ΔΡΥΟΒΟΥΝΟ, 9 ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ 1953, ΜΙΑ ΜΕΡΑ ΠΡΙΝ ΑΝΟΙΞOYΝ ΤΑ ΣΧΟΛΕΙΑ. Γράφει ο Παναγιώτης Κωστόπουλος
Β ΚΥΚΛΟΣ 14ο ΜΕΡΟΣ
Η Λένκου φεύγ’ σιουμπζμέν’, δεν πίστιψιν καντίπουτα, απ’ τ’ αυτά που ήλιγαν οι άλλ’ οι δυό οι άντρ’ , αλλά διαλέγ’ να μη δοσ’ γκζότ τώρα στα πράγματα, αλλά στρινίζουντας ψίχα τα δόντια λέει που μέσατ’ς « α τώρα δε θα ανησυχήσου τα πιδιά, του Γιώτη κι τ Νούλα,π’ κουμούτντι πουπαν, δε θα ‘ρθεί όμους η ώρα; Θα σι τιριάσου ιγώ Τάκ’ Δημόπουλι, Θα ακούουμι ως του Βρατιν’, κι ξέρ’ς πως; σα να σι ψέλν’ φάλτσους παπάς στου ένα του φτί, κι σα να αγκαρίζ’ στ’ άλλου ου Λιόλιας ου καφιτζις όταν τραγδάει, τότι π’ αδειάζ’ η πλατεα. Θα χπω τα πουδάρια καταή θα δαγκώνου τουν κομπου ‘π’του δάχ’λου (του δείχτ) κι θα σν’αζου του κιφάλ’ να τα καμ’ς ουπάνους..θα ρθεί η ώρα.Τώραιάς ανακουχή..για τα πιδιά κι για τιμένα.. να μη σειιστώ αλλου κι να κοιμθω ψίχα απόψι είμι πουλύ απουσταμέν’..ψεύτικ ανακουχή»
Τάκς: (όξου στ’ν αυλή μι του Νιάνιου).Ωρε αξά, καλά π’ δεν πίρι χαμπάρ τίπουτας η Λένκου. Χα να μας τσακίσ’ τ’ν κόντα, δε γλιτουνάμι.Ξέρ’ς αν βαρέσ’ μι τουν κλώστ’; μαλί δε φυτρών, ούτι ιλιάτσια σι φκιαν καλά , ουτι γιατρουσόφια , ούτι μαϊουκούτια ούτι βιντούζις να σι ρίξ’ν παίρντς μιταβουλή καντίπουτα. Κουντέβς ν’ απουμείντς σακάτκους, κουζίν’ να σι βάλ’ν ουπάν να παρ’ τ’ ματουσιά..τίπουτα. Πουμέν’ οι ξ’λές ισαεί. Ζάρουξι τώρα κι κάμι ψίχα του χαζό να πιράσ’ του σύνιφου, γιατί κόντιψι να μας βαρέσ’ χαλάζ’ κι να μας πάρ’ απότουμ’ σουλότα. Άχνα Νιάνιου, άχνα…
Νιάνιους: Μη φουβάσι ρε αξά, καντίπουτα δεν κατάλαβι, αφού είπα ιγω για τ’ς φουτουγραφίις κι.. (ακούγιτι η φουνή τ’ς Λένκους , ταχατιά ήμιρ’ αλλά που μέσατ’ς έβραζιν, « Θέλτι να σας φέρου τίπουτα άλλου, γιατί θα πάου να πλαϊάσου, απόστασα πουλύ σήμιρα»
Φουτουγράφους: (Μι τ’ αυτά π’ ακούει παίρν’ θάρρους , ξιθαρεβ) Όχ’ Λένκουμ, όλα είνι κανουντζμένα , σύρι ισύ κιντώς κι ιγώ μι του Νιάνιου θα φλάγουμι καραούλ, οτ’ θέλουμι θα του φέρου ιγώ στου μουσαφίρ’..καλό ξημέρουμα
Λένκου : Καλό ξημέρουμα
Τακς: Σκάσι κι μούλουνι, σώθκα απόψι, χα να μι φάς του στιάρ, ήμαν για φιβγιό, χα να λέτι ύστρας «σήμιρα 9 τρυγ’τή τ’ 1953, σκληρή αντρουκτουνία στου Ντριάνουβου, τουν βάρισι η θκιάτ’ μι θλών’, νύσσον κι τέμνον όργανου (δηλ’ τ’ φούρκα) , στου ψ’μένου , τουν πέτ’χι στου σταυρό , τουν μπίτσιν κι ου γιναίους άντρας υπέκυψιν στ’ς βαρισιές τ’. Του θύμα έφιρι σχιδον, σι όλουτ’ του κουρμί τρανοί μώλουπις, λούζνις κι στουμπσιές, τρανά ίχνη ‘που βιράνκ’ κρανιά. Ιπίσις ήταν ‘ιουμάτους δαγκουσιές, απου μασέλα Νο 15, π’ είχιν κι δυό τριπσιές ‘που κφάλις. Ου Ιατρουδικαστής κος Παραχώντς , σκέφκιν ότι καγκαμιά φουρά δεν καταγράφκιν πιριστατικό μι σκλίσια η γουμαρνή μασέλα, κι συμπέρανι ενακένα, ότι οι δαγκουσιές ήταν η απού γιάσβου, η απού κ’νάβ, η απού αλούπα ή απού γκαχιλώνα κι άφκιν κι ένα μ’κρό ινδιχόμινου να’νι απού άνθρουπου. Οι ιργαστηριακες ιξιτάσεις όμους ήλιγαν ότι του καταστουμζμένου θύμα, ου φιβγάτους, ήταν ‘ιουμάτους μι τιουλτιουκου 99,8% ΄κι του υπολοιπου 3,2 % π’ βρέθκιν ήταν κράσους.Πρώτ’ φουρα στα χρουνικα ,οι μιτρίσις ξιπέρασαν του 100%. Του πιρίιργου ιπίσις ήταν , ότι σημαντικά ίχνη τιουλτιούκους, βρισκουνταν στ’ μιριά που στ’ς δαγκουσιες ήταν ή κφάλις (κάποιους δηλ η κ’νάβ ή αλούπα ή ανθρουπους έκαμναν χρήσ’ της απαγορευμένης γι αυνούς ουσίας τιουλτιούκου 1500 mg , 25,5 γράδα).Ου κύριους παραχώντς, ιπειδή δε μπόρισι να ιντουπίσ’ ούτι ν’ αλούπα, ούτι του γιάσβου ούτι του κνάβ, ούτι τ’ γκαχιλώνα έστριψι τ’ς έριυνις στ’ν μαχιά τ’ εκλιπόντος, γιατί ήταν, η πιο εύκιρ. Σι έριυνα στου στόμα τς φουτουγράφινας, βρέθκαν πραγματι δυο κ’φάλις, μη σημαντικά ίχνη τιουλτιούκους. Ου σουφος όμους ιατρουδικαστής, άφινι ανοιχτά όλα τα ινδιχόμινα κι δεν έβγανι ‘π’του κάδρου τα ζουντανά.
Μόλις ου ΠαπαΑντρέας λάδουσι του θυμιατό για να μη κριτσάει κι να μας παίρν’ του κιφάλ’, ιτλίμασι του ξιλουκρεβατου κι βρήκιν τα πιδιά κι έκαμι συμφουνή ποιά θα ντ’θουν στουν πιθαμένου κι πόσα θαπάρ’ν. Μόλις χίρσαν να λαλούν οι καμπάνις αργά, για τ’ς πιθαμέν’ ου..»
Νιάνιους: Κατσι ρε αξά. Φρίχκα..είνι κι νύχτα κι να τηρώ τριιούρ αράδα, να μη φανεί κανάς τιούμτιουρας, κανά ίσκιουμα κανάς βρουκόλακας , κανά στοιό κι μας στειλ’ στουν παρθέν’. Τι φρίκις είνι αυτές π’λες..δαγκουσιές ‘πού κ’νάβ’, π’ αλούπα, ‘που γκαχιλώνα θυμιατά , κάσις, μνημόρια, μαύρις μπαρμπούλις, στιάρια ,κίτιρνα κιριά..
Τακς: Ωρε ισύ λες για μνημόρια , κάσις , μπαρμπούλις κι κίτιρνα κιριά .Τώρα σκιάχκα ιγώ.. άλαξιν του χρώμαμ’ .Λοιπόν σταματούμι ιδώια.Αφού τ’ γλιτουσάμι απ’ τ’ Λένκου φτάν’ ..ιντάξ’;
Νιάνιους: Ιντάξ’
Τακς:Ωρέ αξά , ήπιαμι ως ιδώϊα 6, 95 μπότσις τιουλτιούκου. Χίρσι σώνιτι, κουντά ινάμ’σ’ φιλτζιάν’ απόμκι μόνι. Πρέπ’ να ιφουδιαστούμι..κι δε μπουρώ να σέβου στου κατώι να σαλαβατίζου κι να ρουπουτω κι να φκιάνου ντρουμπουριό. Να σκουντάψου κι τίπουτα να σκουθεί η άλλ’ κάϊκα. Άσι δεν έχου κι πουλύ κανά τρία βαένια μόνι ακόμα..κι κάμνου κράτ’ να ‘ρθεί ου Νουέμβρ’ς να ανοίξ’ν τα καζανια. Είνι κι ετσ’ τα πραματα..πρέπ’ να βρούμι λύσ’..άσι
Νιάνιους: Ωρε Τακ, λές να παραγγείλουμι ντιλίβερι π’του Λιόλια; Κι να συνουηθούμι για του πλέρουμα; Όταν τ’ς πάρουμι ‘π’του γάλα π’ παρέδουκάμι;
Τακς: Καλά θανάταν αλλά έχουμι πρόβλημα. Δεν εχ’ μιταφουρικό μέσου, αρώστσι του γουμάρ κι δεν είνι εύκιρου ούτι του μπλάρ. Δεν εχ’ ούτι προυσουπικό. Ιχτές αρπάχκι μη τουν υπάλληλου του Τζήκα κι στουμπίσκαν. Τουν είχι απλέρουτου τισιράμ’ς χρόνια κι ου Τζήκας ουρλιούνταν ότι δε θέλ’ μιταλικές γιατί τσιγγαλνούν κι τουν πιργιαλούν οι υπουψήφιις νύφις. Ήλιγι ότι ειχαν συμφουνή μι ρόγα , τέσσιρα τρουβάδια Σιανιώτκα βρίζα κι ένα τσιουβάλ’ κ’θάρ’ του χρόνου , (ξέρ’ς κι ου Τζήκας είνι ψια αλαφρούτσκους). Πάει λοιπόν του ντιλίβερι , του πρόβλημα γέγκιν κάμπουσου τρανό. Ήδη χίρσι να πιτιάζ’ του στομα μ..
Ξαφνικά τα μάτια τ’ς λαμπιριζν μέσα στ’ νύχτα. Κια οι δυό τηρουν τ’ ντραματζανα απ’ έστειλι ου συμπέθιρους απ’ τ’ν Κρήτ’
Νιάνιους : Τι είνι αυτό ρε αξά; Τιουλτιούκου ‘π’ν Κρητ’ ..Όπους λεμι Κυπριώτ’κου γουμάρ;
Τακς: Όχ’ ρε ..αυτό του λέν Τσι…
Νιανιους: Κατάλαβα, του τσικούρ. Θ’μης ν’ ακουνίσουμι κι του τσικουρ κι τ’ν τσικούρα. Αστόησα να σι πω ότι έδουκαν άδεια για ξύλα κι κλαδί. Κι μια που είπις Τσι, θ’μήθκα ότι του τσιαρδάκ’ βάν’ νιρό κι πρέπ’ να ξιανασύρουμι τα κιραμίδια να ‘ρθείς να μι βουηθίις
Τακς: Αυτό σ’ είπα του λέν Τσι…
Νιάνιους: Απόψι μι τα θύμ’σις όλα. Του τσιουκρίκ’ ρε τσακίσκι κι του χιρούλ’ κι τ’ αδράχτ’. Όταν θα ‘ρθει ου σαμαρας απ τ’ Σέλτσα να τουν πείς π’τουν εχ’ς φίλου να του φκιάσ’ . Αν πας κατά τ’ Χρούψτια στου παζάρ , να θυμ’θής ν’ αγουράϊς καμιά τσίπκα κι καμια τζαντήλα για στράγκζμα (ΟΠΩΣ ΚΑΤΑΛΑΒΑΙΝΕΤΕ ΤΟ ΕΠΙΤΑΧΥΝΩ…) κι δώρου για τ’ Λέγκου για να σι σχουρέσ’ κανά τσιμπέρ . Κι ιχτές απ’λές αξά στου άρμιγμα τσίγκριζαν τα κέρατα δυο κριάρια, πήγα μη τ’ν κλούτσα να τα χουρισου, κι ν’ ώρα που χούιαζα κι άνοιγα του στόμα μ’ έφτσιν τσιούλους. Καλά που είχιν ου μπαρμπά Αντριας καπνό κι άναψα κι παφκάλτσα κι έκαμα μιτό κι σώθ’κα
Τακς: (χίρσιν να φουσκών’, όπους τουν έφκιασιν μι του τς κι του τς ου Κώτσιους κι μι τ’ν τν Κρήτ’) Να τουν λιαρίς τωρα κι να τουν πουλιουμίσ’ να τουν φαν τα σκλιά που’νι κι νύχτα; Να τουν γκριώσ’ μι του ζνάρ να μη ακουστεί καντίπουτα; Κι ύστιρα που τουν πουλιουμαει; Να τουν ζουπίσ’ μι τ’ μπλίκρα στου γκαργκαλιάνου; Αλλά θα πιταχτούν αίματα κι θα λιρουθεί κι του ασβιστουμένου του ντβαρ , π’ βγάν’ φουτουγαφίις, να τουν χουιάξ πουντικουφάρμακου στ’ν τιουλτιουκου; Αλλ’ αυτός ήπιιν δυο μπότσις κριουλίν’ (‘π’του γιρο του μυθίσ’ μπέρδιψιν τ’ς μπότσις) κι δεν έπαθι καντίπουτα, μόνι πήγιν 3 η 4 φουρές συρικέλα. Ωρε δε γένιτι , όμους πρυτανεβ η λουγική. Θ’μάτι κι τα λόια τ’ς Λένκους ιντάξ’, λέει, οτ’ κι αν μι πεί θα καμου υπουμουνή. Τουν σφάζου άλλ’ μέρα . Σήμιρα θα μι πάρ’ν χαμπάρ, ολ’ τ’ ‘μέρα αντάμα ήμασταν
Τακς: Αυτό π’ έχ’ η ντραματζάνα, του λέν Τσι…