Δυο γάιδαροι μαλώνανε σε ξένον αχυρώνα
και ξέχναγαν, πως βρίσκονται απλά, σε έναν ξενώνα,
κι ο νοικοκύρης θα έρχονταν, να τους καταχερίσει
κι όχι χαμογελώντας τους να τους… καλωσορίσει!
Έκαναν όνειρα πολλά, σχέδια επί χάρτου,
κάνοντας τις διανομές, ξένου σανού και … άρτου.
Κι έλεγαν, θα επιβάλουμε ετούτο και το άλλο,
κι όποιος μας αντιστέκεται, θα έχει κακό … ρεγάλο.
Μαζί με το καλύβι του θα χάσει τη δουλειά του,
και θα ξεσπιτωθούν αυτός και όλα τα παιδιά του.
Και εμείς θα ‘μαστε κύριοι αυτού του αχυρώνα,
αφού διώξουμε γηγενείς χωρίς άλλον … αγώνα.
Μη σας θυμίζει τίποτε αυτή η παροιμία;
Κάποιους, που ήρθαν νιόφερτοι κι όμως δεν δίνουν μία;
Πώς ζει και πώς εργάζεται, τι τρώει ο λαός;
Αν θα υπάρχει αύριο ή θα γίνει μπουχός;
Αυτούς, που μας τους έφεραν, σαν σύμβουλούς μας τάχα,
κι αυτοί ενδιαφέρονται για τα … λεφτά μονάχα;
Τη Μέρκελ και το Δ.Ν.Τ. και άλλους απ΄ την Ευρώπη,
που ορέχτηκαν τη χώρα μας κι άρχισαν φαγοπότι;
Αλλά, η ώρα πέρασε, γύρισε ο νοικοκύρης
και είδε, πως στο σπίτι του δεν ήτανε πια κύρης,
Κάποιοι τον υπονόμευαν κι ήθελαν, να τον διώξουν,
και μέσα στο ίδιο σπίτι του, πολύ να τον … στριμώξουν!
Λογάριαζαν, ως φαίνεται, χωρίς τον ξενοδόχο,
σε ξένο σπίτι μπαίνοντας, χωρίς εντολοδόχο.
Μα ο ξενοδόχος είναι εδώ, σε εγρήγορση και πάλι
και η τιμωρία θε να ‘ρθει και θα είναι και μεγάλη.
Αθ. Παπατριανταφύλλου