λοιπόν, να μας πείσουν έστω και έμμεσα  ότι εμείς οι ίδιοι φταίμε που δήθεν απαρνούμαστε την ισχύουσα πολιτική τάξη,  κρύβοντας με δεξιότητα το γεγονός ότι αυτοί είναι που έχουν αποξενωθεί από τον  πολίτη και την κοινωνία. Ιδίως η νέα γενιά που παλεύει για τα αυτονόητα, το  δικαίωμα στην εργασία και το σεβασμό της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, πιστεύει  ακράδαντα πως ήρθε η ώρα για την εκθεμελίωση του κατεστημένου πολιτικού  συστήματος και την επαναδόμησή του με όρους συνύπαρξης και αρμονίας του  κοινωνικού με το πολιτικό. Συμμετοχή στα πολιτικά δρώμενα, σημαίνει θεσμική  συμμετοχή του κοινωνικού σώματος στις πολιτικές αποφάσεις και όχι νομιμοποίηση  δια της εκλογής με ψήφο ανθρώπων της εξουσίας που αποφασίζουν για την κοινωνία  των πολιτών κυρίαρχα και διαρκώς όπως ορίζουν και προβλέπουν οι κανόνες του  συστήματος που υποδουλώνει.

Τα οικονομικά μεγέθη και τα στατιστικά  δεδομένα δεν μπορεί και δεν πρέπει να επικαλούνται ως δικαιολογία για όσα πρέπει  να γίνουν και δε θα γίνουν, ούτε να χρησιμοποιούνται ως άλλοθι για τα  διαψευσμένα όνειρα των πολιτών.

Οι σημερινοί κυβερνώντες θα βουλιάξουν σε  βαθύτερο τέλμα αν το ηθικό πλεονέκτημα του επικεφαλής τους, το αντικαταστήσουν  με ωφελιμιστικές μικροκομματικές υποσχέσεις και ευθυγραμμιστούν στο νήμα της  αναντιστοιχίας λόγων και έργων. Το ζητούμενο της πολιτικής σήμερα δεν είναι άλλο  από την υλοποίηση  αυτών που προαναγγέλθηκαν ως ανατροπή του παλιού κλίματος  δυσφορίας των πολιτών και αρθρώθηκε με λόγο κοινωνικού και οικονομικού ρεαλισμού  μέσα στο ευρύτερο πλαίσιο του κριτικού ορθολογισμού. Ο χρόνος θα δείξει αν αυτό  είναι εφικτό και  πότε…

57) Πολίτες – πολιτικοί και πολιτεία

 

Σε μια νοσούσα πολιτεία δεν υπάρχουν  υγιείς πολίτες και πολιτικοί, αλλά και αντίστροφα, όταν νοσήσουν οι πολίτες δεν  μπορεί να μείνουν ανεπηρέαστοι οι πολιτικοί και η πολιτεία. Χρόνια τώρα η  ελληνική πολιτεία κατατάσσεται από την αρμόδια Επιτροπή της Διαφάνειας στις  πλέον διεφθαρμένες χώρες του κόσμου. Τα φετινά στοιχεία μας τοποθετούν στον πάτο  της Ευρωπαϊκής Ένωσης και σε παγκόσμιο επίπεδο μας κατατάσσει κάτω από αρκετές  τριτοκοσμικές χώρες! Χρόνια τώρα και σταθερά η ελληνική κοινωνία αναδύει τα ίδια  φαινόμενα παθογένειας με αποτέλεσμα να συντηρείται μια παρατεταμένη σήψη, Το  βόλεμα, το ρουσφέτι και η αρπαχτή κυριαρχούν σε όλους τους τομείς και σε όλα τα  επίπεδα της ανθρώπινης δραστηριότητας. Η ευτέλεια και η διαφθορά δε γνωρίζουν  ορισμένο κύκλο προσώπων ή τομείς ενδιαφερόντων και επίπεδα συμφερόντων.  Διαχέεται και αγκαλιάζει το σύνολο της ελληνικής κοινωνίας, μολύνοντας θεσμούς,  πρόσωπα και αξίες, για τις οποίες κάποτε ήμασταν περήφανοι. Σ’ αυτό το ζοφερό  περιβάλλον οι νέοι βιώνουν σήμερα την κοροϊδία, την εκμετάλλευση και το εμπόριο  της ελπίδας, λόγω της καλπάζουσας ανεργίας, και αποδυναμώνονται ψυχικά, ώστε δεν  μπορούν να αντισταθούν στο αδυσώπητο και βάρβαρο αλισβερίσι εξάρτησης πολίτη –  πολιτικού που εκμαυλίζει συνειδήσεις και στηρίζει το άδικο κατεστημένο σύστημα.  Έτσι βλέπουμε το παράδοξο και παράλογο συγχρόνως, η πλειονότητα των πολιτών να  προσβλέπει στην πολιτική βούληση των εκάστοτε κυβερνώντων για το ξεπέρασμα της  κρίσης, λες και αυτοί που τη δημιούργησαν κατέβηκαν από άλλο πλανήτη! Αυτούς που  εκλέγουμε είναι ίδιοι με μας, είναι κομμάτι της κοινωνίας στην οποία ζούμε. Και  επιλέγουμε δυστυχώς κάθε φορά αυτούς που θα μας βολέψουν, γιατί έτσι δήθεν  λειτουργεί το σύστημα. Και από την άλλη επιθυμούμε σφόδρα, πάλι δήθεν, την  αναγέννηση του κράτους και την προκοπή του τόπου. Εκεί κατάντησε η ελληνική  κοινωνία! Να διαθέτει ανίσχυρο ανοσοποιητικό σύστημα για τους ιούς της  συνδιαλλαγής με την αυθαιρεσία και την παρανομία. Εκεί οδήγησαν το λαό μας οι  πολιτικοί αφέντες του τόπου με τη συμπεριφορά τους και την ανημποριά τους να  σταθούν στο ύψος των περιστάσεων.

Μια κοινωνία που γκρεμίζει τα τείχη του  αξιακού συστήματος προστασίας και χρησιμοποιεί το νόμο προσχηματικά, δεν έχει  την ικανότητα και τη θέληση να εκλέξει τους άριστους για να την κυβερνήσουν. Οι  πολιτικοί είναι πιστό αντίγραφο της κοινωνίας των πολιτών και η πολιτεία το  ομοίωμα πολιτών και πολιτικών. Οι πολίτες ψηφίζουν τους διεκπεραιωτές των  ατομικών τους συμφερόντων και οι πολιτικοί με τη σειρά τους ακολουθούν αυτή την  τακτική για την εξυπηρέτηση αυτών που τους εκλέγουν και τους στηρίζουν στο  αξίωμα που κατέχουν. Η πολιτεία; Μονίμως σε κρίση, κι ο λαός σε παραζάλη…

Οι τιμές που αποδίδονται και απολαμβάνουν  οι ασκούντες πολιτική εξουσία δεν τους φτάνουν και δεν ικανοποιούν την άμετρη  ματαιοδοξία τους, γι’ αυτό και δελεάζονται από το υλικό αντίτιμο της εξουσίας,  στο οποίο εγκλωβίζονται συμπαρασύροντας με το παράδειγμα μια ολόκληρη κοινωνία  στην αναζήτηση τρόπων εύκολου πλουτισμού με ήσσονα προσπάθεια. Το ερώτημα του  αβγού και της κότας εξακολουθεί να παραμένει αναπάντητο και το δίκιο, το  ζητούμενο μέσα σε μια άδικη πολιτεία. Η αδικία της πολιτείας είναι αδικία κατά  των πολιτών της, αφού με τη συμπεριφορά αυτών που την εκπροσωπούν, την αδιαφορία  ή την αμέλειά τους, επιτρέπουν το κακό να διαιωνίζεται. Σιωπηρή συνωμοσία με  στοχευμένες αντιδράσεις για τη διατήρηση των κεκτημένων και των προσδοκώμενων  προσωπικών ωφελειών σε βάρος του καλού του τόπου και της ευημερίας της πατρίδας.  Πολίτες, πολιτικοί και πολιτεία πλήρως συνταυτισμένοι και αλφαδιασμένοι στην  ευθεία μιας εκμαυλισμένης μακαριότητας. Η αντίδραση μέρους της κοινωνίας για τα  κακώς κείμενα μέσα από εξάρσεις δημαγωγίας στα παράθυρα της τηλεδημοκρατίας  μπορεί να εστιάζεται σε συγκεκριμένα πολιτικά πρόσωπα, αλλά αυτό σε καμιά  περίπτωση δεν συνιστά κάθαρση, ακόμα κι αν επιτευχθεί ο σκοπός. Η συνέχεια με  την αντικατάσταση των προσώπων είναι ίδια κι απαράλλακτη. Πάντα ακολουθούν  άλλοι, ίσως και πλέον δεξιοτέχνες, για να διαδεχτούν τους προκατόχους τους στην  εξουσία που πληγώνει. Η απομάκρυνση πολιτικών από θώκους εξουσίας για ανεπάρκεια  ίσως είναι η μόνη διέξοδος για εξισορρόπηση μέσα στο σύστημα. Κανένα πολιτικό  έγκλημα δεν έχει την αυτονόητη κατάληξη του καταλογισμού ευθύνης συνοδευόμενης  με την προβλεπόμενη από το νόμο ποινή.

Έτσι κάθε φορά και πάντα μέσα στα πλαίσια  της δημοκρατικής λειτουργίας της πολιτείας εκλέγονται νέοι ή επανεκλέγονται  παλαιοί πολιτικοί, με την εντολή να υπηρετήσουν τους πολίτες και καταλήγουν στο  να ικανοποιούν προσωπικές φιλοδοξίες κινούμενοι μέσα στο αδιαφανές πέπλο της  πολιτειακής νομιμοφάνειας. Γι’ αυτό και επείγει όσο ποτέ άλλοτε να δοθεί  επιτέλους τώρα αμέσως απάντηση στο ερώτημα, αν το αβγό έκανε την κότα ή η κότα  το αβγό.

Μόνο με πραγματικά ενεργούς και  συνειδητοποιημένους πολίτες νοηματοδοτείται το περιεχόμενο της δημοκρατίας. Από  αυτούς θα προέρθουν οι αυριανοί ενάρετοι πολιτικοί, οι έντιμοι, σαν και τον  Περικλή που σταθερά και αταλάντευτα, συνετά πράττων, αρνήθηκε να γίνει  αντικείμενο δωροδοκίας ή υποκείμενο πλεονεξίας. Με τέτοιους πολίτες και  πολιτικούς δεν μπορεί παρά να συγκροτηθεί και να λειτουργήσει μια δίκαιη  πολιτεία που θα υπηρετεί το συμφέρον της κοινωνικής ολότητας και θα στοχεύει  στην ευημερία και την προκοπή της πατρίδας.

56) Ένα παραμύθι αλλιώτικο

 

 

Ήταν κάποτε μια μικρή σχετικά χώρα σε  κάποια άκρη του πλανήτη Γη, την οποία ακόμα ο πολιτικός πολιτισμός δεν την είχε  αγγίξει. Στη χώρα αυτή δεν υπήρχε πολιτειακή οργάνωση, δεν υπήρχαν θεσμοί και  εξουσίες. Μια μόνον ιδιότυπη εξουσία υπήρχε και ένα εθιμικό δίκαιο ρύθμιζε τις  σχέσεις συμβίωσης των κατοίκων. Ήταν η απόλυτη εξουσία της ισχυρής κάστας και το  δίκιο του δυνατού. Νόμος απαράβατος ήταν τα θέλω του! Ηθικές αρχές υπήρχαν και  μάλιστα κατά γενική ομολογία τις σέβονταν όλοι. Το πώς δεν είχε και πολύ μεγάλη  σημασία, μικρή λεπτομέρεια για την εποχή εκείνη!

Οι κάτοικοι αυτής της χώρας χωρίζονταν σε  ανθρώπους και σε δούλους. Οι πρώτοι ζούσαν για να υπηρετούνται από τους  δεύτερους και οι δεύτεροι ζούσαν για να υπηρετούν τους πρώτους. Οι πρώτοι ήταν  οι ισχυροί και ευλογημένοι, οι δεύτεροι ήταν οι ανίσχυροι και καταραμένοι. Οι  πρώτοι ήταν οι κάτοχοι και ιδιοκτήτες των μέσων παραγωγής και οι γαιοκτήμονες,  ήταν η κυρίαρχη, η άρχουσα κάστα και τάξη της χώρας. Αυτή η κάστα ασκούσε την  κυριαρχία της πάνω σε όλους τους άλλους, τους πολλούς που δούλευαν γι’ αυτούς,  με δικαίωμα ζωής και θανάτου.

Όσο περνούσαν τα χρόνια το σύστημα  εκσυγχρονιζόταν. Οι δούλοι σιγά – σιγά άρχισαν να γίνονται πολίτες, αλλά  δεύτερης κατηγορίας, αφού στην πρώτη κατηγορία εντάχτηκαν οι πρώην άρχοντες που  ασκούσαν και ασκούν την εξουσία. Σε κάθε εποχή και με διαφορετικό τρόπο. Σε  κάποια φάση της ιστορίας στη μικρή αυτή χώρα ως φυσικό επακόλουθο της εξέλιξης  και της προόδου γεννήθηκε το δημοκρατικό πολίτευμα. Αναθάρρησαν οι πολίτες της  κατώτερης κατηγορίας, αλλά και ένας ούριος άνεμος ελπίδας για έναν καλύτερο  κόσμο άρχισε να φυσά απ’ άκρη σ’ άκρη σε ολόκληρο τον πλανήτη. Η Δημοκρατία για  να λειτουργήσει είχε ανάγκη από πολιτικούς και κόμματα, από κυβερνήσεις και  ψηφοφορίες. Τώρα οι κάστες και οι κατηγορίες πολιτών δεν ήταν ευδιάκριτες δια  γυμνού οφθαλμού. Εκείνο που ήταν διακριτό στη θεωρία, τουλάχιστον, ήταν πως στη  δημοκρατία το δίκιο και η νομιμότητα είναι τα ακλόνητα θεμέλιά της και πως η  βούληση της πλειοψηφίας υπερτερεί της όποιας μειοψηφικής διαφωνίας. Με τον καιρό  η πλειοψηφία άρχισε να αντιλαμβάνεται πως η δημοκρατία ήταν τελικά το χειρότερο  πολίτευμα, αλλά δεν υπήρχε και καλύτερο. Έτσι έπρεπε να το αντέξουν.

Μέσα, λοιπόν, στο πολιτικό σύστημα με τη  δημοκρατική διακυβέρνηση της χώρας άρχισαν να δημιουργούνται και να λειτουργούν  πολλά κέντρα εξουσίας και να προκύπτουν ανάγκες οικονομικής στήριξής τους, η  οποία μπορούσε να εξασφαλιστεί με παράνομο τρόπο. Το σύστημα άρχισε να  διαπλέκεται με αυτούς που είχαν τα κεφάλαια, τους λεγόμενους οικονομικούς  παράγοντες. Οι ασκούντες πολιτική εξουσία ζητούσαν από αυτούς χρήμα, με  αντάλλαγμα φυσικά ιδιοτελείς εξυπηρετήσεις. Άμεση συνέπεια αυτής της συναλλαγής  ήταν πως όσοι διέθεταν χρήματα για να αγοράζουν ρουσφέτια, είχαν αποκτήσει αυτό  από ρουσφέτια επίσης που προηγήθηκαν. Φαύλος κύκλος δηλαδή, αλλά βολικός για  πολιτικούς και παράγοντες. Έτσι, παγιώθηκε ένα κυκλικό οικονομικό σύστημα, το  οποίο είχε τη δική του αρμονική ισορροπία. Σε καμιά μορφή εξουσίας ο παράνομος  τρόπος εξασφάλισης οικονομικών πόρων δεν δημιουργούσε συνειδησιακό πρόβλημα,  ούτε συναισθήματα ενοχής, αφού τα πάντα ήταν επιτρεπτά, νόμιμα και ηθικά στο  βωμό της εξυπηρέτησης δήθεν του κοινού συμφέροντος, το οποίο αυθαίρετα και  προκλητικά ταυτιζόταν με αυτό των εξουσιαστών. Κάποτε, πολύ αργότερα, για την  ομαλότητα του συστήματος και ως φυσικό ανάχωμα στον κατήφορο της αυθαιρεσίας  γεννήθηκε ο συνδικαλισμός. Με διστακτικά στην αρχή βήματα, όσο περνούσαν τα  χρόνια εδραίωνε όλο και περισσότερο τη θέση του μέσα στο σύστημα. Ακολούθησε η  συνειδητοποίηση ως η δύναμή του εξαρτάται από τις ψήφους πολιτών, οι οποίες  είναι απαραίτητες και για την εγκαθίδρυση κυβερνήσεων. Οι εργατοπατέρες  συνταύτισαν σιγά – σιγά την ύπαρξή τους με αυτή της πολιτικής εξουσίας.  Απόκτησαν κομματική ταυτότητα και με περισσή ευκολία άρχισαν να μεταπηδούν απ’  το συνδικαλισμό στην πολιτική, καταλαμβάνοντας καρέκλες εξουσίας. Οι κυβερνήσεις  συνεργάζονταν με τα συνδικαλιστικά κινήματα στοχεύοντας και αποσκοπώντας στο να  μη διακινδυνεύσει η συνύπαρξή τους μέσα στο κατά τα αλλά δημοκρατικό πολίτευμα.  Κοινός σκοπός και στόχος! Οι ιθύνοντες του συνδικαλισμού αν διέβλεπαν κίνδυνο  για το σύστημα αναλάμβαναν αμέσως δράση για να καθησυχάσουν τους υπηκόους  πολίτες και να τους οδηγήσουν στη νιρβάνα του αποπροσανατολισμού…….

Έτσι, έζησαν αυτοί πολύ καλά κι εμείς… μη  χειρότερα!!!

55) Η βία στα πλαίσια της δημοκρατίας

Στη σημερινή συγκυρία έτσι όπως τη  διαμορφώνουν οι διάφορες πολιτικοκοινωνικές και οικονομικές συνθήκες κάποιοι  ανασταίνουν δογματικές ιδεοληψίες του παρελθόντος για να εκφράσουν δήθεν το  επαναστατικό. Το σύνθημα βία στη βία της εξουσίας ακούγεται ξανά, άλλοτε  προβοκατόρικα και άλλοτε ως παιάνας ακραίων ενεργειών και πράξεων από  αυτόκλητους τιμωρούς του άδικου συστήματος. Ξεχασμένες θεωρίες και πρακτικές της  αναρχοτρομοκρατίας των περασμένων αιώνων ξεθάβονται και προσφέρονται σε παιδιά  που μόλις έκλεισαν τη δεύτερη δεκαετία της ηλικίας τους. Καλούν τους  καταπιεσμένους και αδικημένους της κοινωνίας σε αντάρτικο πόλεων, σε πόλεμο κατά  των αφεντικών και όλων όσων εκμεταλλεύονται το μόχθο του λαού. Προσπαθούν να  αυτοφανατιστούν και να εμποτιστούν με ταξικό μίσος, ώστε να έχουν δικαιολογία  για την κατάντια της ανομίας τους. Και φυσικά, όπως πάντοτε συμβαίνει, δε  λείπουν και αυτοί που με τον έναν ή τον άλλο τρόπο σιγοντάρουν αυτόν τον  αρρωστημένο επαναστατικό αυθορμητισμό της νεολαίας για δικούς τους ιδιοτελείς  σκοπούς και στόχους.

Ισχυρίζονται πως δεκαετίες τώρα η  πλειοψηφία των πολιτών βιώνει ένα διαβρωμένο πολιτικό σύστημα και ένα άδικο  αστικό καθεστώς. Και επειδή η ίδια κατάσταση συνεχίζεται κι όταν αλλάζουν οι  κυβερνήσεις, στις πλάτες του λαού αυτό γίνεται αβάστακτο φορτίο. Όμως, την  αγανάκτησή του ο ίδιος ο λαός την εκφράζει καθημερινά με αγώνες και δεν την  αναθέτει να τη διαχειριστούν εξτρεμιστές τιμωροί. Οι κοινωνικές ανισότητες δεν  εξομαλύνονται με τυφλή βία και τρομοκρατία, γιατί έτσι οι λαϊκές μάζες  συντηρητικοποιούνται όλο και περισσότερο και το κράτος μεγεθύνει την  κατασταλτική του διάθεση. Εξέγερση με μολότοφ ενσπείρει τον πανικό και το φόβο  αδιάκριτα στους πολίτες, αποδυναμώνει και τα τελευταία αντανακλαστικά αποθέματα  της λαϊκής θέλησης για διεκδίκηση και προσφέρει βούτυρο στο ψωμί αυτών των  ολίγων που μόνιμα επιβουλεύονται το δίκιο των πολλών. Στη δημοκρατία δεν  υπάρχουν αδιέξοδα, και δεν χωρούν πράξεις που υποβιβάζουν τον άνθρωπο και τις  αξίες του. Η καταστροφή ξένης περιουσίας και η αφαίρεση ανθρώπινης ζωής είναι  εγκλήματα και δεν μπορεί να δικαιολογηθούν κάτω από οποιεσδήποτε συνθήκες  οιασδήποτε δογματικής ιδεοληψίας. Η δολοφονική βία σκορπίζει τον πανικό σε  ολόκληρη την κοινωνία και συσκοτίζει τους κοινωνικούς αγώνες για ψωμί και  ελευθερία. Όταν ανατρέπεται κάθε έννοια δικαίου και νομιμότητας φυγαδεύεται η  λογική και κάνει κουμάντο η παράνοια. Μια τέτοια κατάσταση εξυπηρετεί και  βολεύει μόνον όσους εχθρεύονται τη δημοκρατία και μισούν την πατρίδα.

Τώρα στα δύσκολα για τη χώρα η διεύρυνση  της δημοκρατίας σε όλα τα επίπεδα μπορεί να δώσει λύσεις. Μόνον έτσι θα  μπορέσουμε να αντισταθούμε στον ανταγωνισμό των οικονομικών συμφερόντων σε  ευρωπαϊκό και παγκόσμιο επίπεδο, που καιροφυλακτούν για να εκμεταλλευτούν τις  αδυναμίες μας. Οι αγωνιζόμενοι πολίτες, εργαζόμενοι και συνταξιούχοι, δε θα  πάψουν να διεκδικούν το δίκιο τους και να συγκρούονται με όσους καταστρατηγούν  βασικά τους ατομικά δικαιώματα για ποιότητα ζωής και εξάλειψη της φτώχειας. Η  αλήθεια της ισοπολιτείας είναι πρωταρχικό δικαίωμα από τότε που γεννήθηκε η ιδέα  της ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ. Σε μια πραγματική δημοκρατία η πολιτεία δεν κάνει διαχωρισμούς  και διακρίσεις και η αντιμετώπιση των πολιτών στηρίζεται στη βάση της ισονομίας.  Τα οικονομικά βάρη κατανέμονται στους φορολογούμενους ανάλογα με τις δυνατότητες  του καθενός και το δικαίωμα για εργασία είναι ιερό και απαραβίαστο για όλους  ανεξαιρέτως τους πολίτες, αρεστούς και μη, άριστους και μη. Η διακυβέρνηση της  χώρας είναι μια πολύ σοβαρή υπόθεση γι’ αυτό και δεν πρέπει να την εκχωρούμε με  την ψήφο μας σε ανθρώπους χωρίς το ειδικό βάρος και το πολιτικό ανάστημα που  απαιτούν οι καιροί. Σε μια δύσκολη οικονομική συγκυρία σαν τη σημερινή δε  φτάνει, λοιπόν, να διατυμπανίζουν σε δημόσιες δηλώσεις τους οι κυβερνώντες ότι  σήκωσαν τα μανίκια. Θα καταντήσει ανέκδοτο. Φτάνουν πια τα λόγια και οι διαρκείς  εξαγγελίες με θα και θα από τα παράθυρα της τηλεόρασης. Φτάνουν πια οι  μελοδραματικές περιγραφές για την επικρατούσα κατάσταση, το βίωσε ο λαός, το  ξέρει, το εμπέδωσε, γι’ αυτό και η πλειοψηφία αποφάσισε να εμπιστευτεί τις  προσδοκίες της σε άλλους για αλλαγή σελίδας.

Ο χρόνος κυλάει γρήγορα όταν πρέπει να  παρθούν άμεσες αποφάσεις που θα σηματοδοτήσουν το καλύτερο αύριο. Οι γρήγορες  αποφάσεις όταν δεν είναι άδικες, βιαστικές και επιπόλαιες, μπορούν να επιφέρουν  το ποθητό αποτέλεσμα. Η κοινωνική ειρήνη και συναίνεση προϋποθέτει δείγματα  γραφής για άσκηση πολιτικής με ανθρωποκεντρικό και κοινωνιοκεντρικό  προσανατολισμό. Αλλιώς η κοινωνική οργή θα αρχίσει και πάλι να συσσωρεύεται και  δε θα αργήσει να ξεσπάσει. Διαφάνεια παντού, αξιοκρατία και εντιμότητα, μέτρα  για την απάλειψη της ανεργίας και της φτώχειας, θωρακίζουν τη δημοκρατία από  ιδεοληψίες και επίδοξους αμφισβητίες της.

 

54) Πολιτικά ήθη  και ηθική

 

Η αμαύρωση του  πολιτικού συστήματος και η αναξιοπιστία των πολιτικών κομμάτων έχει άμεση σχέση  με τη συμπεριφορά των πολιτικών προσώπων. Μεγάλος αριθμός εξ αυτών, στις  δηλώσεις του «ΠΟΘΕΝ ΕΣΧΕΣ» που δίνονται κάθε χρόνο στη δημοσιότητα, δηλώνει  μεγάλη ακίνητη περιουσία, καταθέσεις, πολυτελή αυτοκίνητα, μετοχές και σκάφη.  Μια-δυο μέρες κάποιοι από τα ΜΜΕ ασκούν μια χαλαρή έως ανύπαρκτη κριτική για την  εικόνα του ελληνικού κοινοβουλίου και μετά όλα μέλι-γάλα μέχρι την επόμενη  χρονιά.

Τα περιουσιακά  στοιχεία των βουλευτών μας πριν δημοσιοποιηθούν ελέγχονται αρχικά από ορκωτούς  ελεγκτές-λογιστές και στη συνέχεια από ειδική επιτροπή ελέγχου στην οποία  προεδρεύει ο Γ’ αντιπρόεδρος της Βουλής με τη συμμετοχή εκπροσώπων των κομμάτων  και δικαστικών. Αυτή η διαδικασία είναι το ισχυρό δήθεν άλλοθι για τους  μεγαλοεισοδηματίες πολιτικούς, κι αυτό επικαλούνται ως ατράνταχτο επιχείρημα για  να αντικρούσουν την κριτική περί αδιαφάνειας στα του βίου τους. Δηλώνουν δε με  παρρησία πως όλα τα περιουσιακά τους αποκτήματα είναι αποτέλεσμα σκληρής  δουλειάς και προσφοράς στον τόπο. Και το εύλογο αναπάντητο ερώτημα για τη λογική  του μέσου ανθρώπου είναι πως τόσοι και τόσοι σκληρά εργαζόμενοι μέχρι τη δύση  της ηλικίας τους δεν κατάφεραν ούτε στέγη για την οικογένειά τους να  εξασφαλίσουν; Να γιατί τίθεται υπό αμφισβήτηση η ειλικρίνεια των πολιτικών μας.  Μπορεί να δηλώνουν τι κατέχουν, ποτέ όμως και κανείς δεν έμαθε και δεν πρόκειται  να μάθει το πως αποκτήθηκαν όσα κατέχουν. Λίγη, λοιπόν, σημασία για την κοινή  γνώμη έχει το ΕΣΧΕΣ όσο το ΠΟΘΕΝ  είναι σκοτεινό και αδιευκρίνιστο. Η ίδια η  επιτροπή που προαναφέραμε αναγνωρίζει τη δυσχέρεια διακρίβωσης για το αν  δικαιολογείται η απόκτηση περιουσιακών στοιχείων σε σχέση και σε συνδυασμό με το  ύψος των πάσης φύσεως εσόδων και τις δαπάνες διαβίωσης των πολιτικών.

Υπάρχουν πολιτικοί  που όταν έμπαιναν στην πολιτική είχαν σε πολύ χαμηλά επίπεδα περιουσία και σε  λίγα χρόνια εκτοξεύτηκε στα ύψη. Είναι δυνατόν αυτό να έγινε με τη βουλευτική  αποζημίωση και μόνο; Σίγουρα όχι.

Κι ενώ όλοι  αναγνωρίζουν πως τέτοια φαινόμενα όλο και περισσότερο δηλητηριάζουν την πολιτική  ζωή της χώρας, κι ενώ οι πάντες στην πολιτική γνωρίζουν ονόματα και διευθύνσεις,  κανένας δε μιλάει και καμιά κυβέρνηση δεν τολμάει δεκαετίες τώρα να εφαρμόσει  έναν αυστηρό, ουσιαστικό και αποτελεσματικό έλεγχο, για να καθίσει κάθε  κατεργάρης στον πάγκο του.

Οι βουλευτές και  κυρίως αυτοί που υπουργοποιούνται, απ’ τη μια διαμαρτύρονται για το ότι δεν  αρκεί η δικαιούμενη αποζημίωση να καλύψει τα έξοδα της πολιτικής τους  ενασχόλησης, αφού διατηρούν γραφεία, πληρώνουν συνεργάτες και μετακινούνται  συνεχώς, και από την άλλη χτίζουν βίλες, αγοράζουν σκάφη και προκαλούν το κοινό  αίσθημα. Αυτά τα φαινόμενα εξοργίζουν το λαό και θεωρεί τα ΠΟΘΕΝ ΕΣΧΕΣ  μπακαλόχαρτα και τη δηλωμένη ειλικρίνεια των πολιτικών μια φαρσοκωμωδία που  πληγώνει βαθιά το φιλότιμό τους, ιδίως σε καιρούς χαλεπούς με την οικονομία σε  ύφεση και την ανεργία στα ύψη.

Ακόμα κι αυτοί οι  πολιτικοί που ισχυρίζονται ότι είχαν προσοδοφόρα επαγγέλματα πριν ασχοληθούν με  τα κοινά ερεθίζουν ανεπανόρθωτα την καλή πίστη του λαού.

Αναρωτιέται ο  μεροκαματιάρης πολίτης και χαμογελάει με πικρό χαμόγελο. Όλοι αυτοί, οι γιατροί,  οι δικηγόροι, οι μηχανικοί και πανεπιστημιακοί δάσκαλοι, εγκατέλειψαν τα  προσοδοφόρα επαγγέλματά τους και μπήκαν στην πολιτική για να ζορίζονται; Τόσο  ακατανίκητη ήταν η διάθεση προσφοράς για τον τόπο που τους οδήγησε στην απάρνηση  του προσωπικού συμφέροντος; Οι άλλοι, επαγγελματίες του Δημοσίου (δικαστικοί,  στρατιωτικοί κλπ λειτουργοί) που είχαν δώσει όρκο να υπηρετούν τον ελληνικό λαό  μέσα από το λειτούργημά τους, με ποια κίνητρα αλλάζουν ρότα και πολιτεύονται; Τη  δυνατότητα προσφοράς στον τόπο την είχαν, γιατί κυνήγησαν υπουργικές καρέκλες;  Αυτό το λέει ο λαός βόλεμα. Μισθοί, συντάξεις, αποζημιώσεις και πολιτική καριέρα  για τακτοποίηση προσώπων.

Κάποτε οι πολιτικοί  πέθαιναν στην ψάθα για χάρη του λαού, σήμερα αντιστράφηκαν οι όροι και πεθαίνει  στην ψάθα ο λαός για χάρη των πολιτικών. Κάθε εποχή έχει τα ήθη της αλλά και την  πολιτική ηθική της.

53) Η εκπαίδευση στη δίνη της  οικονομικής κρίσης

 

 

Στην πατρίδα μας το πολιτικό σύστημα από  την εποχή ακόμα του 1979 (με τη δεύτερη πετρελαϊκή κρίση) και μέχρι σήμερα δεν  κατάφερε να διαχειριστεί τα οικονομικά του κράτους κατά επωφελή για το λαό  τρόπο. Σε μια τριακονταετή διαδρομή με εναλλαγές κυβερνήσεων από τα δύο  μεγαλύτερα κόμματα το κράτος ενσωμάτωνε όλο και μεγαλύτερο επίπεδο κρατικών  δαπανών το οποίο οι πολιτικοί μας θεωρούσαν πάντα φυσιολογικό.

Ίδια και απαράλλαχτη η κατάσταση στη χώρα  μας, όπως κι αν βάφτιζαν οι εκάστοτε κυβερνήσεις τον τρόπο διακυβέρνησης.  Είχαμε, λοιπόν, από τη μια αλόγιστες δημόσιες σπατάλες, διαφθορά, αδιαφάνεια,  σκάνδαλα και λοβιτούρες και από την άλλη έναν συνεχώς αυξανόμενο δανεισμό για  τις ανάγκες της δήθεν κοινωνικής πολιτικής, που εκτόξευσαν το δημόσιο χρέος σε  δυσθεώρητα ύψη.

Οι μεγαλοστομίες των πολιτικών για  λιγότερο κράτος ποτέ δεν ευοδώθηκαν και οι φανφάρες για την πάταξη της διαφθοράς  και της καταλήστευσης του δημόσιου χρήματος ποτέ δεν έγιναν πράξη και παρέμειναν  φανφάρες. Η λειτουργία του κράτους συνεχίζεται με την απορρόφηση του ενός σε  κάθε δύο ευρώ του εθνικού πλούτου. Πρόσφατα είχαμε και πάλι αλλαγή στη  διακυβέρνηση της χώρας, αλλά η μεγάλη προσδοκία του ελληνικού λαού είναι για  αλλαγή πολιτικής. Είναι επιτακτική ανάγκη να αποκτήσουν οι πολιτικοί μας την  αξιοπιστία εκείνη που θα ενισχύσει τη λαϊκή πεποίθηση για καλύτερο αύριο.  Προέχει να διαμορφωθεί ένα καινούριο πολιτικό σύστημα μέσα στο οποίο κόμματα και  πολιτικοί συνδυασμοί να μπορούν να διαλέγονται για το κοινό συμφέρον και να μην  καταγίνονται με στείρες αντιπαραθέσεις μικροκομματισμού. Έχουμε ανάγκη σήμερα  για πολιτικά πρόσωπα με ήθος και ευρύτητα πολιτικού πνεύματος ώστε να μπορέσουν  να κατανοήσουν πως ακόμα και μέσα στη δίνη της οικονομικής ύφεσης η παιδεία  είναι πρώτιστη προτεραιότητα. Ν’ αντιληφθούν πως είναι επείγουσα ανάγκη η  αναβάθμιση της εκπαίδευσης ώστε και η Ελλάδα, ως μικρή χώρα, να καταφέρει να  συμπεριληφθεί στις χώρες εκείνες που δείχνοντας ευελιξία θα προσαρμοστούν άμεσα  στο νέο μοντέλο ανάπτυξης, γιατί στην αντίθετη περίπτωση θα περάσει απ’ τη μεριά  των χωρών που θα κατρακυλήσουν ακόμα χαμηλότερα απ’ τη θέση που ήταν πριν την  κρίση.

Ο ασφαλέστερος τρόπος μεσοπρόθεσμα για  την τιθάσευση της ανεργίας και της τάσης για μείωση της αγοραστικής δύναμης των  ευρύτερων κοινωνικών στρωμάτων είναι η επένδυση στην παιδεία με στόχευση στην  έρευνα και την τεχνολογία (που θα μεταβάλλουν το κόστος) και τους νεοφανείς  κλάδους που θα προκύψουν, απ’ την παγκόσμια προσπάθεια για προσαρμογή στα  καινούρια δεδομένα. Ήδη σε Ευρώπη και ΗΠΑ η οικονομία περιβάλλοντος και οι  εναλλακτικές πηγές ενέργειας σηματοδοτούν τις καινοτομίες για τη σταδιακή  απορρόφηση των υψηλών δαπανών εξόδων από την κρίση.

Όποια μέτρα ή ημίμετρα κι αν παρθούν για  την προσωρινή τόνωση της ρευστότητας δε θα έχουν αντίκρισμα και για το αύριο θα  πρέπει να αναζητηθούν και να δημιουργηθούν καινούριες πηγές πλούτου για την  εξισορρόπηση όλων όσων χάθηκαν και θα χαθούν. Αυτή είναι μια αναμφισβήτητη  αλήθεια, που πολλές χώρες την ενστερνίζονται.

Στο επόμενο στάδιο αντιμετώπισης της  κρίσης, η ανάπτυξη και η υπεράσπιση των θέσεων εργασίας και εισοδημάτων θα είναι  ταυτισμένη με την έρευνα και την τεχνολογία, τη διευκόλυνση των επιχειρηματικών  δομών και την ποιότητα του ανθρώπινου δυναμικού, το οποίο θα υλοποιήσει και θα  διαχειριστεί τις νέες προκλήσεις στον εργασιακό τομέα.

Κοντολογίς, η επένδυση στην παιδεία είναι  μονόδρομος. Αν δεν αναμορφώσουμε το εκπαιδευτικό μας σύστημα κι αν δεν του  δώσουμε ρότα προς το μέλλον, θα μείνουμε καθηλωμένοι στο τέλμα του δημόσιου  ελλείμματος για πολύ καιρό ακόμα. Αν συνεχίζουμε ν’ αρμενίζουμε, όπως μέχρι  τώρα, όχι μόνο σταδιακά θα εκφυλιστεί εισοδηματικά η λεγόμενη μεσαία τάξη της  πατρίδας μας, αλλά θα μεταμορφωθούν σε αγεφύρωτες οι κοινωνικές ανισότητες και  θα οδηγηθούμε με μαθηματική ακρίβεια στην πλήρη αποδυνάμωση της κοινωνικής  συνοχής, με πολύ χαμηλό βιοτικό επίπεδο και πολύ διογκωμένο το επίπεδο φτώχειας.

Μας αξίζει μια τέτοια εξέλιξη; Θα φανεί…

52) Τα κενά του πολιτικού μας  συστήματος

 

Είμαστε κοντά τριάντα χρόνια μέσα στην  ευρωπαϊκή οικογένεια, η οποία όσο πάει και μεγαλώνει. Όλα αυτά τα χρόνια  εισέρρευσαν από τα κοινοτικά ταμεία δεκάδες δισεκατομμύρια ευρώ για επενδύσεις  και υποδομές, για ενίσχυση και νοικοκύρεμα, για ανάπτυξη και ευημερία, αλλά  εμείς δείξαμε και δείχνουμε με τη συμπεριφορά μας πως δεν πρόκειται να  απεμπλακούμε από τη μιζέρια και την αδιαφάνεια και δεν πρόκειται να παύσουμε να  είμαστε οι ουραγοί της Ευρώπης. Οι πολιτικοί μας το μόνο που κατάφεραν είναι ν’  απεμπολήσουν την αρχική εμπιστοσύνη που μας έδειξαν και σταδιακά να χάσουμε την  όποια συναίνεση και αποδοχή είχαμε κατακτήσει στα πρώτα χρόνια. Σήμερα όσοι από  το πολιτικό μας σύστημα δεν αλληθωρίζουν, βλέπουν πως βρισκόμαστε έξω από τον  πυρήνα της ευρωπαϊκής προβληματικής και μακριά ξεχασμένοι σχεδόν από τη σφαίρα  ενδιαφέροντος της ευρωπαϊκής πολιτικής ηγεσίας.

Στη σημερινή δύσκολη συγκυρία τα κενά του  πολιτικού μας συστήματος είναι ορατά και δια γυμνού οφθαλμού. Υπάρχει ένα  υστέρημα πολιτικής, ένα τεράστιο έλλειμμα, ίσως και μεγαλύτερο από το  δημοσιονομικό, που αντανακλά στον τρόπο διακυβέρνησης της χώρας και την  προοπτική της. Στερέψαμε από ιδέες και προτάσεις και δεν δείχνουμε το ενδιαφέρον  εκείνο για την αποδοτικότερη αξιοποίηση των κοινοτικών κονδυλίων. Και το πιο  ανησυχητικό είναι η επιπόλαιη αντιμετώπιση του ζητήματος της σύνδεσης της  αποστεωμένης οικονομίας μας με τις ευρωπαϊκές στον νέο καταμερισμό που  δημιουργεί η κρίση. Αντιμετώπιση που δεν παρέχει τα εχέγγυα για αναστροφή του  κλίματος σύντομα.

Δεν είναι η τωρινή παγκόσμια οικονομική  ύφεση που αποκάλυψε τη δυσπραγία της ελληνικής πολιτικής απέναντι στα ευρωπαϊκά  δεδομένα. Πολύ πριν, πολιτικοί και κόμματα ομφαλοσκοπούσαν στα μικρά και  ασήμαντα, κυρίως για εσωτερική κατανάλωση, και δεν στέκονταν στο ύψος των  περιστάσεων, ώστε να αξιοποιήσουν όσα δικαιούμασταν, αλλά και να προσδιορίσουν  επακριβώς όσα προσδοκούμε να ατυχούμε, ως ελληνική κοινωνία και ως ευρωπαϊκή  χώρα. Κινούμαστε στο περιθώριο της Ε.Ε και μακριά από τον βασικό ευρωπαϊκό  πυρήνα, σέρνοντας το βαρύ φορτίο των δημοσίων ελλειμμάτων και του χρέους. Κι  όταν μια χώρα – μέλος της Ε.Ε δεν έχει να επιδείξει ένα σταθερό σχέδιο ανάπτυξης  και ελπιδοφόρας προοπτικής για τον εαυτό της, είναι ποτέ δυνατόν να αποκτήσει  φωνή και να έχει άποψη για τη νέα αρχιτεκτονική ανάπτυξης και διακυβέρνησης της  Ευρώπης. Πώς θα μπορέσουμε στα δύσκολα να ορθώσουμε ανάστημα, ως χώρα, στα  διαρκώς εντεινόμενα και αντιμαχόμενα συμφέροντα των μεγάλων εταίρων, όταν με την  πολιτική μας συμπεριφορά δείχνουμε πως εκτός από μικρή χώρα, είμαστε μικροί και  στην άσκηση της πολιτικής. Η εικόνα μας έξω περιγράφεται με στοιχεία βαλκανικής  νοοτροπίας και υφής, σαν και τους γείτονές μας, που μας περιτριγυρίζουν. Στο  πολιτικό μας σύστημα αποδίδονται, και όχι άδικα, σκάνδαλα και ρουσφέτια,  αδιαφάνειες και καταχρήσεις. Ποιες προτάσεις μας θα ακουστούν, σε τομείς όπως το  περιβάλλον και η μετανάστευση, από την Ε.Ε, αφού δεν κατατίθενται όταν πρέπει  και με τον τρόπο που πρέπει και πάντα έχουν ως μόνο στόχο την εσωτερική  κατανάλωση και τον επικοινωνιακό εντυπωσιασμό! Για να καταλαγιάζει δηλαδή κατά  περίσταση η ανησυχία των Ελλήνων πολιτών. Όλα για τις ανάγκες της  τηλεδημοκρατίας.

Όμως, οι πολίτες όλο και περισσότερο  αρχίζουν να πιέζουν για τη μεταμόρφωση, την εκ θεμελίων αλλαγή του πολιτικού  συστήματος και του τρόπου που λειτουργούν και πολιτεύονται τα κόμματα. Σ’ αυτή  την προσδοκία εναποθέτουν τις ελπίδες τους, ώστε να γεφυρωθεί το χάσμα πολίτη –  πολιτικού, που τελευταία έχει φτάσει στα όριά του. Οι πολίτες θέλουν πολιτικούς  με αξιοπιστία και σοβαρό πολιτικό λόγο, με ιδέες και μακρόπνοα σχέδια, με  σταθερή στόχευση στην ανάταξη της κοινωνίας και στο γενικό καλό. Για την  πλειοψηφία των πολιτών δε λογίζεται ως σοβαρό ένα κράτος που διαρκώς αναζητεί  τρόπους για να εισπράξει χρήματα και να κλείσει τρύπες, ενώ θα έπρεπε να έχει  χρήματα και να τα μοιράζει σε όλους αυτούς που έχουν ανάγκη.

Αν δεν κατανοήσουν επιτέλους τα κόμματα  πως η πολιτική επιβίωσή τους εξαρτάται από τη δύναμη της λαϊκής θέλησης και όχι  από τους επικοινωνιολόγους και τους ειδικούς συμβούλους, τότε ίσως αναγκαστούν  εκ των πραγμάτων να αυτοκαταργηθούν. Σήμερα, όσο ποτέ άλλοτε υπάρχει άμεση  ανάγκη για κάλυψη του πολιτικού ελλείμματος πριν του δημοσιονομικού.

51) Αυτορρύθμιση της κοινωνίας και  αποανάπτυξη

 

Στη σύγχρονη αλλοπρόσαλλη εποχή μας, στην  οποία κυριαρχούν τα καταναλωτικά πρότυπα, η υλική ευδαιμονία ταυτίζεται πλήρως  με την ευτυχία, και οι δυο αυτές έννοιες εκφράζουν στο σήμερα τον αρχαίο  λεγόμενο διονυσιακό τρόπο ζωής! Αρχές, αξίες, ιδανικά και μεταφυσικές  αναζητήσεις, αποψιλώθηκαν τόσο βαθιά και άτσαλα που σχεδόν στέγνωσαν –  ξεράθηκαν. 

Πολλοί κοινωνικοί αναλυτές και  επιστήμονες εντοπίζουν τα αίτια αυτής της κατρακύλας στην αλόγιστη ανάπτυξη και  όλα τα υπόλοιπα δεινά που επισώρευσε ο άκρατος καπιταλισμός. Η δαιμονοποίηση  όμως ενός συστήματος από μόνη της δεν προσφέρει λύσεις για το μέλλον, ούτε και  αποτελεί άλλοθι για την εκτροπή της ανθρώπινης δράσης από τα ανθρωπιστικά όρια.  Όλα τα οικονομικο-κοινωνικά συστήματα άνθρωποι τα σοφίζονται και άνθρωποι τα  εφαρμόζουν. Ο εκτροχιασμός, λοιπόν, του ανθρώπινου νου δημιουργεί τα αδιέξοδα σε  όλα τα επίπεδα, πόσο μάλλον στο οικονομικό. Αλλά ας έρθουμε στο τι μέλλει  γενέσθαι, στο δια ταύτα.

Δειλά – δειλά, μετά το πρώτο μεγάλο σοκ  από την οικονομική κρίση, φιγουράρει στον πίνακα του ενδιαφέροντος της  επικαιρότητας, μια όχι και τόσο καινούργια έννοια, σίγουρα όμως όχι πολύ γνωστή  ευρύτερα, αυτή της «αποανάπτυξης», η οποία εμπεριέχει τις προσπάθειες  εγκαθίδρυσης ενός άλλου, πιο εξισωτικού, μοντέλου ανάπτυξης και κοινωνικής  διάρθρωσης. Οι θιασώτες της θεωρίας αυτής έχουν την ακράδαντη πεποίθηση, πως μια  εθελούσια και καλά οργανωμένη αποανάπτυξη μπορεί να επαναφέρει την ισορροπία  στην παγκόσμια αγορά, αλλά και να προσφέρει στιβαρό στήριγμα και αποκούμπι στο  καταρρέον αξιακό σύστημα της κοινωνίας, ώστε να ορθοποδήσει. Ο κανόνας «το να  ξοδεύουμε λιγότερα και μόνον τα απαραίτητα, δε μας στερεί τίποτα  και ταυτόχρονα  μας απαλλάσσει από την παραζάλη του καθημερινού άγχους», είναι πολύ απλός για να  τον κατανοήσουμε και πάρα πολύ χρήσιμος αν τον εφαρμόσουμε. Ακόμα κι αυτή η  πολυθρύλητη και πολυπόθητη ευτυχία, όταν κατακτιέται με λογισμό, μέτρο και  λιγότερα έξοδα, έχει μεγαλύτερη και αξία και διάρκεια.

Η οικονομική δραστηριότητα που  τροφοδοτείται και βασίζεται στην υπερκατανάλωση (την αγορά περιττών και άχρηστων  πολυδάπανων αντικειμένων και πραγμάτων) συνεπικουρείται πάντα, δυστυχώς, και από  την υπερκατανάλωση ψυχοφαρμάκων και αντικαταθλιπτικών χαπιών, αλλά γεννά και  πλείστα άλλα προβλήματα κοινωνικής παθογένειας, όλα αυτά που συντελούνται στις  μέρες μας και δήθεν μας εκπλήσσουν.

Η «αποανάπτυξη» δεν είναι και δεν  πρεσβεύει ακινησία και στασιμότητα της αγοράς, όπως βιαστικά και πρόχειρα  κάποιοι σπεύδουν να της καταλογίσουν, ερμηνεύοντάς την. Η απαλλαγή από τον  εθισμό της άμετρης κατανάλωσης σε καμιά περίπτωση δεν υποβαθμίζει την ποιότητα  ζωής, αντίθετα μάλιστα, δίνει διέξοδο σε πολλές άλλες κλίσεις και δυνατότητες  του ανθρώπου, ώστε να δραστηριοποιηθεί σε ένα άλλο ανώτερο επίπεδο ζωής. Σ αυτό  το επίπεδο ζωής θα δημιουργηθεί ο πολιτισμός του μέλλοντος από τους σωφρονέστερα  σκεπτόμενους πολίτες. Εκεί θα βρουν καταφύγιο οι πραγματικά παιδευμένοι πολίτες,  οι απαλλαγμένοι από τα περιττά και τα ασήμαντα. Και μέσα σ’ αυτόν τον πολιτισμό  θα αναδυθεί ένας τρόπος αυτοκυβέρνησης των κοινωνιών. Καπιταλισμοί,  φιλελευθερισμοί, σοσιαλισμοί και σοσιαλοφιλελευθερισμοί θα αποτελέσουν το  παρελθόν που απέτυχε να καλύψει τις βαθιές εσωτερικές ανάγκες του ανθρώπου.

Καινούργιες αντιλήψεις για τη ζωή, την  κοινωνία και τον άνθρωπο θα γεννηθούν, οι οποίες με τη σειρά τους θα  απελευθερώσουν νέες δυνάμεις που παρέμειναν σε ανενεργή καταστολή εξαιτίας της  σημερινής διάρθρωσης των κοινωνιών. Κι αν όλα αυτά φαντάζουν ανέφικτα, οι νέοι  είναι έτοιμοι να πιστέψουν στην πραγμάτωση της ουτοπίας και να γράψουν τις δικές  τους σελίδες στη σύγχρονη ιστορία, απορρίπτοντας την αυτορρύθμιση της αγοράς και  αγωνιζόμενοι για τη μεγάλη προσδοκία της αυτορρύθμισης της κοινωνίας. Αν  πραγματικά, λοιπόν, πολιτικοί και κόμματα ενδιαφέρονται για το μέλλον της νέας  γενιάς, ας το δείξουν έμπρακτα. Στις κοινωνικές ζυμώσεις πάντα θα πρέπει οι νέοι  να πρωτοπορούν και το ανέφικτο γίνεται εφικτό μόνον με έναν ριζικό  επαναπροσδιορισμό της κατεστημένης αντίληψης για την παιδεία.

Τα σημερινά μεγάλα κόμματα (της εξουσίας  λεγόμενα) και οι πολιτικές που εφαρμόζουν νομίζουν πως εσαεί θα κρατούν δέσμιες  τις ελπίδες της νεολαίας, πουλώντας φύκια για μεταξωτές κορδέλες. Ίσως αυτή τους  η ψευδαίσθηση να τους αποτρέπει από το να ασχοληθούν σοβαρά και ουσιαστικά με  την παιδεία και να την αναγάγουν σε εθνική πράγματι υπόθεση.

Είναι αυτός ο φόβος τους για ανατροπές  στο σύστημα που ροκανίζει την αξιοπιστία τους και παρόλα αυτά καμώνονται πως δεν  το αντιλαμβάνονται. Μια κοινωνία που διατρέχεται από κρίση σε όλα τα επίπεδα  (οικονομία – πολιτική), που κυριαρχείται από τα καταναλωτικά πρότυπα, και που  μαστίζεται από την ανεργία, ένα μόνο δρόμο έχει, αυτόν της αποανάπτυξης.

Η αποανάπτυξη θα αποτελέσει το βάθρο πάνω  στο οποίο θα πατήσει η νέα γενιά για να επιχειρήσει το μεγάλο άλμα προς την  αυτοκυβερνησία της κοινωνίας, προς το καινούργιο μοντέλο διάρθρωσής της, στην  αυτορρύθμισή της…

50) Κηδεμονευόμενη πολιτική βούληση 

 

Σε όλη τη διάρκεια της προεκλογικής  περιόδου και από όλους τους πολιτικούς και τα κόμματα κοινή ήταν η διαπίστωση  και η ομολογία πως το μείζον πρόβλημα για τα οικονομικά της χώρας μας είναι η  φοροδιαφυγή, η φοροαποφυγή και η φοροκλοπή. Εδώ και δεκαετίες είναι αλήθεια πως  οι Έλληνες πολίτες χωρίζονται σε κορόιδα φορολογούμενους και σε ατσίδες  φοροφυγάδες. Η πολυθρύλητη μεσαία τάξη που όλοι την επικαλούνται ως βάση για να  εκπονήσουν τα σχέδιά τους διαρκώς ξεζουμίζεται, γι’ αυτό και από μεσαία  διολισθαίνει προς τα κατώτερα κοινωνικά στρώματα που συνεχώς διογκώνονται. Είναι  τουλάχιστον κατάντημα για μια δημοκρατική πολιτεία που δήθεν πασχίζει για την  ισονομία και τη δικαιοσύνη να πληρώνουν φόρους για τα εισοδήματά τους μόνον  αυτοί που δεν μπορούν να τα κρύψουν. Δηλαδή οι μισθωτοί και οι συνταξιούχοι.  Έλεος πια!!

Κάθε φορά που αλλάζουν κυβερνήσεις  (πάντοτε απ’ τα δυο κόμματα ελέω συστήματος), αλλά πολλές φορές κι όταν αλλάζουν  οι αρμόδιοι υπουργοί της ίδιας κυβέρνησης, εμφανίζονται καινούργια σενάρια και  μελέτες για βαθιές τομές και αλλαγές, για πιο δίκαιο δήθεν σύστημα φορολόγησης  και οι πολίτες βιώνουν ξανά και ξανά, μια από τα ίδια.

Έτσι και τώρα οι ιθύνοντες οδεύουν σε  διορθωτικές αλλαγές και επανεξέταση περίπου από μηδενική βάση, δήθεν, του μέχρι  τώρα ισχύοντος φορολογικού συστήματος για να εξυγιανθεί και να μειωθούν τα  ελλείμματα. Καλά τα λόγια, αλλά ο λαός πλέον είναι δύσπιστος, γιατί αυτά  βαρέθηκε να τα ακούει, και από τους ίδιους και από τους άλλους, τους δυο που  εναλλάσσονται στην εξουσία όλα τα χρόνια της μεταπολίτευσης.

Σίγουρα η επιτυχία για την εξυγίανση του  φορολογικού και φοροεισπρακτικού συστήματος της χώρας εξαρτάται άμεσα από την  πολιτική βούληση και αποφασιστικότητα των κυβερνώντων, ώστε να εφαρμοστεί το  σύνταγμα για τη δίκαιη κατανομή των φορολογικών βαρών. Στην Ελλάδα όμως η όποια  πολιτική βούληση αδυνατεί – είναι ανίσχυρη – μπροστά στα συμφέροντα που την  κηδεμονεύουν, γι’ αυτό και στην εφαρμογή των νόμων ανοίγουν παράθυρα πάντα και  καταλήγουμε σε πισωγυρίσματα, παραχωρήσεις και χαριστικές διευθετήσεις. Αυτοί  που δεν πληρώνουν φόρους εξακολουθούν να μην πληρώνουν και με το νόμο, γιατί  αυτοί πάντα είναι με αυτούς που εναλλάσσονται στη διακυβέρνηση της χώρας.

Το ζήτημα δεν είναι πόσο σκληρά θα είναι  τα μέτρα για να βγούμε από την κρίση, αλλά ποιους θα αφορούν και πως θα  εφαρμοστούν. Είναι επιτακτική ανάγκη στη σημερινή ζοφερή συγκυρία, επιτέλους το  πολιτικό μας σύστημα ν’ αποκτήσει πυξίδα και να πορευτεί προς την κατεύθυνση της  εξυπηρέτησης του γενικού καλού και του εθνικού συμφέροντος. Η χώρα πάει από το  κακό στο χειρότερο γιατί τα πολιτικά κόμματα πελαγοδρομούν μέσα στο σύστημα, με  υποσχέσεις, γενικόλογες διακηρύξεις, φανφάρες και μικροκομματισμούς. Τα δυο  μεγαλύτερα κόμματα παραλαμβάνουν και παραδίνουν το ένα στο άλλο, δημόσιο χρέος,  ελλείμματα και κακοδιαχείριση, ενώ τα μικρότερα περί άλλων τυρβάζουν κάτω από  την πίεση της αγωνίας τους για να γαντζωθούν στο σύστημα και να μην μείνουν απ’  έξω.

Κακά, λοιπόν, τα ψέματα, στη σημερινή  πολιτική σκηνή υπάρχει ένα μεγάλο κενό, ένα πολιτικό υστέρημα σε όλο το σύστημα.  Είναι ορατή πλέον και δια γυμνού οφθαλμού η έλλειψη ενός οράματος, ενός στόχου,  κοντολογίς μιας συνολικής εθνικής πολιτικής αφύπνισης, που θα εμπνεύσει, θα  κινητοποιήσει, θα δημιουργήσει το απαραίτητο κλίμα εμπιστοσύνης μεταξύ κοινωνίας  και πολιτικών και θα οδηγήσει τη χώρα στο ξέφωτο, μακριά από τη δυσοσμία των  σκανδάλων της διαπλοκής πολιτικών και οικονομικών συμφερόντων.

Όσο θα ψηφίζουμε και θα εκλέγουμε  πολιτικούς που θέτουν ως προτεραιότητα το προσωπικό και κομματικό τους συμφέρον,  που απλά απολαμβάνουν την καρέκλα της εξουσίας, χωρίς οραματικό σχεδιασμό και  εθνικό στόχο και κυρίως χωρίς να μπορούν να ζωντανέψουν την ελπίδα για το αύριο  της πατρίδας μας, θα βολοδέρνουμε σε πισωγυρίσματα προσμένοντας το μάννα εξ  ουρανού…

49)  Πολιτικό σύστημα και παραοικονομία

  

Ένας σύγχρονος ευρωπαίος οικονομικός  αναλυτής και στοχαστής θεωρεί και περιγράφει την οικονομική κρίση ως μια οδυνηρή  υπόθεση που δεν πρέπει ποτέ να σπαταλάμε. Στη χώρα μας οι πολιτικοί και τα  κόμματα δεν την αντιλαμβάνονται έτσι, γι’ αυτό και ουδέποτε ομονοούν στο να  διαχειριστούν δύσκολες καταστάσεις. Προτάσσουν πάντα μικροκομματικές  σκοπιμότητες και ρίχνουν άφθονο νερό στο μύλο της αναξιοπιστίας και της  αφερεγγυότητας του πολιτικού συστήματος. Στα λόγια όλοι αναγνωρίζουν ως μείζον  το δημόσιο και εθνικό συμφέρον, αλλά στις πράξεις αυτοδιαψεύδονται. Δεν τα  εννοούν αυτά που λένε. Πολύς λόγος γίνεται για την ενίσχυση της ρευστότητας στην  αγορά και για την ενίσχυση των μικρών επιχειρήσεων, αλλά μόνο για προσωρινή –  πρόσκαιρη ανακούφιση. Πολλά χρόνια τώρα οι Έλληνες πολιτικοί εναλλάσσονται στα  υπουργεία Οικονομικών, τα μετονομάζουν, τα διαχωρίζουν, τα φτιασιδώνουν, αλλά  επί της ουσίας η κατάσταση παραμένει ίδια. Ποτέ δεν εκπονήθηκε ένας μακρόπνοος  σχεδιασμός. Μονίμως στρουθοκαμηλίζουν από το φόβο του πολιτικού κόστους και δε  θέλουν να δουν, ιδίως σήμερα, λόγω της διεθνούς ύφεσης, ότι στη χώρα μας υπάρχει  πλήθος επιχειρήσεων που λειτουργούν αυτή τη στιγμή μόνο για τη συμπλήρωση των  απαραιτήτων ετών σύνταξης των ιδιοκτητών κ.λ.π  συνεταίρων τους, χωρίς να  υπάρχει το παραμικρό πλάνο προοπτικής για τη στήριξη επιβίωσής τους, προκειμένου  να μεταβιβαστούν. Δεν μπορούν και δε θέλουν να δουν τα οικονομικά μυαλά της  ελληνικής πολιτικής τη ραγδαία αύξηση της εξάρτησης των μικρών επιχειρήσεων από  τη φοροδιαφυγή, ως του μόνου μέσου οικονομικής επιβίωσης. Δεν αντιλαμβάνονται  ότι το δημόσιο συμφέρον έχει να κάνει με την εξυγίανση και τη στήριξη της αγοράς  με αποδοτικά μέτρα, ώστε να υπάρξει ανανέωση επιχειρηματικών πρακτικών, να δοθεί  έμφαση στη διαφοροποίηση και στην καινοτομία, για να εκλείψει επιτέλους αυτή η  γενικότερη ανταγωνιστική απαξίωση κλάδων της οικονομίας. Και σαν να μη φτάνουν  αυτά, με τον τρόπο που σκέπτονται δυστυχώς εντείνουν όλο και περισσότερο το  φαινόμενο της «επιχειρηματικής αδιαφορίας» και την απαξίωση των επιχειρηματιών  της τρίτης – τέταρτης ηλικίας, οι οποίοι χωρίς να ενδιαφέρονται πλέον για κέρδη,  αλλά για τη φυγή από το τέλμα, στηρίζουν τις πωλήσεις τους σε χαμηλές τιμές,  δημιουργώντας έναν ιδιότυπο «αθέμιτο» ανταγωνισμό.

Με αφορμή, λοιπόν, τη σημερινή οικονομική  συγκυρία, πρέπει οι ιθύνοντες να κάνουν μια πιο ουσιαστική ανάγνωση και μελέτη  της κρίσης για να παρθούν αποφάσεις προς τη σωστή κατεύθυνση. Η σιωπηλή παραδοχή  της παραοικονομίας (σχετικές έρευνες τη θέλουν για τη χώρα μας να προσεγγίζει  το1/3 του Α.Ε. Εισοδήματος) ως πολιτική πράξη απομακρύνει τις προοπτικές εξόδου  από την ύφεση.

Πολιτικές απόψεις, του τύπου, η  παραοικονομία ενισχύει την κατανάλωση και διαμορφώνει ένα προστατευτικό πλαίσιο  για τα νοικοκυριά, είναι πολιτικαντισμοί και παραπλανητικές υπεκφυγές. Η αλήθεια  είναι πως η ενδυνάμωση της παραοικονομίας μακροχρόνια συνδυάζεται με την άτυπη  ιδιωτικοποίηση της πρόσβασης των πολιτών στα δημόσια αγαθά (κυρίως στα  πρωτεύοντα, όπως της περίθαλψης, υγείας και παιδείας) και γιγαντώνει την αν  ισότητα στην κατανομή των εισοδηματικών επιπτώσεων της κρίσης σε επιμέρους  κοινωνικές ομάδες.

Μπορεί ο εξωτερικός δανεισμός του κράτους  να ενισχύει την εγχώρια ζήτηση και να συντηρείται έτσι ένα μεγάλο εύρος  δραστηριοτήτων χαμηλής παραγωγικότητας, αλλά ταυτόχρονα επειδή είναι συνεχής  οδηγεί με μαθηματική ακρίβεια σε οικονομική στενότητα, σε πλήρη απαξίωση  δημόσιων αγαθών, αλλά και υποδομών, με καταληκτική συνέπεια τη διαμόρφωση ενός  γόνιμου πεδίου ευδοκίμησης και ανάπτυξης της παραοικονομίας. Φαύλος κύκλος και  διέξοδος πουθενά!

Ας μην ωραιοποιούμε καταστάσεις και  πάψουμε να μασάμε τα λόγια μας. Η ελληνική οικονομία δεν έχει τα κότσια να  διαπραγματευτεί τους όρους δανεισμού και το πολιτικό μας σύστημα δεν κατάφερε  ακόμα να διαμορφώσει μια στρατηγική απεγκλωβισμού από την παγίδα της αδιέξοδης  στασιμότητας.

Κοντολογίς, αυτός ο απεγκλωβισμός θα  εξαρτηθεί πρωτίστως από τη θέληση και την ικανότητα του πολιτικού συστήματος να  αποκαταστήσει την αξιοπιστία και τη φερεγγυότητά του και να δημιουργήσει νέες  συνθήκες ισορροπίας και συνοχής στον κοινωνικό ιστό.

Το πρώτο βήμα προς αυτή την κατεύθυνση θα  είναι η χαλάρωση του σφιχταγκαλιάσματος κράτους και παραοικονομίας. Ίδωμεν…

48) Aντισταθείτε…

 

 

Εφόσον η πολιτική είναι η τέχνη της  διακυβέρνησης μιας οργανωμένης πολιτείας, ο πολιτικός είναι φορέας αξιοσύνης,  επιδεξιότητας, γνώσεων και ηθικών αξιών. Στο περίφημο «Κοινωνικό Συμβόλαιο» του  Ζαν Ζακ Ρουσσώ επισημαίνεται πως η άμβλυνση της σχέσης πολιτικής και ηθικής  είναι επικίνδυνη, ο δε χωρισμός τους σηματοδοτεί μια στάση φυγής από τον  πολιτικό χώρο και υποταγής του ηθικού ανθρώπου στον τυχόντα τύραννο.

Δυστυχώς στη σημερινή πολιτική  πραγματικότητα τα αυτονόητα παραγκωνίζονται και οι έννοιες τη πολιτικής και της  ηθικής διαρκώς αποψιλώνονται από επαγγελματίες πολιτικούς και άφρονες  πολιτικάντηδες. Στην αδυσώπητη κυριαρχία της εικόνας η πολιτική μετατράπηκε από  ύψιστη των επιστημών, που τη θεωρούσε ο Αριστοτέλης, σε επικοινωνιακό παιχνίδι.  Τα προσόντα και οι ικανότητες των πολιτικών δεν έχουν να κάνουν με την  καταλληλότητά τους ν’ ασχοληθούν  με τα κοινά και τα δημόσια, αλλά με την  ασύστολη προπαγάνδα και τη χειραγώγηση του πολιτικού φρονήματος. Ικανός πλέον  είναι αυτός που καταφέρνει να εκμαιεύσει τις περισσότερες ψήφους του λαού, χωρίς  να έχει ιδιαίτερη σημασία και αξία ο τρόπος που το επιχειρεί αφού στην πολιτική  αρένα ο σκοπός πάντα αγιάζει τα μέσα. Η πολιτική και σε τούτη την προεκλογική  περίοδο για τη χώρα μας ήταν θέαμα, ήταν παιχνίδι των επικοινωνιολόγων και των  ειδικών της ηλεκτρονικής ενημέρωσης, ώστε να επιτευχθεί ο στόχος και να  σαγηνευθούν τα πλήθη. Να εντυπωσιαστούν από την εικονική πραγματικότητα για ν’  αποστασιοποιηθούν από την υπαρκτή. Ο πολιτικός λόγος, όσος ακόμα εναπόμεινε,  ακολουθεί τους δρόμους και διαδρόμους της διαφημιστικής καμπάνιας, ωσάν να  πρόκειται για καταναλωτικό προϊόν. Η ασφυκτιούσα από προβλήματα κοινωνία μας  υποτάσσεται στην κυριαρχία των κατασκευασμένων εικονικών προτύπων που  αντικαθιστούν τη ζωή και υποβάλλουν τους πολίτες στον εθισμό και στη βίωση της  ψευδεπίγραφης αλήθειας που συσκοτίζει εντέχνως την ουσία των πραγμάτων.

Ο εικονοποιημένος τρόπος ζωής και η  ταχύτατη εναλλαγή των εικόνων διαμορφώνει και τη σχέση του πολίτη με την  πολιτική, που για να γίνει ελκυστική  και κατανοητή θα πρέπει να διαθέτει  παρόμοια με τα προϊόντα χαρακτηριστικά ιδιώματα.

Σ’ αυτή τη διαδικασία προώθησης δήθεν  ιδεών και πολιτικών αντιλήψεων οι πολίτες αντιμετωπίζονται ως καταναλωτές γι’  αυτό και καλούνται ν’ απορρίψουν τις παλιές πολιτικές στάσεις όπως ακριβώς  συμβαίνει με τα παλιά προϊόντα, τα θεωρούμενα ξεπερασμένα λόγω μόδας που  προωθούνται στα outlet ή αποσύρονται στις αποθήκες  ευκαιρίας.

Η πολιτική άποψη καθίσταται συμβολικό  θέαμα και η ενημέρωση των πολιτών είναι στα χέρια των εταιρειών συμβούλων  επικοινωνίας, οι οποίες εκφράζουν τα κόμματα και τις δήθεν ιδεολογίες και που  ταυτίζουν απροκάλυπτα τα ζητήματα πολιτικής με τα ζητήματα αισθητικής και  μάρκετινγκ.

Κάποτε για την ενασχόληση με την πολιτική  απαιτούνταν πλήθος γνώσεων και εξοικείωση με διάφορoους τομείς του επιστητού  όπως η οικονομία, η κοινωνιολογία, η ιστορία και η νομική, ακόμα και η  εθνολογία, η ψυχολογία και οι θετικές επιστήμες. Σήμερα η επιτηδειότητα  υφαρπαγής της ψήφου αναγορεύεται σε ικανότητα!

Ζούμε στην εποχή της αλλοτριωμένης  πολιτικής βούλησης του ατόμου και της αποξένωσης του πολίτη απ’ ό,τι διαμορφώνει  και καθορίζει την προοπτική της κοινωνίας. Δεν έχουμε, λοιπόν, άλλη επιλογή από  την ανυπακοή στα κελεύσματα του πολιτικαντισμού, αυτά με τα οποία μας  βομβαρδίζουν οι αλχημιστές της επικοινωνίας. Αντίσταση τώρα.

Να πούμε όχι στα ψευτοδιλήμματα που  καλλιεργούν και θέτουν αυτοί που οδήγησαν την πατρίδα σε αδιέξοδα και την  κοινωνία σε κρίση και σήμερα εμφανίζονται αυτόκλητοι σωτήρες οι ίδιοι. Επιτέλους  υπάρχουν όρια και στην υποκρισία και στην ανοχή. Ας αντισταθούμε στην ευτέλεια  και στο παραμύθιασμα της τηλεδημοκρατίας.

47) Όλα για το λάφυρο της εξουσίας

 

 

Πολλά χρόνια τώρα οι εκάστοτε κυβερνήσεις  επικαλούνται τις ίδιες σχεδόν διαρθρωτικές αλλαγές, προκειμένου να ξεπεραστούν  οι ύφαλοι της οικονομίας και να αποκατασταθούν οι κοινωνικές ανισότητες. Αυτά  όμως στα λόγια των εξαγγελιών τους γιατί οι πράξεις τους καταμαρτυρούν τα  εντελώς αντίθετα.

Κι είναι τέτοιο, δυστυχώς ακόμα, το  πολιτικό μας σύστημα που επιτρέπει μόνον τα δυο μεγαλύτερα κόμματα να  εναλλάσσονται στην εξουσία οπότε σταθερά το ένα παραλαμβάνει χάος από το άλλο  για να το διαχειριστεί, αλλά το παραδίνει πάλι ως χάος στο άλλο, κι έτσι  διαδοχικά προκύπτει και το κατάλληλο άλλοθι της αναποτελεσματικότητάς τους. Τα  μικρότερα κόμματα απλώς υπάρχουν για να συμπληρώνεται ο πολιτικός καμβάς και να  φωσφορίζει στα μάτια των πολιτών η δημοκρατική λειτουργία του συστήματος.

Στη μεταπολιτευτική εποχή, λοιπόν, για  τους ασκούντες την εξουσία πάντα υπάρχουν υπαρκτοί και ανύπαρκτοι παράγοντες  (ντόπιοι και ξένοι) που δεν ευνοούν τις αγαθές προθέσεις τους για την επίλυση  των προβλημάτων της κοινωνίας. Κομπάζουν προεκλογικά πως θα τα καταφέρουν, αλλά  μόλις υφαρπάξουν την ψήφο του λαού ξεχνούν και τις υποσχέσεις και τις  μεταρρυθμίσεις που εκ των πραγμάτων αναγκαιούν, ώστε να πάρουν ανάσα οι  ασθενέστερες κοινωνικές τάξεις.

Υπάρχει αναμφίβολα στη χώρα μας ένα  τεράστιο πολιτικό κενό.

Κόμματα δημιουργούνται και εξασφαλίζονται  πριν ακόμα καταφέρουν να στηθούν στα πόδια τους. Κι όσα αντέξουν και  ορθοποδήσουν, το μόνο μέλημά τους είναι πώς να κερδίσουν το ελάχιστο ποσοστό  ψήφων που θα τους επιτρέψει να εισέλθουν στη Βουλή.

Επαγγελματίες πολιτικοί διαγκωνίζονται  για το ποιος θα καταφέρει να επιτύχει τα περισσότερα στο δρόμο για την προσωπική  τους ανέλιξη και πορεία, σε πλήρη εξάρτηση από εξωθεσμικά κέντρα και εταιρικά  πολυεθνικά συμφέροντα. Όλα για το λάφυρο της εξουσίας κι όχι για την άσκηση  πραγματικής πολιτικής που θα απαλείψει τις κοινωνικές ανισότητες και θα οδηγήσει  τη χώρα στην ευημερία.

Δυστυχώς ακόμα στην πατρίδα μας το  πολιτικό κατεστημένο σύστημα (το οποίο εμείς συντηρούμε) εξακολουθεί να πάσχει  από την επιτηδευμένη μανία της κατηγοριοποίησης των ατόμων, της στρατολόγησης  και ένταξης των πολιτών σε κομματικούς σχηματισμούς και ομάδες. Αγώνες και  προπαγάνδες, ώστε όλοι να ταχτοποιηθούν σε καλούπια, να κολλήσουν πάνω τους την  ετικέτα, να εγγραφούν σε κομματικούς καταλόγους ως φίλοι, ως μέλη, ως στελέχη,  ως υποστηρικτές, ως ψηφοφόροι, ως χρηματοδότες….

Δυστυχώς ακόμα πληρώνουμε τις αμαρτίες  του παρελθόντος και το ερώτημα είναι ως πότε;

Αυτή η πρακτική είναι κατάλοιπο της  εποχής που οι πολίτες ήταν αντίπαλοι μεταξύ τους, που βίωναν έντονα πολιτικά  πάθη και τα οποία τελικά πλήρωσαν με πολύ ακριβό τίμημα. Στον 21ο αιώνα όμως  είναι παντελώς αδικαιολόγητη, αλλά και καθόλου αθώα.

Κάθε κατηγοριοποίηση είναι φανερό πως  υποκρύπτει ανελευθερία, διάθεση και πρόθεση περιορισμού του αυτεξουσίου και  στοχεύει στη χειραγώγηση των ιδεών και των διαφορετικών αντιλήψεων. Δε φτάνει  σήμερα να αυτοπροσδιορίζεσαι ή να ετεροπροσδιορίζεσαι ως δεξιός, αριστερός,  φιλελεύθερος, σοσιαλιστής, ενδιάμεσος αυτών ή ακραίος.

Τα προβλήματα δεν έχουν χρώμα και είναι  κοινά για τους ανθρώπους της βιοπάλης, οι δε λέξεις και έννοιες έχασαν πλέον την  ουσία του νοήματος που πιθανόν κάποτε να είχαν, όταν εξέφραζαν θέσεις και  στάσεις ζωής, φιλοσοφίας και ηθικής.

Σήμερα ζούμε και βιώνουμε την πλήρη  αναντιστοιχία και ανακολουθία πολιτικών λόγων και έργων. Επιτέλους ας  τοποθετήσει ο καθένας μας το μικρό του ανάχωμα σ’ αυτή την κατρακύλα του  πολιτικού μας συστήματος.

Φτάνει πια.

Σ’ αυτούς που ζητούν την ψήφο μας ας  απαντήσουμε, πως τούτη τη φορά απ’ αυτά που κάνουν καταλαβαίνουμε ποιοι είναι,  ακόμα κι αν ισχυρίζονται ότι δεν είναι αυτό που είναι.

46) Χαλινάρια στη σκέψη και στον  προβληματισμό

  

Κυρίαρχο ρόλο στη διαμόρφωση της κοινής  γνώμης και κριτικής πάνω σε φλέγοντα θέματα της επικαιρότητας, αλλά και της  ανεπικαιρότητας, είχαν τα μέσα ενημέρωσης ανέκαθεν. Αυτή είναι μια  αδιαμφισβήτητη πραγματικότητα ιστορικά επιβεβαιωμένη (και στη χώρα μας). Μάλιστα  σε αμφιλεγόμενες εποχές, η λεγόμενη τέταρτη στην ιεραρχία εξουσία της κρατικής –  πολιτειακής οντότητας αναρριχούταν στην πρώτη θέση και από κει καθόριζε  παρασκηνιακά την εξέλιξη των πολιτικών πραγμάτων στην πατρίδα μας. Κι αν σε  κείνες τις παρελθούσες μέρες το εύρος κα η εμβέλεια επιρροής των ΜΜΕ είχαν να  κάνουν μόνον με τα έντυπα και το ραδιόφωνο, φανταστείτε το μέγεθος επιρροής στο  σήμερα, με τα ηλεκτρονικά μέσα ενημέρωσης και το διαδίκτυο. Σήμερα όχι μόνον  διαμορφώνεται η κοινή γνώμη με βάση τις επιρροές των ΜΜΕ, αλλά κατευθύνεται  ανάλογα και η συλλογική κοινωνική συνείδηση κατά τρόπο καταλυτικό τις  περισσότερες φορές. Αν κάποτε στη χώρα μας δημοσιογραφικά συγκροτήματα ανέβαζαν  και κατέβαζαν κυβερνήσεις, τώρα η κυριαρχία της εικόνας στρέφει την κοινή γνώμη  προς την κατεύθυνση που κάποιοι πάντα επιδιώκουν, χαλιναγωγώντας κάθε έννοια  ελεύθερης έκφρασης, άποψης και προβληματισμού.

Η μεγάλη του Τύπου Σχολή (έντυπη,  ηλεκτρονική, ραδιοφωνική και διαδικτυακή) είναι πιο αποτελεσματική σ’ αυτό που  κάνει, ακόμα και από τη θεσμοθετημένη εκπαιδευτική διαδικασία, που αδυνατεί  πραγματικά να παιδεύσει τα ελληνόπουλα. Επιβάλλει χωρίς κόπο και μόχθο και σε  πολύ μικρό χρονικό διάστημα, πρότυπα γλωσσικά, αισθητικά, αλλά και πολιτικο-ιδεολογικά.  Κι αυτό το τελευταίο είναι που τρομάζει περισσότερο.

Το βιβλίο κατάντησε πια πολυτέλεια των  ολίγων, των απροσάρμοστων της νέας τάξης πραγμάτων στη νέα εποχή της ταχύτητας  και η ενημέρωση από την εφημερίδα γίνεται ευκαιριακά και μόνο με το ξεφύλλισμά  της στο δρόμο ή στο πεζοδρόμιο περιμένοντας το λεωφορείο. Τα πάντα στο βωμό της  καταναλωτικής λαίλαπας και της πλήρους  απουσίας στόχων και επιδιώξεων για τη  νοηματοδότηση της ζωής. Αυτό εκμεταλλεύονται κατά τον προσφορότερο τρόπο οι  πολιτικοί και πολιτικάντηδες, αλωνίζοντας στο αλώνι της μάζας – κοινωνίας, απ’  την οποία απουσιάζουν όλο και περισσότερο οι σκεπτόμενοι και ενεργοί πολίτες. Τα  πάντα γύρω μας λειτουργούν εκτρέποντας τον άνθρωπο και κυρίως το νεολαίο από την  προσπάθεια ενίσχυσης και πλήρωσης της προσωπικότητάς του με αξίες και ιδανικά.  Κάποτε οι νέοι είχαν τις δικές τους παρέες στο πανεπιστήμιο, στη δουλειά, στον  ελεύθερο χρόνο και συζητούσαν με λογισμό και όραμα. Εξέδιδαν τα δικά τους έντυπα  με ρόλο, με στόχο και σκοπό, την ενημέρωση, τον προβληματισμό, την κριτική σκέψη  και αντίληψη, τον πολιτισμό. Υπήρχαν επίσης εφημερίδες με παιδευτική στόχευση,  αλλά και διαφωτιστική, επαναστατική. Έτσι συντελούνταν οι κοινωνικές ζυμώσεις,  έτσι διαμορφώνονταν το αξιακό σύστημα στην πολιτική και σε όλες τις εκφάνσεις  της ανθρώπινης δράσης και δραστηριότητας. Ήταν τιμή η δυνατότητα προσφοράς για  το γενικό καλό, για το δημόσιο αποκαλούμενο συμφέρον. Σήμερα είναι ψευδεπίγραφη  επίκληση, αφού οι ασχολούμενοι με τα κοινά στην πλειοψηφία τους, δυστυχώς, με  την ικανοποίηση ιδιοτελών προσωπικών επιδιώξεων καταγίνονται, μέσα σ’ ένα θολό  και άνυδρο πολιτικό περιβάλλον, μέσα σε μια κοινωνία που την έκαναν να τελεί σε  σύγχυση και να έχει χάσει το μπούσουλα. Μπορεί κανείς σήμερα να ισχυριστεί  πειστικά και δίχως να χαμογελάσει ότι τα ΜΜΕ ακολουθούν το τρίπτυχο του  πραγματικού ρόλου τους, δηλαδή της αντικειμενικής ενημέρωσης, της μόρφωσης και  της ψυχαγωγίας; Σίγουρα όχι. Σήμερα δεν υπάρχουν ΜΜΕ αλλά επιχειρήσεις  και οικονομικά συμφέροντα. 

Εργολαβίες, διαπλοκές και συσσώρευση  κερδών, από την παρουσίαση της είδησης μέχρι τη διαφήμιση και την  προπαγανδιστική κατευθυνόμενη ενημέρωση. Πολιτικοί, εκδότες, δημοσιογράφοι και  καναλάρχες, εργολάβοι και επιχειρηματίες αντιπαρατίθενται για το μεγαλύτερο  κομμάτι της αφάγωτης πίτας κι ο λαός παρακολουθεί αμήχανος και ανήμπορος να  αντιδράσει, αφού φρόντισαν οι επιτήδειοι να ευνουχίσουν τα πιστεύω του. Κι όσο  αυτή η διαπίστωση θα επιβεβαιώνεται και θα διαιωνίζεται, τόσο το κερί της  ελπίδας για αναστροφή του κλίματος θα τρεμοσβήνει. Ευχής έργο είναι τουλάχιστον  να μη σβήσει! Με ευχολόγια όμως δεν γίνονται κοινωνικά άλματα, ούτε καν βήματα  επιτόπια. Οφείλουμε όλοι μας να συναισθανθούμε το χρέος μας απέναντι στον εαυτό  μας, στην κοινωνία που ζούμε, στην πατρίδα μας. Δεν είναι δυνατόν να  παρακολουθούμε τα τρένα που φεύγουν σφυρίζοντας εκκωφαντικά για εγρήγορση από το  λήθαργο της απάθειας και της αδιαφορίας και εμείς απλά να παρακολουθούμε χωρίς  να ακούμε, χωρίς να ανησυχούμε για το αύριο. Πρέπει επιτέλους να αντισταθούμε,  υψώνοντας αναχώματα  κριτικής σκέψης στον κατήφορο της παραπλάνησης, της  αποπληροφόρησης και του αποπροσανατολισμού, με τη δύναμη της ελεύθερης βούλησης  και της υπεύθυνης στάσης. Να διεκδικήσουμε, να απαιτήσουμε και να κερδίσουμε ως  τηλεθεατές, αναγνώστες και ακροατές, ως προσωπικότητες και υπεύθυνοι πολίτες, το  σεβασμό που μας οφείλουν τα ΜΜΕ. Λιγοστεύει που λιγοστεύει όλο και πιο πολύ ο  ελεύθερος χρόνος μας, ας μην τον αφήνουμε έρμαιο στις επιδιώξεις των ιδιοκτητών  της ενημέρωσης – προπαγάνδας, καταναλώνοντας αδιάκριτα τα υποπροϊόντα τους, όλα  αυτά που μας υποβιβάζουν από το βάθρο της ανθρώπινης αξιοπρέπειας και προόδου.

Επιτέλους ας βαδίσουμε στο αύριο  χωρίς χαλινάρια και παρωπίδες στη σκέψη και στην κρίση, ανυπάκουοι στα ιδιοτελή  κελεύσματα των διαμορφωτών της κοινής γνώμης και της κοινωνικής συνείδησης,  αρνούμενοι το συμβιβασμό, την υποταγή, αλλά και την ανοχή στην εμπορευματοποίηση  των πάντων ακόμα κι αυτής της αλήθειας. Καιρός να δώσουμε ενδιαφέρον στην  καθημερινότητά μας γινόμενοι οι ίδιοι ενδιαφέροντα άτομα και προπαντός ενεργοί,  συνειδητοποιημένοι και υποψιασμένοι πολίτες. Είναι ο μόνος δρόμος – μονόδρομος  για να απαλλαγούμε από όλα αυτά που μας βαραίνουν και μας αγχώνουν, τις μίζες  και τη διαφθορά, τη διαπλοκή και την αδιαφάνεια, την πολιτική και θεσμική κρίση,  την κυριαρχία της μετριότητας και της αναξιοκρατίας, τον οικονομικο-κοινωνικό  μαρασμό.    

45) Το σύστημα δοκιμάζεται… 

 

Πολλά χρόνια τώρα, πολλοί ήταν αυτοί, που  μέσα στο πολιτικό σύστημα απόκτησαν δύναμη και εξουσία (με την πιο χυδαία  σημασία των όρων), που δημιούργησαν χαρέμια, αυλές και περιβάλλοντα με  κολαούζους, παρατρεχάμενους και υποτακτικούς. Μέσα από εταιρείες κολοσσούς, από  δωρεές, εισφορές και ενισχύσεις τροφοδοτούσαν πρόσωπα και κόμματα, ώστε να  επεκτείνεται και να ισχυροποιείται η κυριαρχία και η εδραίωση της επιρροής της  εταιρείας σε αυτούς που κυβερνάνε ή πρόκειται να κυβερνήσουν. Κόμπαζαν γι’ αυτή  τους τη δύναμη, όλοι αυτοί, που δυστυχώς στα νιάτα τους υπήρξαν αγωνιστές και  αμφισβητίες του άδικου συστήματος, αρνητές της άνισης κατανομής του δημόσιου  πλούτου και υποστηρικτές της εναντίωσης στην καλοπέραση των ολίγων σε βάρος των  ευρύτερων λαϊκών αποκαλούμενων στρωμάτων της κοινωνίας.

Τώρα που μεγάλωσαν άλλαξαν πουκάμισα όπως  τα φίδια και μεταμορφώθηκαν σε τρωκτικά του συστήματος που τους εξέθρεψε,  συνασπιζόμενοι ενίοτε προς ίδιον όφελος ακόμα και με «αντιπάλους», μόνον και  μόνον για να μη χαθεί η κουτάλα της ρεμούλας. Και να που, δήθεν όλοι απορούν για  το πόσο έχει απλώσει τα πλοκάμια της η διαφθορά, και διαρρηγνύουν τα ιμάτιά τους  για όσα κατά δόσεις έρχονται στο φως της δημοσιότητας. Πάλι καλά που επιτέλους  όλοι ομολογούν πως το πολιτικό σύστημα δοκιμάζεται. Ναι, ΔΟΚΙΜΑΖΕΤΑΙ και παρόλα  αυτά υπάρχουν αρκετοί εκφραστές αυτού, που τυρβάζουν ακόμα περί άλλων… Ένα πέπλο  κάλυψης και συγκάλυψης απλώνεται διαρκώς μέσα στους λαβυρινθώδεις διαδρόμους του  πολιτικού συστήματος με δικαιολογητικό άλλοθι πως οι θεσμοί λειτουργούν και  κάποτε θα αποδοθούν οι ευθύνες εκεί που ανήκουν. Τώρα, πώς είναι δυνατόν να  διατηρούν την υγεία τους οι θεσμοί μέσα σε ένα άρρωστο σύστημα, είναι μια ακόμα  απορία για όσους εξακολουθούν να σκέπτονται και να αντιστέκονται στην  ισοπεδωτική συμφεροντολογική άλογη λογική των επιτήδειων.

Βουλή, επιτροπές, διαδικασίες,  εξεταστικές, προανακριτικές κ.ο.κ…αλλά αποτέλεσμα άδηλο. Ο ένας παραπλανήθηκε, ο  άλλος αγνοούσε, για τον επόμενο δεν είναι επαρκή τα στοιχεία, για τους άλλους  υπάρχει ζήτημα παραγραφής και πάει λέγοντας. Η ίδια δε κατακλείδα σε όλους τους  πολιτικούς βαρετούς και άνοστους ισχυρισμούς, ότι δηλαδή η ανεξάρτητη δικαιοσύνη  θα επιτελέσει το έργο της. Όλα στο βωμό του επικοινωνιακού εντυπωσιασμού, της  προσπάθειας να επιβιώσει ως έχει το πολιτικό σύστημα, να αντέξει και σε τούτη τη  δοκιμασία, μέχρι να καταλαγιάσει ο κουρνιαχτός, να πέσει στάχτη στα μάτια της  κοινής γνώμης με τον καταλογισμό ευθυνών σε κάποιους από αυτούς που λάδωσαν και  εξέθεσαν το σύστημα και μετά πάλι μια από τα ίδια. Κάποιοι επικαλούνται μονότονα  το αυστηρό νομοθετικό μας πλαίσιο για να δείξουν τη βούλησή τους για την πάταξη  της διαφθοράς και της αδιαφάνειας στο δημόσιο βίο. Δεν απαντούν όμως πειστικά  στο μεγάλο και εύλογο ερώτημα της κοινωνίας, πώς γίνεται να καταδιώκονται οι  συμμέτοχοι που πλήρωσαν και να μην ισχύει το ίδιο για τους αξιωματούχους και  πολιτικούς που εισέπραξαν. Κι όσο αυτό το ερώτημα θα παραμένει έωλο, η χώρα μας  θα φιγουράρει κάθε χρόνο μεταξύ των πρώτων στο κεφάλαιο διαφθορά του πίνακα της  παγκόσμιας επιτροπής  διαφάνειας, μαζί με κάποιες ασύντακτες αφρικανικές και  ανατολικοευρωπαϊκές χώρες.

Είναι πράγματι υποκρισία, στο δημόσιο  πολιτικό λόγο, στις αντιπαραθέσεις των τηλεπαραθύρων, να δηλώνεται με τόση  ένταση και έπαρση η διάθεση του πολιτικού συστήματος για πλήρη διαφάνεια και  άπλετο φως στα δημόσια πράγματα και στο δια ταύτα να μην ομονοούν ποτέ και να  μην καταλήγουν στην υλοποίηση των όσων πομπωδώς διατυμπανίζουν. Άλλα τα λόγια  και άλλες οι πράξεις. Πλήρης και άπλετη ανακολουθία λόγων και έργων.

Αφού πρώτα εξασφαλίσουν τα νώτα τους οι  φορείς του συστήματος με τους νόμους και το Σύνταγμα, ρυθμίζοντας τα του οίκου  τους, μετά υψώνουν φωνή μεγάλη για απονομή της δικαιοσύνης, για καταστολή της  διαφθοράς και για διαφάνεια στο δημόσιο βίο. Είναι όμως ποτέ δυνατόν σ’ ένα  διεφθαρμένο σύστημα, όποιο κι αν είναι αυτό, να υπάρχουν μόνον διεφθαρμένοι  χωρίς διαφθείροντες ή μόνον διαφθείροντες χωρίς διεφθαρμένους; Και πώς αντέχει  στην απλή κοινή λογική, το γεγονός πως πάντα, είτε πρόκειται για διεφθαρμένους  είτε πρόκειται για διαφθείροντες, αυτοί να είναι εκτός του συστήματος, έξω απ’  το σαράι της πολιτικής εξουσίας, στους δρόμους και στους διαδρόμους που οδηγούν  σ’ αυτό, αλλά ουδέποτε μέσα σε αυτό.

Γι’ αυτό λοιπόν λέμε πως ήρθε η ώρα για  τους πολιτικούς που κραδαίνουν το ξίφος του αιχμηρού πολιτικού λόγου,  μπουχτισμένοι από τη σήψη του συστήματος, να το εξακοντίσουν προς την κατεύθυνση  της αυτοκάθαρσης, να δείξουν με πράξεις τις διαθέσεις τους.. Το σύστημα που  ομολογουμένως δοκιμάζεται δεν αντέχει άλλα λόγια και φανφάρες πολιτικάντικες.  Πρώτο βήμα ας αποτελέσει η πλήρης κατάργηση όλων των προνομίων και των  ευεργεσιών που απολαβαίνουν με νομικές ρυθμίσεις οι φορείς του πολιτικού  συστήματος. Γιατί να υπάρχουν δυσκολίες, παρασπονδίες, αδυναμίες και εμπόδια  στην εφαρμογή των νόμων που ισχύουν για όλους τους πολίτες, για τα πολιτικά  πρόσωπα που με το έναν ή τον άλλον τρόπο εμπλέκονται σε σκάνδαλα; Ως πότε με τον  έναν ή τον άλλο τρόπο όλοι θα νίπτουν τας χείρας τους επικαλούμενοι τα ισχύοντα  στο νομοθετικό μας πλαίσιο και στο Σύνταγμα, αλλά και να δείχνουν παράλληλα την  «αλληλεγγύη» τους στον εμπλεκόμενο συνάδελφο!

Κοντολογίς, αν κάποτε το σύστημα  ανακαλύψει πως, διαφθείροντες και διεφθαρμένοι είναι και εντός των τειχών, και  καταφέρει να τους πετάξει έξω απ’ αυτά, αλλά και να το θωρακίσει από κάθε νέα  επιβολή, η δοκιμασία θα λάβει οριστικά τέλος.   Αλλιώς…

 

44) Το μήνυμα ακούστηκε, κατανοήθηκε  όμως;

 

 

Μπορεί στις πρόσφατες εκλογές οι πολίτες  (ψηφίσαντες και απέχοντες) να έδωσαν και πάλι δεκανίκια για τη στήριξη του  δικομματισμού, τάραξαν όμως κατά τι και τα τελματωμένα νερά του πολιτικού λόγου.  Παρατηρούμε αυτόν τον καιρό, παρά την καλοκαιρινή εποχή που πάντα όλα είναι  χαλαρότερα, όλο και σφοδρότερα να ασκείται κριτική στο πολιτικό σύστημα, όλο και  περισσότερο να αρθρώνεται δημόσιος λόγος κριτικού προβληματισμού για τα κόμματα  και τους πολιτικούς και πληθαίνουν οι αιχμηρές γραφίδες που κεντρίζουν όσους  πολιτικούς δεν ασκούν πολιτική για τον τόπο, αλλά εξουσία για ιδιοτελή οφέλη.  Κάτι, λοιπόν, αρχίζει να κινείται. Όλο και πιο πολλά αντανακλαστικά  αυτοσυντήρησης υποψιασμένων πολιτών εγείρονται, συμπαρασύροντας στο δρόμο της  ρήξης με το κατεστημένο πολιτικό σύστημα και πολλούς άλλους απογοητευμένους,  αμέτοχους πολίτες που οδηγήθηκαν στην αδιαφορία και την αποστασιοποίηση από τα  τεκταινόμενα, αφήνοντας ελεύθερο το πεδίο για δράση στα λαμόγια και τους  σαλτιμπάγκους.

Αρχίζει πλέον η κοινωνική συνείδηση να  «λεπταίνει» και να ευαισθητοποιείται περισσότερο, να μην ανέχεται άλλο κόμματα  που λειτουργούν με μοναδικό σκοπό και γνώμονα την πολιτική επιβίωση τους, που  μεθοδεύουν επικοινωνιακά τερτίπια για να παραμένουν στο πολιτικό προσκήνιο και  στο παρασκήνιο να ροκανίζουν κάθε έννοια ηθικής και αξιοπρέπειας, δίνοντας και  παίρνοντας με τις συντεχνίες και τα συμφέροντα. Μπούχτισε ο κόσμος πια από  πολιτικές συμπεριφορές που προκαλούν, που κατευθύνονται και υπαγορεύονται από  δημοσκοπήσεις, από συμφέροντα συνδικαλιστικών συντεχνιών και τα επιχειρησιακά  σχέδια των ιδιοκτητών των ΜΜΕ.

Δεν αντέχει άλλο να ανέχεται να βλέπει  κυβερνώντες και αντιπολιτευόμενους να βαδίζουν σε παραπολιτικούς ατραπούς για  εντυπωσιασμό και μόνο, για την εξαπάτηση και την παγίδευση των ψηφοφόρων.

Χρόνια τώρα η πατρίδα μας, στα πολιτικά  πράγματα, σύρεται από το τυχαίο, το αναπάντεχο και το απρόβλεπτο, και πάντα οι  όποιες πολιτικές εξελίξεις αδυνατούν να γεφυρώσουν το χάσμα ανάμεσα στις  πραγματικές ανάγκες των πολιτών και τις δυνατότητες των πολιτικών κομμάτων και  των πολιτικών. Δυστυχώς, στην ελληνική πραγματικότητα, τις τελευταίες δεκαετίες  ευδοκιμούν φαινόμενα πολιτικαντισμού, με πρόσωπα που πολιτεύονται για προσωπική  και οικογενειακή τακτοποίηση, που ασκούν το λειτούργημα της πολιτικής ως  προσοδοφόρο επάγγελμα και αποφεύγουν να αντιπαρατεθούν με ιδιοτελή συμφέροντα,  να διακινδυνεύσουν καινοτομίες με πολιτικό κόστος, γι’ αυτό και απευθυνόμενοι  στους ψηφοφόρους αρέσκονται στο να χαϊδεύουν αυτιά και να διατυπώνουν αντί για  πολιτικό λόγο, γενικόλογες κοινοτοπίες και καυγαδίζουν με δήθεν αντιπάλους για  το θεαθήναι και προς άγρα ψήφων.

Δεν αντιμετωπίζεται ο άνθρωπος ως  υπέρτατη αξία, δεν αντιμετωπίζεται ο πολίτης με σεβασμό και αξιοπρέπεια, παρά   ως αριθμός ψήφων που διαμορφώνουν πλειοψηφίες και μειοψηφίες. Δεν ασχολούνται οι  πολιτικοί με τα προβλήματα και την αναζήτηση λύσης, αλλά καταγίνονται με τη  συσκότιση της πραγματικότητας, της αλήθειας και της λογικής, φλυαρώντας ασύστολα  κι ανούσια, ώστε να επιτευχτεί ο επιδιωκόμενος στόχος της παγίδευσης των  ψηφοφόρων. Εφευρίσκουν λέξεις και έννοιες βαρύγδουπες, ακαταλαβίστικες για τον  κοινό νου, που τελικά  ούτε οι ίδιοι κατανοούν, λόγια που δεν έχουν πραγματικό  αντίκρισμα και που εκστομίζονται για να θολώσουν τα νερά ώστε να μην είναι  διακριτά τα όρια της αλήθειας από το ψέμα και οι πολίτες να μεταμορφωθούν σε  μάζα. Οι πολίτες μετά από πολλά χρόνια δείχνουν επιτέλους σημάδια αντίστασης  στον κατήφορο και ετοιμάζονται για το καινούργιο στην πολιτική σκηνή. Η  δυσπιστία είναι διάχυτη, αλλά και η προσμονή επίσης.

Το καινούργιο στα  πολιτικά πράγματα  πρέπει να καταβάλλει μεγάλη προσπάθεια για να πείσει ότι είναι το κάτι άλλο, ότι  αρνείται τη διαχειριστική τακτική, τους ιδιοτελείς συμβιβασμούς, τα παζαρέματα,  τις υποχωρήσεις και τη διαπλοκή. Αρχίζουν δειλά – δειλά κάποιοι από τους  πολιτικάντηδες να αυτοπεριθωριοποιούνται, αφού τα μηνύματα των πολιτών που  λαμβάνουν είναι πως προτιμούν και αξιώνουν πολιτικούς με όραμα και διαυγείς  κοινωνικούς στόχους, αλλά ο δρόμος είναι μακρύς ακόμα. Βρισκόμαστε στο ξεκίνημα.  Το διαφορετικό που προσδοκάται προοιωνίζει απαίτηση πολιτικής με ενδιαφέρον για  τον άνθρωπο και την κοινωνία, για ποιότητα ζωής, για στήριξη απαξιωμένων θεσμών  και πλήρωσης με περιεχόμενο της έννοιας της ευημερούσας δημοκρατικής πολιτείας.

Κοντολογίς, μακάρι, η σημερινή σπίθα  αναταραχής στον κοινωνικό σκεπτικισμό, να γίνει φλόγα ασίγαστη μέχρι τελικά να  αποτεφρώσει και τα τελευταία αποκαΐδια του παλαιοκομματισμού, του  πολιτικαντισμου, της αναξιοκρατίας, της διαφθοράς και της συντεχνιακής  συμφεροντολογίας. Ακούγεται όλο και πιο καθαρά η πνιγμένη (χρόνια) από την  κατεστημένη πολιτική ελίτ φωνή του λαού, η φωνή των άλαλων  ανθρώπων της  βιοπάλης, και μάλιστα δημιουργεί ακόμα πιο ξεκάθαρο αντίλαλο, κόντρα στις  σειρήνες περί νέο-φιλελευθερισμού και σοσιαλο-φιλελευθερισμού. Δεν φώναξαν  δυνατά οι πολίτες στις κάλπες των ευρωεκλογών, αλλά κάτι είπαν. Ανάγκασαν  πολιτικούς αρχηγούς και αρχηγίσκους να βγουν στα παράθυρα της εξουσίας και να  δηλώσουν πως το άκουσαν το μήνυμα. Τώρα δε μένει παρά να δείξουν, τουλάχιστον,   κάποιοι από αυτούς ότι το κατάλαβαν κιόλας.

43) Κράτος – κοινωνία και οικονομία

Οι πολίτες έστειλαν με τη συμπεριφορά  τους στις ευρωεκλογές τα δικά τους μηνύματα στους πολιτικούς και τα κόμματα. Το  πώς αυτοί και αυτά θα τα αποκωδικοποιήσουν είναι δική τους ευθύνη. Εκείνο που  απασχολεί και θα απασχολεί το λαό είναι τα προβλήματά του και ο τρόπος που θα  επιλέξουν οι πολιτικοί με τις πολιτικές τους για να τα λύσουν. Κυρίαρχο δε στη  σημερινή συγκυρία είναι σίγουρα η οικονομική κρίση που έχει μεν οικουμενικές  διαστάσεις, αλλά δε βιώνεται κατά τον ίδιο τρόπο από όλους τους λαούς και  υπάρχει μια απόλυτη σιγουριά πλέον πως θα οδηγήσει τον κόσμο προς μια νέα  οικονομική τάξη πραγμάτων.

Τα σημερινά οικονομικά αδιέξοδα  καταμαρτυρούν πως δεν τηρήθηκαν επαρκώς οι κανόνες και οι προϋποθέσεις που μας  παρέδωσαν ως παρακαταθήκη οι σοφοί ιδρυτές  του συστήματος στο οποίο ζούμε. Ο  Ινδός νομπελίστας διανοητής, Αμαρτια Σεν, υπενθυμίζει κάποιες από τις  βασικότερες παροτρύνσεις του πατέρα της οικονομικής θεωρίας, του Άνταμ Σμιθ, ως  επισήμανση  και πρόταση για προβληματισμό στην προσπάθεια αναζήτησης διεξόδου  από τα αδιέξοδα. Μας λέει , λοιπόν, πως οφείλουμε να αποδίδουμε, ανεξαρτήτως της  τρέχουσας – ευκολότερης ή δυσμενέστερης – συγκυρίας, σε αξίες στυλοβάτες του  συστήματος, όπως είναι ο ανθρωπισμός, η δικαιοσύνη, η γενναιοδωρία και ο  σεβασμός του δημόσιου αγαθού. Αυτά είναι που χρειάζεσαι να φροντίζει από κοινού  η κοινωνία μας, με την ίδια ευλάβεια που εμείς παραμένουμε σώφρονες ακόμη κι  όταν ο πλούτος μας τρελαίνει. Κάποιοι αναρωτιούνται, αν 18 χρόνια μετά το τέλος  του λεγόμενου υπαρκτού σοσιαλισμού, πλησιάζει και το ιστορικό τέλος του  καπιταλισμού, αλλά τέτοιες απλουστεύσεις δεν έχουν ουσία ρεαλιστικού  σκεπτικισμού. Ο καπιταλισμός δεν μπορεί να καταργηθεί, αλλά πρέπει επειγόντως να  μεταμορφωθεί, να μεταλλαχτεί και να εξημερωθεί, αντιτείνουν οι άλλοι. Η αλλαγή  δε αυτή και η εξημέρωση μόνον με την παρέμβαση του κράτους μπορεί να επιτευχθεί  και όχι με τις «αυτορρυθμιστικές» ικανότητες της αγοράς.

Ο ρόλος του κράτους στη νέα οικονομική  πραγματικότητα πρέπει να τεθεί σε νέα βάση, να επανέλθει εισχωρώντας και πάλι  στο χώρο της αγοράς, αλλά το ιδανικότερο είναι να σταθεί σε μια εξισορροπητική  στύση και θέση ανάμεσα στην οικονομία και την κοινωνία. Να υπάρξει μια ομαλή  συνύπαρξη κράτους αφενός και κοινωνίας – οικονομίας αφετέρου. Υπάρχουν όμως και  οι ακραίες αντιλήψεις και προτάσεις για τη συνολική κρατικοποίηση του  τραπεζοπιστωτικου συστήματος σε πανευρωπαϊκή και παγκόσμια κλίμακα. Κι όσο  εντείνονται και πληθαίνουν οι φωνές για «περισσότερο κράτος» τόσο ενισχύεται η  υπόνοια περί πιθανού νέου τύπου κρατικού καπιταλισμού. Όλα αυτά μεσουρανούσης  της κρίσεως. Πάντως οι πιο σκεπτικιστές εκφράζουν το φόβο της επανεμφάνισης των  κρατικών παρεμβάσεων και μιας επικίνδυνης διόγκωσης του κρατικού τομέα, που θα  οδηγήσει στη γιγάντωση μιας άκαμπτης γραφειοκρατίας που μόνον αρνητικές  συνέπειες θα επιφέρει. Η αντίφαση όμως που ίσως κάνει πιο επιφυλακτικούς και  τους ρεαλιστές και τους αισιόδοξους για το ξεπέρασμα της κρίσης, είναι το ότι,  από τα καινούργια σχέδια, τις νέες αποφάσεις και προσπάθειες σε παγκόσμιο  επίπεδο και την αντιμετώπιση της κρίσης δεν απολύονται εκείνοι που με την άκρατη  βουλιμία τους την προκάλεσαν. Κι αυτοί δεν είναι άλλοι από τους διεθνείς  χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς και τις μεγάλες τράπεζες, ως απαραίτητα συστατικά  της οικονομίας και για το μέλλον. Οι ηγέτες του G20  στη φετινή πρόσφατη συνάντησή τους στο Λονδίνο διακήρυξαν εγγράφως πως είναι  αισιόδοξοι για τις αποφάσεις τους και την ακλόνητη δέσμευσή τους να συνεργαστούν  για τη στήριξη της ανάπτυξης και της αγοράς εργασίας, διατηρώντας τη  μακροπρόθεσμη δημοσιονομική σταθερότητα. Δεσμεύτηκαν δε ότι θα προβούν σε  οποιαδήποτε ενέργεια, θα κάνουν ό,τι κρίνεται απαραίτητο – δημοσιονομικά  -νομισματικά και χρηματιστηριακά – για την επιτάχυνση των ρυθμών ανάπτυξης.  Αποφασίστηκε δε οικονομική ενίσχυση 1,1 τρισεκατομμύρια δολάρια, ως εξής: 500  δις δολάρια στο ΔΝΤ για να δανείσει χώρες που αντιμετωπίζουν πρόβλημα, 250 δις  δολάρια για δημιουργία νέων γραμμών πίστωσης μέσω ΔΝΤ για όλες τις χώρες, 250  δις δολάρια για ενίσχυση του παγκοσμίου εμπορίου και 100 δις δολάρια σε  αναπτυξιακές τράπεζες για να δανείσουν φτωχότερες χώρες. Καλές οι προθέσεις, οι  διακηρύξεις και οι αποφάσεις, αλλά τα πάντα θα κριθούν από το αποτέλεσμα.  Κάποιοι από τους 20 και κυρίως οι Ευρωπαίοι ηγέτες εκφράζουν αντιρρήσεις για το  αν πρέπει να στηριχτούν οικονομίες και μάλιστα τράπεζες παραπαίουσες ή  κατακρημνισμένες επιχειρήσεις, χωρίς να εξασφαλιστούν και να εφαρμοστούν  αυστηροί κανόνες ασφάλειας και διαφάνειας. Επικαλούνται δε  τον πατέρα Σμιθ, που  πριν από 250 χρόνια σημείωνε πως κάθε τι που θα μπορούσε να θέσει σε κίνδυνο τη  δυνατότητα επιστροφής του κεφαλαίου, πρέπει να αντιμετωπίζεται με σωφροσύνη και  τεράστια προσοχή από τους ανθρώπους του χρήματος.

Τελικά το ζητούμενο σήμερα δεν είναι αν  ήρθε το τέλος του καπιταλισμού ή αν θα ανασυνταχτεί ο σοσιαλισμός. Είναι βέβαιο  πως και το νέο σύστημα που θα διαδεχτεί τον καταρρέοντα καπιταλισμό,  καπιταλιστικό θα είναι. Εκείνο που προέκυψε ως ανάγκη σήμερα, είναι ο έλεγχος  ουσίας από τα όργανα του κράτους τόσο των τραπεζών όσο και των χρηματιστηρίων.  Το κράτος αφού πρώτα ανακτήσει τη χαμένη αξιοπιστία του πρέπει οπωσδήποτε να  ανακτήσει πλήρως τον έλεγχο που οφείλει να ασκεί και στην οικονομία. Έχει  υποχρέωση να διασφαλίσει το δημόσιο συμφέρον στα πλαίσια λειτουργίας του  δημοκρατικού πολιτεύματος. Βασικό και καίριο αξίωμα είναι η ευαισθητοποίησή του  όσον αφορά τον έλεγχο των οικονομικών λειτουργιών που καθορίζουν τους κανόνες  αγοράς και την κοινωνική ευημερία. Κοντολογίς ύστερα από όσα μεσολάβησαν και  οδήγησαν στη μεγαλύτερη διεθνή χρηματο-οικονομική κρίση δεν υπάρχει άλλος δρόμος  παρά μόνον ένας, αυτός ο άλλος, ο διαφορετικός απ’ αυτόν που γέννησε την ύφεση  και τα αδιέξοδα. Και φυσικά τους πολίτες δεν τους απασχολεί πως θα ονομάζεται το  νέο οικονομικοκοινωνικό σύστημα που θα προκύψει από τη διαδικασία υπέρβασης της  κρίσης, αρκεί στον πυρήνα του ενδιαφέροντός του να έχει τον άνθρωπο…                              

42) Πολιτικός καταλύτης για την  υπέρβαση της κρίσης

 

 

Στο πραγματικά ιδιόμορφο πολιτικό σύστημα  της χώρας μας, δυο οικογένειες σφράγισαν την νεότατη πολιτική μας ιστορία,  δηλαδή από τα μέσα της δεκαετίας του ’50 και μέχρι σήμερα. Στο κλειστό αυτό  σύστημα, μόνον κάτω από ειδικές συνθήκες, αλλά και συμπτώσεις, κατάφεραν να  διεισδύσουν και κάποιοι τρίτοι που τελικά ενσωματώθηκαν στην κυριαρχία των δυο.

Φτάνοντας, λοιπόν, στο 2009 και με  καθολική πλέον την αμφισβήτηση του πολιτικού συστήματος στην Ελλάδα, δεν μπορεί  να έχει και πολύ μεγάλη σημασία ποιος ηγείται των κομμάτων, παρά μόνον ο τρόπος  που αυτά πολιτεύονται, ο τρόπος που ασκείται η εξουσία. Κι όταν λέμε εξουσία δεν  εννοούμε μόνον αυτή της διακυβέρνησης και της αντιπολίτευσης, αλλά και την  εξουσία των παντός είδους κρατικών λειτουργών που εκπροσωπούν και συνθέτουν τους  θεσμούς του κράτους.

Οι σημερινοί πολίτες και ιδίως οι  νεότεροι στην ηλικία εκφράζονται μέσω των δημοσκοπήσεων αρνητικά για τα κόμματα  και αδιαφορούν για τους πολιτικούς. Εκείνο δε που όλους μας πρέπει να  προβληματίσει σοβαρά είναι το ότι αποστασιοποιούνται όλο και περισσότερο από την  ενεργό συμμετοχή στη διαμόρφωση του κοινωνικο-πολιτικού γίγνεσθαι, τώρα που  μαστίζεται από παρακμιακή αποσύνθεση και η παρουσία τους είναι άκρως απαραίτητη.

Μάταια οι επικοινωνιολόγοι των κομμάτων  και των πολιτικών αρχηγών τους προσπαθούν να φτιασιδώσουν την εικόνα τους στα  μάτια του κόσμου. Η ανυποληψία των πολιτικών και της πολιτικής τους δεν παράγει  πλέον ίχνος κοινωνικής δυναμικής, γι’ αυτό και σοφίζονται χίλια δυο  επικοινωνιακά τρικ. Απ’ την άλλη, μέσα σ’ αυτό το κλίμα όπου αναζητείται  εσπευσμένα λύση διεξόδου, κάποιοι πιο «θαρραλέοι» απ’ τις παρυφές του πολιτικού  συστήματος ομαδοποιούνται και προσπαθούν να κατέλθουν στην κεντρική σκηνή  κομίζοντας τη δική τους πρόταση για την αντιμετώπιση της πορείας της χώρας προς  την παρακμή. Αναζητούν επίμονα διέξοδο απ’ την πολυεπίπεδη σημερινή κρίση με τον  εξορθολογισμό της πολιτικής και μακάρι να τα καταφέρουν. Πόσο, όμως, καινούργια  μπορεί να είναι μια πολιτική πρόταση όταν βασίζεται στις ίδιες παλιές  δοκιμασμένες πολιτικές συνταγές;

Οι πολίτες δυσπιστούν και δικαιολογημένα,  μετά τις αλλεπάλληλες διαψεύσεις των προσδοκιών τους – χρόνια τώρα – απ’ την  ασκούμενη πολιτική. Επιθυμούν, όμως, διακαώς την υπέρβαση της κρίσης, γι’ αυτό  και τείνουν ευήκοον ους σε εξαγγελίες περί δημιουργίας νέου φορέα – πολιτικού  καταλύτη στα πολιτικά πράγματα και μακάρι να υπάρξει. Το πως και πότε θα υπάρξει  δυνατότητα συγκρότησης και δημιουργίας αυτού του καταλύτη εξαρτάται από πολλούς  άλλους παράγοντες, αλλά κυρίως από τη μειοψηφία των σκεπτόμενων πολιτών. Απ’  τους υποψιασμένους της σημερινής αποχαυνωμένης και καθοδηγούμενης κοινωνίας  μπορεί να ξεπηδήσει το ζητούμενο, αυτό που θα ανατρέψει τις δομές του κομματικού  κράτους της ισοπεδωτικής αναξιοκρατίας. Αυτό φοβούνται οι κομματικές συντεχνίες  και οι οικονομικοί πάτρωνές τους και εξαπολύουν τα πολύχρωμα παπαγαλάκια τους να  διασπείρουν το φόβο της δήθεν ακυβερνησίας για να εξαναγκάσουν τους ψηφοφόρους  να υποταχθούν και πάλι στη λογική της επιλογής του μη χείρονος, ώστε το σύστημα  να επιβιώσει και να ’χουμε μια απ’ τα ίδια.

Κραυγάζουν οι διαμορφωτές της κοινής  γνώμης πως η χώρα θα κινδυνεύσει ανεπανόρθωτα αν τύχει και δεν υπάρξει  αυτοδυναμία των ισχυρών κομμάτων του συστήματος. Και ντρέπονται να παραδεχτούν  πως τα σημερινά αδιέξοδα που κορυφώθηκαν είναι αποτέλεσμα της αυτοδυναμίας των  μέχρι σήμερα αυτοδύναμων κυβερνήσεων. Αυτό προτάσσει η κοινή λογική ως  αντεπιχείρημα στους ισχυρισμούς των επικοινωνιακών μεθοδεύσεών τους. Σε όλη τη  μεταπολίτευση αυτοδύναμες κυβερνήσεις εναλλάσσονται στην εξουσία, γι’ αυτό και η  κρατική σπατάλη, το βόλεμα, η διαπλοκή, η διαφθορά και το δημοσιονομικό χάος  οδηγούν τη χώρα σταθερά σε περιπέτειες.

Η αυτοδυναμία γέννησε την αλαζονεία και  αμαύρωσε συνειδήσεις. Αυτή ενέχεται για την ποδοπάτηση του πολιτικού ρεαλισμού,  για την ευτελή αποστασιοποίηση της πολιτικής απ’ τα προβλήματα, την ανυπαρξία  χρηστής και σωστής διακυβέρνησης, τη δημιουργία συντεχνιακών συμμοριών που  λυμαίνονται δημόσια αξιώματα και δημόσιο χρήμα.

Ας μην καμώνονται, λοιπόν, οι διαμορφωτές  της κοινής γνώμης πως δεν εννοούν τα αυτονόητα και ας σταματήσουν να  κινδυνολογούν για να εγκλωβίσουν τους ψηφοφόρους στα δικά τους ιδιοτελή θέλω.  Φτάνει πια.

Η χώρα μας ανέκαθεν φημιζόταν για τον  πλούτο των ιδεών της, για την παραγωγή «φαιάς ουσίας» και σήμερα απουσιάζει απ’  το Κοινοβούλιο. Είναι δυνατόν; Οι πολιτικοί μας δέσμιοι των συμφερόντων που τους  προωθούν και τους στηρίζουν, αιχμάλωτοι αυτών που ορίζουν και κατευθύνουν τα  επικοινωνιακά παιχνίδια τους διολίσθησαν στην αυτοαπαξίωση της πολιτικής με το  χειρότερο τρόπο. Δυστυχώς, αυτή είναι η αλήθεια. Γι’ αυτό και η όποια πολιτική  ανατροπή στο σημερινό πολιτικό σκηνικό και σύστημα, σίγουρα θα αποβεί πέραν των  άλλων και προς όφελος της ίδιας της πολιτικής.

Ένα κόμμα, ένας πολιτικός φορέας και  σχηματισμός, εφόσον αποπνέει ανιδιοτέλεια και θυσιαστικό ανθρωποκεντρισμό,  συστατικά που ενδυναμώνουν και τη φιλοπατρία, μπορεί να συμβάλλει στη γνήσια  δημοκρατική διακυβέρνηση της χώρας και να οδηγήσει το λαό στην ευημερία.  Υπάρχουν τέτοια σήμερα, όχι, άρα πρέπει να υπάρξουν επειγόντως.

Το σημερινό πολιτικό σύστημα και ο τρόπος  λειτουργίας των κομμάτων μέσα σ’ αυτό πνέουν τα λοίσθια. Είναι ανεπαρκές,  αδύναμο και αναξιόπιστο, αφού χαρακτηρίζεται από την έλλειψη διαφάνειας και  μονίμως προσφέρει γόνιμο έδαφος στη διαφθορά. Σ’ ένα τέτοιο σύστημα οι θεσμοί  και τα όργανα του κράτους υπονομεύονται από τον άκρατο κομματισμό, τις  πελατειακές σχέσεις και την αναξιοκρατία, και δεν λειτουργούν στην υπηρεσία του  πολίτη, αλλά στην καταδολίευσή τους, γι’ αυτό και αντιμετωπίζονται με δυσπιστία  απ’ το λαό.

Επιτέλους κάποτε θα πρέπει να υπάρξει  διακοπή του σφιχταγκαλιάσματος κράτους και οργάνων από την κομματική κυβέρνηση  που πάντα αυτοδύναμη ήταν τα τελευταία χρόνια. Αν αυτό επιτευχθεί τότε σίγουρα  θα απεξαρτηθούν και οι δημοσιοϋπαλληλικές συνδικαλιστές συντεχνίες από τα  κόμματα. Αν κοπεί κι αυτή η γάγγραινα, τότε θα αποκατασταθεί η ιεραρχική  αξιοκρατία στο Δημόσιο, και θα λειτουργήσει ο πειθαρχικός και ποινικός έλεγχος  όλων των λειτουργών του κράτους που θα στοχεύει στην εξασφάλιση της ποιοτικής  προσφοράς προς τους πολίτες, μέσα  στα δημοκρατικά πλαίσια του  κοινωνικοκεντρικού προσανατολισμού τους. Αυτή η απεξάρτηση είναι ίσως η  επιτακτικότερη των αναγκών για να επανακάμψει η αξιοπιστία στους θεσμούς και να  επαναπροσδιοριστεί η πολιτική συμπεριφορά προσαρμοζόμενη στις απαιτήσεις των  καιρών.

41) Κυριαρχία της μετριότητας

 

  

 Η αξιοπιστία του πολιτικού μας  συστήματος διαρκώς φθίνει εξαιτίας των σκανδάλων και της σκανδαλολογίας, της  διαφθοράς και της αναξιοκρατίας, της ανομίας και της ατιμωρησίας. Κι όσο οι  απολογητές της αδιαφάνειας και της ρεμούλας ψελλίζουν πως δήθεν η πολιτική δεν  έχει σχέση με την ηθική, τόσο οι προοπτικές για την αντιμετώπιση και την επίλυση  δομικών προβλημάτων της χώρας ελαχιστοποιούνται και σχεδόν μηδενίζονται μπροστά  στην επιτακτική ανάγκη για την αντιμετώπιση του δημοσιονομικού χάους, δεκαετίες  τώρα!!

Οι πολιτικοί όλων των αποχρώσεων και των  κομμάτων, επαγγελματίες οι περισσότεροι, με πολλά χρόνια ενασχόλησης με τα κοινά  στην πλάτη τους, επωμίζονται σίγουρα το μεγαλύτερο βάρος της αναξιοπιστίας του  συστήματος στα μάτια και στη συνείδηση του κόσμου, αλλά δείχνουν να μην  πτοούνται. Συνεχίζουν να διατείνονται πως ακόμα έχουν αξόδευτες δυνάμεις και  ιδέες τις οποίες έχει ανάγκη η κοινωνία, δηλαδή εμείς όλοι, για να βγούμε από τα  αδιέξοδα στα οποία κατά σύμπτωση αυτοί μας οδήγησαν… οπότε ο φαύλος κύκλος  συνεχίζεται και θα συνεχίζεται, όσο εμείς ανεχόμαστε πρόσωπα και καταστάσεις που  υποτιμούν τη νοημοσύνη μας και εξοβελίζουν τον προβληματισμό μας. Πέρα όμως από  τους επαγγελματίες πολιτικούς και τους πολιτικάντηδες σ’ αυτό το αλισβερίσι  υπάρχει πλήθος άλλων παρατρεχάμενων που προσφέρουν τις υπηρεσίες τους με το  αζημίωτο, τόσο γι’ αυτούς τους ίδιους όσο και για τους προστάτες τους.

Ανέχονται οι πολιτικοί και χρησιμοποιούν  στα πολιτικά γραφεία τους, ανθρώπους της πιάτσας, «καπάτσους» που λέει ο λαός,  εξειδικευμένους στον φτηνό πολιτικαντισμό, αλλά και στη ζούλα και την αρπαχτή.  Αυτοί οι «ιδιαίτεροι» των πολιτικών που πηγαινοέρχονται και μπαινοβγαίνουν  παντού, που πουλούν εκδουλεύσεις και εξυπηρετήσεις, είναι οι εξοικονομητές  χρημάτων για τις ανάγκες προεκλογικών αγώνων και εκστρατειών, είναι τα παιδιά  για όλα τα θελήματα, οι γνωστοί παρατρεχάμενοι με το σοβαροφανές ύφος και το  υποσχετικό χαμόγελο, και που τελικά μόνον ανεπανόρθωτη ζημία κάνουν σε μια τόσο  σοβαρή υπόθεση, όπως είναι η πολιτική. Το βιώνουμε σε όλα τα χρόνια της  μεταπολίτευσης, το ζούμε και σήμερα. Κι αν τύχει, καθώς ο τροχός πάντα γυρίζει,  ο πολιτικός – αφεντικό να αναρριχηθεί στην εξουσία και να θρονιαστεί σε  υπουργική ή άλλη θεσμική καρέκλα, τότε αρχίζουν τα μεγάλα γλέντια.

Πίσω από κάθε σκάνδαλο, απ’ όσα  τουλάχιστον ξεγλιστρούν από την κάλυψη και το κουκούλωμα και έρχονται στο φως  της δημοσιότητας, υπάρχει πλήθος παρατρεχάμενων που διαπλέκονται με όλους και με  όλα, με όλα τα ευτελή και τα άνομα, μίζες, προμήθειες, λαδώματα…και φυσικά πάντα  τα αφεντικά δεν γνωρίζουν τίποτα και πέφτουν από τα σύννεφα με τις όποιες  αποκαλύψεις. Κι όταν το μεγάλο αφεντικό είναι το ίδιο το κόμμα, τότε το  κοινωνικό τράνταγμα είναι σεισμικό μεν, αλλά χωρίς ανεπανόρθωτες ζημιές για το  οικοδόμημα του συστήματος. Κάπως έτσι φτάσαμε στη σημερινή ισοπεδωτική και πλήρη  αναξιοπιστία του πολιτικού συστήματος. Ασφυκτιά το κοινό αίσθημα απ’ τη μπόχα  και δυσκολεύεται να αναπνεύσει τον αέρα της ελπίδας και της προοπτικής για το  αύριο. Παντού μετριότητες, συμφέροντα και αναξιοκρατία. Πλήρης κυριαρχία των  φίλων και κομματικών, για ικανοποίηση προσωπικών φιλοδοξιών και ιδιοτελών  επιδιώξεων!

Στη σημερινή πολιτική αρένα αντιμάχονται  διαφορετικές δήθεν απόψεις, αντιλήψεις και προτάσεις, ενώ πρόκειται για  πανομοιότυπες και ίδιες στην ουσία ερμηνείες και στρεβλώσεις της ίδιας ζοφερής  πραγματικότητας. Κάθε πλευρά, κάθε κόμμα υποστηρίζει πως κατέχει την αλήθεια, το  μαγικό ραβδί για την αναστροφή του κλίματος, αλλά με τα έργα και τις ημέρες τους  καθημερινά ρίχνουν άφθονο νερό στο μύλο της εδραίωσης της κοινωνικής συνείδησης  και πεποίθησης πως «όλοι είναι ίδιοι κι απαράλλαχτοι». Το έωλο και αδυσώπητο  ερώτημα της κοινωνικής πλειοψηφίας παραμένει πάντα το πότε επιτέλους θα  σταματήσει ο κατήφορος. Πότε θα ξαναφτιαχτεί το κράτος, πότε και πώς θα  απολυμανθεί το πολιτικό σύστημα, στο οποίο ως κυβερνητικές εξουσίες  εναλλάσσονται οι Πράσινοι και οι Βένετοι.

Κι αν είναι κοινή διαπίστωση πως οι  δεύτεροι απόκαμαν, η ανησυχία χτυπάει κόκκινο καθώς απροκάλυπτα οι πρώτοι  επελαύνουν διψασμένοι και ξεκούραστοι για εξουσία, βέβαιοι πως ήρθε η σειρά  τους, βέβαιοι πως κανείς δεν μπορεί να τους αναχαιτίσει, βασιζόμενοι στην  παγίδευση της κοινής λογικής του εκλογικού σώματος. Παγιδευμένη λοιπόν η κοινή  λογική απ’ τους διαμορφωτές της κοινής γνώμης, γι’ αυτό και τη θεωρούν ανήμπορη  να αντιδράσει. Ως πότε όμως;

Ναι μεν οι πολίτες αισθάνονται πως οι  πολιτικοί είναι αποκομμένοι από τα καθημερινά προβλήματά τους, πως οι άνθρωποι  της εξουσίας κυβερνούν στα χαρτιά με εικοτολογίες, με υπολογισμούς φούμαρα και  μέτρα αντίμετρα, αλλά και αποκαρδιώνονται με την πλήρη επικράτηση του  ανορθολογισμού σε όλα τα επίπεδα. Αναζητούν το άλλο, το διαφορετικό, το νέο, το  καινούργιο και δεν μπορούν να το εντοπίσουν ακόμα στον σημερινό πολιτικό  ορίζοντα. Το αύριο όμως δεν ξέρεις τι μπορεί να φέρει, λέει το τραγούδι και ίσως  αυτό να μοιάζει και να είναι παρήγορο! Πάντα απ’ το πουθενά ξεπροβάλλει η λύση  σε πολλά προβλήματα. Εμείς όμως δεν πρέπει, δεν έχουμε το δικαίωμα, να  περιμένουμε μοιρολατρικά τη λύση άνωθεν, αλλά να πάρουμε στα σοβαρά την υπόθεση  στα χέρια μας. Να αναζητήσουμε τη διέξοδο, το φως στο τούνελ απ’ το οποίο πρέπει  επειγόντως να βγούμε, τον τρόπο που θα αποτελματώσει τη σημερινή πολιτική  πραγματικότητα και θα απομακρύνει από την πολιτική σκηνή την αδιαφάνεια, την  αναξιοκρατία και την κυριαρχία των μετρίων. Έχουμε χρέος όλοι οι σκεπτόμενοι  Έλληνες σ’ αυτή την προσπάθεια να συνεισφέρουμε τα μέγιστα. Δεν αρκεί να  αποστρέφουμε το πρόσωπό μας από την κατάντια και δεν ωφελεί να αλληλολιβανίζουμε  το δημοκρατικό μας πολίτευμα, περιμένοντας το μάννα εξ ουρανού και μένοντας  αποστασιοποιημένοι από τα δρώμενα. Επιτέλους να σπάσουμε αυτό το απόστημα της  κοινωνίας που τροφοδοτεί την πολιτική με μετριότητες, και οι οποίες με τη σειρά  τους επιλέγουν μέτριους συνεργάτες…

40)  Κοινωνική ανισότητα και συνοχή

 

 

Σε μια δημοκρατική  και ευνομούμενη πολιτεία, με ανθρωποκεντρικό χαρακτήρα και προσανατολισμό, η  κοινωνική ισότητα είναι το αυτονόητο, αφού πρόκειται περί βασικού και κυρίαρχου  στοιχείου της ιδιοσυστασίας της. Η καθημερινότητα της ζωής των πολιτών, μέσα σ’  ένα τέτοιο περιβάλλον κοινωνικής ισότητας, έχει όλα εκείνα τα ποιοτικά  χαρακτηριστικά που έχουν να κάνουν με την ισότιμη συμμετοχή όλων σε υποχρεώσεις  και δικαιώματα, την καλύτερη υγεία και παιδεία(υψηλότερο προσδόκιμο ζωής –  ακαδημαϊκές επιδόσεις), τα χαμηλά ποσοστά βίας και εγκληματικότητας, τα  μικρότερα ποσοστά χρήσης ουσιών και τα ψηλότερα ποσοστά κοινωνικής εμπιστοσύνης

Σήμερα, στις  σύγχρονες κοινωνίες του λεγόμενου αναπτυγμένου κόσμου τα φαινόμενα κοινωνικής  παθογένειας εντείνονται διαρκώς, αλλά η ερμηνεία τους από πολλούς επιστήμονες  και ειδικούς είναι μονοσήμαντη, όταν αποδίδονται αποκλειστικά στην οικονομική  κρίση και στη φτώχεια. Αυτή είναι η μονομερής θέαση της πραγματικότητας, που  σίγουρα βολεύει τους πολιτικούς ως άλλοθι για να δικαιολογούν τα αδικαιολόγητα  δικά τους και να καλύπτουν την ανημποριά και αδυναμία τους ν΄ αντιμετωπίσουν και  να λύσουν προβλήματα

Κι όμως η αλήθεια  είναι πως η άμβλυνση της κοινωνικής συνοχής έχει να κάνει με την ανεπάρκεια  ισότητας.

Στην ημερήσια διάταξη  του δημόσιου πολιτικού διαλόγου όταν δεν κυριαρχούν τα σκάνδαλα και οι  σκανδαλολογίες επανέρχονται συνεχώς τα φαινόμενα βίας και εγκληματικότητας,  μηδενισμού και καταστροφολαγνειας. Ούτε όμως η καταδίκη και η καταγγελία της  βίας από το δημόσιο βήμα, ούτε η αύξηση της αστυνόμευσης και της καταστολής  πρόκειται να λύσουν τα υπαρκτά προβλήματα. Ιδίως η καταστολή θα τα ενδυναμώσει,  αφού η βία αποδείχτηκε ότι λειτουργεί ομοιοπαθητικά. Υπάρχει, όμως, και μια άλλη  θεωρία – παράμετρος, που φαίνεται να «πουλαει».

Εδώ και μήνες οι  πολιτικοί αλλά και οι τεχνοκράτες υποδεικνύουν την απληστία ως τη βασική αιτία  που οδήγησε στην οικονομική κρίση με τις αλυσιδωτές συνέπειες στην παγκόσμια  επικράτεια. Πουθενά στον κόσμο όμως δεν έγινε το παραμικρό για να αποκαθηλωθούν  το χρήμα και το κέρδος, για να πάψουν να αποθεώνονται η αρπαχτή και ο γρήγορος  πλουτισμός

Εμείς οι Έλληνες  σύμφωνα με την πιο πρόσφατη έρευνα του ευρωβαρομέτρου ερχόμαστε πρώτοι σε  απαισιοδοξία μεταξύ των Ευρωπαίων πολιτών. Και αυτές οι μετρήσεις έχουν την  εξήγηση τους αφού είμαστε από τους λαούς της Ε.Ε που βιώνουμε στο πετσί μας  δεκαετίες τώρα την κοινωνική ανισότητα. Και δεν είναι η ευθύνη μόνον των  πολιτικών και της πολιτικής που ασκούν, αλλά είναι υπόθεση όλων μας, αφού εμείς  οι πολίτες εκλέγουμε και επιλέγουμε τους πολιτικούς και φυσικά έχουμε πάντα  αυτούς  που μας αξίζουν. Υπάρχει όμως ένα άλλο κεφάλαιο το οποίο δεν θα το  ανοίξουμε τώρα εδώ. Εμείς οι πολίτες επηρεαζόμαστε από τους διαμορφωτές της  κοινής γνώμης (ΜΜΕ), οι οποίοι συμπλέκονται και διαπλέκονται με τους πολιτικούς  και την πολιτική, αλλά και πάλι είμαστε άξιοι της μοίρας μας!

Ας επανέλθουμε, όμως,  στο θέμα περί κοινωνικής ισότητας.

Πρέπει λοιπόν να  κατανοηθεί πλήρως πως όσο  μεγαλύτερη είναι, τόσο καλύτερη είναι η ποιότητα ζωής  σε όλο το εύρος της κοινωνικής κλίμακας. Κοντολογίς η ισότητα πρέπει να  προκύπτει ως αποτέλεσμα ελεύθερης επιλογής, αφού δεν μπορεί παρά να είναι κατά  βάση και θέμα παιδείας.

Οι ειδικοί των  κοινωνικών επιστημών αποδίδουν στην κοινωνική ανισότητα την έξαρση των συγχρόνων  κοινωνικών προβλημάτων, ιδίως αυτών που παρατηρούνται στα πιο ευπαθή κοινωνικά  στρώματα της νεολαίας, όπως η βία, οι εφηβικές εγκυμοσύνες, οι καταχρήσεις  αλκοόλ και η χρήση ναρκωτικών. Και φυσικά αποδίδουν ρόλο και στο κακό  εκπαιδευτικό σύστημα.

Για πολλά χρόνια  κυριαρχούσε και κυριαρχεί ακόμα η αντίληψη πως όσο βελτιώνονται οι υλικές  συνθήκες διαβίωσης τόσο βελτιώνεται και η ζωή μας. Σήμερα ίσως πρέπει να  αναθεωρήσουμε κάποιες θέσεις και αντιλήψεις μας σχετικά με τη βελτίωση της ζωής  μας σε αντιστοιχία με τα υλικά αγαθά. Αντί για περισσότερη συσσώρευση πλούτου  έχουμε ανάγκη καινοτομιών για την επιτυχία της κοινωνικής ισότητας. Και μη  νομιστεί πως από τον περιορισμό της ανισότητας κερδισμένοι βγαίνουν μόνον οι μη  προνομιούχοι, οι φτωχοί και οι μη έχοντες, αλλά και οι προνομιούχοι, οι έχοντες  και κατέχοντες, που πάντα είναι η μειοψηφία της κοινωνίας και που πάντα φοβάται  την κοινωνική ισότητα μην τυχόν και χάσει προνόμια. Το βέβαιο είναι πως η  απάλειψη της κοινωνικής ανισότητας θωρακίζει την κοινωνική συνοχή και πάντα  είναι προς το συμφέρον όλων των κοινωνικών ομάδων, ακόμα και για τη μικρή  μειοψηφία με τα πολύ υψηλα εισοδήματα, αφού τα παιδιά τους θα έχουν λιγότερες  πιθανότητες να κάνουν κατάχρηση ουσιών, η να  πέσουν θύματα βίας. Ο περιορισμός  των κοινωνικών ανισοτήτων ανοίγει δρόμο για καινοτόμες ρήξεις κατεστημένων  πρακτικών με επιδιώξεις ποιοτικών κοινωνικών σχέσεων που δεν μπορούν ποτέ να  καλλιεργηθούν με την απουσία κοινωνικής ισότητας.

Εν κατακλείδι, στον  αποκαλούμενο δυτικό κόσμο σήμερα υπάρχουν διαφορετικές προσεγγίσεις επίλυσης  κοινωνικών προβλημάτων, υπάρχουν διαφορετικοί τρόποι με τους οποίους  διαφορετικές κοινωνίες μπορούν να πετυχουν μεγαλύτερη  κοινωνική ισότητα και  μέσω αυτής μεγαλύτερη κοινωνική συνοχή για τα μέλη τους. Πάντως όπως και ναχει  το οιονεί ζητούμενο και επιδίωξη, παραμένει η ελαχιστοποίηση της κοινωνικής  ανισότητας, ως ο μόνος δρόμος για τη μεγιστοποίηση της κοινωνικής ειρήνης.

Όπου, λοιπόν,  κοινωνική ισότητα, εκεί και κοινωνική συνοχή.

Τελεία και παύλα.-

39) Πολιτική και πολιτικοί του  δικομματισμού

 

 

 

Οι πολιτικοί και η πολιτική τους τα  τελευταία χρόνια διέψευσαν και τις τελευταίες ελπίδες του ελληνικού λαού για  καλύτερες μέρες, για αναστροφή του ζοφερού κλίματος που αναμφίβολα επιτείνεται  τούτη την εποχή λόγω και των σοβαρών οικονομικών και όχι μόνον κλυδωνισμών σε  παγκόσμιο επίπεδο. Πολλές φωνές και γραφίδες ομιλούν και γράφουν από καιρό τώρα  για το κλείσιμο του κύκλου των πολιτικών σχημάτων της μεταπολίτευσης στην Ελλάδα  και περίπου με απόλυτη βεβαιότητα για τα δύο μεγαλύτερα κόμματα που  εναλλάσσονται μονίμως στην εξουσία και κυβερνούν τη χώρα μέχρι σήμερα. Η χώρα  μας που γέννησε τη δημοκρατία, σήμερα, έχει και εφαρμόζει ένα κακέκτυπό της,  αποκλειστικά κοπής και εμπνεύσεως δικής μας. Ο δημόσιος βίος – τουλάχιστον τρεις  δεκαετίες τώρα – μαστίζεται από την οικογενειοκρατία στην πολιτική, τις  κομματικές φατρίες, τη συναλλαγή, το ρουσφέτι, την αναξιοκρατία, τις ιδιοτελείς  συντεχνίες και τα συμφέροντα.

Κι όμως στη δημοκρατία ανέκαθεν η  πολιτική ήταν η έλλογη διαχείριση των κοινωνικών προβλημάτων. Κι έτσι θα είναι  πάντα. Ακόμα κι όταν δεν καταφέρνει να κάνει τους πολίτες να πλέουν σε πελάγη  ευτυχίας, μπορεί και μετριάζει σημαντικά τη δυστυχία τους, όταν πιστεύει  πραγματικά στην εξυπηρέτηση του γενικού καλού.

Η πολιτική στη δημοκρατία απαιτεί  οραματικό πραγματισμό, συνεργασίες και στόχους, δεσμεύσεις, αλλά και συγκρούσεις  όταν και όπου χρειάζονται. Στη δική μας δημοκρατία, χρόνια τώρα, πλεονάζουν τα  ελλείμματα παντού, γιατί το κράτος διοικείται από κομματικούς «φίλους» και  «συγγενείς», κι ενώ το δημόσιο χρέος διαρκώς μεγαλώνει, φορολογικά συμβάλουν  μόνον όσοι δεν μπορούν να το αποφύγουν, τα λεγόμενα «κορόιδα»

Κράτος που διαφεντεύεται από ιδιοτελή  συμφέροντα, που οι δομές του είναι πηγές δημόσιας ασύστολης σπατάλης ώστε η  θεμελιώδης αρχή της δίκαιης κατανομής υποχρεώσεων και δικαιωμάτων να φαντάζει  ουτοπία, είναι ό,τι χειρότερο μπορεί να υπάρξει. Αυτό ακριβώς συμβαίνει πολλά  χρόνια τώρα στην πατρίδα μας, αφού συστηματικά μετά το 1979 – 80 αντιμετωπίζουμε  τεράστιο δημοσιονομικό πρόβλημα.

Τα δυο μεγάλα κόμματα εναλλάσσονται στην  εξουσία, κυβερνήσεις διαδέχονται η μία την άλλη και το έλλειμμα μεγαλώνει, αφού  ποτέ δεν ενδιαφέρθηκε κανείς για τα αυτονόητα. Να εισπράττει φόρους απ’ τους  πολίτες ισότιμα και από τους έχοντες κατά δίκαιο τρόπο τα ανάλογα, ώστε να  μπορεί το κράτος να έχει τα απαιτούμενα έσοδα για να μπορεί να λειτουργήσει και  οι κυβερνήσεις να πάψουν κάποτε να ασκούν δήθεν κοινωνική πολιτική με δανεικά  υποθηκεύοντας το μέλλον της εκάστοτε νέας γενιάς των Ελλήνων.

Όλα αυτά τα χρόνια οι κομματικές  κυβερνήσεις πότε απροκάλυπτα και πότε συγκαλυμμένα διαγκωνίζονται για το ποια θα  αφαιρέσει περισσότερη φορολογητέα ύλη, ποια θα ικανοποιήσει συγκεκριμένες  συντεχνιακές απαιτήσεις και ποια θα εξαιρέσει απ’ τη δίκαιη φορολόγηση  συγκεκριμένες επαγγελματικές ομάδες απαλλάσσοντάς τες από την υποχρέωση αυτή.  Έτσι διογκώθηκαν οι υποχρεώσεις μας και σήμερα ξεπερνούν το ένα (1)  τρισεκατομμύριο, που σημαίνει ότι χρωστάμε περίπου τέσσερις φορές το τρέχον  ακαθάριστο εγχώριο προϊόν και πάνω από τέσσερις φορές τις τρέχουσες τοποθετήσεις  μας σε σχεδόν ρευστά διαθέσιμα.

Από κάθε κυβέρνηση του δικομματικού  πολιτικού παιχνιδιού στην Ελλάδα ανακοινώνονται μέτρα δήθεν οικονομικής  εξυγίανσης και οι πολίτες το μόνο που βιώνουν είναι οι ταξικές επιλογές. Ζούμε  σε ταξική κοινωνία, όπου οι φτωχοί είναι περισσότεροι, η μεσαία τάξη όλο και  περισσότερο συμπιέζεται και σμικρύνει, ενώ  οι πλούσιοι γίνονται όλο και πιο  απαιτητικοί. Μια πραγματικότητα που θα προσδιορίσει τις εξελίξεις για πολλά  χρόνια, δυστυχώς, αφού οι μισθωτοί και οι συνταξιούχοι, οι εργαζόμενοι (με μικρά  εισοδήματα και μηδενικές αυξήσεις) σταθερά επιδοτούν την ανασύνταξη του  χρηματοπιστωτικού συστήματος με κρατικά κεφάλαια, δίνοντας μια ευκαιρία στους  έχοντες και κατέχοντες που έγιναν πλουσιότεροι οδηγώντας το χρηματοπιστωτικό  σύστημα στη χρεοκοπία και την οικονομία σε ύφεση.

Η σημερινή κρίση είναι αποκαλυπτική των  λαθών που προηγήθηκαν, των λαθών των δύο κομμάτων με τις αυτοδύναμες  κυβερνήσεις. Η χώρα εγκαταλείφθηκε στο καινούργιο περιβάλλον της Ευρωζώνης  αποσιωπώντας από τους πολίτες την αλήθεια, η οποία λέει πως όταν δεν μπορείς να  υποτιμήσεις το νόμισμά σου, πληρώνεις τα λάθη σου με ακόμα μεγαλύτερο δανεισμό  και πλήρη απαξίωση της εργασίας των εργαζομένων. Δεν τόλμησαν να πάρουν τα μέτρα  που έπρεπε, όταν έπρεπε για ψηφοθηρικούς λόγους, όπως αυστηρότερη, αλλά δίκαιη  φορολογία, πάταξη φοροδιαφυγής, φοροαποφυγής και εισφοροδιαφυγής, δραστική  καταστολή της κρατικής σπατάλης και ευέλικτη απασχόληση.

Τα αμέσως επόμενα χρόνια το κράτος θα  χρειαστεί περισσότερα έσοδα και θα συνεχίσει να δανείζεται για να λειτουργήσει  στοιχειωδώς. Κι όμως τα πρώτα μέτρα που ανακοινώθηκαν δεν προσιδιάζουν στη  σοβαρότητα της κρίσης. Η έκτακτη εισφορά των 3.000 – 5.000 ευρώ για εισοδήματα  άνω των 60.000 ευρώ δεν είναι παρά στάχτη στα μάτια του κόσμου. Επιβάλλονται  μόνον σε 126.000 φορολογούμενους, όταν 800.000 μικρομεσαίοι φοροδιαφεύγουν  συστηματικά κι ανεμπόδιστα. Αλλά μήπως ο φόρος αυτός δεν είναι για το θεαθήναι,  αφού τα πρόσθετα έσοδα που θα δώσει δεν ξεπερνούν τα 270 εκατομμύρια ευρώ. Είναι  για να καλύψει τη μεγάλη αδικία που γίνεται σε ένα εκατομμύριο δημόσιους  υπαλλήλους και συνταξιούχους που έχουν μικτό εισόδημα 1700 ευρώ και άνω οι  πρώτοι και 1100 και άνω οι δεύτεροι, και που τιμωρούνται με μηδενική αύξηση.

Κι όμως θα μπορούσε η αύξηση των  φορολογικών εσόδων να επιτευχθεί με την επιβολή φόρων στα υψηλά διανεμόμενα  κέρδη των επιχειρήσεων ( όχι σ’ αυτά που επενδύονται), αλλά και στον σωρευμένο  πλούτο (μορφή του οποίου είναι και η μεγάλη έγγειος ιδιοκτησία).

Οι κυβερνήσεις των δύο κομμάτων  μετά το 1980 δεν κατάφεραν να οδηγήσουν τη χώρα στο ενδυνάμωμά της, ώστε να μην  κινδυνεύει με κατάρρευση στη σημερινή δύσκολη παγκόσμια οικονομική συγκυρία. Η  κοινωνία λικνίζεται απογοητευμένη μεταξύ της αγανάκτησης και του φόβου για το  αύριο, παραπαίει χωρίς σταθερή πυξίδα, ηγετική καθοδήγηση, πολιτικά πρότυπα και  όραμα, ενώ τα σκάνδαλα και η ρεμούλα εντείνουν την απαξίωση των θεσμών και  δηλητηριάζουν την εμπιστοσύνη των πολιτών στους πολιτικούς. Ο συνδυασμός  πολιτικής αναξιοπιστίας μαζί με την οικονομική κρίση και τα αδιέξοδα οδήγησαν  την κοινωνία σε μια συνολική αμφισβήτηση του πολιτικού μας συστήματος και σε μια  γενικευμένη απαξίωση κυρίαρχων θεσμών του κράτους που δεν έχει προηγούμενο στα  χρόνια της μεταπολίτευσης. Και το ερώτημα που προβάλλει αμείλικτο είναι αν θα  υπάρξει και πότε μια άλλη διάδοχη κατάσταση, με κάτι πραγματικό καινούργιο, που  θα βγάλει τη χώρα από το τέλμα και θα προσδώσει στην πολιτική τη χαμένη  αξιοπιστία και υπόληψή της;

Συναίνεση και συνεργασία για τα  σημερινά ελληνικά πολιτικά ήθη είναι ασύμβατες έννοιες κι αν ποτέ από  εξαναγκασμό επιχειρηθεί κάποιο τέτοιο πείραμα σίγουρα θα είναι στάχτη στα μάτια  του κόσμου και σίγουρα χωρίς προοπτική και αποτέλεσμα για τον τόπο! Θα μπορούσε  κανείς, λοιπόν, να σκεφτεί πως ήρθε η ώρα για καινούργια πολιτικά σχήματα με νέα  πρόσωπα και φρέσκες ιδέες, ώστε να αναπτερωθεί το πεσμένο ηθικό των πολιτών και  να επανακάμψει η εμπιστοσύνη και η αξιοπιστία για την πολιτική και τους  πολιτικούς. Είναι, όμως, εφικτό κάτι τέτοιο τούτη τη χρονική στιγμή;

Πως μπορεί να προκύψει – και κάτω από ποιες συνθήκες – κάτι πραγματικά καινούργιο  στο πολιτικό σκηνικό του τόπου μας που θα καταφέρει να πείσει τους πολίτες ότι  κομίζει νέα πολιτική πρόταση, ότι θα έλθει σε ρήξη με τον παγιωμένο  πολιτικαντισμό της αναξιοπιστίας και της διαφθοράς, της ανικανότητας, της  αδιαφάνειας και της ρεμούλας;

Και επειδή πράγματι στις δημοκρατίες δεν  υπάρχουν αδιέξοδα, ο χρόνος θα δείξει πότε και με ποιο τρόπο θα δοθούν  απαντήσεις στα παραπάνω ερωτήματα, αλλά και πως για τη χώρα μας θα βρεθεί κάποια  διέξοδος που θα αιφνιδιάσει ευχάριστα τα επόμενα χρόνια…

38) Αποδόμηση  της κοινωνικής ειρήνης

 

 

Η σημερινή κοινωνικο-οικονομική κρίση  διαχέεται σε όλα τα κοινωνικά στρώματα, αλλά δεν τα πλήττει όλα στον ίδιο βαθμό.  Δεν χρειάζεται να είναι κάποιος ειδήμονας ή ειδικός αναλυτής, να είναι  κοινωνιολόγος για να διαπιστώσει τα αυτονόητα, αλλά και να κατανοήσει τις αιτίες  και τις αφορμές.

Κι όμως, ειδικά στους πολιτικούς  διαλόγους, ακούγονται τόσα πολλά και ανούσια, που ενσπείρουν την αμφιβολία για  τις προθέσεις και τις επιδιώξεις των πολιτικών, ακόμα και στους πλέον  καλοπροαίρετους πολίτες. Ο ένας τα ρίχνει στον άλλο για λόγους κομματικής  σκοπιμότητας, αλλά πάντα με γενικές και αόριστες αναφορές, με υπαινιγμούς και  ασάφειες, χωρίς ονόματα και διευθύνσεις.

Το δίκαιο επιτάσσει να πληρώσουν την  κρίση αυτοί που τη δημιούργησαν, αλλά ποιος θα τους υποδείξει, ποιος θα τους  κατονομάσει και ποιος θα τους εξωθήσει να εκπληρώσουν το χρέος τους απέναντι στο  κοινωνικό σύνολο;

Κι όταν αυτοί που στα μάτια του λαού  φέρουν το μεγαλύτερο ίσως μερίδιο ευθύνης ανασκουμπώνονται και πάλι για να μας  οδηγήσουν δήθεν στην έξοδο από την κρίση, τότε το όλο πρόβλημα περιπλέκεται  ακόμα περισσότερο, γι’ αυτό και οι κοινωνικές ανησυχίες χτυπάνε κόκκινο!

Όλοι πείστηκαν πλέον πως οι κοινωνικές  ρωγμές μετατρέπονται σε αγεφύρωτα φαράγγια, όταν το επίσημο κράτος δεν εκφράζει  το περιλάλητο κοινό περί δικαίου αίσθημα. Όταν το δημόσιο χρήμα κατασπαταλάται  από διεφθαρμένες δομές και υπαλλήλους, όταν η αναξιοκρατία και το ρουσφέτι  στηρίζουν τον εξαχρειωμένο κορμό της εξουσίας και στη νεολαία δεν ανοίγεται όχι  πόρτα, όχι παράθυρο, αλλά ούτε ένας μικρός φεγγίτης για το παρόν και το μέλλον  της, η αποδόμηση της κοινωνικής ειρήνης είναι θέμα χρόνου. Ένα κράτος μικρόψυχο  στους πολλούς και αδύναμους και μεγαλόψυχο στους λίγους και εκλεκτούς,  δημιουργεί πάντα κοινωνικές αναταράξεις.

Μέσα σ’ ένα τέτοιο ζοφερό κλίμα  παρεισφρέουν και οι γνωστοί – άγνωστοι, πότε με κουκούλα, πότε χωρίς αυτήν, κι  αρχίζουν οι καταστροφές και το πλιάτσικο. Είναι δυνατόν μια εκατοντάδα ατόμων ή  δύο και τρεις, αυτοπροσδιοριζόμενοι ως αναρχικοί ή αντιεξουσιαστές να  πανικοβάλουν την κοινωνία ολόκληρη; Κι όμως είναι, όταν η συντεταγμένη Πολιτεία  παρακολουθεί τα τεκταινόμενα και κρατάει προκλητική παθητική στάση περιμένοντας  πότε θα εκτονωθούν από μόνα τους και επιχειρώντας μόνον επικοινωνιακά τη  διαχείριση της κρίσης! Κι όμως είναι, όταν δεν υπάρχουν θεσμικά όργανα για την  εξασφάλιση της δημόσιας τάξης και ασφάλειας, της κοινωνικής ειρήνης!

Ζήσαμε στις μέρες μας φαινόμενα με  πυρπολήσεις και καταστροφές περιουσιών ανύποπτων πολιτών και την Αστυνομία να  εμφανίζεται επιχειρησιακά ανίκανη και για να παρέμβει και να παρεμποδίσει τις  ανυπολόγιστες φθορές, και για να αναζητήσει και να συλλάβει τους δράστες. Κι αν  δεν υπάρχει δικαιολογία για όσα συμβαίνουν, ερμηνεία υπάρχει πάντα.

Σ’ ένα πολιτικό σύστημα με αλλεπάλληλα  σκάνδαλα, επαναλαμβανόμενα χρόνια τώρα και με διαφορετικές κυβερνήσεις, με  φαυλότητες δημοσίων προσώπων, με διαφθορά και ατιμωρησία, με προκλητική δημόσια  σπατάλη απέναντι στην ανέχεια της κοινωνικής πλειοψηφίας, με δημόσιες υπηρεσίες  που δεν λειτουργούν για το συμφέρον του πολίτη και του γενικού καλού, με  αναξιοκρατία και κομματισμό που εξυπηρετεί την αδιαφάνεια και την αρπαχτή,  τέτοια φαινόμενα σαν αυτά που ζούμε και θα ζήσουμε είναι αναμενόμενα.

Τα σημάδια κοινωνικής ανακατωσούρας πάντα  νωρίς αρχίζουν να διαγράφονται στον ορίζοντα και πρέπει να τα αντιληφθούμε  έγκαιρα.

Οι κοινωνικοί επιστήμονες που μελετούν τα  φαινόμενα κοινωνικής παθογένειας σε όλες τις οργανωμένες ανθρώπινες κοινωνίες  αναγνωρίζουν πως υπάρχουν στοιχεία ασύμβατα με τους κανόνες δημοκρατικής  συνύπαρξης, αλλά γι’ αυτό υπάρχει η συντεταγμένη Πολιτεία, ώστε να μεριμνά και  να φροντίζει, να μην απειλείται ποτέ η κοινωνική συνοχή. Αν δεν υπάρχει κράτος  με δομές και θεσμούς ικανούς να υπερασπιστούν και να διαφυλάξουν την κοινωνική  ευημερία και προκοπή, αν όλες οι συντεταγμένες υπηρεσίες του Δημοσίου αδιαφορούν  για τα φαινόμενα ανομίας, αυτά όλο και περισσότερο θα απλώνονται καλυπτόμενα  πίσω από ιδεολογικά ή ιδεοληπτικά παραπετάσματα και θα επιδίδονται επίμονα και  προκλητικά στο έργο της αποδόμησης της κοινωνικής ειρήνης. Κι όταν αρχίζει πλέον  ο έλεγχος να χάνεται στο βαθμό που η κοινωνία βιώνει φόβο και τρόμο, αρχίζει το  κράτος να αναδιπλώνεται και να ετοιμάζεται για την αντεπίθεση με σκληρότερα  κατασταλτικά μέτρα. Πρώτα απ’ όλα, όμως και πριν απομονωθούν οι λίγοι που  εγκληματούν, θα πρέπει να υπάρξει πρόβλεψη και μέριμνα για τους πολλούς που  υποφέρουν. Πρέπει να προηγηθούν της καταστολής γενναία μέτρα κοινωνικού  χαρακτήρα, που θα δώσουν ανάσα στους πιεσμένους πολίτες και θα τους ανακουφίσουν  από τα οξυμμένα προβλήματα, οπότε ίσως και να αυτοπεριοριστούν στο καβούκι τους  οι λίγοι που πλιατσικολογούν στο όνομα δήθεν του άδικου κράτους. Η επιστήμη  επιβεβαιώνει σήμερα πως ο άνθρωπος από τη φύση του δεν είναι εγκληματική  οντότητα. Το έγκλημα, η βία και η ανομία βρίσκονται σε λανθάνουσα κατάσταση,  υποβόσκουν στα κενά της κοινωνικής συνοχής και τελικά φουντώνουν κάτω από  συγκεκριμένες συνθήκες. Κι όταν η πυρκαγιά πάρει ανεξέλεγκτες διαστάσεις και  απειλεί ολόκληρο το κοινωνικό οικοδόμημα, το κράτος σκληραίνει και επεμβαίνει με  την κάνουλα της αυστηροποίησης της νομοθεσίας και της εντατικοποίησης της  καταστολής. Όμως ποτέ και πουθενά στον κόσμο, σε πολιτείες και κράτη με  δημοκρατικές διακυβερνήσεις, το περισσότερο αστυνομικό κράτος δεν έφερε και τα  καλύτερα αποτελέσματα. Η δημοκρατία θέλει από αυτούς που συγκροτούν και  εκπροσωπούν το κράτος να διαπνέονται  από αρχές και αξίες και να εμπνέουν το  σεβασμό στους πολίτες με τη ζωή και το έργο τους.

Οι πολιτικοί (κυβέρνηση και  αντιπολίτευση) στη μακρόχρονη μεταπολιτευτική τους διαδρομή δείχνουν να έχουν  χάσει το μπούσουλα, στέρεψαν και εξαντλήθηκαν από αποθέματα ιδεών και προτάσεων.  Το να αλλάξουν ρότα μοιάζει δύσκολο έως ανέφικτο, γι’ αυτό το πιο ρεαλιστικό και  χρήσιμο για την πατρίδα είναι να κλείσουν μόνοι τους αυτόν τον κύκλο και ν’  αποτραβηχτούν οικειοθελώς από το δημόσιο βίο. Η  ανανέωση της πολιτικής με  πρόσωπα και ιδέες είναι το αντίδοτο στη σημερινή αποδόμηση της κοινωνικής  ειρήνης. Πολιτική που θα ανοίξει πόρτες και παράθυρα στην απασχόληση, που θα  σέβεται τον άνθρωπο και την αξιοπρέπειά του, που θα ενδιαφέρεται πραγματικά για  την κατάσταση της παιδείας, που θα στοχεύει στην απάλειψη των κοινωνικών  ανισοτήτων, οπότε και δεν θα έχει ανάγκη να επιβάλει τα θέλω της με σκληρά και  αστυνομικά μέτρα. Δεν θα προσβλέπει στην καταστολή για τη διατήρηση της  ασφάλειας και της δημόσιας τάξης, γιατί θα έχει πετύχει στην πρόληψη. Μια  πρόληψη που δεν θα έχει να κάνει με την αύξηση της αστυνόμευσης στους δρόμους,  με ομάδες και μπλόκα ένστολων και αστόλων δυνάμεων καταστολής, αλλά με την  πάταξη της διαφθοράς και της αναξιοκρατίας στις δομές του κράτους, με τη στήριξη  όλων των συντονισμένων προσπαθειών για το ξεπέρασμα της σημερινής οικονομικής  κρίσης, που αναμφίβολα δημιουργεί τριγμούς στο κοινωνικό σώμα…

37) ΔΗΜΟΣΙΑ ΤΑΞΗ ΚΑΙ ΑΣΦΑΛΕΙΑ

 

 

Η τρομοκρατία, η τυφλή βία και η  εγκληματικότητα με τη μορφή και την ένταση που εμφανίζονται σήμερα έχουν αναχθεί  στο πρώτο και σοβαρότερο πρόβλημα. Και είναι τρισδιάστατο. Είναι πρώτα και πάνω  απ’ όλα πολιτικό, αλλά και κοινωνικό, όπως και αστυνομικό. Δυστυχώς, όμως, οι  κατεξοχήν υπεύθυνοι και υπόλογοι καμώνονται πως δεν κατανοούν τις διαστάσεις που  έχει πάρει, γι’ αυτό και περί άλλων τυρβάζουν.

Είναι γεγονός ιστορικά επιβεβαιωμένο, πως  σε περιόδους που οι πολιτικοί εμπνέονται από ουμανιστικά ιδεώδη και οι πράξεις  τους έχουν ανάλογη κατεύθυνση και προσανατολισμό, η συντριπτική κοινωνική  πλειοψηφία αναθαρρεύει, ανασαίνει, ελπίζει, οραματίζεται. Κάτι που δεν συμβαίνει  στη σημερινή ζοφερή πραγματικότητα, αφού οι συχνά επαναλαμβανόμενες  δημοσκοπήσεις την εμφανίζουν (συντριπτική πλειοψηφία) να δηλώνει έλλειψη  εμπιστοσύνης στην πολιτική τάξη, στους θεσμούς της δημοκρατίας, στη συντεταγμένη  πολιτεία, στους παράγοντες και στους μηχανισμούς της οικονομίας, στα ΜΜΕ και  στους πολιτικούς. Από τον περασμένο Δεκέμβριο η κατάσταση διαρκώς εκτραχύνεται  και οι θεσμικά υπεύθυνοι να την αντιμετωπίσουν αποδείχθηκαν ανίκανοι και  ανεπαρκείς. Αξιωματούχοι και αξιωματικοί με λανθασμένες πολιτικές, υπηρεσιακές  και επιχειρησιακές επιλογές, εκ του αποτελέσματος μοιραίοι, ούτε παραιτήθηκαν,  ούτε αποπέμφθηκαν, αλλά παραμένουν στις θέσεις τους, επιβραβευμένοι με  αναβάθμιση ή προαγωγή. Πλέον, από δω και πέρα δεν μπορεί να προβλεφθεί ποια θα  είναι η εξέλιξη των πραγμάτων και μέχρι που θα φτάσει η κλιμακούμενη βία που  σκορπίζει ανασφάλεια στους πολίτες. Μεγαλόστομες εξαγγελίες, διχοστασίες σε  δήθεν σχέδια αντιμετώπισης της κρίσης, βιασύνη ανακοίνωσης μέτρων σε επίπεδο  αλλαγής νομοθεσίας, αλλά και αστυνομικής πρακτικής, και μάλιστα κατά τρόπο  πομπώδη, αντί να καθησυχάσουν δημιουργούν νέο προβληματισμό.

Η αναγγελία δια στόματος κ. Δένδια περί  επαναφοράς της αυτεπάγγελτης δίωξης του αδικήματος της περιύβρισης αρχής, το  μόνο που κατάφερε στο άκουσμά της ήταν να συσπειρώσει το σύνολο σχεδόν των  δικηγορικών συλλόγων εναντίον της. Η περιλάλητη αυτή  ποινική διάταξη για το  αυτεπάγγελτο της δίωξης του αδικήματος της περιύβρισης αρχής (αδιακρίτως)  γεννήθηκε πρώτη του έτους 1951 με την εφαρμογή του τότε νέου Ποινικού Κώδικα,  και φυσικά ήταν σε πλήρη αντιστοιχία με το γενικότερο κλίμα της εποχής εκείνης.  Σταδιακά, όμως, και παράλληλα με τον εκσυγχρονισμό της ελληνικής κοινωνίας, στα  χρόνια που ακολούθησαν και κυρίως στα τέλη της δεκαετίας του ’80 – αρχές ’90, η  χρήση της διάταξης αυτής αρχίζει να περιορίζεται, μέχρι που απαλείφθηκε με  αφορμή κάποια απόφαση δικαστηρίου στη Θεσσαλονίκη (αρχές δεκαετίας ’90). Ο τότε  υπουργός Δικαιοσύνης κ. Κουβελάκης αποφάσισε να ισχύουν οι διατάξεις των άρθρων  361, 362, και 363 περί εξύβρισης, δυσφήμισης και συκοφαντικής δυσφήμισης, αλλά  μόνον κατ’ έγκληση διωκόμενα. Σήμερα με πολιτική αφέλεια ελέχθη πως η επαναφορά  του προηγούμενου καθεστώτος περί αυτεπάγγελτης δίωξης στοχεύει στην προστασία  του κύρους του θεσμού της Αστυνομίας!! Έλεος, είναι ποτέ δυνατόν να καταξιωθεί  στην κοινωνική συνείδηση ένας θεσμός με την επιβολή ποινικών μέτρων;

Η πολιτική εξουσία αν πράγματι θέλει να  προστατεύσει τους θεσμούς πρέπει να αξιώσει να λειτουργούν. Ειδικά για την  Αστυνομία οφείλει να εστιάσει την προσοχή και τον ενδιαφέρον της στην καρδιά του  προβλήματος, που δεν έχει να κάνει με την ελαστικότητα ή την αυστηρότητα του  ποινικού συστήματος, αλλά με την εφαρμογή του. Οι συλλήψεις είναι το ζητούμενο.  Συλλήψεις όσων με ή χωρίς κουκούλα σπέρνουν τον πανικό και τον τρόμο, κλονίζουν  βαθιά το αίσθημα ασφάλειας του πολίτη και διαταράσσουν την οικονομικοκοινωνική  ζωή της χώρας σε μια περίοδο μάλιστα, ιδιαίτερη κρίσιμη για την πατρίδα μας.

Οι ειδικοί περί τα νομικά ζητήματα, όσον  αφορά τις προταθείσες ρυθμίσεις για αυστηροποίηση των υφισταμένων διατάξεων για  τους εγκληματούντες με κουκούλα, τις χαρακτηρίζουν ανούσιες και καθαρά  επικοινωνιακού χαρακτήρα. Δεν προσφέρουν ουσιαστική βοήθεια και συνδρομή στην  αντιμετώπιση του φαινόμενου της σύγχρονης εγκληματικότητας. Μάλιστα επικαλούνται  την πρόβλεψη του άρθρου 167 Ποινικού Κώδικα (αντίσταση κατά της αρχής) που  συμπεριλήφθηκε στην τροποποίηση του Π. Κ του 1978, στην οποία για τον  παρανομούντα με καλυμμένα ή αλλοιωμένα τα χαρακτηριστικά του προσώπου του  προβλέπεται ποινή τουλάχιστον δύο ετών, ενώ για τον χωρίς κάλυψη ή αλλοίωση, το  μισό αυτής. Άρα η σημερινή εντεινόμενη εγκληματικότητα – με ή χωρίς κάλυψη – δεν  οφείλεται στην ανεπάρκεια του νομικού πλαισίου, αλλά στην αδυναμία και  ανικανότητα των εντεταλμένων οργάνων της πολιτείας για την αντιμετώπισή του.

Μπορεί να είναι κοινότοπο και  χιλιοειπωμένο, αλλά ισχύει και για τα σημερινά δεδομένα. Στην Ελλάδα δεν  χρειαζόμαστε άλλους νόμους, παρά μόνον ΕΝΑΝ, αυτόν που θα επιβάλει την εφαρμογή  αυτών που υπάρχουν.

Η πολιτική της νομοθέτησης για κοινωνική  αποφόρτιση δύσκολων καταστάσεων και οι σπασμωδικές εν θερμώ πάντα ενέργειες,  εισηγήσεις, προτάσεις και αποφάσεις, που στοχεύουν σε επικοινωνιακά τερτίπια, θ’  αποδειχτούν «μπούμερανγκ» σε αυτούς που τις επιδιώκουν. Τα σοβαρά κοινωνικά  προβλήματα θέλουν σοβαρή αντιμετώπιση, για την οποία χρειάζεται, ως  προαπαιτούμενο, νηφάλια και ψύχραιμη σκέψη, η οποία θα οδηγήσει σε αντίστοιχη  μελέτη  με διαχρονική αντίληψη και θα καταλήξει σε σοβαρές και έτοιμες για  υλοποίηση αποφάσεις.

Η καλπάζουσα εγκληματικότητα  αντιμετωπίζεται με σύγχρονη και αποτελεσματική Αστυνομία. Αστυνομία, χωρίς  αποδομημένες υπηρεσίες, χωρίς δικά μας παιδιά και παραπαίδια, χωρίς ρουσφέτια  και βολέματα, αλλά με αξιοκρατία, με επιχειρησιακή επάρκεια, με στόχο και όραμα,  μακριά από αγκυλώσεις, αντιλήψεις και πρακτικές της δεκαετίας του ’60.

Η σημερινή κοινωνία έχει ανάγκη από  Αστυνομία ικανή και αποτελεσματική. Κι αυτή η Αστυνομία μόνον εφόσον στελεχωθεί  από πρόσωπα με ανοιχτούς ορίζοντες σκέψης και δράσης, που διαπνέονται από  σύγχρονες ιδέες και αντιλήψεις, θα μπορέσει να ασκήσει τα καθήκοντα του  λειτουργήματός  της, κατά τρόπο που να εξασφαλίζεται η από το Σύνταγμα  προβλεπόμενη δημόσια τάξη και ασφάλεια. Καμιά δέσμη μέτρων δεν πρόκειται να  λειτουργήσει ως πανάκεια για την αντιμετώπιση οποιασδήποτε κοινωνικής κρίσεως,  αν δεν υπάρξουν ικανά πρόσωπα για την υλοποίηση των αποφασισθέντων. Τέρμα στις  αυταπάτες. Η κοινωνία έχει ανάγκη από αστυνομικούς που να θέλουν και να μπορούν  να φέρουν σε πέρας την εκτέλεση της αποστολής τους, με σεβασμό στον άνθρωπο και  στους δημοκρατικούς κανόνες, εξασφαλίζοντας τις αρχές του κράτους ασφάλειας και  τάξεως.

Ο «θριαμβικός» τρόπος εξαγγελίας και  υλοποίησης αυστηρών μέτρων έδειξε και κατά το πρόσφατο, αλλά και απώτερο  παρελθόν, πως συντελεί στη δημιουργία κλίματος συλλογικής αντίδρασης. Η  εξαγγελία με στόμφο για την  αυστηροποίηση της υπάρχουσας νομοθεσίας μπορεί να  διογκώσει τις περιστασιακές μεμονωμένες εκδηλώσεις αντίδρασης σε κοινό μέτωπο  κατά της εξουσίας, να τις αθροίσει μετατρέποντάς τες σε οργανωμένο κίνημα  αντίδρασης, οπότε θα οδηγηθούμε πάλι σε καταστάσεις με απρόβλεπτες συνέπειες.  Στις αντιδημοκρατικές πράξεις των σημερινών ολίγων κουκουλοφόρων που επιφέρουν  τον τρόμο, την ανασφάλεια και την ανησυχία στους πολλούς της κοινωνίας, η  Δημοκρατία πρέπει να απαντά με τρόπο που να ελαχιστοποιείται ο κίνδυνος για τον  πολλαπλασιασμό των ολίγων και τη μεγιστοποίηση της ανασφάλειας των πολλών. Δεν  πρέπει συγκυριακά και ευκαιριακά να παραβλέπουμε τη μεγάλη αλήθεια, πως οι  αστόχαστα σκληρές ενέργειες  της οργανωμένης κοινωνίας για την διατήρηση δήθεν  της ισορροπίας και της συνοχής της ερεθίζουν αυτόματα αντανακλαστικά αντίδρασης  και ανεξέλεγκτης βιαιότητας. Επίσης δεν πρέπει να ξεχνάμε, πως όπως υπάρχουν οι  κουκουλοφόροι που μαγαρίζουν θεμελιώδη κοινωνικά δικαιώματα και ανθρώπινες αξίες  από τη μια, υπάρχουν και εκπρόσωποι της εξουσίας από την άλλη, που διακατέχονται  από καιροσκοπισμό, δημαγωγία, ιδιοτέλεια και κενοδοξία, που επίσης μαγαρίζουν  θεμελιώδεις αξίες της δημοκρατίας. Η τάξη σε μια οργανωμένη κοινωνία είναι  αναμφίβολα προϋπόθεση για τη διατήρησή της και την προκοπή της, αλλά και η  εξουσία με ανθρώπινο πρόσωπο επίσης.

Η νέα γενιά ανέκαθεν πρωτοστατεί σε  αγώνες γόνιμης και εποικοδομητικής αμφισβήτησης και ωθεί την κοινωνία σε βήματα  μπροστά και όχι οπισθοδρόμησης. Δεν πρέπει συλλήβδην να ταυτίζεται με την  αντίδραση της βίας και του πλιάτσικου. Αν προτάξουμε την καταστολή απέναντι σε  κάθε εκδήλωση και διαμαρτυρία της νεολαίας, τότε με μαθηματική ακρίβεια  οδηγούμαστε στην ανάδειξη της αντίδρασης ως ηθικής αρχής και στην παγίωσή της  στα ευρύτερα κοινωνικά στρώματα. Σε ένα τέτοιο κλίμα βρίσκουν πρόσφορο έδαφος  για να ευδοκιμήσουν φαινόμενα τυφλής βίας και τρομοκρατίας, που ενσπείρουν το  φόβο και τον πανικό. Χρειάζεται, λοιπόν, πολλή προσοχή για να μην οδηγηθούμε στο  να ζούμε σε παγιωμένο καθεστώς φόβου, γιατί τότε αναπόφευκτα εκείνο που πρέπει  να φοβόμαστε περισσότερο θα είναι ο ίδιος μας ο φόβος.

Κοντολογίς, αν υπάρξει κάποτε μια  συντεταγμένη πολιτεία με θεσμούς που θα λειτουργούν σε πραγματικά δημοκρατικά  πλαίσια, ίσως πολλά από τα σημερινά αδιέξοδα να αποφευχθούν και η κοινωνική  απορρύθμιση που τείνει διογκούμενη, να περιοριστεί στα «φυσιολογικά» της όρια.  Ένα κράτος δικαίου, ισονομίας και ισοπολιτείας με ανθρωποκεντρικό σχεδιασμό,  προνοεί ώστε ποτέ να μην εξαναγκάζεται σε κατασταλτικές λύσεις, που εκ της  φύσεώς τους δεν είναι λύσεις, κι όταν σαν τέτοιες προκύπτουν, είναι οι έσχατες.  Πάντα ένα δίκαιο και σοβαρό κράτος αφουγκράζεται έγκαιρα τους κοινωνικούς  ψιθύρους, πριν αυτοί καταλήξουν σε κραυγές αγωνίας ή και απόγνωσης. Εκδηλώνει  στρατηγικές και σχεδιάζει μέτρα σε όλα τα επίπεδα για την κατά το δυνατόν  μεγαλύτερη κοινωνική ενσωμάτωση, μεριμνώντας για τους άνεργους, για τους  άστεγους, για τους στερημένους τα βασικά και για τους αδύναμους οικονομικά. Όσο  μειώνονται οι κοινωνικές ανισότητες, άλλο τόσο, ίσως και περισσότερο, μειώνονται  και οι πιθανότητες για κοινωνικές εκρήξεις και αύξηση της εγκληματικότητας. Ποτέ  ένα κράτος που είναι κράτος δεν αφήνει τις μικρές χαραμάδες του κοινωνικού ιστού  να γίνουν χαράδρες.

Όλα όσα συμβαίνουν σήμερα καταμαρτυρούν  πως η κοινωνία δεν έχει όραμα, γιατί στερείται σημείων αναφοράς, αποδοχής και  έμπνευσης. Δεν είναι αντιφατική η εποχή που ζούμε, αλλά αντιφατική είναι η  βούληση των εκπροσώπων του Κοινοβουλίου, αυτών που θέλουν δημόσια τάξη και  ασφάλεια, αλλά δεν κάνουν τίποτα στα σοβαρά, για να καθαρίσει η σαπίλα της  διαφθοράς, της αδιαφάνειας και της αναξιοκρατίας από το δημόσιο βίο.

36) Εμπλέκονται πολλοί δεν ασχολείται  κανένας…

 

 

Σύμφωνα με τις τελευταίες δημοσκοπήσεις η  γενίκευση της ανομίας και της εκτεταμένης βίας αναδεικνύεται σε σοβαρότατο  κοινωνικό πρόβλημα, αφού οι πολίτες του λεκανοπεδίου Αττικής σε ποσοστό 89%  αισθάνονται φοβισμένοι και ανασφαλείς. Αλλά και στα υπόλοιπα αστικά κέντρα τα  αποτελέσματα των δημοσκοπήσεων ίδια κι απαράλλαχτα είναι. Η συντριπτική  πλειοψηφία των πολιτών εμφανίζεται να διακατέχεται από φοβικά σύνδρομα και να  δηλώνει πως δεν είναι ικανοποιημένη από την αποτελεσματικότητα της Αστυνομίας σε  ό,τι αφορά την πάταξη της εγκληματικότητας, αλλά και την αντιμετώπιση της  αποκαλούμενης τρομοκρατίας νέας γενιάς. Ποια άραγε είναι αυτή η τρομοκρατία που  μεταλλάχθηκε απότομα σε περισσότερο επικίνδυνη, όσο ποτέ άλλοτε; Τι επιδιώκει με  τα τυφλά χτυπήματα; Πώς ερμηνεύουν οι αρμόδιοι αυτή την εγκληματική συμπεριφορά  και πώς επιχειρούν να την τιθασεύσουν; Θα υπάρξει απάντηση από τη συντεταγμένη  Πολιτεία και πότε;

Σε όλα αυτά τα εύλογα ερωτήματα που  αντικατοπτρίζουν την έντονη ανησυχία της κοινωνίας θα επιχειρήσουμε να  συνεισφέρουμε για γόνιμο προβληματισμό με την ταπεινή άποψή μας βασιζόμενοι σε  ένα από τα πολλά συμβάντα που καταγράφονται σχεδόν καθημερινά στο αστυνομικά  δελτία.

Ήταν τον Ιανουάριο του 2006, όταν οι  «ληστές με τα μαύρα» επιχειρούσαν άλλο ένα χτύπημα σε κατάστημα της Εθνικής –  αυτή τη φορά – τράπεζας. Ένα μέλος της συμμορίας, σπουδαστής των Τ.Ε.Ι τότε,  τραυματίζεται και συλλαμβάνεται, ενώ τρία άλλα μέλη διέφυγαν. Οι διωκτικές αρχές  ενώ στην αρχή φάνηκε να προσδίδουν στην υπόθεση τη σοβαρότητα που της έπρεπε, η  συνέχεια ήταν διαφορετική. Λέμε φάνηκε γιατί ο τότε αρμόδιος εισαγγελέας κ.  Διώτης, με στελέχη της Αντιτρομοκρατικής, επισκέφθηκε τον τραυματία σπουδαστή  στο νοσοκομείο όπου νοσηλευόταν. Στη συνέχεια από τον 7ο τακτικό  ανακριτή εκδόθηκε ένταλμα σύλληψης και για τα τρία άλλα μέλη της συμμορίας, που  διέφυγαν και τα οποία είχαν ταυτοποιηθεί από τις  τριγύρω κάμερες που υπήρχαν  στο σημείο όπου εκτυλίχθηκε η ένοπλη συμπλοκή.

Τα όσα ακολούθησαν μας χαρακτηρίζουν ως  κοινωνία, αλλά προπαντός ως οργανωμένη Πολιτεία. Ενώ επιβεβαιώθηκε η εμπλοκή των  καταζητούμενων και του συλληφθέντα σε δράσεις αντιεξουσιαστικού περιεχομένου,  ενώ χρεώθηκε την υπόθεση η ΑΝΤΙΤΡΟΜΟΚΡΑΤΙΚΗ λόγω της σοβαρότητάς της (στην  κατοχή του συλληφθέντα βρέθηκε βαρύς οπλισμός), οι ιθύνοντες και ειδικοί  εισηγήθηκαν πως δεν έπρεπε για λόγους ίσως επικοινωνιακούς, να «φουσκώσουν» την  υπόθεση. Οι διάφοροι μέντορες της πολιτικής και οι λειτουργοί των θεσμικών  οργάνων που ασκούν πολιτική είχαν την άποψη πως το όλο θέμα δεν πρέπει να  διογκωθεί και πως θάπρεπε ο κοινωνικός του αντίκτυπος να περιοριστεί στα  δεδομένα της καθημερινότητας. Και δυστυχώς αυτή η άποψη υπερίσχυσε, οπότε την  εξιχνίαση της υπόθεσης ανέλαβε το Τμήμα κλεπτών και διαρρηκτών της Ασφάλειας. Η  σχετική δικογραφία αφαιρέθηκε από την Αντιτρομοκρατική, ενώ οι τρεις  καταζητούμενοι εξακολουθούν ακόμα και σήμερα να αναζητούνται με ό,τι αυτό  συνεπάγεται!

Τα τρία χρόνια που πέρασαν η ΕΛ.ΑΣ (όλοι  εμπλέκονται και τελικά κανένας) έδωσε στη δημοσιότητα φωτογραφίες και άλλα  στοιχεία των καταζητούμενων, αλλά αυτοί παραμένουν ασύλληπτοι, παρόλο που τα  εντάλματα είναι άμεσα εκτελεστά από οποιαδήποτε υπηρεσία και σε οποιοδήποτε  σημείο της ελληνικής επικράτειας.

Πρόσωπα έρχονται και παρέρχονται από τις  διάφορες υπηρεσίες ανάλογα με τις επιθυμίες και τις βουλήσεις των επιτήδειων, με  τις γνωριμίες και τα ρουσφέτια, και οι προσπάθειες για την εξιχνίαση αρχίζουν να  φθίνουν, και να ατονούν μέχρι την επόμενη φορά, που κάποιος κάπου κάτι θα  θυμηθεί ή θα εξαναγκαστεί να θυμηθεί ακούγοντας το χείμαρρο της βίας να  πλησιάζει.

Οι εισηγήσεις από τους μέντορες και πάλι  εισακούονται, οπότε αναζητείται η συνδρομή των Βρετανών για να παράξουν σανίδα  σωτηρίας.

Οι ένοπλες ληστείες στο μεταξύ, ακόμα και  με εξτρεμιστικά χαρακτηριστικά συνεχίζονται με εντεινόμενους ρυθμούς και δεν  είναι μυστικό πλέον (οπότε δε χρειάζονται ειδικές αναλύσεις) πως ο αποκαλούμενος  αντιεξουσιαστικός χώρος απέβαλε τον δήθεν ιδεολογικό του μανδύα και φόρεσε το  μαύρο παλτό του ποινικού εγκληματία. Οι ληστείες βαφτίζονται επαναστατικές  ενέργειες (αφού δήθεν δεν γίνονται για λόγους πλουτισμού, αλλά για έμπρακτη  διαμαρτυρία και άρνηση της μισθωτής εκμετάλλευσης) και το πλιάτσικο  χαρακτηρίζεται απαλλοτρίωση δικαιούμενων.

Πληθαίνουν στο διαδίκτυο οι προκηρύξεις  των αυτοαποκαλούμενων «χαοτικών ομάδων σαμποτάζ» που αναλαμβάνουν την ευθύνη για  τα διαρκώς πολλαπλασιαζόμενα χτυπήματα μέσα στο νέο κύκλο τυφλής βίας που άνοιξε  και διευρύνεται μετά την «εξέγερση» του Δεκεμβρίου, διογκώνοντας όλο και  περισσότερο το κλίμα ανασφάλειας των πολιτών. Ο πολλαπλασιασμός των χτυπημάτων  έχει να κάνει (βάσει της κοινής λογικής και μόνον, κι όχι βάσει των αναλύσεων  των ειδικών και ειδημόνων) με τον πολλαπλασιασμό των ατόμων (στρατολόγηση) που  δραστηριοποιούνται κάτω από την ομπρέλα και το φέσι των συγκεκριμένων ομάδων.

Συνεχίζουν όπως λένε τον πόλεμο, αφού το  σαμποτάζ πρέπει να επανακτήσει τη θέση που του αρμόζει, μέσα σ’ ένα σύστημα που  εκκολάπτει το άδικο και η εξουσία βιάζει συνειδήσεις ανήμπορων και αδύναμων να  αντιδράσουν. Αυτά λένε αυτοί και η συντεταγμένη Πολιτεία απαντά με νέα μέτρα,  κυρίως νομικής χροιάς και υπόστασης. Οι νέοι αυτοί νόμοι σύμφωνα με τις  δημοσκοπήσεις και σε ποσοστό 59% των πολιτών δεν θα έχουν το ποθητό αποτέλεσμα,  αφού η μέχρι τώρα δυσπραγία και αναποτελεσματικότητα αντιμετώπισης του  φαινομένου δεν οφειλόταν στην έλλειψη νομικού πλαισίου, αλλά στην αδυναμία  εφαρμογής του υπάρχοντος. Γνωρίζουν πολλοί καλά οι πολίτες πως και με τις  αυστηρότερες ποινές, πάλι το ζητούμενο θα είναι πως πρέπει κάποιοι να συλλάβουν  τους δράστες για να τους επιβληθούν αυτές. Όπως επίσης πολύ καλά γνωρίζουν, αφού  με την κοινή λογική μπορούν και διακρίνουν τα όρια μεταξύ σοβαρότητας και  σοβαροφάνειας. Αυτό σίγουρα θα επισημάνουν και οι ειδικοί της Σκώντλαντ με τη  νέα κάθοδό τους στη χώρα μας (τη στιγμή που κατά σύμπτωση βρετανικά δημοσιεύματα  ανέλαβαν εργολαβικά τη δυσφήμηση της χώρας μας, αφού λίγο έως πολύ την  εμφανίζουν να καταρρέει οικονομικά), αλλά θα υπάρξουν ευήκοα ώτα; Αυτό και πάλι  θα είναι το ζητούμενο, αλλά θα αποδειχθεί στην πράξη, από το παραχθέν  αποτέλεσμα. Ίδωμεν…

35) Περισσότερο κράτος = Καλύτερο  κράτος

Το πάρτι της ελληνικής οικονομίας στη  μεγάλη και φωταγωγημένη αίθουσα  της τελευταίας δεκαετίας διακόπηκε απότομα,  λόγω μπλακ-αουτ και τώρα μέσα στο σκοτάδι αναζητούμε κεριά για να βρούμε το  δρόμο προς την έξοδο..

Όλα ήταν μια φούσκα δυστυχώς, που έσκασε  απότομα μόλις ακούμπησε στην ακίδα της παγκόσμιας κρίσης, η οποία οδηγεί πλέον  στο τέλος μιας εποχής, με πολιτικο-οικονομικο-ιδεολογικούς όρους.

Τώρα η γύμνια της στρεβλής οικονομικής  ανάπτυξης στη χώρα μας δεν κρύβεται κι ούτε μπορεί να σκεπαστεί. Αδυναμίες και  ανεπάρκειες του πολιτικού συστήματος, εθισμός της κοινωνίας στον  υπερκαταναλωτισμό (αναντίστοιχα με την παραγωγική δυνατότητα), το κυνήγι του  εύκολου κέρδους απ’ όλους και σε όλα, διαμεσολαβητές και προμηθευτές,  υπερδανεισμός και όλα τα κακά τα μοίρας, αυτή ήταν η ελληνική φούσκα.

Αναπόφευκτα οδηγηθήκαμε στο σημερινό  αδιέξοδο και για να βγούμε από το τούνελ ποντάρουμε στο ισχυρό κράτος. Σ’ αυτό  λένε οι ειδικοί και οι ειδήμονες πρέπει να επενδύσουμε, για να μειώσουμε το  δημόσιο χρέος, για να εξασφαλίσουμε πόρους χρηματοδότησης του ασφαλιστικού, της  παιδείας και της έρευνας, για να σταθούμε στα πόδια μας ως πολιτειακή οντότητα  και κοντολογίς να μην παρασυρθούμε στη δίνη της διάλυσης που προκαλεί η  δυσπραγία των αφημένων της κοινωνίας.

Η επιστροφή του κράτους σε μια ευρύτερη  κλίμακα, ώστε να βοηθηθεί να ορθοποδήσει η ανίκανη και ανήμπορη ιδιωτική  οικονομία προβάλλεται ως λύση ανάγκης ακόμα και από τους σφοδρούς επικριτές του.

Αρκετά τώρα χρόνια η χώρα μας βιώνει μια  βαθμιαία απαξίωση του πολιτικού συστήματος και των βασικών θεσμών, η οποία  τελευταία εντείνεται όλο και περισσότερο. Αυτό το βίωμα, του πελατειακού  κράτους, του διεφθαρμένου, του αναποτελεσματικού, πρέπει να αλλάξει άρδην. Η  προσδοκία ενός άλλου, ισχυρού κράτους, είναι ίσως το τελευταίο ανάχωμα στον  κατήφορο και την κατρακύλα της δημοσιονομικής  κρίσης. Αυτή η κρίση που έχει  δημιουργηθεί απ’ τον συνδυασμό κρατικής σπατάλης λόγω διαφθοράς,  αναποτελεσματικής διοίκησης λόγω αναξιοκρατίας και υψηλού κόστους λόγω  κομματισμού, άφησε τη χώρα χωρίς κράτος. Και το τραγελαφικό στην όλη υπόθεση για  όλους μας είναι πως ενώ αισθανόμαστε στο πετσί μας την αρνητική λειτουργία του  κράτους σε όλες τις εκδοχές του, εξακολουθούμε με τη συμπεριφορά μας να  αρμενίζουμε στον ίδιο στραβό γιαλό, επιδιώκοντας το ρουσφέτι και το προσωπικό  ιδιοτελές όφελος σε βάρος του άλλου και του γενικότερου καλού.

Αυτή η αντιφατικότητά μας απέναντι στο  κράτος αν δεν είναι υποκρισία, πώς αλλιώς θα μπορούσε να χαρακτηριστεί; Το  βόλεμα και οι πελατειακές σχέσεις με τα πολιτικά κόμματα δεν παράγουν πολιτική,  δεν λύνουν κοινωνικά προβλήματα, δεν οδηγούν στην έξοδο από την κρίση, αλλά τη  βαθαίνουν.

Κάπως έτσι φτάσαμε στο οριακό σημείο εν  έτει 2009 με επιτακτική την ανάγκη για περισσότερο κράτος, αλλά κράτος, χωρίς  κομματισμό κι αναξιοκρατία, χωρίς διαφθορά και λαμόγια, δίχως ρουσφέτια και  βολέματα, δίχως αρπαχτές και αγυρτείες. Στο περισσότερο κράτος (μόνον αν  ερμηνευτεί ως καλύτερο κράτος), μπορούμε να επενδύσουμε, ως τον συλλογικό φορέα  μιας κοινωνικής οργάνωσης που είναι ανήμπορη να ομονοήσει για το πόσο αναγκαία  είναι μια συλλογική απάντηση απέναντι σε συλλογικά προβλήματα.

Σήμερα, και άγνωστο για πόσα χρόνια,  έχουμε να αντιμετωπίσουμε μια τρίπτυχη κρίση, σοβαρή και πραγματική,  σε  οικονομικό, κοινωνικό και πολιτικό επίπεδο, που θα επιδεινώνεται λόγω της  διογκούμενης απαξίας των θεσμών και της γενικευμένης ανομίας και βίας. Καλύτερο  κράτος χρειαζόμαστε, για να μπορέσει να στηρίξει την οικονομία όπου και όπως το  χρειαστεί, για να σταθεροποιήσει τη θέση της χώρας μας στο εγγύς και ευρύτερο  διεθνές περιβάλλον.

Ένα καλύτερο κράτος, μπορεί να  αναπροσαρμόζει τις κλίμακες και τους συντελεστές στην άμεση φορολογία και  καταργεί την εύνοια των προνομιούχων κοινωνικών ομάδων. Το κράτος που λειτουργεί  ως κράτος δικαίου μπορεί να φέρει αποτελέσματα προσανατολίζοντας την κοινωνική  συνείδηση προς τη σωστή κατεύθυνση της συλλογικής προσπάθειας.

Μια πρωτότυπη επανάσταση χρειαζόμαστε  στους χαλεπούς καιρούς της οικονομικής κρίσης που ζούμε, την επανάσταση του  αυτονόητου, την επανάσταση να πληρώνουμε όλοι φόρους με αναλογική κλίμακα. Να  πληρώνουμε όλοι ανάλογα με τις δυνατότητές μας. Αν αυτό δεν γίνει και συνεχίσει  η ελληνική οικονομία να «αναπτύσσεται» ως μια τεράστια επιχείρηση παραοικονομίας  και φοροδιαφυγής, τότε ζήτω που καήκαμε, αφού θα είναι πια αργά για δάκρυα,  ακόμα και κροκοδείλια…

34) Πυροβολισμοί κατά της Δημοκρατίας…

 

 

Μια δημοκρατικά οργανωμένη κοινωνία είναι  αναμφίβολα κοινωνία της συνθέσεως και γι’ αυτό, για να διατηρηθεί είναι  απαραίτητο οι θεσμοί της να λειτουργούν σ’ ένα πλαίσιο εξασφάλισης της  συμμετρίας και της εξισορρόπησης των αντιθέσεων με πνεύμα δικαίου και  αξιοκρατίας. Η ανισορροπία στο κοινωνικό γίγνεσθαι δημιουργεί κραδασμούς και  καμία μορφή εξουσίας δεν μπορεί να τιθασεύσει τις συγκρούσεις και τις  αντιπαλότητες που γεννά το άδικο σύστημα διακυβέρνησης όσο εφικτό κι αν μοιάζει  θεωρητικά. Η κορωνίδα της δημοκρατίας, ο σεβασμός της ανθρώπινης αξιοπρέπειας  όσο θα παραμένει γράμμα κενό (καινό) στη σύγχρονη άκαρδη εποχή μας δεν μπορούμε  να καυχόμαστε για το επίπεδο πολιτισμού που δημιουργήσαμε, για τη λειτουργία των  θεσμών και την κατάκτηση της ελεύθερης ανοιχτής «δυτικής» κοινωνίας. Η ευμάρεια  των ολίγων και η πενία των πολλών είναι ασυμβίβαστες πραγματικότητες και όταν  και όπου υφίστανται πέραν των κραυγαλέων ανισοτήτων δημιουργούν αρρωστημένες  καταστάσεις όπου η δημοκρατία λειτουργεί ως ψευδεπίγραφη έννοια και πράξη και ο  άνθρωπος αντιμετωπίζεται ως αντικείμενο (πράγμα), όσο κι αν επιμελώς  καμουφλάρεται και αποκρύπτεται.

Όλοι μας μιλούμε (φλυαρώντας) για τα  δικαιώματά μας, και για την ελευθερία μας. Δίνουμε δε στην έννοια αυτή το  περιεχόμενο που μας βολεύει και πάντα μέσα στα στενά ατομικά μας πλαίσια, στην  ιδιοτέλεια του εαυτού μας. Απολαμβάνουμε την ιδιωτική μας ανεξαρτησία και  παραβλέπουμε προκλητικά την ελευθερία των γύρω μας. Αδυνατούμε να κατανοήσουμε  ότι η δική μας ελευθερία υπάρχει και βασίζεται κυρίως στη δημόσια ελευθερία.  Αυτήν έχει χρέος να εξασφαλίσει και να προστατεύσει η εκτελεστική εξουσία. Αν  μέσα στο σύστημα διακυβέρνησης μιας οργανωμένης πολιτείας αναφύονται ισχυρές  ατομικότητες που χρησιμοποιούν το νόμο για να τον παραβιάζουν χωρίς συνέπειες,  όταν οι προκλητικές σπατάλες δημοσίου πλούτου από λίγους ισχυρούς συρρικνώνουν  όλο και περισσότερο το δικαίωμα για αξιοπρεπή διαβίωση των πολλών ανίσχυρων,  ευδοκιμούν και ζιζάνια αυτόκλητων τιμωρών και τρομοκρατών. Οι καθημερινές  ενέργειες και πράξεις της εξουσίας που ανάγονται στη σφαίρα της κατάχρησης, η  αδυναμία εξασφάλισης στοιχειωδών συνθηκών ζωής για το σύνολο, η καλπάζουσα  ανεργία, τα κρυφά πανωτόκια κ.λ.π είναι το λίπασμα για τον πολλαπλασιασμό των  ζιζανίων.

Τα προβλήματα που συνθέτουν την κρίση της  σύγχρονης παγκόσμιας κοινωνίας (κομμάτι της οποίας είμαστε) είναι πολύ σοβαρά  και πολύπλοκα που είναι τρέλα να αφεθούν σε χέρια και μυαλά που στάζουν αίμα και  σε απρόσωπα πρόσωπα, καλυμμένα με τη μπούργκα της τυφλής βίας. Η διαφθορά και η  εκμετάλλευση, η οικολογική καταστροφή και η άνιση κατανομή των κοινών αγαθών και  υπηρεσιών είναι πραγματικότητες που βιώνονται καθημερινά και δεν μπορεί να  παραβλέπονται ή να σιωπούνται για να μην ερεθίζουν δήθεν τα κατώτερα ένστικτα  των αυτόκλητων τιμωρών. Στη δημοκρατία δε χωρούν επιβολές σιωπής και  αυτολογοκρισίες σε όσους μιλούν και γράφουν για τον αυταρχισμό και την κρατική  βία, γιατί στις παρυφές αυτής της σαθρής σκοπιμότητας εμφανίζονται οι αυτόκλητοι  κοινωνικοί αγωνιστές και προσπαθούν να στήσουν βάθρο για να μιλήσουν με τα τυφλά  χτυπήματα και να γράψουν με αίμα προκηρύξεις – φληναφήματα παρωχημένων  ιδεοληψιών απελπισίας. Κι αν ακόμα υπάρχουν κάποιοι που εφευρίσκουν μέσα απ’  αυτά στοιχεία πολιτικής ιδεολογίας και επαναστατικότητας, επιβεβαιώνουν πως  είναι το ίδιο αστοιχείωτοι με αυτούς που βιάζουν με τις ενέργειές τους την  κοινωνική απελευθέρωση απ’ τα δεσμά του φόβου και της συντήρησης και ασχημονούν  κατά των δικαίων διεκδικήσεων και όσο δεν καταλαβαίνουν ή καμώνονται πως δεν  καταλαβαίνουν ότι ταυτίζονται με αυτούς που σκορπούν τον τρόμο επιδιώκοντας να  γκρεμίσουν το κατεστημένο, χωρίς να λένε με τι θα το αντικαταστήσουν, είναι  επικίνδυνα απρόβλεπτοι σε κάθε προσπάθεια προβληματισμού, εγρήγορσης και δράσης  για την αντιμετώπιση προβλημάτων κοινωνικής παθογένειας.

Οι θιασώτες της βίας πρέπει επιτέλους να  συνειδητοποιήσουν πως η βία, απ’ όπου κι αν προέρχεται (ένστολους ή άστολους)  και με οποιαδήποτε μορφή κι αν εξυφαίνεται μέσα στον κοινωνικό ιστό, ένα είναι  βέβαιο, πως πυροδοτεί ανεξέλεγκτες καταστάσεις. Μόνον έτσι επιτείνεται το  σκοτάδι και αποδομούνται οι όποιες θεσμικές-συλλογικές προσπάθειες για πρόοδο  και δημοκρατικά άλματα, αφού φουντώνουν ανασταλτικές δυνάμεις (οπισθοδρόμησης  και συντηρητισμού) εξαιτίας του φόβου και του τρόμου που διαχέονται σε όλα τα  κοινωνικά στρώματα.

Η βία δεν έχει πολιτικό ή κομματικό  χρώμα, παραμένει σκοτεινή και δεν είναι παρά το απεχθές απρόσωπο πρόσωπο της  εξουσίας που έχει δικαιώματα στη ζωή και στο θάνατο του άλλου. Η αλήθεια πως,  ήδη από τον 19ο αιώνα, αναρχικά και κομμουνιστικά κινήματα είχαν  θεσμοθετήσει την «επαναστατική βία» δεν προσφέρει άλλοθι ή έρεισμα στους  σημερινούς αλλοπρόσαλλους επαναστατημένους δήθεν αγωνιστές που αποφασίζουν  οριστικά και αμετάκλητα για λογαριασμό μας. Ο αναρχισμός παγκοσμιοποιήθηκε ως  κίνημα όχι για τη βία του αλλά γι’ αυτά που πρέσβευε σε ιδεολογικό επίπεδο και  που σήμερα επικαιροποιούνται σε πολλούς τομείς της ανθρώπινης δραστηριότητας. Τα  δε κομμουνιστικά καθεστώτα που πήραν την εξουσία με τα όπλα, τη διατήρησαν εν  ονόματι δήθεν του λαού με τη βία και τα όπλα και τη μετέτρεψαν σε ολοκληρωτισμό,  για να τη χάσουν χωρίς όπλα και βία.

Σήμερα αυτοί που πυροβολούν στα τυφλά και  αυτοπροσδιορίζονται ως επαναστατημένοι αγωνιστές με σέχτες ή χωρίς, τρυπώνουν  στο σκοτάδι της δήθεν αντιεξουσίας και στοχεύουν σε ένστολους μεροκαματιάρηδες,  επειδή κατά την ακρισία τους εκπροσωπούν και συμβολίζουν την κρατική καταστολή,  ενώ η αλήθεια είναι πως τους θεωρούν τους ευκολότερους στόχους, (αφού αυτοί  είναι στο δρόμο μέρα και νύχτα), το κάνουν, για να αυτοεπιβεβαιώσουν την  επαναστατικότητά τους. Γι’ αυτό και είναι επιτακτική ανάγκη, οι λίγοι που  εκφράζουν δημόσιο λόγο και προσπαθούν να δώσουν πολιτικό περίβλημα, εντελώς  άκριτα, σε συλλογικές επιθέσεις κατά της Αστυνομίας, να παύσουν να μετεωρίζουν  μεταξύ κομματικής σκοπιμότητας και ηθικού χρέους.

Οι σημερινοί τρομοκράτες όσο κι αν  προσπαθούν να πείσουν περί της συνέχειάς τους ως επαναστατικό κίνημα,  αυτοδιαψεύδονται από την ίδια την πρακτική τους, αφού διολισθαίνουν προς τη  βαρβαρότητα, στον τυφλό εγκληματικό ρεβανσισμό, όπου εχθρός και αντίπαλος δεν  είναι οι δυνάστες-αφεντικά και οι δομές της απάνθρωπης εξουσίας αλλά ο  ευκολότερος στόχος. Οι αστυνομικοί δε θα γίνουν καλύτεροι εξαιτίας του φόβου  μήπως πυροβοληθούν ούτε το κράτος λιγότερο αυταρχικό επειδή θα ελλοχεύει ο  κίνδυνος πάντα να στοχοποιηθούν κάποιοι ένστολοι πολίτες της καθημερινότητας. Το  αντίθετο μπορεί να συμβεί. Ούτε κυβερνήσεις θα δείξουν μεγαλύτερη δημοκρατική  ευαισθησία στα κοινωνικά προβλήματα επειδή θα υπολογίζουν μήπως σκοτωθεί κάποιος  υπάλληλος του δημόσιου λεγόμενου τομέα. Οι δολοφονικές απόπειρες κατά  αστυνομικών είναι εγκληματικές πράξεις και μόνο, δίχως έρεισμα ούτε καν  ιδεοληψία, πόσο μάλλον ιδεολογία, και δεν αντισταθμίζεται ακόμα και με τα  ταπεινά κίνητρα της εκδίκησης. Ο κόσμος έχει ανάγκη από πορεία πολιτισμού και  όχι βαρβαρότητας και αίματος. Όσοι επικαλούνται με λόγια την καλυτέρευσή του δεν  είναι δυνατόν με τις πράξεις τους να ξεπερνούν σε αναισθησία αυτούς που  καταδικάζουν. Ούτε τα «αφεντικά» και οι εργοδότες θα σκύψουν πάνω στα υπαρκτά  προβλήματα των εργαζομένων και των ανέργων αν εποχούμενοι κρανοφόροι και  κουκουλοφόροι θερίζουν με σφαίρες και μασούρια εγκαταστάσεις τηλεοπτικών  σταθμών, αδιάκριτα και τυφλά με σοβαρές πιθανότητες να χυθεί και πάλι αίμα αθώων  εργαζομένων. Με τις σφαίρες και τα τυφλά χτυπήματα δεν αλλάζουν οι δομές που  καταπιέζουν τους πολίτες στην καθημερινότητά τους, αντίθετα προσφέρουν άλλοθι  και έρεισμα για να ισχυροποιήσουν την ύπαρξή τους και να σκληρύνουν περισσότερο  τη στάση τους, κατά πάντων (δικαίων και αδίκων) και με σφοδρότερα μέσα στο όνομα  πάντα της καταπολέμησης της τρομοκρατίας. Όταν αρχικά η εγκληματική χρήση του  όπλου από αστυνομικό δρομολόγησε ανεξέλεγκτες καταστάσεις, οι αυτόκλητοι τιμωροί  βρήκαν (ευτυχώς λίγες) δημοσιογραφικές αναλύσεις συμπαράστασης, οι οποίες έδιναν  άλλοθι συγκατάβασης στον τρομοκρατικό παραλογισμό και ανακάλυπταν ιδεολογικά  επιχειρήματα που προσφέρουν στα ματωμένα χέρια τους η κρατική βία, η πολιτική  διαφθορά και η κοινωνική φτώχεια. Τις μέρες εκείνες η ΕΛ.ΑΣ αναγορεύτηκε, ως ο  πλέον υπεύθυνος θεσμός για την κοινωνική αναταραχή. Φόρτωσαν στις πλάτες της όλα  τα απωθημένα  πολλών και για πολλούς διαφορετικούς λόγους. Η αντι-αστυνομική  υστερία αποδείχθηκε βούτυρο στο ψωμί των αυτόκλητων τιμωρών και άνοιξε τους  ασκούς του Αιόλου επιδιώκοντας δήθεν λύσεις και διέξοδα που τις δίνουν τα όπλα.

Μόνον όταν οι μυρωδιές απ’ το μπαρούτι  έπνιξαν και τη δική τους όσφρηση άρχισαν να αναδιπλώνονται και κατέληξαν στην  άποψη πως με τη λογική του φόβου ούτε η τρομοκρατία αντιμετωπίζεται αλλά ούτε η  βία που πράγματι ενδημεί στην ελληνική κοινωνία.

Κοντολογίς όχι μόνο τα πολιτικά κόμματα  (και αποκόμματα) όχι μόνο οι δημοσιογράφοι (και τα παπαγαλάκια), άλλα όλοι οι  πολίτες και οι σκεπτόμενοι άνθρωποι έχουν χρέος και συμφέρον να σταθούν απέναντι  από τους ανεγκέφαλους και κουμπουροφόρους, υπερασπίζοντας τη δημοκρατία και  διαφυλάσσοντας την ομαλότητα.

Η τρομοκρατία και η βία δεν  αντιμετωπίζονται με ελαφρότητες, με αλληλοκατηγορίες, με θεωρίες συνομωσίας και  συγκυριακές καταδίκες. Χρειάζεται μέτωπο κοινωνικό, με σταθερές και ξεκάθαρες  θέσεις απέναντί της, μέτωπο που θα αντέχει στην υπονόμευση από συναισθήματα  ενοχής ή ανοχής.

Οι παραβιάσεις, οι αποκλίσεις και οι  καταχρήσεις των δημοκρατικών κανόνων, οι κοινωνικές αδικίες και ανισότητες,  προσφέρουν ανοιχτό πεδίο πάλης, αγώνα και διεκδίκησης κάτω από το φως πάντα και  ποτέ στο σκοτάδι.

Δεν είναι η Δημοκρατία αγαθό που  προσφέρεται στο πιάτο, ούτε υλική αξία για να κατατεθεί στο χρηματιστήριο αξιών  προσδοκώντας κέρδη, είναι μάχη διαρκής με όπλα την πίστη και την αφοσίωση στα  ιδανικά της, για την κατάκτησή της αλλά και διαρκής προσπάθεια για τη διατήρησή  της και την επέκτασή της σε όλους τους τομείς της ανθρώπινης δραστηριότητας σε  όλα τα κοινωνικά στρώματα. Σε αυτό έγκειται και η μεγάλη της αξία, η προοπτική  της και η αισιόδοξη προσμονή για όλους μας.

33) Απ’ τα  «Δεκεμβριανά» στο ξύπνημα του εφιάλτη…

 

Σαστισμένη στέκεται η  ελληνική κοινωνία στο οδυνηρό συγκυριακό μεταίχμιο του τέλους του 2008, και της  αρχής του 2009, που σφραγίστηκε με τα «Δεκεμβριανά» και το αγουροξύπνημα του  εφιάλτη της «τρομοκρατίας».

Το ξέσπασμα οργής,  θυμού και βίας με αφορμή τον άδικο θάνατο ενός 16χρονου παιδιού και η μαύρη  θολούρα και σύγχυση που ακολούθησε και απλώθηκε παντού, σχεδόν σε όλη την  επικράτεια, σκέπασε όλα τα πραγματικά και υπαρκτά χρόνια προβλήματα κοινωνικής  παθολογίας και τις αδυναμίες πολιτικής αντιμετώπισής τους. Άλλοι τη χαρακτήρισαν  αναμενομένη «εξέγερση» και άλλοι «αναρχοχαβαλέ», ενώ πολλοί ήταν αυτοί που  έσπευσαν να την εκμεταλλευτούν για ίδιο όφελος. Λιγότεροι ευτυχώς αναζητήσαν  εντελώς άλογα και άκριτα αναλογίες των «Δεκεμβριανών» στο εγχώριο και διεθνές  παρελθόν, σε συμβάντα και γεγονότα, όπως ο γαλλικός Μάης του ’68 και το  Πολυτεχνείο του ’73. Αν είναι δυνατόν!

Οι  αυτοπροσδιοριζόμενοι ως «αντιεξουσιαστές» έκαναν πράξη τις χαώδεις σκέψεις τους,  δημιουργώντας χάος εκμεταλλευόμενοι έναν θάνατο και την ασυλία που απολαμβάνουν  πολλά χρόνια τώρα μέσα στο «σύστημα», ένα χάος που κατατρόμαξε την κοινωνία και  τους πολίτες της με αδιαφανείς προς το παρόν ακόμα περαιτέρω συνέπειες.

Τρομάξαμε όλοι μας  γιατί διασκορπίστηκαν και οι τελευταίες αυταπάτες που είχαμε για τη λειτουργία  του κράτους και των θεσμών του, για τη θωράκιση της κοινωνικής γαλήνης και  ηρεμίας. Είδαμε το βασιλιά γυμνό και ο τρόμος μας έγινε φόβος. Είδαμε την  κατάλυση της έννομης τάξης και τα πολιτικά κόμματα να αρμενίζουν αμήχανα στο  πέλαγος του βερμπαλισμού. Είδαμε τα ΜΜΕ να λαϊκίζουν, να μην τολμούν να πουν τα  πράγματα με το όνομά τους και να παγιδεύουν την κοινή γνώμη σε  αποπροσανατολισμούς και φοβικά σύνδρομα. Έτσι ζήσαμε ένα συνονθύλευμα αδίστακτων  πλιατσικολόγων, αγράμματων συνδικαλιστών, ανεύθυνων δημοσιογράφων και  παρουσιαστών που εμπορεύονταν απροκάλυπτα τα γεγονότα.

Τα τελευταία χρόνια  πολλοί ήταν αυτοί που μιλούσαν για την κατάρρευση του μεταπολιτευτικού μας  συστήματος, για το κλείσιμο του κύκλου δράσης και μορφής των σημερινών πολιτικών  κομμάτων, αλλά κανένας δεν  τολμούσε να προχωρήσει και λίγο παραπέρα, να  ξεγυμνώσει το βασιλιά, να μιλήσει για την κατάρρευση των θεσμών, την άμβλυνση  και πλήρη χαλάρωση της κοινωνικής ευθύνης και ηθικής.

Εγωκεντρικοί στην  καθημερινότητά μας, συμβιώνουμε με την αναξιοκρατία και τη διαφθορά,  υπερασπιζόμαστε τα ατομικά και συντεχνιακά μας συμφέροντα και στηρίζουμε  πολιτικούς και κόμματα που συμβιβάζονται με τις μετριότητες και διατηρούν τις  πελατειακές σχέσεις για να μπορούν να παρατείνουν τη μακροημέρευσή τους και να  δικαιολογήσουν την παρουσία τους στο πολιτικό προσκήνιο.

Τα όσα βιώσαμε και  βιώνουμε σε τούτο το χρονικό μεταίχμιο, ίσως δε θα συνέβαιναν αν επί χρόνια τώρα  όσοι έχουν τη δυνατότητα να διατυπώνουν και να αρθρώνουν δημόσιο λόγο δεν  καταγίνονταν με την υπονόμευση του κύρους του κράτους και των θεσμών του. Όταν η  αστυνομία στην ολότητά της απαξιώνεται και ως θεσμός ευτελίζεται πώς μπορούμε να  προσβλέπουμε σε μια ευημερούσα και δημοκρατικά λειτουργούσα πολιτεία και  κοινωνία; Όταν το «μπάτσοι-γουρούνια-δολοφόνοι» γίνεται «τραγούδι» στα χείλη  ακόμα και επτάχρονων παιδιών με σιγόντο γονιών και δασκάλων έξω από την πόρτα  αστυνομικών τμημάτων το «σύστημα» είναι χρεοκοπημένο και στρουθοκαμηλίζουμε όσοι  δεν το βλέπουμε. Όταν ο μεγαλοσχολιαστής δημοσιογράφος στο παράθυρο της  τηλεόρασης συλλήβδην θεωρεί τους αστυνομικούς «μπάτσους» και τον εαυτό του  κοινωνικό αγωνιστή, δίχως ίχνος διάθεσης αυτοκριτικής για τη ζωή που διάγει ο  ίδιος και ο περίγυρός του, τη δυσαναλογία των απολαβών και αμοιβών για τις  παρεχόμενες υπηρεσίες του στο κοινωνικό σύνολο σε σχέση πάντα με τα προσόντα και  τις σπουδές του, τότε το άνυδρο παρόν της υπευθυνότητας και της σοβαρότητας θα  στερέψει παντελώς στο αύριο.

Όταν πολιτικά πρόσωπα  και κρατικοί λειτουργοί διαπλέκονται με οικονομικούς και άλλους παράγοντες για  εξυπηρέτηση ιδιοτελών συμφερόντων και από την κοινωνία στο γενικότερο σύνολό της  απουσιάζει παντελώς ο φόβος κυρώσεων για κάθε έκνομη συμπεριφορά, το μέλλον από  ζοφερό ίσως καταλήξει σκοτεινό, θεοσκότεινο. Διανύσαμε τριανταπέντε χρόνια  μεταπολιτευτικής πολιτικής ζωής και τώρα επιζητούμε επειγόντως  επαναπροσανατολισμό του ιδεολογικού πλαισίου για να λειτουργήσουμε ως κοινωνία!!

Η κατάρρευση του  αξιακού συστήματος σε όλες τις εκφάνσεις της δημόσιας ζωής δηλητηρίασε  επικίνδυνα τα όνειρα της νέας γενιάς, που δικαιολογημένα αισθάνεται να  ταχυδρομείται προς αυτήν ο φάκελος του κόστους της δικής μας ανημποριάς να  απεμπλακούμε απ’ την κυρίαρχη αντίληψη της αρπαχτής, του βολέματος και του  αμοραλισμού.

Έτσι, τα  «Δεκεμβριανά» δεν ήταν κεραυνός εν αιθρία, όπως είπαν κάποιοι, ήταν η  φυσιολογική απόληξη μιας αρρωστημένης κοινωνικής πραγματικότητας. Και επειδή  στην αναμπουμπούλα πολλοί είναι οι «λύκοι» που χαίρονται, στην «εξέγερση» που  τελικά δεν ήταν εξέγερση έσπευσαν πολλοί να δώσουν πολιτική κάλυψη και  περιεχόμενο, ανακαλύπτοντας ήρωες και εξεγερμένους δυνάστες και δυναστείες. Τώρα  με το ξύπνημα του εφιάλτη, το τρυπημένο απ’ το καλάσνικοφ κορμί του 22χρονου  αστυνομικού, αναδιπλώνονται άκομψα, αυτογελοιοποιούμενοι.

Δεν μπορεί να  βαφτίζονται άκριτα και καιροσκοπικά ως «κοινωνικοί επαναστάτες» και  «εξεγερμένοι» οι βάνδαλοι και οι πλιατσικολόγοι, οι εμπρηστές με μολότοφ και οι  αναφωνούντες φασιστικά συνθήματα του τύπου  «μπάτσοι γουρούνια δολοφόνοι»,  επιδιώκοντας και καταφέρνοντας την αναπαραγωγή τους από δεκάδες χιλιάδες  παιδάκια που δεν έχουν συναίσθηση της σημασίας του.

Δεν είναι δυνατόν  πανεπιστημιακοί δάσκαλοι (παιδαγωγοί) να κάνουν χρήση του προνομίου τους για  δημόσιο λόγο και να γράφουν με αφορμή την πρόταση για διάλογο σε θέματα παιδείας  πως «… όταν τα αδιέξοδα κορυφώνονται, όταν τα παιδιά χρειάζονται χρόνο για να  διαχειριστούν την απώλεια, όταν το πένθος για τον άδικο χαμό του Αλέξη απαιτεί  ένα διάστημα σιωπής και περισυλλογής από τη μεριά των μεγάλων, τότε η βοή των  κενών λόγων και των ψεύτικων υποσχέσεων γίνεται εκκωφαντική».  Αλλά και να  αναρωτιούνται «… άλλη μια υπόσχεση προς τη νεολαία που δε θα τηρηθεί; Άλλη μια  σφαίρα που δε θα χτυπήσει απευθείας τη νεολαία, αλλά θα εξοστρακιστεί και θα  πλήξει την ήδη τραυματισμένη εμπιστοσύνη τους στους θεσμούς; Άλλη μια σφαίρα που  απαξιώνει το μέλλον των εκπαιδευτικών μεταρρυθμίσεων;».

Κάποιος όμως πρέπει  να θυμίσει στην κοσμητόρισσα πως και η ίδια έχει το δικό της βαρύ μερίδιο  ευθύνης και για τις σφαίρες και για τις μολότοφ και για τα αδιέξοδα.

Η εκπαιδευτική  μεταρρύθμιση, η εκμετάλλευση, η ανεργία, οι κοινωνικές ανισότητες και η διαφθορά  του δημοσίου βίου είναι πολύ σοβαρά και πολύπλοκα φαινόμενα για να  αντιμετωπιστούν από την τυφλή βία.

Δεν είναι σίγουρο ότι  δε θα εκδηλωνόταν οι τρομοκρατικές ενέργειες κατά του λεωφορείου των ΜΑΤ και  κατά των νεαρών αστυνομικών στα Εξάρχεια εάν δεν προηγούνταν τα «Δεκεμβριανά».  Όμως τώρα δεν έχουμε άλλα περιθώρια για να μην κάνουμε την αυτοκριτική μας όλοι,  απ’ όποιο μετερίζι κι αν υπηρετούμε το δημοκρατικό μας πιστεύω. Παραφούσκωσαν οι  μύθοι και τα μυθεύματα περί κοινωνικών εξεγέρσεων, επαναστατημένης κοινωνίας και  οι δαφνοστεφανώσεις «κοινωνικών αγωνιστών», καταγγελτικοί λόγοι περί κρατικής  βίας και ένστολης καταστολής. Το ξύπνημα του εφιάλτη στοχεύει στην τελούσα εν  συγχύσει νεολαία μας για τη στρατολόγηση νέων «επαναστατών» προκειμένου να  συνεχιστεί ο φαύλος κύκλος αίματος ως δήθεν διέξοδος στα σημερινά οικονομικά,  κοινωνικά και πολιτικά αδιέξοδα. Στους αυτοαποκαλούμενους «αντιεξουσιαστές» και  «αναρχοαυτόνομους» και όλους τους θιασώτες και υποστηρικτές του μηδενισμού  πρέπει η δημοκρατία να δείξει μηδενική ανοχή εάν θέλει να επιβιώσει και να  αναβαθμιστεί ποιοτικά.

Κι αν στην αρχή  κάποιοι παρακολουθούσαν και αντιμετώπιζαν τα επεισόδια με «απορία» ή και «κρυφή  χαρά» αντιλαμβανόμενοι την αφορμή, τώρα που διαπίστωσαν και την αιτία ας  ανασκουμπωθούν. Η ελληνική νεολαία (απ’ το δημοτικό σχολείο μέχρι και το  πανεπιστήμιο) παγιδευμένη στο κομματικό σφιχταγκάλιασμα δεν μπορεί να αναπνεύσει  ελεύθερα, να επαναστατήσει δημιουργικά και να μετασχηματίσει την οργή και το  θυμό της σε ρεαλιστική πρόταση προοπτικής και ελπίδας.

Όλοι μας πρέπει να  εννοήσουμε ότι με την ανοχή ή την απραξία μας ρίχνουμε νερό στο μύλο της  συντηρητικής οπισθοδρόμησης καθημερινά. Να ανησυχήσουμε πραγματικά για όσα  συνέβησαν και για όσα θα συμβούν εάν δεν αλλάξουμε ρότα. Δε φτάνουν τα  μοιρολατρικά ευχολόγια για τη μη αναβίωση των «Δεκεμβριανών» ξανά, για τη μη  διασάλευση κάποιων κοινωνικών αγαθών που αποκτηθήκαν με αγώνες. Η χώρα δεν  αντέχει άλλο τον καθημερινό «εμφύλιο», την ασυμβατότητα με τη σύγχρονη εποχή,  την υποθήκευση του μέλλοντος μέσα από φαντασιώσεις του παρελθόντος, έχουμε χρέος  όλοι μας να συνειδητοποιήσουμε επιτέλους ότι οι καιροί δεν είναι μενετοί.

32) Για ποιο  ζήτημα μιλάμε;

Ξεκίνησε ως λεγόμενο  «μακεδονικό» αμέσως μετά την ανακήρυξη του νέου ελληνικού κράτους (1828), τότε  που οι Σλάβοι του βορρά διαβλέποντας την επέκταση του νεοσύστατου κράτους μας,  αποφάσισαν να δράσουν για να την παρεμποδίσουν, επειδή το μάτι τους ήταν  στραμμένο προς τη θάλασσα του Αιγαίου και όχι μόνο. Κι αν μέχρι το 1854 οι  βλέψεις τους ήταν μόνο σε θεωρητικό επίπεδο, από κει και μετά σταδιακά πέρασαν  από τη θεωρητική προπαγάνδα στην απροκάλυπτη δράση. Ο σλαβισμός αφού υποκινεί,  στη συνέχεια υποθάλπει με κάθε μέσο τη δημιουργία σλαβικής συνείδησης στους  Βούλγαρους, οι οποίοι μέχρι τότε βρίσκονταν σε λήθαργο. Αυτοί έμελλε στα επόμενα  χρόνια, να γίνουν το άρμα της ασύδοτης προπαγάνδας με τη ρωσική υποκίνηση και  καθοδήγηση. Ο σλαβικός επεκτατισμός εξαπλώνεται σταθερά στη Μακεδονία και  συστηματοποιείται με τη δημιουργία της Βουλγαρικής Εξαρχίας το 1870, στην  Κωνσταντινούπολη, η οποία διαχώρισε εθνολογικά τους ορθόδοξους χριστιανούς των  Βαλκανίων με σκοπό την επαύξηση του αριθμού των Σλάβων. Τα επόμενα χρόνια με την  έντονη προπαγάνδα και τη βοήθεια της Τουρκίας, τα όρια της Εξαρχίας  επεκτείνονται συνεχώς νοτιότερα. Οι σλαβόφωνοι, όμως, Έλληνες Μακεδόνες άντεξαν,  δεν παραδόθηκαν ποτέ και παρά τις εξαιρέσεις των πλανηθέντων, υπερασπίστηκαν με  αυτοθυσία την ελληνική ιδιοπροσωπία τους. Το 1878 η Ρωσία εξαναγκάζει την  Οθωμανική αυτοκρατορία να αναγνωρίσει τη Μεγάλη Βουλγαρία στην οποία  ενσωματώνεται και η Μακεδονία!! Το 1885 η Βουλγαρία εισέβαλε στην Ανατολική  Ρωμυλία και σκόρπισε παντού τον όλεθρο, ενώ οι Μακεδόνες ανθίστανται σθεναρά. Το  1893 ιδρύεται η οργάνωση ΒΜΡΟ που οι θηριωδίες της έγραψαν τις μελανότερες  σελίδες της ιστορίας, για να συνεχιστούν δύο χρόνια αργότερα με τον Μπόρις  Σαράφωφ, προκειμένου να κάμψουν το ακμαίο ηθικό των κατοίκων. Η σφαγή  ολοκληρώθηκε με την ψευδοεπανάσταση του Ίλιντεν το 1903, η οποία έγινε αιτία να  κατακρεουργηθούν χιλιάδες Έλληνες από τους Τούρκους. Ακολούθησαν, ο Μακεδονικός  Αγώνας (1904-1908), οι Βαλκανικοί πόλεμοι (1912-13) και η Ελλάδα ανακτά εδάφη  κατοχής. Στον Α’ Παγκόσμιο πόλεμο η Βουλγαρία κατέλαβε την Ανατολική Ρωμυλία,  αλλά μετά την ήττα του 1918 και την υπογραφείσα συνθήκη του Νευγί την απέδωσε  στην Ελλάδα μαζί με τη Δυτική Θράκη. Από το 1918, με την καθεστωτική ρωσική  αλλαγή, η αυτονόμηση της Μακεδονίας γίνεται βασικής προτεραιότητας θέμα. Έτσι,  το 1921 ιδρύεται στη Βουλγαρία μια κομμουνίζουσα οργάνωση με επίσημο σκοπό, όχι  πλέον την προσάρτηση της Μακεδονίας στη Βουλγαρία, αλλά τη δημιουργία  ανεξάρτητης και ενιαίας Μακεδονικής Δημοκρατίας ως τμήματος μιας μεγαλύτερης  Ομοσπονδίας (Φεντεράτσιας) Βαλκανικών κρατών κατά το πρότυπο της ΕΣΣΔ.

Στη διάρκεια του Β’  Παγκοσμίου πολέμου η Βουλγαρία ακολουθώντας τον Χίτλερ εισέβαλε και πάλι στην  Ανατολική Ρωμυλία και Θράκη και από τον Απρίλιο του 1941 επιδίδεται σε μια νέα  προσπάθεια εθνολογικής αλλοίωσης των ελληνικών περιοχών που είχε καταλάβει. Το  1943 στην περιοχή Κορεστίων της Καστοριάς ιδρύθηκε το ΣΝΟΦ (Σλαβομακεδονικό  Λαϊκό Απελευθερωτικό Μέτωπο), για να αντικατασταθεί τον Απρίλιο του 1944 από το  ΝΟΦ (Λαϊκά Απελευθερωτικό Μέτωπο), που ιδρύθηκε στα Σκόπια. Στις 2 Αυγούστου  1944 ανακηρύσσεται στα Σκόπια η «Λαϊκή Δημοκρατία της Μακεδονίας». Τα Σκόπια  γίνονται πλέον στόχος της επεκτατικής πολιτικής του Τίτο σε βάρος της  Μακεδονίας, με τη δημιουργία του φανταστικού λαού των Σλαβομακεδόνων. Τον  Αύγουστο του 1947 στο Μπλεντ (συμφωνία Τίτο-Δημητρώφ) αποφασίσθηκε η υποστήριξη  των επεκτατικών σχεδίων της Γιουγκοσλαβίας από τη Βουλγαρία με αντάλλαγμα την  περιοχή του Πιρότ και την αμοιβαία υποστήριξη στη διεκδίκηση από την Ελλάδα της  Δυτικής Θράκης, για να ανατραπούν τα σχέδια τον Ιούνιο του 1948 με τη διένεξη  Τίτο και Κόνινφορμ. Τον Αύγουστο στο Βατοχώρι της Φλώρινας συγκλήθηκε η 1η  ολομέλεια του Κεντρικού Συμβουλίου του ΝΟΦ, όπου επήλθε διάσπαση, καθώς  επεκράτησαν τα βουλγαρίζοντα στελέχη και τα προσκείμενα στον Τίτο αναγκάστηκαν  να διαφύγουν στη Γιουγκοσλαβία. Στις 3-2-1949 το Κεντρικό Συμβούλιο του ΝΟΦ  διακήρυξε την «ένωση της Μακεδονίας σ’ ένα ενιαίο ανεξάρτητο και ισότιμο κράτος,  μέσα στη Λαϊκοδημοκρατική Ομοσπονδία των Βαλκανικών λαών». Κι ενώ στις  27/12/1950 τερματίστηκε, ο μύθος περί «μακεδονικού έθνους», με την αποκατάσταση  των σχέσεων Ελλάδας – Γιουγκοσλαβίας, η προπαγάνδα πέρασε στην τοπική κυβέρνηση  των Σκοπίων.

Το 1958 στην Αχρίδα  ψηφίστηκε το καταστατικό νέας Εκκλησίας, της «Μακεδονικής Ορθόδοξης Εκκλησίας».  Το 1967 υποβάλλεται αίτηση στο Πατριαρχείο της Σερβίας για αναγνώρισή της ως  Αυτοκέφαλης, αλλά απορρίφθηκε. Καταρρίπτοντας στη συνέχεια όλα τα προσχήματα,  προχώρησε στην αυτοανακήρυξή της σε αυτοκέφαλη και η Σερβική Εκκλησία και  αναγκάζεται ν’ αποφασίσει τη διακοπή της λειτουργικής και κανονικής επικοινωνίας  της με τη σχισματική αυτοαποκαλούμενη «Μακεδονική Εκκλησία».

Η θρησκευτική  προπαγάνδα επιστρατεύεται για την επίτευξη του απώτερου σκοπού και στόχου. Χωρίς  ίχνος ντροπής ισχυρίζονται ότι ο Κύριλλος (Κων/νος γι’ αυτούς) και ο Μεθόδιος  υπήρξαν οι δημιουργοί της μακεδονικής πανσλαβιστικής γραφής. Είναι δε τόσο  τυφλωμένοι από το πάθος του σφετερισμού της Μακεδονίας που δεν αναρωτιούνται το  εξής απλό; Γιατί οι δύο Θεσσαλονικείς αδελφοί, φωτιστές των σλαβικών λαών, δεν  αναφέρουν πουθενά στα γραπτά τους σλαβικά κείμενα (όπως άλλωστε δεν αναφέρει και  κανείς Σλάβος) ότι δημιούργησαν τη γραπτή «μακεδονική γλώσσα».

Ο Μακεδονικός αγώνας,  λοιπόν, σήμερα συνεχίζεται μεταξύ Ελλήνων και Σκοπιανών. Ένας αγώνας που  ξεκίνησε μεταξύ Ελλήνων και Βουλγάρων, από το 1870 ως το 1943, μεταξύ Ελλήνων  και Γιουγκοσλάβων, από το 1944 ως το 1990 (διάλυση Γ/βίας) και από το 1991 μέχρι  σήμερα με τους Σκοπιανούς και όσους κρύβονται από πίσω τους. Από το 1828 το  ζήτημα της Μακεδονίας δεν είναι παρά ένα «παίγνιο» στρατηγικής στο οποίο  συμμετέχουν οι εκάστοτε Μεγάλες Δυνάμεις με πιόνια τους μικρούς ανταγωνιστές για  τον έλεγχο της Μακεδονίας και του πληθυσμού της, η οποία για 2.500 χρόνια  παραμένει ένας γεωστρατηγικός χώρος εξαιρετικής σημασίας. Ενώνει την Ευρώπη με  την Ασία και τον ηπειρωτικό βορρά με τις θερμές θάλασσες του νότου. Σήμερα μετά  τη διάλυση της ΕΣΣΔ και της Γ/βίας, τα νέα δεδομένα (ανασύνταξη  Ρωσίας-οικονομική διείσδυση Κίνας), η Μακεδονία έχει νέο σημαντικό ρόλο να  παίξει. Μέσω αυτής περνούν οι στρατηγικοί αγωγοί ρωσικού φυσικού αερίου, που  ενοχλούν την αμερικάνικη γεωστρατηγική. Από το λιμάνι της Θεσσαλονίκης, η  αναδυόμενη Κίνα διοχετεύει τα ανταγωνιστικά – λόγω τιμής προϊόντα της – προς τη  Μεσόγειο και την Ευρώπη. Η ελληνική εξωτερική πολιτική σήμερα είναι σταθερά  προσανατολισμένη προς την κατεύθυνση της ύπαρξης και της βιωσιμότητας του μικρού  κράτους των Σκοπίων στα βόρεια σύνορά μας, και προς αυτή την κατεύθυνση δείχνει  έμπρακτα τις προθέσεις της. Μετά το 1990 συνεχώς στηρίζουμε και χρηματοδοτούμε  το υπό διαμόρφωση κράτος με τις πολλές εθνότητες. Από τις ξένες εκεί επενδύσεις  το 60% είναι ελληνικές, κι αυτό μεταφράζεται σε 18.000 θέσεις εργασίας και 1,5  δις ευρώ.

Οι διαπραγματεύσεις  για το όνομα μεταξύ Ελλάδος και Σκοπίων υπό την αιγίδα – μεσολάβηση του ΟΗΕ με  αφετηρία το ΠΓΔΜ – FYROM (Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας) και  την αναζήτηση μιας αμοιβαίως αποδεκτής ονομασίας, μετά και την ενδιάμεση  Συμφωνία του 1995, μεταξύ Αθήνας και Σκοπίων δεν καρποφόρησαν και στο  Βουκουρέστι έγινε αυτό που κανένας από τους ενδιαφερόμενους δεν επιθυμούσε. Τα  Σκόπια σύρονται από εσωτερικές και άλλες μικροπολιτικές σκοπιμότητες σε  ακρότητες που μπορεί να οδηγήσουν και σε περιπέτειες, αλλά συνεχίζουν να  στρουθοκαμηλίζουν προς το παρόν, τουλάχιστον. Η μονοπωλιακή ονομασία με το  ψευδώνυμο ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ επί 63 ολόκληρα χρόνια τους φούσκωσε τα μυαλά και τους  κόνταινε το πολιτικό βλέμμα. Έτσι κοντόφθαλμα βλέπουν την επίλυση της διαφοράς  με το όνομα, βασιζόμενοι στο χαζοχαρούμενο βλέμμα του Μπους και όλων των άλλων  που συνεπικουρούν την αναστάτωση στα Βαλκάνια για τους δικούς τους λόγους που  προαναφέραμε. Η συνέχεια θα φανεί……

 

Υ.Γ: Ιστορικό

31) Εμείς και οι  άλλοι στο λαβύρινθο των ναρκωτικών

 

Όλοι εμείς, (η πλειοψηφία της κοινωνίας) απ’ τη μια όχθη, παλεύουμε δήθεν, για τον εξιλασμό  μας και προσπαθούμε να απαλύνουμε τον πόνο από τις ενοχές και τις τύψεις μας,  επιχειρώντας το συνειδησιακό αυτομαστίγωμά μας, με όρους και προϋποθέσεις που  αυτοαναιρούν τις όποιες προθέσεις.

Όλοι οι άλλοι,  (η  μειοψηφία της κοινωνίας) απ’ την αντίπερα όχθη, βιώνουν τον καθημερινό εφιάλτη  τους, μόνοι, αβοήθητοι και εγκαταλειμμένοι στην εξάρτησή τους από τις ουσίες.

Όλοι εμείς, οι  πολλοί και καθαροί της κοινωνίας, αναζητούμε δήθεν, λύσεις για το πρόβλημα και  κανείς μας δε θέλει να παραδεχτεί πως οι ίδιοι είμαστε το πρόβλημα.

Όλοι οι άλλοι, οι  λίγοι και εξαρτημένοι της κοινωνίας, πεθαίνουν κάθε μέρα, κάθε ώρα, κάθε στιγμή,  στα πάρκα και τις πλατείες, στους δρόμους και τα παγκάκια, στα ξενοδοχεία και τα  σπίτια, στα ακατοίκητα νεόδμητα και ετοιμόρροπα, με συντροφιά και αποκούμπι  δίπλα τους τα σύνεργα της ύστατης «λυτρωτικής» δόσης.

Εμείς, γιορτάζουμε  την Παγκόσμια Ημέρα κατά των Ναρκωτικών (26 Ιουνίου κάθε χρόνο!) και εκδηλώνουμε  δήθεν έτσι το ενδιαφέρον μας για τα θύματα της μάστιγας του αιώνα (έτσι την  αποκαλούμε) και κανείς μας δεν τολμάει να βγάλει τις τσίμπλες της υποκρισίας από  τα μάτια.

Οι άλλοι, διαρκώς αυξάνονται και πληθαίνουν, αδιαφορώντας προκλητικά για τις συνέπειες της  χρήσης ουσιών,  αμφισβητούν τις δικές μας δήθεν προθέσεις και διαθέσεις για  στήριξη (σάπιο θεωρούν τον πάσσαλο που τους προσφέρουμε) και κλείνουν ερμητικά  τα  αυτιά τους στις συμβουλές των ειδικών και μη περί πρόληψης, στους  προγραμματισμούς, τα σχέδια και τις ερήμην τους αποφάσεις μας για δημιουργία κι  άλλων συμβουλευτικών σταθμών, για άμεση δημιουργία δικτύου μέσω του οποίου οι  σταθμοί θα συνεργάζονται με τα κέντρα πρόληψης.

Εμείς, οι δήθεν ανησυχούντες, εντείνουμε τα κατασταλτικά μέτρα και αγωνιούμε για την  αποτελεσματικότητά τους, τη στιγμή που όλοι γνωρίζουμε πως είναι μια συνταγή  παλιά δοκιμασμένη και αποτυχημένη. Κι όταν ανερυθρίαστα με λόγια του αέρα  «συμπονούμε», δήθεν, τους χρήστες, με τις πράξεις μας αυτοαποκαλύπτουμε το  φαρισαϊσμό μας, αφού τους ανεχόμαστε, όταν δεν μπλέκονται στα πόδια μας και  παραμένουν στο περιθώριο, όταν δεν διαταράσσουν τον εφησυχασμό μας και την  ευδαιμονική ατομική μας ραστώνη.

Οι άλλοι, σύμφωνα με τα στοιχεία που εμείς συγκεντρώνουμε και τηρούμε  γι’ αυτούς,  κατεβάζουν (ηλικιακά) συνεχώς τον πήχη έναρξης της χρήσης ουσιών προς τα κάτω  και μας φτύνουν κατάμουτρα για τις κάλπικες υποσχέσεις που τους δίνουμε στο  ξεκίνημα της ζωής τους, για τα ανεκπλήρωτα όνειρά τους, για τα αναπάντητα  ερωτηματικά  που τους βασανίζουν, για τις εύλογες απορίες τους, για τα πρότυπα  που δεν υπάρχουν…

Εμείς, συγκροτούμε διακομματικές επιτροπές και επιστημονικές ομάδες εργασίας,  συνεδριάζουμε, ξοδεύουμε κονδύλια όχι ευκαταφρόνητα, αραδιάζουμε μελέτες και  προτάσεις (πολλές προτάσεις και από πολλούς), και πάντα καταλήγουμε με τη  διαπίστωση ότι δεν πάει άλλο. Κι αυτό το άλλο – λες και από λάστιχο είναι – όλο  δεν πάει άλλο και συνεχώς προχωράει, χρόνια πολλά τώρα, τεντώνεται και  ξανατεντώνεται και τελειωμό δεν έχει.

Οι άλλοι, οι  λίγοι – οι πολύ λίγοι – που φτάνουν ασθμαίνοντας στο κατώφλι της θέλησης για να  δώσουν τη μάχη της απεξάρτησης, χτυπούν τις πόρτες των ειδικών μονάδων, αλλά  κανείς δεν τους ακούει και δεν τους ανοίγει. Η ίδια απάνθρωπη χρόνια δικαιολογία  πάντα, δεν υπάρχουν άλλες θέσεις, χρειάζονται και άλλες μονάδες. Κι όταν κάποτε  τα καταφέρουμε και αυξήσουμε τα θεραπευτήρια για να χωρέσουν οι όλοι του τώρα,  και πάλι οι μισοί και παραπάνω θα μείνουν απέξω, γιατί στο μεταξύ οι τότε  εξαρτημένοι και χρήζοντες βοήθεια θα έχουν τριπλασιαστεί ή πολλαπλασιαστεί.  Φαύλος κύκλος δηλαδή…

Εμείς, και για να  κυριολεκτούμε οι μισοί από μας, προτείνουμε και δείχνουμε προθυμία να στηρίξουμε  προσπάθειες για τη δημιουργία νέων κέντρων απεξάρτησης, ενώ οι άλλοι μισοί  βγαίνουμε στους δρόμους με μαύρες σημαίες, μην τύχει κι αυτά έρθουν στη γειτονιά  μας, στη συνοικία μας, στην πόλη μας και αναγκαστούμε να συνυπάρξουμε με τους  «λεπρούς».

Οι άλλοι, περνούν δίπλα μας κι εμείς στρέφουμε αλλού το βλέμμα μας, λες και δεν υπάρχουν,  παραπαίουν καθημερινά ανάμεσα στη ζωή και το θάνατο, σβήνουν, αργοπεθαίνουν,  ακόμα και έξω από τις αίθουσες συσκέψεων, εκεί όπου εμείς δήθεν συζητούμε και  αποφασίζουμε για το καλό τους.

 

Φτάνει πια

 

Κάποτε πρέπει να φτάσουμε εκεί όπου  από το άλλο δε θα πάει πιο πέρα, γιατί δε θα υπάρχει άλλο. Να αντιληφθούμε πως  αυτοί που μας αμφισβητούν, που μας φτύνουν κατάμουτρα με την αυτοκαταστροφική  τους συμπεριφορά, θέλουν κάτι να μας πουν και να μας δείξουν. Ας τους ακούσουμε  επιτέλους. Οι σημερινοί εξαρτημένοι δεν είναι άλλοι από τους δικούς μας  ανθρώπους, τους συνανθρώπους μας, τους φίλους μας, τους γνωστούς μας, τους  γείτονές μας, τα παιδιά μας. Κι αν τώρα είναι η μειοψηφία, πολύ γρήγορα με την  αδιαφορία μας και την χωρίς νόημα και αξίες ζωή μας, με τη σαπίλα των προτύπων  που τους προσφέρουμε, θα τους καταστήσουμε πλειοψηφία. Ναι, λοιπόν, στους  σταθμούς πρόληψης και στα κέντρα απεξάρτησης, αλλά προπαντός ανθρωπιά στους  απεξαρτημένους και τους στεγνούς, αυτούς που κατάφεραν και πέρασαν απ’ τη δική  τους όχθη απέναντι στη δική μας.

(Ανοίγουμε εδώ  μια παρένθεση για πληροφόρηση: Πριν από  μερικούς μήνες (Μάρτιο) στη Θεσσαλονίκη, στα πλαίσια του 4ου πανελληνίου συνεδρίου Ψυχιατρικής, παρουσιάστηκε ένα νέο φάρμακο για τη θεραπεία  της εξάρτησης από τα ναρκωτικά και αναμένεται να αντικαταστήσει τη μεθαδόνη. Το  φάρμακο αυτό (πρόκειται για ένα υπογλώσσιο δισκίο) πρόκειται να κυκλοφορήσει  μέχρι το τέλος του χρόνου και στην Ελλάδα. Μέχρι τότε όμως η λίστα των  εξαρτημένων ατόμων που περιμένουν στη Βόρεια Ελλάδα να ενταχθούν στα προγράμματα  μεθαδόνης συνεχώς θα μακραίνει. Ελπίζουν, λοιπόν, όλοι αυτοί που χρόνια είναι  στην αναμονή (χρήστες και συγγενικά τους πρόσωπα) στο πλεονέκτημα αυτού του νέου  φαρμάκου, το οποίο κατά τους επιστήμονες θα επιτρέπει σε πολύ μεγαλύτερο αριθμό  ασθενών να έχει πρόσβαση στο πρόγραμμα απεξάρτησης. Κλείνει η παρένθεση).

Και πάλι όμως  όλα αυτά δεν είναι αρκετά για να βγούμε απ’ το λαβύρινθο των ναρκωτικών. Μία και  μοναδική είναι η λύση. Να γίνουμε και πάλι άνθρωποι. Ας το προσπαθήσουμε  τουλάχιστον, από  σήμερα, από τώρα, από τούτη τη στιγμή. Να μεταμορφώσουμε τις  ψυχές μας, όσο μπορέσουμε και μέχρι όπου μπορέσουμε, να αλλάξουμε τη σκέψη μας  και τη νοοτροπία μας, να νοηματοδοτήσουμε τη ζωή μας, καθένας από μας ξεχωριστά,  έτσι ώστε να γίνουμε πρότυπα ανθρωπιάς, πρώτα μέσα στην ίδια την οικογένειά μας,  μετά στην ευρύτερη παρέα μας και στον κοινωνικό μας περίγυρο, για να καταλήξουμε  κάποτε όλοι μαζί να φτιάξουμε έναν κόσμο χωρίς διακρίσεις και άδικο, μια  κοινωνία πραγματικών ανθρώπων, χωρίς διαχωριστικές γραμμές και όχθες, χωρίς να  υπάρχουμε εμείς και οι άλλοι (καθαροί και εξαρτημένοι), χωρίς ουσίες, ναρκωτικά,  υποκρισίες, κούφια μεγάλα λόγια, κάλπικα όνειρα και ψευδαισθήσεις…

Ιδού η Ρόδος,  ιδού και το πήδημα. Όλα τ’ άλλα είναι… άλλα λόγια ν’ αγαπιόμαστε…

30) Παγκόσμια ημέρα  κατά των ναρκωτικών

 

Στις 26 Ιουνίου θα «γιορταστεί» και φέτος η Παγκόσμια Ημέρα κατά των Ναρκωτικών. Και πάλι θα  γίνουν δηλώσεις, είτε βαρύγδουπες, είτε όχι, και πάλι ειδικοί και μη, θα  στείλουν μηνύματα καθησυχαστικά ή ανησυχητικά, και πάλι θα παρουσιαστούν  στατιστικά στοιχεία και θα παρελάσουν από τα τηλεοπτικά παράθυρα και τις σελίδες  των εφημερίδων αναλυτές και σχολιαστές αυτών, και πάλι θα επισημανθεί ότι το  πρόβλημα μας αφορά όλους, και πάλι θα προταθούν μέτρα για την αντιμετώπισή του  με εντατικοποίηση των κατασταλτικών μεθόδων ή των προληπτικών, ανάλογα με το  ποια θεωρία εκφράζει ο κάθε ειδικός ή ειδήμονας, και πάλι θα προβληθούν  προσπάθειες και έργο διαφόρων οργανισμών και κοινοτήτων, θα διασταυρωθούν ξίφη  περί της αναγκαιότητας, της χρησιμότητας και της αποτελεσματικότητας στεγνών η  μη προγραμμάτων και μεθόδων, με υποκατάστατα η όχι, με τα είδη και τον τρόπο  χορήγησης αυτών, και πάλι θα ζητηθούν κονδύλια ή εθελοντική εργασία, και πάλι  όλοι θα μιλήσουν για την αναγκαιότητα συστράτευσης όλων, και πάλι το όλο ζήτημα  παρά τη σοβαρότητά του θα γίνει αντικείμενο εκμετάλλευσης σε πολιτικό και  κοινωνικό επίπεδο, από μικροκομματικές αντιπαλότητες και δήθεν αντιθέσεις σε  τοπικό επίπεδο, στα πλαίσια της Αυτοδιοίκησης σε πρώτο και δεύτερο βαθμό, αλλά  και στην  ευρύτερη πολιτική σκηνή από εκπροσώπους των κομμάτων, και πάλι θα  ακουστούν «προοδευτικές» και «συντηρητικές» απόψεις, για σκληρά και μαλακά  ναρκωτικά, για αποποινικοποίηση της χρήσης κάποιων, για επαναφορά και  επιβολή  της ποινής του θανάτου στους εμπόρους, και πάλι, λοιπόν, θα γίνουν πράματα και  θάματα μέχρι να ξημερώσει η επόμενη μέρα, για να ξεχαστούν όλα και να  επανέλθουμε στα ίδια και χειρότερα, όπως κάθε χρόνο, χρόνια τώρα, που η  καταναλωτική μας κοινωνία βιώνει την ατελεύτητη τραγωδία των ναρκωτικών.

 Από τις 27 Ιουνίου θα αρχίσουμε  και πάλι να μετράμε τους νεκρούς, στην Κοζάνη και την Πτολεμαΐδα, τη  Θεσσαλονίκη, την Αλεξανδρούπολη και την Κομοτηνή, το Βόλο και τη Λάρισα, τα  Γιάννενα και την Άρτα, τη Χαλκίδα και τη Λαμία, την Αθήνα, την Πάτρα και την  Καλαμάτα, το Ηράκλειο και τα Χανιά, τη Ρόδο και την Κέρκυρα…Θα μετράμε την  διαρκώς αυξάνουσα ζήτηση ουσιών, λόγω της αντίστοιχης αύξησης των χρηστών, τον  διαρκώς διογκούμενο αριθμό εξαρτημένων ατόμων που προστίθενται καθημερινά στις  λίστες αναμονής, θα μελετάμε τα αποτελέσματα των ερευνών μας, που χρόνο με το  χρόνο δείχνουν ότι ο δείκτης των χρηστών, από πλευράς ηλικίας συνεχώς  κατεβαίνει, ενώ ανεβαίνουν οι δείκτες, των εξαρτημένων που εισέρχονται στην  κόλαση των «σκληρών» ναρκωτικών, των εθισμένων που οδηγούνται στο θάνατο και των  απεξαρτημένων που ξαναπέφτουν σε βαθύτερο «λούκι»…

Εγώ δέχομαι καλοπροαίρετα ότι  γίνονται προσπάθειες και από πολλούς για την αντιμετώπιση του φαινομένου, αλλά  τα παραχθέντα αποτελέσματα καταμαρτυρούν πως ή ο γιαλός είναι στραβός, ή εμείς  στραβά αρμενίζουμε. Θυμάμαι εκείνο το σύνθημα «ΤΟ ΠΡΩΤΟ ΒΗΜΑ ΕΙΝΑΙ ΝΑ  ΜΙΛΗΣΟΥΜΕ». Ήταν το σύνθημα  με το οποίο η Ευρωπαϊκή Ένωση, στα πλαίσια της 3ης εβδομάδας πρόληψης της τοξικοεξάρτησης (16 – 23 Νοεμβρίου 1998) απευθύνονταν σε  όλους τους ενήλικες που βρίσκονται σε συνεχή επαφή με τα παιδιά, όπως γονείς,  δάσκαλοι, καθηγητές κ.λ.π, για να τους επισημάνει και να τονίσει τη σημασία του  διαλόγου για την πρόληψη της τοξικοεξάρτησης. Σε κείνη τη βδομάδα ακούστηκαν  πολλά και από πολλούς, όπως, από τον τότε υφυπουργού Υγείας και την πρόεδρο του  ΟΚΑΝΑ, που μεταξύ των άλλων είπαν ότι η Ελλάδα και η Ευρώπη δίνουν έμφαση στην  ενημέρωση του κοινού διαθέτοντας για το πρόγραμμα κατά της τοξικομανίας 28  εκατομμύρια ECU για μια διετία. Μάλιστα από κυβερνητικής πλευράς παρουσιάστηκε τότε ότι  διατίθενται 18 εκατομμύρια δραχμές για τον πανελλαδικό συντονισμό της  εκστρατείας, ενώ άλλα 26 εκατομμύρια επί πλέον διατίθενται στους 26 φορείς που  συμμετείχαν στο πρόγραμμα…

Σήμερα, μια δεκαετία μετά,  αποδεικνύεται πως ενώ μιλήσαμε – κάνοντας το πρώτο βήμα – δεν πείσαμε ή δεν  μιλήσαμε εκεί που έπρεπε ή όσο έπρεπε ή μιλήσαμε απλά για να μιλήσουμε. Και  μπορεί να διατέθηκαν τα εκατομμύρια για τον πανελλαδικό συντονισμό της  εκστρατείας, αλλά μάλλον ασυντόνιστοι μείναμε, αφού δεν καταφέραμε να  εκστρατεύσουμε φθάνοντας στο στόχο μας… Έτσι φτάσαμε στα τέλη Ιουνίου του 2007  και κάνοντας τον απολογισμό μας βλέπουμε ότι η γάγγραινα των ναρκωτικών δεν  αντιμετωπίστηκε και το κοινωνικό σώμα κινδυνεύει. Καλοί οι σύλλογοι, τα  σωματεία, τα κέντρα, οι κοινότητες, οι φορείς, τα υπουργεία, οι επιστήμονες, οι  ειδικοί, αλλά όσο εμείς οι άλλοι – όλοι, η σιωπηρή και αδιάφορη συντριπτική   κοινωνική πλειοψηφία συνεχίζουμε να ζούμε με αναπάντητο το ερώτημα «να ζει  κανείς ή να μη ζει», όσο εμείς οι πολλοί ζούμε χωρίς να βιώνουμε τα μηνύματα των  καιρών, με στεγνές καρδιές από αισθήματα, ιδέες και οράματα, όσο βαυκαλιζόμαστε  με ψευδαισθήσεις του τύπου πως κάποιος σωτήρας θα μεταμορφώσει προς το ιδεατό  την κοινωνία μας, όσο παραμένουμε απλοί θεατές στα όσα συμβαίνουν γύρω μας και  μέσα μας και απλοί καταναλωτές των υποπροϊόντων που μας σερβίρονται καθημερινά  από τα μαζικά μέσα εκπαίδευσης (ΜΜΕ), το πρόβλημα των ναρκωτικών δε θα λύνεται.

 Αυτό, δεν είναι παρά ένα σύμπτωμα  της σύγχρονης κοινωνικής παθολογίας και για την αντιμετώπισή του χρειάζεται ν’  αλλάξει ρότα και κατεύθυνση η κοινωνία. Αλλά πώς να αλλάξει η κοινωνία, αν δεν  αλλάξουμε πρώτα εμείς οι άνθρωποι, και πως ν’ αλλάξουμε εμείς οι άνθρωποι, αν  δεν αλλάξουμε πρώτα τις καρδιές μας.

Αυτή θα είναι η μεγαλύτερη κοινωνική  επανάσταση που δεν θα επιβληθεί από κανέναν, αλλά θα την επιβάλλουμε εμείς οι ίδιοι στους εαυτούς μας. Θα  αρχίσουμε από τον μέσα κόσμο μας και θα φτάσουμε στην ανθρωπότητα. Όσο δεν θα  καλλιεργούμε την ελπίδα, το όραμα, την ουτοπία, την ποιότητα ζωής, το επίπεδο  πολιτισμού, θα κατακλυζόμαστε από διαφόρων ειδών υποκατάστατα και σκουπίδια,  μεταξύ των οποίων και τα ναρκωτικά. Και για να αποσαφηνίσουμε ακόμα περισσότερο  τα πράγματα:

 Όσο στις «Αγγελίες» των έντυπων και  ηλεκτρονικών μαζικών μέσων εκπαιδεύσεως (ΜΜΕ) θα φιγουράρουν καταχωρήσεις με  «έξυπνα» εμπορικά μηνύματα, για ανδρικά και γυναικεία κορμιά που κόβουν τις  ανάσες, για εγχώριες και εισαγόμενες καλλονές, για ζευγάρια που ανταλλάσσουν  ερωτικούς συντρόφους, για ιδανικά και εχέμυθα στέκια συνάντησης ομοφυλοφίλων και  των δύο φύλων, για καλλίγραμμους και καλλίγραμμες που σε περιμένουν στο χώρο  τους ή έρχονται πρόθυμα στο δικό σου, για…για…για…, δεν μπορεί να καλλιεργούμε  φρούδες ελπίδες για το επίπεδο πολιτισμού μας και ψευδαισθήσεις για την  αναμόρφωση της κοινωνικής πραγματικότητας, ώστε να επανακάμψουν και να  επανενταχθούν στην κοινωνία όλοι οι ξεστρατισμένοι, οι απόκληροι, οι διαβιούντες  στις παρυφές της και στο περιθώριο, οι με λάθος τρόπο διαμαρτυρόμενοι, οι  εξαρτημένοι που πεθαίνουν καθημερινά δίπλα μας, ανυπεράσπιστοι, αβοήθητοι και  μόνοι. Όσο στα καθημερινά τηλεοπτικά δελτία ειδήσεων, τα ¾ του χρόνου τους θα  αφιερώνεται σε βιασμούς και επιθέσεις, σε ληστείες και εμπρησμούς, σε αρπαγές  και απάτες, σε υποθέσεις εξαφανίσεως παιδιών και παιδοφιλίας, σε υποθέσεις βίας  και χρήσης ναρκωτικών από μαθητές στα σχολεία και στις εκδρομές τους, με  ανατριχιαστικές λεπτομέρειες στα δήθεν «ρεπορτάζ», με περιγραφές και εικόνες που  σοκάρουν ακόμα και τους πλέον χειραφετημένους (αυτούς που αλλάζουν τους  συντρόφους τους για να πλήξουν την πλήξη και την ανία τους), θυσιάζοντας στο  βωμό της δήθεν πλήρους και αποκλειστικής ενημέρωσης και το τελευταίο ίχνος  ανθρώπινης αισθητικής και αυτοσεβασμού, τη στιγμή που όλοι τους αντιλαμβάνονται  ότι αυτές λειτουργούν καταλυτικά στην εδραίωση της πεποίθησης στο υποσυνείδητο  των παιδιών πως η απουσία ηθικών φραγμών, η έλλειψη αναστολών, η βία, το αίμα  και η παρανομία γενικά είναι αναπόφευκτη κοινωνική πραγματικότητα, με την οποία  όσο γρηγορότερα προσαρμοστούν, τόσο το καλύτερο γι’ αυτά, γιατί θα έχουν ομαλή  κοινωνικοποίηση, άσχετα αν πολλά από αυτά θα εισπράξουν σιγά – σιγά την  αντικοινωνική συμπεριφορά και την παραβατικότητα ως προσωπική τους υπόθεση, θα  εξοικειωθούν μαζί της και κάποια σίγουρα θα την αναπαράγουν. Όσο, λοιπόν, αυτή η  κατάσταση θα συνεχίζεται δεν μπορούμε να περιμένουμε και να ελπίζουμε σε  κοινωνικές ανατροπές, σε ταρακούνημα εφησυχασμένων και συμβιβασμένων  συνειδήσεων, σε αλλαγή πλεύσης της νεολαίας μας, στον περιορισμό της γάγγραινας  των ουσιών, στην ανάσταση νεκρών οραμάτων και προοπτικών..

Ακόμα και τα καθημερινά αστυνομικά  «ρεπορτάζ» τις περισσότερες φορές εγκυμονούν σοβαρούς κινδύνους για το κοινωνικό  σώμα, αφού άλλοτε ενσπείρουν αδιάκριτα τον πανικό και καλλιεργούν κλίμα φοβίας,  άλλοτε εξωθούν σε ενέργειες και πράξεις αυτοδικίας και άλλοτε εκπαιδεύουν και  προετοιμάζουν τους επίδοξους αυριανούς εγκληματίες. Τόσες εικόνες και  λεπτομέρειες αφάνταστες για τον τρόπο που έδρασαν οι δράστες, από πού μπήκαν,  από πού βγήκαν, πώς αχρήστευσαν τα υπάρχοντα μέσα αυτοπροστασίας  (κάμερες-συναγερμούς), πώς διέφυγαν χωρίς να γίνουν αντιληπτοί, πώς απάλειψαν τα  ίχνη τους για να μη εντοπιστούν αργότερα από τις διωκτικές αρχές, που ξεπερνούν  κατά πολύ το «Εγχειρίδιο του καλού κλέφτη» του  Ηλία Πετρόπουλου. Και καλά όταν  οι ερωτώμενοι είναι απλοί πολίτες του καθημερινού μόχθου, νοικοκυρές και  συνταξιούχοι της γειτονιάς, όταν όμως δίνουν συνεντεύξεις υπεύθυνα πρόσωπα  διαφόρων υπηρεσιών, ακόμα και αξιωματικοί των σωμάτων ασφαλείας ή άλλων  διωκτικών αρχών, γιατί αυτοπαγιδεύονται με τόση ευκολία στα λαμπερά φώτα της  δημοσιότητας και απαντούν επί παντός επιστητού; Και επειδή μιλάμε για  ναρκωτικά, εκείνες οι λεπτομερέστατες περιγραφές για τα είδη των ουσιών που  κυκλοφορούν, τις καινούργιες προμήθειες της εγχώριας αγοράς, τη δράση και τα  αποτελέσματα της κάθε μιας, τις προσμίξεις που γίνονται και τον τρόπο που  γίνονται, η αναπαράσταση με τα σύνεργα που κατασχέθηκαν σε παράνομα εργαστήρια,  οι μέθοδοι απόκρυψης αυτών και διάθεσης στις πιάτσες, τα κέρδη των εμπόρων από  τις πωλήσεις, σε τι άραγε συνεισφέρουν για την ενημέρωση της κοινής γνώμης; Αυτού του είδους η «ενημέρωση» καταντάει δωρεάν μάθηση σε ημιμαθείς εξαρτημένους  και μη, σε εκπαίδευση επιτηδείων και επίδοξων εγκληματιών, σε έμμεση αύξηση της  περιέργειας ανηλίκων για δοκιμή των όσων ακούνε και βλέπουν. Πόσο μυαλό  επιτέλους χρειάζεται για να καταλάβουμε το αυτονόητο;

Όσο στις μεταμεσημβρινές τηλεοπτικές  εκπομπές (δήθεν χαλάρωσης για την οικογένεια) θα προβάλλονται «σοβαρά» θέματα  του τύπου, ο τάδε άφησε τη γυναίκα του για την πεθερά του, η δείνα έκλεψε τον  άνδρα της αδελφής της και ένας τρίτος έχει κρυφές ομοφυλοφιλικές σχέσεις, αλλά  τα καταφέρνει εξίσου καλά και στις ετεροφυλοφιλικές και στα στημένα «πάνελ» θα  παρελαύνουν σοβαροί και σοβαροφανείς ειδικοί για να αναλύουν τα συμβαίνοντα με  απλές μέχρι βαθιές  κοινωνικοψυχιατρικές τοποθετήσεις, και τα νούμερα τηλεθέασης  θα εκτινάσσονται στα ύψη, δεν υπάρχουν πολλά περιθώρια για ανάκαμψη του  φαινομένου της σημερινής κοινωνικής παθογένειας, αφού οι πολίτες παραμένουν από  απαθείς μέχρι αδιάφοροι, ενώ τα κελεύσματα των καιρών τους θέλουν ενεργούς και  μάχιμους. Και σαν μην φτάνουν όλα αυτά, τα επιτεύγματα της εκπαιδευτικής  τηλεόρασης επεκτείνονται και στην καθημερινή απαξίωση θεσμών και αξιωμάτων με  τον τρόπο και το ύφος που διαλέγονται οι μεγαλοσχολιαστές (λόγω των αμοιβών  κυρίως μεγάλοι και όχι λόγω της προσφοράς στο κοινωνικό σύνολο) των καναλιών με  τους επίσημους καλεσμένους τους, όπου ο ενικός και τα μικρά ονόματα των  υπουργών, υφυπουργών, νομαρχών, δημάρχων, καθηγητών κ.λ.π είναι στην ημερήσια  διάταξη και μάλιστα πολλές φορές με γλώσσα αλάνας (άστα αυτά υπουργέ ή άκουσέ με  Γιώργο, Γιάννη, Βαγγέλη, Κίμωνα), δείγμα και αυτό της δημοκρατικής ελευθερίας  που απολαμβάνουμε στη σύγχρονη εξελιγμένη εποχή μας στην οποία δεν χωράνε  πληθυντικοί ευγενείας, άσχετα αν αυτό αποβαίνει σε βάρος της διάπλασης του  χαρακτήρα των παιδιών μας, αφού η τηλεόραση έχει άμεση και καταλυτική επιρροή   πάνω τους και η οποία τους διδάσκει τρόπους συμπεριφοράς και ήθους με τα πρότυπα  που προβάλλει. Μη θεωρηθούν τα όσα με πόνο αραδιάζω τούτη την ώρα στο χαρτί ως  κινδυνολογία, αλλά ως ρεαλιστική απεικόνιση της πραγματικότητας, της  αφτιασίδωτης σημερινής κοινωνικής πραγματικότητας στην πρώτη δεκαετία του 21ου αιώνα. Θέλω δε να κλείσω τις σκέψεις μου αυτές και τον προβληματισμό μου με τα  λόγια ενός νέου που προσπαθεί κάτι να πει, αλλά κανείς δεν τον ακούει. Είναι  ένας από τους πολλούς, για τους οποίους αφιερώνεται η παγκόσμια ημέρα.

«Πίσω από τις  έρευνες, τις μελέτες, τις διαβουλεύσεις, τις διασκέψεις, τις ενημερώσεις, τις  προτάσεις και τις συσκέψεις σας, τις εκδηλώσεις σας, τους μονότονους  απολογισμούς, την αχρησίμευτη παράθεση στατιστικών στοιχείων, το ακατάληκτο  κουβεντολόι σας, τις ιδεολογικοποιημένες θεωρίες, τις ψυχαναλυτικοφαρμακευτικές  προσεγγίσεις και τις αναποφάσιστες αποφάσεις σας.

Πίσω απ’ τα διανοητικά τεχνάσματα, τις  ελευθερόστομες απόψεις, τις φλύαρες κρίσεις, τα «προοδευτικά» φληναφήματά σας,  τις κατασταλτικές και προληπτικές μεθόδους σας.

 Πίσω από το βόλεμα  στον νευρωτικό καταναλωτισμό σας, τον υποκριτικό καθωσπρεπισμό σας, τη νέα ηθική  τάξη πραγμάτων, τις ανώφελες αστόχαστες νουθεσίες, τα κοινωνικά αδιέξοδα και την  ελλειμματική ποιότητα ζωή σας.

Είμαστε εμείς, οι ασυμβίβαστοι, οι διαφωνούντες, οι οχληροί μάρτυρες του λανθάνοντα  μηδενισμού σας, που ματώνουμε καθημερινά στα συρματοπλέγματα της «παραμύθας»,  γιατί τα δικά σας παραμύθια δεν ήταν αληθινά.

Είμαστε εμείς, με τα τρυπημένα κορμιά απ’ τις σύριγγες της εγκατάλειψης, της αποξένωσης, της  ψυχρής πραγματικής αδιαφορίας σας, που σηκώνουμε το βάρος της κρίσης αξιών του  συστήματος, του πολιτισμού σας, που ασφυκτιούμε απ’ την καταπίεση και τα  απαγορευτικά σας δε πρέπει.

Είμαστε εμείς, τα παιδιά ενός κατώτερου Θεού για σας, οι «ψαγμένοι» και «υποψιασμένοι», που  αρνούμαστε να αναπαράγουμε τον σκληρό κόσμο που μας κληροδοτήσατε, που αγαπάμε  τη ζωή και αρνούμαστε όλους εσάς, που στραγγαλίζετε τα όνειρά μας, τις  ευαισθησίες και τις ιδιαιτερότητές μας.

 Ελάτε λοιπόν κοντά μας, αφουγκραστείτε τις αντιλογίες μας, μαζέψτε τα συρματοπλέγματα από γύρω μας,  μην «ασχολείστε» μαζί μας για να διασκεδάσετε την πλήξη σας και την έλλειψη  φαντασίας και ανοίξτε άδολα και χωρίς κανόνες την κοινωνική αγκαλιά σας.

Δεν είμαστε ΕΜΕΙΣ και ΕΣΕΙΣ, είμαστε  ΟΛΟΙ.

Αφήστε μας να σας πλησιάσουμε με  ειλικρίνεια και δώστε μας απλόχερα την έμπρακτη κατανόησή σας. Δώστε μας αληθινά  πρότυπα ζωής. Φτάνουν πια οι προσπάθειες με λόγια, όχι πια άλλους λαϊκισμούς, περιχαρακώσεις και κοινωνικούς αποκλεισμούς. Επιτέλους Ανθρωπιά

 

 

 

Άλλη μια   είδηση ρουτίνας στον ημερήσιο τύπο, σύντομη, όσο και το ενδιαφέρον μας για   ό,τι γίνεται δίπλα μας καθημερινά. Ως πότε όμως;

Τοξικομανής νεκρός σε γιαπί στον Εύοσμο                 

* Ένας    29χρονος τοξικομανής βρέθηκε νεκρός το μεσημέρι του Σαββάτου σε ανεγειρόμενη   οικοδομή στην περιοχή του Ευόσμου και, σύμφωνα με τις πρώτες εκτιμήσεις του   ιατροδικαστή, ο θάνατός του οφείλεται σε χρήση ναρκωτικών ουσιών. Αστυνομικοί   αναφέρουν ότι τον άτυχο νέο εντόπισε φιλικό του πρόσωπο, που ενημέρωσε αμέσως   το ΕΚΑΒ, ωστόσο, όπως διαπιστώθηκε, ήταν ήδη αργά.       

               

Ταξίδι χωρίς γυρισμό   

                      

Απόγευμα Σαββάτου στον Εύοσμο,

με τον ουρανό θολό και τον αέρα να φυσάει…   

Δίπλα ακριβώς από τις γραμμές του τρένου

το ακατοίκητο νεόκτιστο, σιωπηλό και κρύο.

Έβρεχε απ’ το πρωί μέχρι κα το μεσημέρι

Κι όταν σταμάτησε, το δοξάρι δεν φάνηκε.

Αν ερχόταν, αν έβγαινε έστω και για λίγο

Ίσως και να φώτιζε το μουντό τριγύρω τοπίο

και τα άχρωμα όνειρα των δυο παιδιών στο κτίσμα

που έψαχναν διέξοδο στην κιτρινωπή σκόνη.

Έτρεμαν οι σύριγγες στα χέρια τους, και δίπλα

το κουταλάκι πάνω απ’ τη φλόγα που έσβηνε.

Αργά και καταπραϋντικά κύλησε στις φλέβες τους

το λιωμένο στο ξινό φαρμάκι-βάλσαμο

Ο ένας άντεξε, ο άλλος όχι, και πέταξε στο πουθενά.

Σε λίγο, δυο διαφορετικές σειρήνες ήχησαν δυνατά

αναστατώνοντας τους εφησυχασμένους της γειτονιάς

Περιπολικό και ασθενοφόρο στο καθήκον της βάρδιας

αστυνομικοί και νοσοκόμοι σε υπηρεσία ρουτίνας

τι κι αν πρόκειται για ανθρώπινη ζωή, χαμένη ήταν…

Μετά, και πάλι όλα όπως πρώτα, όπως πάντα

Περίεργα, σιωπηλά κι ανέκφραστα βλέμματα

Παντού σφαλισμένα παράθυρα και άδειες καρδιές…

29) Τα οφέλη απ’  τον τουρισμό είναι μόνον οικονομικά;

 

Ο τουρισμός δεν  είναι και δεν πρέπει να λογίζεται μόνον ως πηγή πλουτισμού. Υπάρχουν κι άλλα  πολλά και αξιόλογα οφέλη, που δυστυχώς παραβλέπονται ή υποτιμώνται σκοπίμως,  επειδή κυρίαρχο στη σημερινή ευδαιμονιστική εποχή μας είναι το χρήμα. Αυτό, μετά  μανίας, επιδιώκει να αποκτήσει ο άνθρωπος της κατανάλωσης σε κάθε είδους  δραστηριότητά του, αυτό θεωρείται αποδεικτικό στοιχείο δύναμης (με την ποταπή  του όρου έννοια) και στοιχείο επίδειξης εξουσίας, με αυτό όλοι καταγίνονται,  αγωνίζονται και αγωνιούν, για να καλύψουν όχι μόνον τις πραγματικές-υλικές  ανάγκες, αλλά και τη ματαιοδοξία τους.

Κι όμως ο  τουρισμός προσφέρει τη δυνατότητα, άνθρωποι και λαοί να έρθουν πιο κοντά, να  γνωρίσουν άγνωστα ήθη και έθιμα, πολιτισμούς και παραδόσεις και να διαπιστώσουν  ότι η μοίρα του ανθρώπου ανεξαρτήτως φυλής, χρώματος και άλλων βιολογικών  χαρακτηριστικών, είναι κοινή και ότι μπορούν και πρέπει να γίνουν φίλοι, να  συνεργαστούν και να συνυπάρξουν. Πέρα, λοιπόν, από τη δυνατότητα οικονομικής  ανάπτυξης που προσφέρει, έχει τεράστια πολιτιστική και μορφωτική αξία και  συμβάλλει στην οικοδόμηση της ειρήνης, στη συναδέλφωση των ανθρώπων και στην  παγίωση της οικουμενικής συνείδησης.

Δεν είναι δυνατόν  να εκλαμβάνεται ως φενάκη για την οικονομική ευμάρεια μιας χώρας, ούτε να  στοχεύει αποκλειστικά στο γρήγορο και εύκολο κέρδος, γιατί ελλοχεύει ο κίνδυνος  πάντα να οδηγήσει στον παρασιτικό πλουτισμό λίγων ανθρώπων και να αποτραβήξει  τους πολλούς από τις ζωτικές οικονομικές και παραγωγικές πηγές αυτής, με  ολέθριες συνέπειες για την εθνική οικονομία της. Επίσης έχει επιβεβαιωθεί, πως  όποιος επενδύει ή προσμένει τα πολλά οικονομικά οφέλη από τον τουρισμό, μπορεί  στο τέλος να χάσει και τα λίγα σίγουρα, γιατί αστάθμητοι παράγοντες (φυσικά  φαινόμενα-τρομοκρατικές ενέργειες-αρρώστιες κ.λ.π) μπορούν να ανατρέψουν ακόμα  και τον πιο τέλειο σχεδιασμό ή οικονομικό προγραμματισμό.

Κίνδυνοι, όμως,  ελλοχεύουν και την επιρροή του τουρισμού στη διαμόρφωση της οικουμενικής  συνείδησης, όπως προαναφέρθηκε. Πολλές χώρες (υποανάπτυκτες κατά το παρελθόν)  επένδυσαν πολλά στον τουρισμό για να καρπωθούν μεγάλα οικονομικά οφέλη, ώστε  σταδιακά να απαγκιστρωθούν και να ενταχθούν με τη σειρά τους στη ζώνη των  αναπτυγμένων χωρών. Και μπορεί μέχρις ενός σημείου να τα κατάφεραν. Όμως,  κάνοντας τον απολογισμό τους σήμερα – εποχή της παγκοσμιοποίησης – βλέπουν πως  μπορεί τα οικονομικά τους να βελτιώθηκαν, αλλά αλλοιώθηκαν βασικά χαρακτηριστικά  στοιχεία της φυσιογνωμίας των λαών τους. Αναζητούν τις ρίζες τους και δεν τις  εντοπίζουν! Η χρόνια συνεχής καθημερινή επαφή των κατοίκων με άλλους (τουρίστες)  σε συνδυασμό με την τάση υποτέλειας (αρκεί να αφήνουν χρήμα) επέφερε τη χαλάρωση  των δικών τους αυθεντικών εθνικών συνδετικών κρίκων. Καινούργιες κοινωνικές  συμπεριφορές διαμορφώθηκαν και παγιώθηκαν για τις «ανάγκες» εξυπηρέτησης των  ξένων, νέα ήθη και έθιμα υιοθετήθηκαν άκριτα και τελικά τέθηκε υπό αμφισβήτηση η  εθνική τους ταυτότητα. Στο βάθος χρόνου δε, δεν είναι λίγοι οι λαοί που σχεδόν  αφομοιώθηκαν πολιτιστικά από άλλους οικονομικά ισχυρότερους και σήμερα  κατάντησαν «αποικίες» τους. Μπορεί τα παλιά καθεστώτα αποικιοκρατίας να  κατέρρευσαν με το σπαθί και τα αίμα των καταπιεσμένων σκλάβων, σήμερα όμως μια  άλλη – ίσως και χειρότερη – μορφή εξάρτησης αναπτύσσεται μεταξύ αδύνατων  οικονομικά και ισχυρών χωρών.

Ακόμα και στη  δική μας χώρα μπορούμε να διακρίνουμε σημάδια μιμητισμού και ξενομανίας  (παλιότερα ίσως περισσότερο), που είχαν ως αποτέλεσμα ακόμα και την επίταση των  φαινομένων κοινωνικής παθολογίας. Δεν διστάσαμε ακόμα και την ιερή υποχρέωσή μας  για σεβασμό του περιβάλλοντος να παραβούμε, μόνο και μόνο για να αυξήσουμε το  τουριστικό ρεύμα. Τη φυσική ομορφιά, το κάλλος που απλόχερα σκόρπισε ο  Δημιουργός στην πατρίδα μας το μετατρέψαμε σε μπετόν και τουριστικές παράγκες  στις παραλίες, κατά τρόπο που τα βλέπουμε σήμερα και δήθεν γελάμε, ενώ κατά  βάθος πονούμε, για ό,τι χάσαμε, για ό,τι καταστρέψαμε και δεν μπορούμε πλέον να  επανορθώσουμε.

Τουλάχιστον, ας  αλλάξουμε νοοτροπία, αντίληψη και φιλοσοφία από δω και μπρος. Υπάρχουν θετικά  και αρνητικά στοιχεία για τον τουρισμό. Στο χέρι μας είναι να βασιστούμε στα  θετικά, να απομονώσουμε τα αρνητικά και σταδιακά να τα μετατρέψουμε κι αυτά σε  θετικά. Με εθνική αξιοπρέπεια, με σεβασμό στον άνθρωπο και τη φύση με την  ελληνική λεβεντιά και φιλοξενία. Και δεν πρέπει να λησμονούμε ποτέ πως, ως πηγή  οικονομίας και πλουτισμού, ο τουρισμός, είναι πολύ εύθραυστη.

28) Ελευθερώνει η  εργασία τον άνθρωπο;

 Από  την έναρξη της βιομηχανικής επανάστασης και σε όλα τα χρόνια που ακολούθησαν με  τη ραγδαία τεχνολογική εξέλιξη εκφράστηκαν πολλές φορές ανήσυχες απόψεις σχετικά  με τον κλιμακούμενο αποκλεισμό του ανθρώπου από την παραγωγική διαδικασία και  τον εκτοπισμό του από τη μηχανή. Από πολλούς σκεπτικιστές, αλλά και ρεαλιστές  αμφισβητήθηκαν οι καθολικές αλλαγές που συντελέστηκαν στη δομή των παραγωγικών  δυνάμεων και κυρίως στην εργασία.

Είναι παγιωμένη η  αντίληψη πως η εργασία μαζί με τα άλλα μέσα παραγωγής αποτέλεσε τη βασική  προϋπόθεση της μετάβασης του ανθρώπου από την πρωτόγονη κατάσταση στη σημερινή,  για δε τους στοχαστές υπερβαίνει τα όρια της αναγκαιότητας και καθορίζει το  επίπεδο της κατακτημένης ελευθερίας. Είναι συγκεκριμένος τρόπος αυτοδιαμόρφωσης  και αυτοδιάπλασης του ανθρώπου. Ο άνθρωπος για την ικανοποίηση των υλικών του  αναγκών επεμβαίνει και επιδρά στην εξωτερική φύση, αλλά ταυτόχρονα μέσα από αυτή  τη διαδικασία μεταλλαγής της, διαμορφώνει και αλλάζει τον εαυτό του, την  ψυχοσύνθεσή του, την προσωπικότητά του.

Μέσω της εργασίας  απελευθερώνεται από τις φυσικές δυνάμεις, τις προκαταλήψεις (συνέπειες πρώην  ανεξήγητων φυσικών φαινομένων) και αυτοκατασκευάζεται ως κοινωνικό ον,  νοηματοδοτώντας την επιβίωση του φυσικού σώματος.

Και σήμερα, στη  σύγχρονη εποχή, η εργασία συνεχίζει να αποτελεί ουσιαστικό παράγοντα στην αέναη  προσπάθεια του ανθρώπου για ελευθερία, γιατί μπορεί αρχικά να τον απεγκλώβισε  από τη φυσική καταδυνάστευση κα να ικανοποίησε τις βιοτικές του ανάγκες, μπορεί  να τον ανεξαρτητοποίησε με την αυτάρκεια, ταυτόχρονα, όμως, διεύρυνε τους  πνευματικούς του ορίζοντες και όξυνε τις ανώτερες λειτουργίες του νου, κατά  τρόπο που είναι πλέον αδύνατο να υπάρξει υποχώρηση ή στασιμότητα.

Κι ενώ θάπρεπε η  εργασία (σωματική ή πνευματική) να απελευθερώνει την ανθρώπινη ενέργεια και να  τη διοχετεύει για την ικανοποίηση της έμφυτης τάσης για δημιουργία, να τον  διαπαιδαγωγεί ηθικά, να αποτελεί προϋπόθεση του πολιτισμού του, στη σύγχρονη  καταναλωτική μας κοινωνία αντιμετωπίζεται ως αυτοσκοπός και περιόρισε την  ελευθερία του ανθρώπου επικίνδυνα. Από μέσο συνεχούς απελευθέρωσης του ανθρώπου  κατάντησε σκλαβιά.

Αρκετοί σοβαροί  επιστήμονες των ανθρωπιστικών επιστημών αντιτείνουν πως η εργασία από τη φύση  της εμπεριέχει τα στοιχεία της υποχρέωσης, του καταναγκασμού, αφού υπόκειται σε  κανόνες και περιορισμούς. Δε λείπουν δε και οι ακραίες-αιρετικές φωνές για  ταύτιση της εργασίας με τη δουλεία, απλοποιώντας αυθαίρετα και ατεκμηρίωτα την  επικράτηση του όρου δουλειά αντί εργασία. Όλα αυτά βέβαια στην πολυπλοκότητα της  θεωρίας, γιατί στην πράξη και την πραγματικότητα τα πράγματα είναι απλά και  κατανοητά. Οι όποιοι περιορισμοί και κανόνες στον τομέα εργασίας είναι η  φυσιολογική αναγκαιότητα, το φυσικό επακόλουθο για την οργάνωση της κοινωνίας,  για τη διατήρηση μιας συντεταγμένης πολιτείας.

Εκείνο, που στη  σημερινή εποχή της ταχύτητας κα της σύγχυσης βαραίνει και επισκιάζει το  αυτεξούσιο της ανθρώπινης δράσης κα δραστηριότητας δεν είναι ο καταναγκασμός της  εργασίας, αλλά τα δημιουργηθέντα εξουσιαστικά πλέγματα αυτής. Αυτά δεν έχουν  καμιά σχέση με τους αναγκαίους κανόνες, γιατί την καθιστούν αγγαρεία, σχεδόν  δουλεία. Όσο δε η προσφορά εργασίας τείνει να γίνει αγαθό σε ανεπάρκεια –  δυσεύρετο αγαθό – ξεπερνούν τα οριοθετημένα πλαίσια στον τομέα εργασίας και  στρέφονται κατά των εργαζομένων. Κ ο ν τ ο λ ο γ ί ς, όσο το ιερό της εργασίας  δικαίωμα καταστρατηγείται, όσο η ανεργία πλήττει τα ζωντανά κύτταρα της  κοινωνίας μας, που είναι οι νέοι άνθρωποι, κανείς δεν μπορεί να οραματίζεται  κατά ρομαντικό τρόπο την εργασία, κανείς δεν μπορεί να στοχάζεται και να  προσμένει να συμπέσουν και να ταυτιστούν τα όρια της εργασίας με την απόλαυση  και την ευτυχία του ανθρώπου. Σίγουρα η επιδίωξη της ιδανικής κοινωνίας θα  πρέπει πάντα να είναι η κατάργηση, η απάλειψη της σημερινής αντίφασης ανάμεσα  στην εργασία και στον ελεύθερο του ανθρώπου χρόνο, η ευθυγράμμιση της έμφυτης  ανθρώπινης τάσης για δημιουργία με την ίδια τη ζωή, όμως σήμερα προέχουν άλλες  προτεραιότητες, Με μια φράση, όταν τα 2/3 του πληθυσμού του πλανήτη μας  λιμοκτονούν ή ζουν στα όρια της φτώχειας, έχουμε δικαίωμα να τυρβάζουμε περί  άλλων;

27)  Φέουδα και δεσποτάτα στην Τέχνη και τα Γράμματα

 

Δυστυχώς, ακόμα και σήμερα,  εξακολουθεί να συντηρείται και να καλλιεργείται δεόντως η αντίληψη, μιας  μειοψηφίας με αριστερή απόκλιση, που τείνει να γίνει κυρίαρχη, πως ό,τι ανάγεται  στην καλλιτεχνική και γενικά στην ευρύτερη πνευματική δράση και δημιουργία  ανήκει στο δικό της βιλαέτι, στο δικό της φέουδο.

Η προέκταση και η συνέπεια αυτής της  αντίληψης έχει να κάνει με την πεποίθηση και το πιστεύω αυτής της μερίδας  ανθρώπων, που υποτίθεται στηρίζουν και διαμορφώνουν τα πολιτιστικά δρώμενα της  χώρας μας, πως έχει το αναφαίρετο δικαίωμα να ορίζει το πλαίσιο και να θέτει τα  όρια κατά το δοκούν, στις πνευματικές μας ανησυχίες και ελευθερίες, να ελέγχει  και να κατευθύνει τη διακίνηση ιδεών, να απορρίπτει με άνεση και εντελώς  αβασάνιστα ό,τι δεν εκφράζει τη γραμμή τους και τις επιδιώξεις τους και τέλος να  υποτιμά και να αγνοεί όσους δημιουργούς δεν έχουν τοποθετηθεί, δεν έχουν  εκφραστεί δημόσια υπέρ της αριστερής κουλτούρας, ώστε να πάρουν το χρίσμα, τη  σφραγίδα, την πιστοποίηση και το τεκμήριο της προοδευτικότητας…

Όσοι αμφισβήτησαν παλιότερα και όσοι  αμφισβητούν σήμερα την επιχειρούμενη αριστερή επικυριαρχία πάνω στην τέχνη, όσοι  – κυρίως νέοι – αντιστέκονται σθεναρά και αρνούνται να στρατευθούν στις  κατεστημένες δυνάμεις της αριστεράς και της προόδου ή αρνούνται να συμβιβαστούν  και να υπηρετήσουν τους σύγχρονους φεουδάρχες του καλλιτεχνικού και πνευματικού  μας χώρου, αυτόματα απομονώνονται και λοιδορούνται ως πνευματικά μιάσματα, ως  εκφραστές της δεξιάς, της οπισθοδρόμησης και της συντήρησης. Λες και πριν  ανακαλυφθούν οι ορισμοί – αφορισμοί περί δεξιάς και αριστεράς, πριν εφευρεθούν  τα δεξιά και αριστερά πολιτικά κομματικά σχήματα στη νεότερη ελληνική ιστορία, η  τέχνη δεν υπήρχε, ή δεν άφησε τα ίχνη της σε όλους τους τομείς της πολιτισμικής  δραστηριότητας του ανθρώπου.

Σήμερα μάλιστα, κάποιοι όψιμοι  επαγγελματίες ιδεολόγοι της προόδου φροντίζουν πρώτα να ενταχθούν στο  συγκεκριμένο χώρο, που αυτοπροσδιορίζεται ως προοδευτικός, για να έχουν την  έξωθεν καλή μαρτυρία, να δώσουν τα διαπιστευτήριά τους και να προμηθευτούν το  διαβατήριο και το εισιτήριο για το μεγάλο ταξίδι της επιτυχίας και της  αναγνώρισης. Μετά καταγίνονται με την τέχνη που υποτίθεται ότι υπηρετούν, ενώ η  ωμή αλήθεια είναι πως τη χρησιμοποιούν για την προσωπική τους προβολή και  εξέλιξη ή ανέλιξη, που πάντα έχει να κάνει με πλούσιες υλικές απολαβές, τις  οποίες απολαμβάνουν παρόλο που τις μέμφονται και δεν αντιμετωπίζουν κανένα  συνειδησιακό πρόβλημα, γιατί τις θεωρούν φυσική συνέπεια και απόληξη του  καταραμένου αστικού καθεστώτος στο οποίο ζουν, και δεν τους εκφράζει!!

Τραγουδιστές, τραγουδοποιοί και  συνθέτες, ηθοποιοί, σεναριογράφοι και σκηνοθέτες, ποιητές, στιχουργοί και  πεζογράφοι, ζωγράφοι, γλύπτες και συλλέκτες εικαστικών έργων τέχνης, διανοητές,  λόγιοι και στοχαστές, ακόμα και οι δημοσιογράφοι, οι παρουσιαστές ειδήσεων και  οι άλλοι εργαζόμενοι στα μέσα ενημέρωσης, εξαρτούν τη διαδρομή τους, την  επιτυχία και την καριέρα τους από την εξασφάλιση της στήριξης και της  υποστήριξης της αριστερής ή αριστερίζουσας και πάντως σίγουρα προοδευτικής,  συντεχνίας, των σύγχρονων φεουδαρχών της τέχνης και των γραμμάτων.

Κάποιοι δημιουργοί, πιο τολμηροί και  επιτήδειοι, επειδή εξαρτούν την πορεία τους από τους πάτρωνες συγκεκριμένου  πολιτικού χώρου, εντάσσονται στο κόμμα, αποκτούν την κομματική ταυτότητα και την  ετικέτα στο πέτο, ώστε με ένα σμπάρο να πετύχουν δυο τρυγόνια. Να καπελώσουν,  αλλά και να καπηλευθούν τους καημούς και τα βάσανα του απλού λαού, ιδέες και τα  οράματά του, τις αγωνίες και τους φόβους του, τους αγώνες και τα πιστεύω του,  στοχεύοντας στο να ικανοποιήσουν και τη δική τους ιδιοτέλεια και ματαιοδοξία, με  το αζημίωτο φυσικά πάντα.

Σε δημόσιες (κρατικές) θέσεις  οργανισμών και υπηρεσιών πολιτισμού, σε συλλόγους και σωματεία, σε ιδρύματα και  πνευματικούς οίκους, διορίζονται άνθρωποι με αριστερό ή αριστερίστικο προφίλ,  για να αποκτήσει ο σκοπός και η λειτουργία τους το απαραίτητο προοδευτικό  περίβλημα, αναγκαίο για την κοινωνική καταξίωση και την άντληση σχετικών πόρων.  Στις διάφορες κοινωνικές συνάξεις, απ’ τις παρουσιάσεις βιβλίων μέχρι και τις  παντός είδους συναυλίες, σε κομματικές εκδηλώσεις με πολιτιστικό δήθεν  περιεχόμενο, ακόμα και στα διάφορα πάνελ των τηλεοπτικών εκπομπών προτιμώνται οι  διαθέτοντες στο πέτο την ταμπέλα της προοδευτικότητας, άσχετα αν διαθέτουν τα  προσόντα για να ανταπεξέλθουν στις απαιτήσεις της συγκεκριμένης περίπτωσης. Το  πρωτεύον προσόν της αριστερίζουσας ή αριστερής στράτευσης το έχουν, οπότε όλα τα  άλλα είναι λεπτομέρειες δευτερεύουσας σημασίας και ήσσονος αξίας. Πλήθος  αθόρυβων δημιουργών, που κανένας δεν τους έχρισε με το χρίσμα της  προοδευτικότητας, ζουν παρέα με τα δημιουργήματά τους και τη σιωπή τους, μακριά  από τα φώτα της προβολής και δημοσιότητας, ετεροχαρακτηριζόμενοι ως δεξιοί και  συντηρητικοί. Όσοι δεν ανήκουν στην κάστα των επαγγελματιών της  προοδευτικότητας, όσοι αρνήθηκαν συνειδητά την ένταξή τους στα δεσποτάτα και τα  φέουδα της πνευματικής δημιουργίας πορεύονται μόνοι τους και πολλές φορές  λοιδορούνται, εξυβρίζονται και συκοφαντούνται.

Στην Ελλάδα, λοιπόν, του 21ου αιώνα υπάρχουν τείχη απροσπέλαστα στον ευρύ χώρο των γραμμάτων και των τεχνών.  Ευδοκιμούν τα φέουδα, τα δεσποτάτα και τα βιλαέτια με εξουσία και καθεστωτικές  προνομίες. Οι όποιες αναλαμπές εξαιρέσεων, απλώς επιβεβαιώνουν τον κανόνα, αφού  δεν μπορούν να φωτίσουν πλήρως το ούτως ή άλλως θαμπό τοπίο της πνευματικής  φεουδαρχίας. Ακόμα και σ’ αυτόν τον κατεξοχήν χώρο της ελεύθερης διακίνησης των  ιδεών, τον πανεπιστημιακό, τα πάντα λειτουργούν και εξαρτώνται από τις  συντεχνίες και τους δεσπότες της αριστερής κατεύθυνσης, που δυστυχώς, ενώ  τυχαίνει να είναι μειοψηφίες καταφέρνουν πάντα και επιβάλλουν τη θέλησή τους.

Αυτή είναι η αλήθεια, που όλοι την  αναγνωρίζουν και κανείς δεν τολμάει να την παραδεχτεί δημόσια. Κι όταν κάποιος  αποτολμήσει να εκφράσει την αντίθεσή του, η φωνή του δεν ακούγεται από τα  τεχνητά παράσιτα που δημιουργούν οι καθοδηγητές του δημόσιου λόγου και οι  ελέγχοντες τα μέσα προβολής του. Ως πότε όμως;

26) Η κοινή γνώμη  

Στοιχείο συνοχής της  ελληνικής κοινωνία και κριτήριο              διαφοροποίησής της από άλλες…                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                               

Το ιδανικό σε μια  κοινωνία θα ήταν, η κοινή γνώμη, να αποτελεί τη δημιουργική συνιστώσα της. Για  ποια, όμως, κοινή γνώμη μιλάμε και πως αυτή διαμορφώνεται ; Συντίθεται από τη  γνώμη όλων μας και εμπεριέχει πολλά αντιφατικά χαρακτηριστικά, ως φαινόμενο  συλλογικής συμπεριφοράς και αποτέλεσμα της κοινωνικής ζωής. Η αντιφατικότητα της  ιδιοσυστασίας της έχει να κάνει με το ότι πάντα μεταβάλλεται ανάλογα με το  αντικείμενο της αναφοράς της. Και ποτέ δεν εκφράζει την κρίση του κοινωνικού  συνόλου καθολικά. Δεν είναι δυνατόν να εκφράζει όλα τα μέλη της κοινωνίας και  ούτε πρόκειται ποτέ να επιτευχθεί μια ενιαία άποψη για κάποιο θέμα ή γεγονός.  Πάντα θα υπάρχει η πλειοψηφία και η μειοψηφία. Άρα όταν ομιλούμε για την κοινή  γνώμη, εννοούμε τη διαμορφωθείσα αντίληψη της πλειοψηφίας που κυριαρχεί σε  συγκεκριμένη χρονική στιγμή για συγκεκριμένα ζητήματα της κοινωνίας.

Η επικρατούσα  αντίληψη και άποψη εκτοπίζει πάντα τις διαφορετικές φωνές, γιατί αποτελούν τη  μειοψηφία. ΄Εχει όμως ενδιαφέρον και σημασία το πώς διαμορφώθηκε αυτή η  επικρατήσασα τελικά αντίληψη της πλειοψηφίας. Όσο πιο ανεκτική και ανεπτυγμένη  είναι μια κοινωνία, τόσο η κοινή αναπτύσσεται και εδραιώνεται ελεύθερα και  ανεπηρέαστα, μέσα από το διάλογο και την επικοινωνία. Αντίθετα σε μια κοινωνία  υποανάπτυκτη και ανελεύθερη, η κοινή γνώμη συντίθεται από υπαρκτούς και  ανύπαρκτους φόβους για το καινούργιο και το άγνωστο, διακατέχεται από δυσπιστία  και καχυποψία για καινοτομίες, εξαιτίας διαφόρων προκαταλήψεων και καταλήγει να  επιβραδύνει και να ελέγχει ασφυκτικά κάθε προσπάθεια αλλαγής της κατεστημένης  κοινωνικής κατάστασης.

Μόνο σε  δημοκρατικά οργανωμένες και ανεπτυγμένες κοινωνίες η κοινή γνώμη υιοθετεί  προοδευτικές αξιολογικές θέσεις και ασκεί διακριτικό και ουσιαστικό έλεγχο στην  κοινωνική ζωή. Στις σημερινές-σύγχρονες, ανά τον κόσμο, κοινωνίες τα πράγματα  άλλαξαν άρδην.

ΟΙ πληθυσμιακές  ανακατατάξεις διαμόρφωσαν ανομοιογενείς κοινωνίες, με συνέπεια ο ρόλος της  κοινής γνώμης να φθίνει διαρκώς σε σύγκριση με  το παρελθόν. Μέσα στις σημερινές πολυπληθείς κοινωνίες διαπιστώνουμε ότι οι  σχέσεις μεταξύ των μελών χαρακτηρίζονται από ανασφάλεια και ασάφεια. Η κατάσταση  δε αυτή επιτείνεται από την εμφάνιση φαινομένων μιμητισμού, μόδας, παροδικών  συρμών, που εύκολα συντίθενται και αποσυντίθενται. Όμως, όσο και αν ατόνησε ο  ρόλος της κοινής γνώμης σήμερα, η χρησιμότητά της και η αξία της είναι δεδομένη  και αναγκαία για τη λειτουργία της κοινωνίας. Εκείνο, λοιπόν που προέχει είναι  να προσαρμόζεται στις εκάστοτε κοινωνικές συνθήκες και να διαμορφώνεται με τα  εκάστοτε καινούργια κοινωνικά δεδομένα, από παράγοντες που θα στοχεύουν πάντα  στο λογικό της ανθρώπινης ύπαρξης και λιγότερο στο θυμικό, για την εξασφάλιση  της αντικειμενικότητας. Να διαμορφώνεται από παράγοντες που θα σέβονται την άλλη  άποψη, που θα κάνουν πράξη την πλήρη και αντικειμενική ενημέρωση και που θα  αντιμετωπίζουν τα κοινωνικά ζητήματα με ευθυκρισία, με γνώση και ευαισθησία.  Αλλά ας περιοριστούμε στην ελληνική κοινωνία και κοινή γνώμη. Ποιοι είναι αυτοί  οι παράγοντες που συντελούν στη διαμόρφωση της λεγόμενης κοινής γνώμης ;  Ενδεικτικά θα μπορούσαμε να αναφέρουμε, την Πολιτεία (το επίσημο κράτος), ως  φορέας πολιτικής δύναμης και εξουσίας, τα πολιτικά κόμματα και οι συντεχνίες  (αφού επηρεάζουν σημαντικά τη συλλογική συνείδηση), τα Μ.Μ.Ε, οι κοινωνικές  επαφές και σχέσεις( αφού πάντα υπάρχει αλληλεπίδραση στη σκέψη και τη  συμπεριφορά των μελών της κοινωνίας) και τέλος τα διάφορα βιώματα του  παρελθόντος που αναμφίβολα συμβάλλουν στη συγκινησιακή των ανθρώπων φόρτιση και  έμμεσα συνιστούν παράγοντα διαμόρφωσης της κοινής γνώμης. Συμπερασματικά  καταλήγοντας και συνοψίζοντας θα λέγαμε :

Όλοι μας, ως απλά  μέλη της ευρύτερης κοινωνίας, αλλά και ως μέλη όλων των άλλων παραγόντων που  προαναφέρθηκαν (κράτος, κόμματα, συντεχνίες, ΜΜΕ) έχουμε χρέος να συμβάλλουμε  και να αναδείξουμε τα θετικά στοιχεία του ρόλου της κοινής γνώμης. Να  αποτρέψουμε τον κίνδυνο να μεταβληθεί σε έρμαιο πολιτικής ή άλλης εκμετάλλευσης,  ανασχετικός παράγοντας στη δυνατότητα εξέλιξης της κοινωνίας με τη συντήρηση  προκαταλήψεων και τη δημιουργία καινούργιων. Να συνδράμουμε ώστε να  διαμορφώνεται κατά τρόπο που να παρέχει συναισθηματική ασφάλεια, να συνέχει το  σύνολο, να παρεμποδίζει και να περιορίζει στο ελάχιστο τυχόν εξουσιαστικές  αυθαιρεσίες. Κοντολογίς ως ελληνική κοινωνία με παρελθόν στην ελευθερία και τη  δημοκρατία έχουμε χρέος να  ενισχύουμε παντιοτρόπως τη διαμόρφωση υγιούς κοινής  γνώμης, αφού αυτή συνιστά και στοιχείο αυτοπροσδιορισμού της κοινωνίας μας και  ταυτόχρονα το κριτήριο διαφοροποίησής της από άλλες. Κι έχουμε πολλά  παραδείγματα διαφοροποίησης της ελληνικής κοινωνικής γνώμης τόσο από την  ευρωπαϊκή  όσο και από την παγκόσμια σε ζητήματα παγκοσμίου ενδιαφέροντος.  Διαφοροποίηση, που αποτέλεσε τον καταλύτη στην οργανωμένη προπαγάνδα των  δορυφορικών καναλιών και των κέντρων εξουσίας των «δυνατών» της γης για ένοπλες  επεμβάσεις σε διάφορα σημεία του πλανήτη και πάντα για «ειρηνικούς» σκοπούς.  Στον πόλεμο λ.χ της πρώην Γιουγκοσλαβίας η ελληνική κοινή γνώμη κατά συντριπτικό  πλειοψηφικό ποσοστό, το μεγαλύτερο στον κόσμο σύμφωνα με τις σφυγμομετρήσεις,  διαφοροποιήθηκε με μοναδική παρρησία και τελικά ,δυστυχώς, δικαιώθηκε.                                                                                                                  

25) Η διαχρονικότητα  των εμπορικών συναλλαγών

(σταθερά οφέλη και  συνέπειες)

 

 

Με την έννοια του  εμπορίου δηλώνεται η αγορά και πώληση κάθε είδους προϊόντων με σκοπό, φυσικά, το  κέρδος (Λεξικό Τεγόπουλου – Φυτράκη). Αυτή η αγοραπωλησία δεν αφορά και δεν  περιορίζεται μόνο στα υλικά αγαθά, αλλά επεκτείνεται σε κάθε άλλου είδους  δραστηριότητα, σε κάθε άλλου είδους υπηρεσία που μπορεί να αποφέρει κέρδος. Στις  πρωτόγονες μορφές κοινωνικής συμβίωσης οι άνθρωποι αντάλλασσαν τα προϊόντα τους  και αλληλοβοηθούνταν στις εργασίες τους, με μέσο συναλλαγής, το ίδιο το προϊόν  και την ίδια την παρεχόμενη υπηρεσία- δούλεψη, αφού το χρήμα-νόμισμα δεν είχε  εφευρεθεί ακόμα. Αργότερα, στο διάβα των αιώνων, όσο οι ανθρώπινες κοινωνίες  εξελίσσονταν, τόσο και το εμπόριο αποκτούσε μορφή και σημασία περισσότερο  προσιδιάζουσα στη σημερινή.

Αυτή, λοιπόν, η  διαχρονικότητα των συναλλαγών, όχι μόνο καταδεικνύει, αλλά και επιβεβαιώνει, πως  πρόκειται για φυσική ανθρώπινη ανάγκη. Οι εμπορικές συναλλαγές στον αρχαίο κόσμο  ήταν ταυτόσημες με τη δημιουργία και την ανάπτυξη πολιτισμού. Τα ακμάζοντα  εμπορικά κέντρα στην αρχαία και τις μετέπειτα ιστορικές περιόδους ήταν παράλληλα  και πολιτιστικά κέντρα. Η ίδια η ιστορία κατέγραψε το εμπόριο ως τον  σημαντικότερο παράγοντα για την οικονομική ανάπτυξη ενός τόπου, αλλά και τον  καθοριστικότερο για τις ευρύτερες κοινωνικές λειτουργίες.

Ο Αμερικανός  συγγραφέας (από τους γνωστότερους της εκλαϊκευμένης φιλοσοφίας και ιστορίας –  κυρίως λόγω του 11τομου έργου του, Ιστορία του πολιτισμού), Γουίλιαμ Τζέιμς  Ντυράν, έλεγε  πως «ο τόπος όπου συναντιούνται οι ιδέες και το πεδίο αντιθέτων  συνηθειών και πεποιθήσεων είναι τα σταυροδρόμια του εμπορίου. Οι διαφορές  γεννούν σύγκρουση, σύγκριση και σκέψη. Οι προλήψεις αλληλοεξουδετερώνονται και  αρχίζει να λειτουργεί η λογική». Δε χωρά, λοιπόν, καμιά αμφιβολία ότι στην  ιστορία της ανθρωπότητας το εμπόριο συντέλεσε τα μέγιστα για το «ζην» του  ανθρώπου, αλλά ταυτόχρονα και παράλληλα επίσης τα μέγιστα για το «ευ ζην» αυτού.  Σήμερα, οι συνέπειες των εμπορικών συναλλαγών – λόγω του εύρους και των μέσων –  είναι περισσότερο ορατές στον καθένα. Η οικονομική αλληλεξάρτηση των χωρών και  των λαών εδραιώνει τις φιλικές μεταξύ τους σχέσεις, τα δε γράμματα κα οι τέχνες  ωθούνται προς τα εμπρός. Ενισχύεται διαρκώς η αλληλογνωριμία των ανθρώπων του  κόσμου και ανταλλάσσονται με μεγαλύτερη ευκολία πολιτισμικά στοιχεία. Έχουμε  δηλαδή από τη μια την ευκολότερη και γρηγορότερη σήμερα διακίνηση αγαθών, αλλά  από την άλλη, την ευρύτερη ανάπτυξη όλων των τομέων της ανθρώπινης  δραστηριότητας. Αν θυμηθούμε τους Έλληνες εμπόρους της εποχής της οθωμανικής  κυριαρχίας τότε θα διαπιστώσουμε και μία ακόμα παράμετρο-συνέπεια του εμπορίου,  αυτήν της εθνικής του συνεισφοράς παντιοτρόπως. Οικονομικά, ηθικά, κοινωνικά και  πολιτικά. Η προκοπή των Ελλήνων εμπόρων στα τότε εμπορικά ευρωπαϊκά κέντρα και  όχι μόνο, πέρα από τη γνωστοποίηση του ελληνικού πολιτισμού και τη διατήρησή  του, είχε ως αποτέλεσμα την ανάπτυξη ενός ευρύτερου φιλελληνικού ρεύματος, το  οποίο ήταν αναγκαίο στην ευόδωση των σκοπών της Επανάστασης του ’21. Κι όταν  αργότερα κατακτήθηκε επιτέλους η πολυπόθητη ελευθερία και δημιουργήθηκε το πρώτο  Ελληνικό κράτος οι Έλληνες του εξωτερικού προσέτρεξαν για να βοηθήσουν το  στέριωμα. Από τα εμπορικά κέντρα των ελληνικών παροικιών του εξωτερικού προήλθαν  οι ευεργέτες που σήμερα τιμούμε για τα έργα που έκαναν στο τότε νεοσύστατο  Ελληνικό κράτος.

Στη σημερινή, όμως,  εποχή επειδή και το εμπόριο έχασε πολλά από τα στοιχεία που κάποτε το  χαρακτήριζαν, επειδή οι συναλλαγές έχουν να κάνουν με την επιδίωξη όσο το  δυνατόν μεγαλύτερου κέρδους χωρίς κανόνες και σεβασμό στον άνθρωπο, επειδή οι  πάντες ομιλούν για την παγκοσμιοποίηση της αγοράς, εμείς οι νεοέλληνες οφείλουμε  να αντισταθούμε στη λαίλαπα της διείσδυσης και επιβολής ξένων τρόπων  συμπεριφοράς και πολιτιστικών στοιχείων που αλλοιώνουν την εθνική μας  φυσιογνωμία. Αθέμιτοι ανταγωνισμοί, αισχροκέρδειες, εμπορία ουσιών και όπλων,  εμπορία ανθρώπινων οργάνων, αλλά και ανθρώπων (κυρίως γυναικών και παιδιών)  συνθέτουν το μωσαϊκό των εμπορικών συναλλαγών στον αιώνα μας, τον αιώνα της  υψηλής τεχνολογίας και της κατανάλωσης. Τώρα πια, οι οικονομικά ισχυρότερες  χώρες, απροκάλυπτα, τροφοδοτούν τον επεκτατισμό τους σε βάρος των οικονομικά  ασθενέστερων μέσα από τις εμπορικές συναλλαγές για την υλοποίηση του στόχου  τους, που δεν είναι άλλος από την πολιτική εξάρτησή τους. Κοντολογίς, εμείς οι  νεοέλληνες ας είμαστε περισσότερο υποψιασμένοι, γιατί η οικονομική διείσδυση  πάντα αποτελεί και πολιτιστική διείσδυση…

24)  Η τέχνη στη σημερινή υλιστική εποχή

«Τα  έργα τέχνης πηγάζουν μεν από τη φαντασία, αλλά είναι πραγματικά όσο και τα άνθη»  Νίτσε

 

Στην κοινωνία της  νέας εποχής, στον σύγχρονο

κόσμο, οι άνθρωποι  εξακολουθούν και βιώνουν παλιότερα προβλήματα κοινωνικής παθολογίας και να τα  αισθάνονται εντονότερα ως εμπόδιο στον διαρκή αγώνα τους για την καλυτέρευση –  τη  βελτίωση των συνθηκών της ζωής τους.

 Όμως, αδυνατούν να  συνειδητοποιήσουν στο βαθμό που πρέπει, το πόσο ζοφερό προδιαγράφεται το μέλλον,  γιατί αμβλύνθηκε το αισθητήριο της γόνιμης και δημιουργικής υποψίας. Οι  σημερινοί άνθρωποι έπαψαν να είναι υποψιασμένοι γι’ αυτά που πρέπει. Στον 21ο αιώνα, η διαφθορά, ο ευτελισμός των αξιών, η εγκληματικότητα, η βία, η  τρομοκρατία, η οικολογική καταστροφή, η ανισοκατανομή του υλικού πλούτου, η  πείνα και η ανέχεια, είναι οι εφιάλτες της παγκόσμιας κοινωνικής κρίσης.

Ζούμε στην εποχή  της μισαλλοδοξίας και της σχιζοφρένειας, σ’ έναν κόσμο που δεν κάνει πλέον  όνειρα, αλλά καθοδηγείται από το πάθος των ανθρώπων για γρήγορο και εύκολο  πλουτισμό, απ’ την ανυπαρξία ευγενών αναστολών και επιδιώξεων, που μετέτρεψαν  ακόμα και τη θρησκευτική πίστη σε χρηματιστηριακή.

Παλιότερα οι  άνθρωποι αδιάφορα από την πνευματική και οικονομική τους κατάσταση, είχαν άλλα  βιώματα και εμπειρίες, και προπαντός ενδιαφέρον και προοπτική για ένα καλύτερο  αύριο. Με το πέρασμα στον αστερισμό της νέας εποχής, της υπερπληροφόρησης και  της ασύδοτης κατανάλωσης, αντιμετωπίζουμε έναν κόσμο αλαζονικό, εγωιστικό, με  έλλειμμα ανθρωπιάς και κοινωνικών ευαισθησιών. Η αναζήτηση του σωστού και του  πρέποντος, της αλήθειας και του ιδανικού, αντικαταστάθηκε από το ατομικό  συμφέρον και το υλικό κέρδος. Και το χειρότερο απ’ όλα, δεν έχουμε επίγνωση της  πραγματικότητας, αφού οι τυφλωμένες συνειδήσεις μας δεν έχουν τη δυνατότητα να  διακρίνουν στο βάθος του ορίζοντα την καταιγίδα που σιμώνει, τον κίνδυνο της  καταστροφής του πλανήτη που μας φιλοξενεί. Στους άνυδρους καιρούς που ζούμε δεν  υπάρχει χώρος για συγγραφείς και ζωγράφους, για εργάτες του πνεύματος και της  τέχνης. Από πού να εμπνευσθεί ο καλλιτέχνης, τι να αναπλάσει ο ποιητής, αλλά και  ο δραματουργός;

Δεν υπάρχουν τα  κατάλληλα υλικά, η κατάλληλη σμίλη για μεγαλοφάνταστα πνευματικά και  καλλιτεχνικά δημιουργήματα. Μέσα στην αβεβαιότητα του συνεχώς διογκούμενου  ευδαιμονιστικού παροξυσμού, τον εξουθενωτικό καταναγκασμό της χωρίς ουσιαστικό  περιεχόμενο πολιτικής, τον επικίνδυνο οικονομικό ανταγωνισμό, τους εξοπλισμούς,  την πυρηνική και άλλες ενέργειες, τις ιλιγγιώδεις ταχύτητες και τους  υπερβολικούς θορύβους σε στεριά, θάλασσα και αέρα, η τέχνη ασφυκτιά,  καταπιέζεται, αποδυναμώνεται, περιορίζεται, ψυχορραγεί. Τα περισσότερα σημερινά  καλλιτεχνήματα δεν είναι έργα τέχνης με το πραγματικό νόημα του όρου και την  κυριολεκτική σημασία του. Αποπνέουν μια τραχύτητα, μια σκληράδα, μια μετριότητα,  μια πεσιμιστική αμορφία, μια κενότητα που αγγίζει σχεδόν τα όρια της  αποκρουστικότητας.

Η τέχνη για να  ευδοκιμήσει, να τέρψει και να παιδαγωγήσει, χρειάζεται όχι τη σημερινή αγωνία  του φόβου και του τρόμου που μας περιζώνει, αλλά τη βεβαιότητα της λυτρωτικής  μεταφυσικής ελπίδας. Χρειάζεται δυναμικά αναγεννητικά οράματα, πνευματικά  ανόθευτα ιδεώδη και γνήσια ειλικρινή αγάπη. Κοντολογίς, τα άνθη της τέχνης  χρειάζονται γόνιμο, πνευματικό και ηθικό περιβάλλον και κλίμα. Ανθρωπιά, οράματα  και αναγεννητική ουτοπία. Εκεί πρέπει να αναπροσανατολιστεί η σύγχρονη παγκόσμια  κοινωνία, η σημερινή ανθρωπότητα, αλλιώς ο κόσμος και ο πολιτισμός μας θα  χρεοκοπήσουν…

23)  Απ’ το τέλμα της καθημερινότητας

στο  ενδιαφέρον για τη ζωή

 

   

Το τίμημα της  καθημερινής πλήξης – ειδικά στη σημερινή υπερκαταναλωτική και ευδαιμονιστική  κοινωνία μας – είναι ακριβό και το πληρώνουμε όλοι μας, άλλοι τοις μετρητοίς και  άλλοι με δόσεις. Άνθρωποι κάθε ηλικίας (από την παιδική μέχρι τα βαθειά  γηρατειά) μιλούν για το άγχος της καθημερινότητας και οι βλαπτικές συνέπειές του  είναι σήμερα πλήρως επιβεβαιωμένες και τεκμηριωμένες από την επιστήμη. Το  αντίδοτο, όμως, εκφεύγει της απόλυτης δυνατότητας της εφαρμοσμένης φαρμακευτικής  αγωγής, αφού περισσότερο έχει να κάνει με την υγεία της ψυχής και όχι του  σώματος.

Το κυνήγι των  υλικών αγαθών σε πλήρη αναντιστοιχία με τις οικονομικές αντοχές του καθενός μας,  οδηγούν τη ζωή μας σε αποδιοργάνωση, γι’ αυτό και διαρκώς τρέχουμε χωρίς να  φτάνουμε κάπου ποτέ. Οι ανάγκες, οι υποχρεώσεις, οι αγωνίες, οι δυσκολίες και τα  αδιέξοδα αυξάνουν, πληθαίνουν και εντείνονται, προκαλώντας έντονη δυσφορία και  εσωτερική ανισορροπία.

Ακόμα και αυτοί  οι λιγότεροι, που στα μάτια των πολλών φαντάζουν ότι τα έχουν όλα, πάσχουν από  το παρόμοιο συναίσθημα, αυτό της ανίας, που γεννά η δυσαρέσκεια της μονότονης  επανάληψης των ίδιων εντυπώσεων και των ίδιων παραστάσεων, της έλλειψης κάθε  ασχολίας και προσδοκίας, της αποχής από κάθε δράση ηθικοπνευματικού περιεχομένου  και της πλήρους υποταγής στην «εν τρυφή διαβίωση». Επιτείνεται δε αυτή η  κατάσταση όσο συντηρείται η αδιαφορία για τα συμβαίνοντα και ο άνθρωπος θέτει  τον εαυτό του σε διαρκή διανοητική αργία.

Την ανία,  σύγχρονοι στοχαστές, την παρομοίασαν με σαρκοφάγο αρπακτικό πετούμενο, που  κατατρώγει τα σωθικά μας σιγά – σιγά μέχρι να μας αποτελειώσει. Οι πεσιμιστές  καταλήγουν στην άποψη πως με μαθηματική ακρίβεια οδηγούμαστε στον εξανδραποδισμό  της ανθρώπινης ζωής και ατομικότητας του ανθρώπου, οδεύουμε σε τούνελ χωρίς  διέξοδο και πως το «πεπρωμένο φυγείν αδύνατον». Ένα πεπρωμένο που κοντολογίς  εμείς με τη συμπεριφορά μας δημιουργήσαμε και προκαλέσαμε.

Αυτό πρέπει να  συνειδητοποιήσουμε αντιτείνουν οι αισιόδοξοι της εποχής μας και να μην αφεθούμε  στο έλεος της μοίρας μας προσμένοντας τον «από μηχανής Θεό» να λύσει τα  προβλήματά μας. Και ευτυχώς η όλη κατάσταση δεν είναι μη αναστρέψιμη, αφού τα  πάντα από εμάς εξαρτώνται και στο χέρι μας είναι η αλλαγή πορείας. Αν  σταματήσουμε να ατενίζουμε τα διαδραματιζόμενα στο κοινωνικό γίγνεσθαι και πεδίο  από την οπτική γωνία του περιθωρίου, της αποχής, της αδιαφορίας και της  αδράνειας, αυτόματα τονίζουμε το ενδιαφέρον για το πραγματικό της ζωής νόημα. Η  απραξία, η απάρνηση των ιδεών και η ολιγοπιστία σε αξίες και ιδανικά θολώνει τη  σκέψη, την μπερδεύει και την φορτώνει με το πνιγηρό αίσθημα της πλήξης που  μοιραία οδηγεί στην επιβουλή της σωματικής και ψυχικής υγείας μας. Τούτο τον  κόσμο που τον καταντήσαμε ανυπόφορο και μας εμποδίζει να ζήσουμε σαν άνθρωποι,  μπορούμε να τον αλλάξουμε. Ποτέ δεν ήταν ιδανικός, κι ούτε αγγελικά πλασμένος  εκτός από την αφετηρία του και για πολύ λίγο. Το πώς θα τον διαμορφώσουμε,  εξαρτάται από τη βούλησή μας, αφού και η πιο απόμακρη ουτοπία γίνεται κάποτε  απτή πραγματικότητα, όταν παραμερίσουμε τους ανώφελους αφορισμούς και  εξορκισμούς και από τα λόγια περάσουμε στην πράξη. Το κακό δεν εξορκίζεται με  ευχολόγια και χωρίς δράση, χωρίς αλλαγή πλεύσης, γιατί πάντα υπάρχουν  καινούργιες διαδρομές για ταξίδια σε άγνωστους τόπους, όπου συνυπάρχουν οι χαρές  με τις λύπες, τα όνειρα και οι απογοητεύσεις, τα χαμόγελα και τα δάκρυα, τα  υλικά και τα ηθικοπνευματικά αγαθά, η ευδαιμονιστική διάθεση και η μεταφυσική  ανησυχία και προπαντός ένας σταθερός προσανατολισμός και στόχος σε ό,τι εξυψώνει  τον άνθρωπο και δημιουργεί πολιτισμό. Γιατί εν τέλει αυτή είναι η αληθινή ζωή.  Το πέρασμα από τη βαρβαρότητα στον εξανθρωπισμό, από την αμαρτία στην αρετή, η  διαρκής πορεία με το σταυρό στην πλάτη και η ανάβαση στο Γολγοθά για να γευτούμε  την Ανάσταση. Για όλους τους λαούς, για όλους τους ανθρώπους υπάρχει η δική τους  Ανάσταση…

      Ιλάειρα

 

Στο δελτίο  ειδήσεων της τηλεόρασης

τα δάκρυα της  αλλοδαπής κοπέλας

μαύρα είναι  στην έγχρωμη οθόνη μας.

Καθώς  κατρακυλούν απ’ τα μάτια της

φαίνεται  πεντακάθαρα

πως απ’ την  ψυχή αναβλύζουν

και ποτίζουν  την άγονη ξένη γη

της κατά τα  άλλα φιλόξενης χώρας μας.

Απ’ τη μακρινή  πατρίδα της

στο ανατολικό  άκρο της Ευρώπης

ξεκίνησε  πιστεύοντας στο όνειρο.

Δεν ήταν παρά  μόνον δεκάξι χρόνων

όταν της έταξαν  πως θα γινόταν μοντέλο

και ξεκίνησε με  χαρά για το άγνωστο ταξίδι.

Τρία χρόνια  αργότερα φυλακισμένη ζούσε

σκλάβα βρέθηκε  σε παράνομο οίκο ανοχής.

Σαρκοφάγα κτήνη  με ανθρώπινο προσωπείο

σύγχρονοι  δουλέμποροι – γύπες πραγματικοί

σκύλευσαν την  αθώα ψυχή της και το σώμα

ασέλγησαν πάνω  στην αξιοπρέπειά της

και ρήμαξαν την  προσωπικότητά της.

Τώρα, στα χέρια  ανθρώπων της «Ιλάειρα»

προσπαθεί να  σταθεί και πάλι στα πόδια της

να μαζέψει τα  συντρίμμια της

και ό,τι  απέμεινε απ’ το ρημαδιό της ζωής της.

Θέλει να  ξετυλίξει το νήμα του εφιάλτη απ’ την αρχή

να ισορροπήσει  και να θυμηθεί τα πάντα

Την απάνθρωπη  σε βάρος της συμπεριφορά

Τα βασανιστήρια  και άλλες πολλές λεπτομέρειες

Όλα, όσα  χρειάζονται για να εντοπιστούν οι γύπες

οι σωματέμποροι  με την απεχθή διακρατική δράση.

Ίσως έτσι  βοηθήσει και γλιτώσουν απ’ τα νύχια τους

άλλα υποψήφια,  ανήλικα και μη, θύματα.

Γιατί για τη  δική της τύχη δεν είναι σίγουρη…

 

Ηλίας Κ. Μάρκου

 

 

 

Υ.Γ (1).- Το Διυπηρεσιακό  – Επιχειρησιακό Προσχέδιο Δράσης Καταπολέμησης Εμπορίας ανθρώπων με την κωδική  ονομασία «ΙΛΑΕΙΡΑ», είναι μία δράση των συναρμοδίων φορέων σε πρακτικό επίπεδο,  που βασίζεται στο ισχύον νομοθετικό πλαίσιο.

 

Υ.Γ (2).-Εφαρμόζεται  σε όλη την επικράτεια και βασίζεται στο συντονισμό των δράσεων των συναρμόδιων  υπουργείων καθώς και των Μη Κυβερνητικών Οργανώσεων που εμπλέκονται στην παροχή  υποστήριξης στα θύματα της εμπορίας ανθρώπων, κυρίως γυναικών και παιδιών με  σκοπό την οικονομική εκμετάλλευση της γενετήσιας ζωής.

 

 Υ.Γ  (3).-Το  όνομα ΙΛΑΕΙΡΑ έχει ιδιαίτερο συμβολισμό, αφού πρόκειται για τη μία από τις δύο  πρώτες απαχθείσες γυναίκες στην Ελληνική Μυθολογία, τις κόρες του βασιλιά της  Μεσσηνίας Λεύκιππου, την Ιλάειρα και τη Φοίβη.

22) Α θ λ η τ ι σ μ ό ς και β ί α

 

 

Πριν από μερικά χρόνια, αυτό καθ’ εαυτό το  φαινόμενο της βίας στους αθλητικούς χώρους ήταν, και εύκολα ανιχνεύσιμο και  εξηγήσιμο για τους ειδικούς μελετητές και επιστήμονες. Σήμερα, μετά και τα  τελευταία συμβάντα οι κοινωνικές επιστήμες και όλοι οι ειδικοί σηκώνουν τα  χέρια. Μια – μια, όλες οι παλιότερες θεωρίες καθημερινά ανατρέπονται και  καινούργιες δεν εμφανίζονται εύκολα, αφού τα δεδομένα και τα αποτελέσματα των  παρατηρήσεων της κοινωνικής αυτής παθολογίας καθημερινά αλλάζουν. Πολλοί ήταν οι  παράγοντες που αποδίδονταν στη γέννηση ή τον επηρεασμό του «κινήματος» του  χουλιγκανισμού. Στη μετά τη βιομηχανική επανάσταση εξελιγμένη κοινωνία δυτικού  τύπου σχετικές έρευνες έδειχναν πως σ’ αυτό προσχωρούσαν νεολαίοι επειδή  βρίσκονταν σε γενική αναζήτηση τρόπων έκφρασης και το επιδίωκαν μέσα από  ακρότητες. Επεξηγώντας οι ειδικοί έλεγαν: Το επιθυμητό αποτέλεσμα κορυφώνονταν  συνήθως λίγο πριν από τα επεισόδια και το ελκυστικό στοιχείο του όλου ζητήματος  εντοπίζονταν στη στιγμή, όπου ομάδα ή άτομο ερχόταν αντιμέτωπο με άνισο αριθμό  αντιπάλων.

Αυτή η αίσθηση εξαιρετικής έντασης συνεπαίρνει  τους νέους και σήμερα. Επιδιώκουν να τη γευτούν με κάθε τρόπο, ώστε να οδηγηθούν  στην υπέρβαση της ρουτίνας και της καθημερινής πλήξης και ανίας. Είναι γι’  αυτούς, έστω και για λίγες ώρες, η μοναδική «διέξοδος» στα τόσα σωρευμένα μέσα  τους αδιέξοδα. Πέραν όμως από τη λαχτάρα για την αίσθηση αυτή (που σίγουρα είναι  απόρροια της σημερινής κοινωνικής κρίσης) υπάρχουν και άλλες παράμετροι που είτε  γεννούν, είτε συντηρούν είτε τέλος διογκώνουν το φαινόμενο της βίας στα γήπεδα.

Κανένας σήμερα δεν μπορεί να παραβλέψει τη σχέση  αυτής με την όλο και περισσότερο αυξανόμενη διεθνοποίηση και εμπορευματοποίηση  του ποδοσφαίρου και των υπολοίπων αθλητικών παιχνιδιών. Παιχνίδια έπρεπε να  είναι, αλλά δυστυχώς σήμερα, μόνον αυτό δεν είναι.

Κάποιοι ισχυρίζονται, ότι ο χουλιγκανισμός  υποθάλπεται από τις ρεβανσιστικές δηλώσεις προπονητών, παικτών κ.λ.π παραγόντων,  που πυροδοτούν εκρηκτικά, το διάστημα που μεσολαβεί από τη μια Κυριακή στην  άλλη, απ’ το προηγούμενο παιχνίδι στο επόμενο. Ναι, αλλά δεν είναι μόνον αυτό.  Οι κακές διαιτησίες, οι αντιαθλητικές συμπεριφορές των ανταγωνιζόμενων, φήμες  για «σικέ» παιχνίδια και το βαθμολογικό ενδιαφέρον, γίνονται τις περισσότερες  φορές αιτία για να ξεσπάσει ο «πόλεμος».

Τώρα, όμως φτάσαμε στα άκρα των ακροτήτων. Δεν  δέρνονται πλέον ανελέητα μόνον μέσα στους αγωνιστικούς χώρους και τις κερκίδες,  αλλά δίνουν και ραντεβού έξω από τα γήπεδα για να σφαχτούν!!!

Κυριολεκτικά για να σφαχτούν…

Κι αν στη σημερινή σφαγή συμμετέχουν μόνον άρρενες  είναι προσωρινό φαινόμενο. Αύριο, σίγουρα θα γενικευτεί το κακό και θα επεκταθεί  ακόμα και στα κορίτσια. Μπορεί σήμερα στη χώρα μας οι φανατικοί-οργανωμένοι  οπαδοί των ομάδων στη συντριπτική τους πλειοψηφία να είναι άρρενες, αύριο όμως  δεν ξέρουμε τι θα μας ξημερώσει. Ο Έλληνας πατέρας μπορεί να καμαρώνει για την  πρώτη μέρα, την πρώτη φορά που οδηγεί το γιο του στο γήπεδο, αλλά σίγουρα ακόμα  δεν έχει τα ίδια αισθήματα για την κόρη, την οποία ίσως και να μην την οδηγήσει  ποτέ ο ίδιος στο γήπεδο.

Κατά την εκτίμηση γνωστού κοινωνιολόγου στη ρίζα  του χουλιγκανισμού σήμερα, βρίσκεται η αναζήτηση μιας ταυτότητας (συνοδευμένη  απ’ όλες τις άλλες πολιτιστικές αξίες και «τελετές», τους κώδικες τιμής και  ντροπής, καθώς και τις κοινωνικές νόρμες της συμπεριφοράς και του καταναλωτισμού).  Οι παλαιότερες μελέτες εξηγούσαν το γιατί οι άρρενες οπαδοί των ομάδων έφταναν  στη βία.

Κατά μία άποψη, των ερευνώντων τα αίτια του  χουλιγκανισμού στην Ελλάδα, η ομαδοποίηση στα γήπεδα είναι υποκατάστατο  πολιτικής ένταξης και δραστηριότητας. Σημείο των καιρών ίσως. Πάντως, έχει  καταγραφεί πως, όταν η πολιτική ζωή του τόπου μπολιάζεται με πολλά «ήθη» της  κερκίδας, το φαινόμενο του χουλιγκανισμού επιτείνεται. Και αν κάποιες θεωρίες  και απόψεις απέδιδαν τις βιαιότητες στα γήπεδα (αποκλειστικά και μόνο) σε άτομα  του κοινωνικού περιθωρίου, αυτό πλέον δεν ισχύει.

Σήμερα, βλέπουμε ακόμα και ανθρώπους με  «περγαμηνές», καταξιωμένους στην κοινωνία (λόγω θέσης-παιδείας ή οικονομικής  επιφάνειας) να εκδηλώνουν τις πλέον «ανάρμοστες» συμπεριφορές και τις  περισσότερες φορές εντελώς αδικαιολόγητα. Αυτοί, που κατά τεκμήριο θα έπρεπε να  παρεμβαίνουν πυροσβεστικά στην αιφνιδιαστικά εμφανιζόμενη ένταση μεταξύ των  νεαρών κυρίως οπαδών των ομάδων, ρίχνουν λάδι στη φωτιά.

Κοντολογίς, αν δεν υπήρχαν αυτοί οι «μεγάλοι» η  εφηβική δίψα για βίαιη συμπεριφορά  και επιθετικότητα κάποια στιγμή θα έσβηνε  από μόνη της. Αυτό θα πρέπει να έχουν υπόψη τους πάντα, όσοι ασχολούνται με τη  λήψη μέτρων για την αντιμετώπιση του φαινομένου. Όμως, γιατί να χανόμαστε σε  αναλύσεις και θεωρίες, τη στιγμή που τα αίτια του φαινομένου στη σύγχρονη  ελληνική κοινωνία είναι ορατά και στον πλέον αδαή. Η αποπροσωποποίηση και ο  απομονωτισμός του κοινωνικού ανθρώπου, η καταναλωτική μανία σε συνδυασμό με την  υψηλή ανεργία που μαστίζει κυρίως τη νεολαία, ο εκφυλισμός παραδοσιακών θεσμών  και αξιών σε συνδυασμό με την παντελή έλλειψη προτύπων αληθινής ζωής, γεννούν ή  επιτείνουν βίαιες συμπεριφορές και εκδηλώσεις αντικοινωνικές. Η βία, τις  περισσότερες φορές, εξασφαλίζει την «επιβίωση» μέσα σε μια κοινωνία χωρίς  προσωπική ανθρώπινη επαφή των μελών της, σε μια κοινωνία όπου η τεχνητή  επικοινωνία αποκαθιστά το γνήσιο διάλογο.

Όσο, λοιπόν, όλοι μας συντηρούμε αυτό το κλίμα της  ιδιότυπης παρακμής, όπου οι άνθρωποι εξομοιώνονται στη σκέψη και τη συμπεριφορά,  όπου το όραμα αποκαθίστανται με τη λατρεία της εφήμερης απόλαυσης και ο ρόλος  του καθένα μας προκαθορίζεται, τόσο τα τηλεοπτικά Μ.Μ.Ε θα συνεχίζουν να  τροφοδοτούνται καθημερινά και να προβάλλουν συμβάντα και γεγονότα με κυρίαρχο  στοιχείο τη βία με περισσή μάλιστα ευχαρίστηση για τους δικούς τους εμπορικούς  λόγους.  Γιατί πως αλλιώς να εξηγήσεις την εμμονή κάποιων τηλεοπτικών «αστέρων»,  να εστιάζουν συνεχώς το ενδιαφέρον του φακού τους στο πλάνο του σφαγμένου νεαρού  καταμεσής του δρόμου … 

Και τώρα στο δια ταύτα: Μέτρα πάρθηκαν και θα  παρθούν, αλλά όλα στοχεύουν στον περιορισμό ή και στην πάταξη του φαινομένου,  δηλαδή στην καταστολή. Αυτό ακόμα και αν επιτευχθεί, σίγουρα δεν θάχει διάρκεια.  Αν το ενδιαφέρον όλων μας δεν στραφεί προς τα αίτια που το γεννούν, το  ανατρέφουν και το μεγαλώνουν θα φτάσουμε σε οριακό σημείο πολύ γρήγορα. Θα  οδηγηθούμε σε αδιέξοδο. Δεν θα έχουμε τη δυνατότητα ούτε κατασταλτικά μέτρα να  πάρουμε, γιατί δε θα μπορούμε και όσα θα παίρνονται δεν θα έχουν αποτέλεσμα. Και  δεν θα μπορούμε γιατί εμείς οι ίδιοι θα είμαστε μέρος του προβλήματος που  υποτίθεται προσπαθούμε να επιλύσουμε. Φαύλος κύκλος δηλαδή ή επί το ορθότερον,  Θεός φυλάξοι…                                             

21) Ο άνθρωπος απέναντι από την ανάγκη  της εργασίας

 

 

Τη σημαντικότητα  του ρόλου της εργασίας για την ολοκλήρωση του ανθρώπου, σε όποιον τρόπο  παραγωγής και αν αναφέρεται, μελέτησε σε βάθος ο Κάρλ Μαρξ στα τέλη του 19ου αιώνα. Επισήμανε δε πως η εργασία, σαν δημιουργός χρήσης, είναι ανεξάρτητη από  κάθε κοινωνική μορφή, είναι όρος ύπαρξης του ανθρώπου, αιώνια φυσική ανάγκη,  χωρίς την οποία δεν είναι δυνατή η ανταλλαγή της ύλης ανάμεσα σ΄αυτόν και τη  φύση, κοντολογίς δεν είναι δυνατή η ίδια η ανθρώπινη ζωή…

Με καθαρά  κοινωνιολογικά κριτήρια ένας άλλος διανοητής, ο Μαξ Βέμπερ, έδωσε τη δική του  περιγραφή και άποψη για το δικαίωμα και την αξία της εργασίας, η οποία  αναμφίβολα διαμορφώθηκε κάτω από τις συγκεκριμένες κοινωνικές συνθήκες της  εποχής του, όμως, ανταποκρίνεται σχεδόν απόλυτα και στα σημερινά δεδομένα. Είπε,  λοιπόν, πως η εργασία σ΄ένα σύστημα ασκητισμού του εσωτερικού του ανθρώπου  κόσμου, έγινε ο κύριος παράγοντας. Και τελικά μετατράπηκε σε αγγαρεία και  κατάθλιψη αντί να είναι μια ψυχωφελής και δημιουργική δράση.

Είμαστε πια στις  αρχές του 21ου αιώνα και με μοναδική έπαρση απολαμβάνουμε τα  επιτεύγματα του πολιτισμού και της τεχνολογίας προπαντός, τα οποία καλυτέρευσαν  τη ζωή  μας σε πολλούς τομείς. Ταυτόχρονα, όμως, δημιούργησαν αδιέξοδα, που  διαρκώς πληθαίνουν. Ο άκρατος ανταγωνισμός και καταναλωτισμός, η κυριαρχία της  ύλης πάνω στο πνεύμα και την ηθική του ανθρώπου δημιούργημα του σύγχρονου κόσμου  είναι. Οι καθαρές, οι γνήσιες, οι ανθρώπινες σχέσεις δηλητηριάστηκαν, έγιναν  απρόσωπες. Η εργασία, που εξορισμού, πέραν των άλλων, ικανοποιεί και την έμφυτη  τάση και ανάγκη του ανθρώπου για συντροφικότητα και αλληλεγγύη, κατάντησε πεδίο  αντιπαράθεσης και μέσο εξασφάλισης οικονομικών πόρων και μόνο.

Πληθαίνουν δε οι  σκεπτικιστικές φωνές, που θεωρούν την εργασία εμπόρευμα με ανάλογη αξία χρήσης,  αφού έχασε και το τελευταίο ίχνος δημιουργικότητας και ελευθερίας και έχει   αποκτήσει καθαρά αναγκαστικό – υποχρεωτικό χαρακτήρα που δεν αναπτύσσει δυνάμεις  συνεργασίας. Η αξία χρήσης της εργασίας (πνευματικής – σωματικής) έγκειται στην  ικανότητά της όχι να υφίσταται μετασχηματισμούς, αλλά να επιφέρει  μετασχηματισμούς. Είναι το ενεργητικό υποκείμενο και όχι το αντικείμενο  μετασχηματισμού. Έτσι το ζητούμενο της σύγχρονης τεχνοκρατούμενης εποχής μας –  που δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι μαστίζεται από την ανεργία –  είναι η έρευνα για  την αλληλεπίδραση εργασίας και εργαζόμενου στα πλαίσια του μετασχηματισμού της.  Στα πλαίσια της τεχνολογικής εξέλιξης και της αυτοματοποίησης των μηχανών το  κέντρο βάρους της ανθρώπινης δραστηριότητας μετατέθηκε προς τις  προπαρασκευαστικές φάσεις της παραγωγής. Στον τομέα της εργασίας επήλθαν  ραγδαίες μεταβολές και ρήξεις. Γι αυτό και σήμερα περισσότερο από κάθε άλλη φορά  προβάλλει επιτακτική η ανάγκη για στροφή της φιλοσοφίας της εργασίας στα  ανθρωπιστικά ιδεώδη για να μειωθούν τα φαινόμενα αλλοτρίωσης και κατάθλιψης. Αν  αντισταθούμε στον πλήρη εξοστρακισμό του ανθρώπου από τη διαδικασία παραγωγής,  αν η μηχανή τεθεί στη διάθεσή του και όχι αυτός στη διάθεση των υπολογιστών και  των «ρομπότ», τότε η εργασία θα εξακολουθήσει να είναι όρος ζωής, ψυχωφελής και  δημιουργική δραστηριότητα.

Ο άνθρωπος, το  προνομιούχο δημιούργημα του κόσμου, με το χάρισμα και την ευλογία της νόησης,  όπως πάντα, έτσι και σήμερα κινεί τα νήματα. Θα είναι, λοιπόν, υπόλογος για το  που θα οδηγήσει τα πράγματα. Η πρωτοβουλία του ανήκει, όπως και η αποκλειστική  ευθύνη.

Οι υπολογιστές  και γενικά η υψηλή ηλεκτρονική τεχνολογία δεν είναι η πανάκεια για τη λύση όλων  των προβλημάτων της κοινωνίας, όπως είναι και μονόδρομος η χρήση τους στην  υπηρεσία του ανθρώπου. Κανένα τεχνολογικό εφεύρημα δεν εμπεριέχει την  καταστροφή, αν δεν χρησιμοποιηθεί από τον άνθρωπο προς αυτή την κατεύθυνση.

Πρέπει να δούμε  και τις θετικές πλευρές του σημερινού ηλεκτρονικού αυτοματισμού, που εξασφαλίζει  τη συνεχή αυτορρυθμιζόμενη ροή της παραγωγικής διαδικασίας, απαλλάσσει τον  εργαζόμενο από το ρόλο του απλού εξαρτήματος στην απρόσωπη μηχανή και του  παρέχει τη δυνατότητα του εμπνευστή, του δημιουργού, που κατευθύνει φυσικά τα  νήματα έξω από την άμεση παραγωγική διαδικασία. Μέσα από αυτή τη δυνατότητα  κανείς δεν μπορεί  να μην υπολογίζει το δημιουργικό περιεχόμενο οποιασδήποτε  εργασίας, για την οποία πάντα θα απαιτείται από τον εργαζόμενο η καταβολή  σωματικής, διανοητικής και συναισθηματικής προσπάθειας

20) Ο χωρίς Θεό άνθρωπος    

 

Μοναξιά, η αρρώστια της εποχής, με επιδημικές  διαστάσεις, ανίατη κι αυτή προς το παρόν, όπως και τόσες  άλλες. Η παραδοξότητα  δε σε τούτη την επιδημία, είναι, πως εξαπλώνεται σε κοινωνίες και λαούς με υψηλό  δείκτη προόδου και πολιτισμού, σε ανθρώπους χορτασμένους από υλικά  αγαθά.  Αυτοί, λοιπόν, που τα έχουν όλα (γιατί έτσι νομίζουν) βιώνουν και τη μεγαλύτερη  μοναξιά. Έτσι, δυστυχώς, μετριέται το ποσοστό της, αλλά και ο βαθμός  επικινδυνότητάς της !

Αν ρίξουμε μια διερευνητική ματιά τριγύρω μας θα  παρατηρήσουμε τους συνανθρώπους μας, τους εαυτούς μας τους ίδιους, να  αισθάνονται άβολα και μόνοι, τι και αν περιτριγυρίζονται από πλήθος κόσμου, με  παγωμένες καρδιές, ανώνυμοι και ξένοι στην απρόσωπη σύγχρονη κοινωνία μας, το  δημιούργημά μας! Τόσοι άνθρωποι δίπλα μας και δεν έχουμε που να απευθυνθούμε, σε  ποιόν να πούμε τον πόνο μας, πριν φτάσουμε στον ψυχίατρο, σε ποιόν να απλώσουμε  το χέρι μας και να στηριχθούμε, όταν παραπαίουμε, δηλαδή καθημερινά!  Ακόμα κι  όταν το βλέμμα μας βουρκώνει από φυσιολογική αντίδραση της ψυχής, κανείς δεν το  παρατηρεί, αλλά και αυτοί που τυχόν το αντιληφθούν, προσπερνούν βιαστικά και  αδιάφορα.

Αλήθεια, στη σημερινή εποχή της ταχύτητας, ποιος  θα προσέξει το παραπονεμένο βλέμμα, το αμήχανο χαμόγελο, τη ζωγραφισμένη στην  όψη πίκρα, το δάκρυ που κατρακυλά ανεξέλεγκτο, αφού κανένας δεν κοιτάζει τον  άλλο στο πρόσωπο;

Κι όμως, ο τεχνολογικός πολιτισμός μας με τα πολλά  και μεγάλα – θαυμαστά επιτεύγματά του, μας παρέχει τη δυνατότητα να  επικοινωνούμε με συνανθρώπους μας στην άλλη άκρη της γης. Μηχανικά, όμως, χωρίς  ψυχή, σαν και τον τρόπο που ζούμε, χωρίς να μυρίζουμε την ανάσα του άλλου, παρά,  ακούμε, μόνο το θόρυβο, το προσποιητό τυχόν κοντανάσαιμα, την αλλοιωμένη απ’ την  τεχνολογία αύρα, που εκπέμπει ο συνομιλητής μας. Μέσα στην οικουμενικότητα του  διαδικτύου, εκατομμύρια άνθρωποι καθημερινά αναζητούν τον άνθρωπο, σαν τον  Διογένη μιας άλλης εποχής με το φανάρι, χωρίς προσμονή κι ελπίδα, αιχμάλωτοι της  τεχνολογίας, απόμακροι από το Δημιουργό, μόνοι και έρημοι πάνω στον πλανήτη που  λέγεται γη.

Κι αν ο Διογένης έψαχνε με το φανάρι να βρει  άνθρωπο μέσα στην κοινωνία, εμείς ψάχνουμε να βρούμε ζωή μέσα στο χάος που  περικλείει τη γη μας. Αναζητούμε ζωή σε άλλους πλανήτες, αφού καταστρέψαμε τη  δική μας, και αναζητούμε εξωγήινους να  έρθουμε σε επικοινωνία και επαφή, αφού  δεν καταφέραμε να συνυπάρξουμε ειρηνικά και να συνεννοηθούμε με τους δίπλα μας.  Κάποιος από τους ερευνητές του σύμπαντος (αστροφυσικός), όταν έπαψε να είναι  πλέον πλήρωμα στα διαστημόπλοια και σταμάτησε να ερευνά με το τηλεσκόπιο το  πλήθος των πλανητών και των γαλαξιών στο σύμπαν, άρχισε να ερευνά και τα βάθητα  της ψυχής του. Κατέγραψε τις αναμνήσεις και τις εντυπώσεις του από τα ταξίδια  στο διάστημα σε βιβλίο και στον επίλογο έλεγε: «Μέσα στο χάος του σύμπαντος ποτέ  δεν ένιωσα μόνος, πάντα αισθανόμουνα δίπλα μου κάποιον που τον βλέπω και με  βλέπει, και στις δύσκολες ώρες αισθανόμουνα ένα απαλό χάδι, αισθανόμουνα το  άγγιγμα του Θεού». Εκείνος, λοιπόν, χαμένος μέσα στην απεραντοσύνη του σύμπαντος  δεν ένιωθε ούτε φόβο, ούτε μοναξιά… Εμείς μέσα στην κοσμοπλημμύρα και στην  κοσμοβοή της παγκοσμιοποιημένης κοινωνίας μας αναζητούμε τον προορισμό μας και  το αντίδοτο στη μοναξιά μας!

Κοντολογίς, σήμερα, όσο ποτέ άλλοτε,  επιβεβαιώνονται τα λόγια του στοχαστή: «κανείς δεν είναι τόσο μόνος, όσο ο  άνθρωπος χωρίς Θεό».

19) Η αναδιάταξη  του πληθυσμού, εθνική αναγκαιότητα

 

 

Η υπερσυγκέντρωση  του πληθυσμού στα μεγάλα αστικά κέντρα, πέραν της αποδυνάμωσης – εγκατάλειψης  της υπαίθρου και της γιγάντωσης των πόλεων, επέφερε μοιραία και τη συνολική  υποβάθμιση της ποιότητας ζωής των Ελλήνων πολιτών.

Μπορεί η  συσσώρευση της οικονομικής δραστηριότητας στις πόλεις να διεύρυνε την  υποαπασχόληση και να αύξησε την ανεργία, είχε όμως και σοβαρές συνέπειες στην  προσωπική ζωή των ανθρώπων. Μέσα στην απρόσωπη αστική κοινωνία, μέσα στην  ανωνυμία του πλήθους, αναπτύχθηκαν φαινόμενα αποξένωσης και απομόνωσης,  ανταγωνιστικές διαπροσωπικές σχέσεις και πλήρους αποκοπής από τις αρχές του  παραδοσιακού τρόπου ζωής. Το δημογραφικό δε πρόβλημα πήρε ανεξέλεγκτες έως  επικίνδυνες για τον εθνικό κορμό διαστάσεις.

Στο ξεκίνημα της  τρίτης χιλιετίας, Πολιτεία και Αυτοδιοίκηση, ευτυχώς, αντιλήφθηκαν τη σοβαρότητα  του προβλήματος και ρίχτηκαν στη μάχη για την αντιμετώπισή του, ενισχύοντας την  περιφέρεια. Κατάλαβαν επιτέλους όλοι πως θα πρέπει να δώσουν κίνητρα, όχι μόνο  για να κρατήσουν όσους ακόμα εναπέμειναν στην ύπαιθρο, αλλά και για να  επιστρέψουν όσοι την εγκατέλειψαν βιαστικά για την αναζήτηση καλύτερης τύχης. Με  τη συνεπικουρία Κοινοτικών προγραμμάτων και κονδυλίων γίνονται προσπάθειες για  την τόνωση της ζωής στην περιφέρεια, για την καλυτέρευση της καθημερινότητας των  κατοίκων, για την απάλειψη των ελλείψεων και των προβλημάτων σε όλους τους  τομείς, της εκπαίδευσης, της υγείας, ψυχαγωγίας, πολιτιστικής δημιουργίας και  γενικά των έργων υποδομής.

Κανείς πια δεν  μπορεί να κλείνει τα μάτια του μπροστά στο μαρασμό της αγροτικής κοινωνίας,  αυτής που κάποτε έσφυζε από ζωή και «εξέθρεψε» τον πληθυσμό των πόλεων σε  δύσκολες για το κράτος εποχές και περιόδους της ιστορίας. Δε χωράνε μικρότητες  και μικροκομματικά πολιτικά παιχνίδια σε βάρος σοβαρών εθνικών θεμάτων. Πρέπει  να αξιοποιηθούν κατά τον αποδοτικότερο τρόπο τα κονδύλια από τα περιφερειακά  ταμεία και προγράμματα της  Ε.Ε., ώστε να ζωντανέψει η ύπαιθρος, να  εκμεταλλευτούμε τους φυσικούς πόρους και τον παραγωγικό της πλούτο για την  Ελλάδα.

Αρκεί, όμως, μόνο  η πολιτική βούληση; Σίγουρα όχι. Πρέπει να ευαισθητοποιηθούν όλοι, και προπαντός  η μεγάλη μερίδα του Ελληνικού πληθυσμού που ασφυκτιά στα αστικά κέντρα. Να  αρχίσει η αντίστροφη πορεία μετακίνησης πληθυσμού. Από τα κέντρα προς την  Περιφέρεια. Να αναδιαταχθεί ο Ελληνικός πληθυσμός για να μεγαλουργήσει και πάλι  η Ελλάδα όπως και κατά το παρελθόν.

Να δημιουργηθούν  θέσεις εργασίας στην ύπαιθρο με μακροπρόθεσμη προοπτική για την επανεγκατάσταση  αστικού πληθυσμού σε πλήρη αρμονία με τη δημιουργία και των υπολοίπων δομών.  Χωρίς τις δεύτερες και να ζωντανέψει προσωρινά η περιφέρεια δε θα κρατήσει. Δεν  πρέπει να ξεχνάμε πως η εργασία – αυτή καθαυτή – δεν είναι μόνο πηγή  πρωτογενούς, αλλά κα δευτερογενούς επιβίωσης. Μπορεί να είναι το μέσο για την  ικανοποίηση των υλικών αναγκών που δυστυχώς σήμερα διαρκώς αυξάνονται, αλλά  σηματοδοτεί και τον τρόπο με τον οποίο αυτή διαμορφώνει τον άνθρωπο.

Μέσα από την  εργασία οι άνθρωποι αναπτύσσουν αισθήματα αλληλεγγύης και συνεργασίας,  διδάσκονται πώς να αναπτύσσουν τις ικανότητές τους, τις επιδεξιότητες και να  δημιουργούν, όχι απλώς να ζουν. Ακόμα και αυτή η χειρωνακτική εργασία στον  αγροτικοκτηνοτροφικό τομέα έχει στη σύγχρονη εποχή επηρεαστεί βαθύτατα από την  τεχνολογική εξέλιξη. Το παραδοσιακό άροτρο του ζευγά της μεταπολεμικής περιόδου  υπάρχει πλέον μόνο ως έκθεμα στα λαογραφικά μουσεία, μαζί με το τσεκούρι του  υλοτόμου και το σκεπάρνι του καλλιεργητή και του μαραγκού. Η τεχνολογία επέφερε  ριζικές αλλαγές και συντέλεσε στην ποιοτική αναβάθμιση της παραδοσιακής, βαριάς  και μονότονης χειρωνακτικής εργασίας στην ύπαιθρο, πρέπει όμως να επαγρυπνούμε  μην τυχόν και επηρεάσει το δημιουργικό της περιεχόμενο.

Τέλος, δεν πρέπει  να ξεχνούμε πως τα σημερινά φαινόμενα κοινωνικής παθογένειας που εντείνονται  διαρκώς και εμφανίζουν ανησυχητικούς ρυθμούς έξαρσης, με το γιγάντεμα των  αστικών κέντρων και την ερήμωση της επαρχίας έχουν να κάνουν…

                                                                      

18) Παιδεία και  γλώσσα – Ευτυχία και ατυχία…

 

 

Μέσα σ’ ένα  κοινωνικό περιβάλλον, όταν το άτομο έχει εξασφαλισμένες τις αναγκαίες συνθήκες  για μια ικανοποιητική ζωή, θα πρέπει να αισθάνεται ευτυχισμένο. Έτσι ήταν τα  πράγματα σε μια πρότερη εποχή. Στη σημερινή, όμως, τα πάντα άλλαξαν. Την  καταναλωτική του μανία ο άνθρωπος δεν μπορεί να την αντιμετωπίσει με τίποτα. Οι  ανάγκες διαρκώς μεγαλώνουν και όπου δεν υπάρχουν δημιουργούνται τεχνηέντως.  Κανένας κορεσμός και για τίποτα. Όσο για την ευτυχία άλλο περιεχόμενο της δώσαμε  εμείς οι νεοέλληνες, αφού αδιαφορούμε πλήρως για την εσωτερική πληρότητα και  στοχεύουμε αποκλειστικά και μόνο στην απόκτηση υλικών αγαθών για επίδειξη  ισχύος!

Οι πρόγονοί μας  σε κάποια εποχή αναγνώριζαν την παιδεία – με την έννοια της εσωτερικής  καλλιέργειας – ως το στολίδι για όσους ευτυχούσαν, αλλά και το καταφύγιο για  όσους ατυχούσαν. Σήμερα κανείς δεν ενδιαφέρεται γι’ αυτή πραγματικά και όσοι το  κάνουν συνήθως στοχεύουν και πάλι σε υλικά ωφελιμιστικά κέρδη (καλύτερη θέση  εργασίας για περισσότερα χρήματα και εξουσία). Μέσα σ’ ένα τέτοιο ανταγωνιστικό  περιβάλλον ακόμα και η γλώσσα δεν αντιμετωπίζεται ως μέσο και φορέας πολιτισμού,  αλλά ως το χρηστικό εργαλείο και μόνο για την υλοποίηση των στόχων που έχουν να  κάνουν με την απόκτηση υλικών αγαθών. Μόρφωση που δεν επιφέρει πλούτο είναι  ελλιπέστατη και μόνο για ρομαντικούς ανθρώπους και όχι σημερινούς πρακτικούς και  ρεαλιστές.

Η παιδεία των  προγόνων μας στόχευε στη γνώση και την αρετή, γι’ αυτό και πίστευαν ακράδαντα  πως με αυτή ο άνθρωπος μπορεί να ξεπεράσει τη στιγμή, την περίπτωση του ατυχείν  και τις συνέπειές της, να επανέλθει δηλαδή από το δυστυχείν στο ευτυχείν.

Πάντα δε η γλώσσα  αποτελούσε το μοναδικό μέσο για την κατάκτηση της μάθησης, της πνευματικής  καλλιέργειας, της ευρύτερης μόρφωσης και γνώσης. Στη σημερινή τεχνοκρατική εποχή  η γλώσσα περιήλθε σε δευτερεύουσα προτεραιότητα και κυριαρχούν οι αριθμοί πλέον.

Κι όμως αυτή  οδήγησε τους ανθρώπους από την απλή συνύπαρξη στην κοινωνική συμβίωση. Έχει τη  δυνατότητα και διεισδύει στις πιο λεπτές πτυχές των διανθρώπινων σχέσεων, να  φανερώνει με φωνητικά σημεία και σύμβολα τα μύχια της σκέψης, ν’ αποδίδει την  κλιμάκωση των συναισθημάτων και τον πλούτο του εσωτερικού κόσμου των ανθρώπων.

Στολίδι αληθινό η  γλώσσα για ευτυχούντες και ατυχούντες, για τον Παπανούτσο δε μέθοδος  διαστοχασμού, προοπτική για την αντίληψη και τη σημασιολογική των πραγμάτων.

Στις μέρες μας,  όμως, γλώσσα και παιδεία – παιδεία και γλώσσα έχουν λιγνέψει. Η γλώσσα μας από  τον εθνικό ποιητή χαρακτηρίστηκε «νικήτρια του θανάτου» και τώρα σβήνει η ίδια.  Παντού σήμερα στις επαφές μας, στις συζητήσεις και στα γραπτά μας, κυριαρχεί η  δυσφράδεια. Η αδυναμία δηλαδή έκφρασης σκέψεων και νοημάτων με σαφήνεια και  ακρίβεια. Η παιδεία και ως όρος ακόμα συρρικνώνεται και ταυτίζεται μόνο με τη  συγκεκριμένη λειτουργία του εκπαιδευτικού μηχανισμού.

Τελικά, μία και  μοναδική διέξοδος υπάρχει για να απεγκλωβιστούμε από τους χαλεπούς τωρινούς  καιρούς. Να αποκαθάρουμε τη γλώσσα μας από τις ξένες προσμίξεις και  παραγλωσσικές μίξεις και να αναβαθμίσουμε το εκπαιδευτικό μας σύστημα,  στρέφοντας την πυξίδα προς την κατεύθυνση της ανθρωπιστικής παιδείας. Αν  συνεχιστεί ο κατήφορος και δεν αντιδράσουμε, η αλλοτρίωση της εθνικής μας  γλώσσας και παιδείας θα επιφέρει μοιραία και την αλλοτρίωση της εθνικής μας  ταυτότητας. Οι πνευματικοί μας ταγοί πρέπει να αρθούν στο ύψος των περιστάσεων  και να επιτελέσουν το χρέος τους, για την αναστροφή του ζοφερού κλίματος.

Η διατήρηση της  πολιτιστικής μας φυσιογνωμίας εξαρτάται αποκλειστικά και μόνο από τη  συνειδητοποίηση της αναγκαιότητας επίλυσης του σύγχρονου γλωσσικού προβλήματος  και κατ’ επέκταση της παιδείας που διαρκώς φθίνει και απαξιώνεται.

Γλώσσα και  παιδεία διαφύλαξαν το απαύγασμα της σοφίας του παρελθόντος, στηρίζουν ακόμα το  πολιτιστικό χθες με το σήμερα και για να υπάρξει μέλλον και πρόοδος, πρέπει να  αναβαπτιστούν στα νάματα της εθνικής γνησιότητας και να διατηρήσουν ανόθευτα τα  χαρακτηριστικά τους γνωρίσματα.

Η Δημοκρίτεια  ρήση «Η παιδεία ευτυχούσι μεν έστι κόσμος, ατυχούσι δε καταφύγιον» έχει και στη  σημερινή τεχνοκρατική εποχή μας περιεχόμενο και αξία.

Εξάλλου η αληθινή  παιδεία είναι «Μόνη των κτημάτων αναφαίρετον και ζώντι και τελευτήσαντι  παραμένουσα», όπως πολύ σοφά έλεγε και ο Μέγας Βασίλειος.

 

 

Ο ποιητής καλόγερος

                                        

Στα τρία του δάχτυλα και πάλι το  μολύβι…

Μια κίνηση που κάθε φορά τον  αναστατώνει

Στη θέα του κιτρινισμένου – άγραφου  χαρτιού

ξανοίγεται μπροστά του ο κόσμος  όλος.

Τον ορατό τον βλέπει, τον αόρατο τον  οραματίζεται

Όλο του το είναι σε μόνιμο κόκκινο  συναγερμό

Συναισθήματα, αισθήσεις, σκέψεις και  φαντασία

Τα πάντα, στην πρώτη γραμμή έτοιμα  για τη μάχη

Μια απ’ τις πολλές, στον καθημερινό  πόλεμο…

Εναντίον της ματαιότητας των  εγκοσμίων πραγμάτων

Κατά της υλιστικής θεώρησης και  φιλοσοφίας της ζωής.

Ο αντίπαλος εχθρός  φαντάζει  πάνοπλος και δυνατός

Έχει σημαία του τη ματαιοφροσύνη και  την κενοσοφία

αλλά και περισσή έπαρση για τα μικρά  και τα ασήμαντα.

Επελαύνει με συμμάχους ισχυρούς και  αδίστακτους

Τον πλούτο, τη γνώση, τη δόξα και  την κοσμική εξουσία…

 Ο μοναχός, όμως, δεν αιφνιδιάζεται  και δεν λιποψυχεί

Κατασταλαγμένος από καιρό, αντέχει  στα δύσκολα

Ξέρει πως θα αμυνθεί σε πειρατές και  πειρασμούς

Αντιδρά αμέσως και θαρραλέα,  αρχίζοντας να γράφει

Κάθε γράμμα κι ένα βόλι στο κέντρο  του στόχου

Κάθε λέξη, κάθε στίχος και ένας  καινούργιος θρίαμβος.

Ο αόρατος εχθρός κατατροπώνεται για  άλλη μια φορά

Αναγκάζεται σε άτακτη υποχώρηση και  φυγή…

Σ’ ένα μικρό στιχούργημα-προσευχή,  όλα τα τρόπαια της νίκης

υπερκόσμια ελπίδα, πίστη και αγάπη  για τον άνθρωπο

ψυχική ανάταση και αδιάλειπτη  επικοινωνία με τον Θεό…

Leave a Comment

Η  ‘Εφημερίδα Νομού Κοζάνης’ είναι μια στήλη στην ενημέρωση της τοπικής κοινότητας, αντανακλώντας την πολυμορφία και τη ζωντάνια της περιοχής. Με την αφοσίωσή της στην έγκαιρη και αξιόπιστη ενημέρωση, καθώς και την αντικειμενική κάλυψη των γεγονότων, έχει καθιερωθεί ως αξιόπιστη πηγή πληροφοριών για τους αναγνώστες της.

@2024 – All Right Reserved. Designed and Developed by Codelux web Design

Αυτή η ιστοσελίδα χρησιμοποιεί cookies για να βελτιώσει την εμπειρία σας. Θα υποθέσουμε ότι είστε εντάξει με αυτό, αλλά μπορείτε να εξαιρεθείτε αν το επιθυμείτε. Αποδοχή Διαβάστε περισσότερα

Are you sure want to unlock this post?
Unlock left : 0
Are you sure want to cancel subscription?
-
00:00
00:00
Update Required Flash plugin
-
00:00
00:00