Γειά σας πιδιά μ΄ καλά. Τι γενησέστι; Ιγώ κι η μπάμπου μ΄ είμιστι καλά, μόνι έκατι να τα πάρουμι μι τ΄ν αράδα, για να σας πω για τα κινούρια εθίματα, που τήρσαν κανα δυό να φέρουν στ΄ Ντράμστα.
Υπροχτές είχι πάει η Μπασιουνάσιαινα στου Τσουτύλ΄ κι αντάμουσι ικεί που ήπνι τουν καφέ τ΄ς κάτ΄ πιδιά απού σιακάτ΄. Τα πιδιά τ΄ ρώτσαν σι ποιο χωριό να παν για να σκιάξουν παπούδις, τ΄ μέρα απ΄ θα να νι του χάλογουιν. Η Μπασιουνάσιαινα τα΄ πι για του θκό μας του χουριό κι τα έδουκι κι συντεταγμένις απ΄ του γκούγκλ, για του σπίτ΄ τ΄ Μίχου που είνι κι ντιπ στ΄ν άκρα στου χουριό. Ούτι η Μπασιουνάσιαινα χουνέβ΄ του Μίχου, ούτι ου Μίχους, ούτι κι καένας χουριανός χουνέβ΄ τ΄ Μπασιουνάσιαινα, γιατί ανακατών΄ όλουν του ντουνιά, για τ΄ αυτό κι έστειλι τα πιδιά στου Μίχου.
Σαν ήρθι η μέρα που θα γένταν του χάλογουιν κι νύχτουσι, ήρθαν τα πιδιά στ΄ Ντράμστα. Θα μι πήτι, πιδιά να τα κάμ΄ ου Θεός, αυτά που θέλουν να σκιάζουν παππούδις, αλλά όπους αγαπάει ου Θεός τουν κλέφτ΄, αγαπάει κι του νυκουκύρ΄, χώρια που σάματ΄ αγαπάει λίγου πλειότερου του νυκουκύρ΄!
Σα ζιούγουσαν στου σπίτ΄ τ΄ Μίχου, πήγαν από τ΄ν πίσ΄ τ΄ μεριά, ικεί που έχ΄ ου Μίχους τουν κήπου κι τ΄ αμπέλ΄. Έβαλαν κάτ΄ μάσκες σαν πεθαμέν΄, άναψαν κάτ΄ φανάρια απου κουλουκύθα κι χήρσαν να φκιάνουν λόσκουτου για να σκιαχτεί ου Μίχους. Μόνι που προυμή να πάρ΄ χαμπέρ΄ ου Μίχους τι γένητι, πήρι η αρκούδα, που ήταν μέσα στ΄ αμπέλ΄ κι έτρουγι σταφύλια απ΄ τα όψμα τα κλήματα που χαν απουμείν΄ ατρύητα.
Του τι γίγκιν απού τ΄ ικεί κι ύστιρα, θα σας του πω, όπως μι του πιν ου Μίχους, που βήκι στου παραθύρ΄ να ιδεί τι γένητι. Η αρκούδα είχι κι τ΄ αρκουδούλ΄ αντάμα κι σαν άξι του λόσκουτου, χνήθκι κατά σιαπάν΄ στς χαλογουΐνδις. Αυτοί χήρσαν να κουσιεύουν, χουρίς να νουγούν κατά που πααίνουν. Οι μσοί κατουρήθκαν ουπάνου τς, ένας φώναζι: «σας παρακαλώ κυρία αρκούδα, μη με φάτε» κι άμα δεν ήπιρνι του τφέκι ου Μίχους, να τφεκίσ΄ κι να σκιαχτεί η αρκούδα, ούτι ξέρου τι θα γένταν.
Τα πιδιά σκιάχκαν πουλύ. Τα αψύησα κι λίγου, αλλά του πήραν του μάθημα ότι δε νι καλό να σκιάζουν παππούδις. Όπους γίγκιν η δλειά, θαρρώ ότι μόνι η αρκούδα έκαμι χόλογουιν στ΄ Ντράμστα. Μόνι να μη του ιδή σαν αντέτ΄ κι θέλ΄ να ξανακάμ΄ κι τ΄χρόν΄!
Μπαρμπα Κώτσιους Τσιαμήτς
Ντράμστα