Εδώ και αρκετό καιρό η οικολογία έχει εισχωρήσει για τα καλά στη ζωή μας με διάφορους τρόπους, ενώ παράλληλα ο σύγχρονος πολιτισμός βιώνει μια πολύπλευρη κρίση, οικονομική, κοινωνική και περιβαλλοντική.
Η οικονομική ανάπτυξη του δυτικού, κυρίως, κόσμου για πάνω από 200 χρόνια στηρίχθηκε στην ανεξέλεγκτη εκμετάλλευση μη ανανεώσιμων φυσικών πόρων και κυρίως των ορυκτών καυσίμων (κάρβουνο, πετρέλαιο, κ.λ.π.) Η βελτίωση των οικονομικών δεδομένων σε παγκόσμια κλίμακα προκάλεσε αύξηση της ζήτησης για τρόφιμα και ταυτόχρονα σημειώθηκε αύξηση του παγκόσμιου πληθυσμού. Σήμερα ο πλανήτης καλείται να θρέψει πάνω από 7 δις ανθρώπους, ενώ οι προβλέψεις αναφέρουν πως μέχρι το 2050 ο πληθυσμός του πλανήτη ίσως ξεπεράσει τα 10 δις.
Η διαρκώς αυξανόμενη ανάγκη για φυσικούς πόρους είναι το βασικό ζήτημα που καλούμαστε να διαχειριστούμε και, αν συνεχίσουμε να παράγουμε και να καταναλώνουμε με τον ίδιο ρυθμό, τότε σαφώς η κρίση θα βαθύνει, ο πλανήτης θα ξεπεράσει τα όρια του, ενώ η κοινωνική και οικονομική κρίση σε παγκόσμιο επίπεδο θα επιδεινωθεί. Αξίζει να αναφέρουμε, επίσης, πως η αιτία πολλών πολέμων είναι η σύγκρουση για τη διεκδίκηση των φυσικών πόρων (όπως ο πόλεμος για το πετρέλαιο, το νερό κ.λ.π.) Σε ένα περιβάλλον έλλειψης φυσικών πόρων είναι πολύ πιθανό οι πόλεμοι να αυξηθούν.
Η κλιματική αλλαγή, που οι αιτίες της είναι ανθρωπογενείς και η οποία προέρχεται από την καύση ορυκτών καυσίμων και την εκπομπή διοξειδίου του άνθρακα, αποτελεί την βασική πλέον απειλή για τον πολιτισμό και την ανθρωπότητα. Η κλιματική αλλαγή είναι αποτέλεσμα ενός συστήματος που στηριζόταν -και εν πολλοίς στηρίζεται ακόμα- στην χρήση ορυκτών καυσίμων. Η οικονομία κινήθηκε χάρη στο πετρέλαιο, ενώ σήμερα που τεράστιες χώρες, όπως η Κίνα, η Βραζιλία, η Ινδία κ.α., αναπτύσσονται με ταχείς ρυθμούς και διεκδικούν μερίδιο στην οικονομική ανάπτυξη και ευημερία, η πίεση για την χρήση ορυκτών καυσίμων παραμένει έντονη.
Η κλιματική αλλαγή, όμως, έχει ένα τεράστιο κόστος, κυρίως για τις φτωχές χώρες του πλανήτη, παρά το γεγονός ότι ιστορικά ευθύνονται ελάχιστα για τις παγκόσμιες εκπομπές CO2. Τα πράγματα εν ολίγοις έχουν ως εξής: Η τήξη των πάγων στους πόλους θα προκαλέσει αύξηση της στάθμης της θάλασσας, με τεράστιες επιπτώσεις στις παραθαλάσσιες περιοχές. Χώρες, όπως το Μπαγκλαντές, θα πληγούν καταστροφικά, το λιώσιμο των πάγων στα μεγάλα βουνά του πλανήτη (Άνδεις, Ιμαλάια κ.α.) θα περιορίσει την πρόσβαση δισεκατομμυρίων ανθρώπων σε πόσιμο νερό, οι ξηρασίες θα επιδεινώσουν την κατάσταση και εκατομμύρια άνθρωποι θα καταλήξουν χωρίς βασικούς πόρους ζωής.
Το 2007 και το 2008 οι παγκόσμιες τιμές του ρυζιού, του καλαμποκιού, του σιταριού και της σόγιας σχεδόν τριπλασιάστηκαν. Αυτό προκάλεσε κατάρρευση στην κοινωνική ισορροπία πολλών χωρών[1]. Οι ξηρασίες, η ερημοποίηση, η πτώση του υδροφόρου ορίζοντα, η διάβρωση του εδάφους, αποτελούν τις βασικές αιτίες για την έλλειψη τροφής σε πολλές περιοχές του πλανήτη, ενώ όλα τα παραπάνω διαμορφώνουν της συνθήκες που θα οδηγήσουν στην αύξηση των προσφύγων τις επόμενες δεκαετίες, καθώς, σύμφωνα με τον ΟΗΕ, αναμένεται να είναι πάνω από 500 εκατομμύρια μέχρι το 2050.
Μία πρόσφατη μελέτη της Τράπεζας της Ελλάδας για τις συνέπειες της κλιματικής αλλαγής υπολογίζει το κόστος τους μέχρι το 2100 στα 700 δις ευρώ[2]. Η περιοχή μας είναι, λόγω του ενεργειακού παραγωγικού μοντέλου που την διακρίνει, η πιο ευάλωτη από όλες τις περιφέρειες της χώρας στις αλλαγές που προκαλεί η κλιματική αλλαγή. Αυτό σημαίνει, με απλά λόγια, ότι η περιφέρεια μας θα πληγεί περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη περιφέρεια.
Ζούμε σε έναν πλανήτη με πεπερασμένους φυσικούς πόρους. Η αλήθεια είναι πως, εδώ και χρόνια, έχουμε ξεπεράσει αυτό το περιθώριο βιωσιμότητας, ζώντας, παράγοντας και καταναλώνοντας πάνω και πέρα από τα όρια. Ο τρόπος με τον οποίο θα επιλέξουμε να διαχειριστούμε τους πεπερασμένους φυσικούς πόρους θα προσδιορίσει το μέλλον του πλανήτη και της ανθρωπότητας, όπως γλαφυρά περιγράφει και ο Jared Dimanond στο βιβλίο του «Κατάρρευση», λέγοντας πως «οι κοινωνίες επιλέγουν να αποτύχουν ή να επιτύχουν» ανάλογα με το πώς θα διαχειριστούν τους φυσικούς τους πόρους.
Επίσης, δεν μπορεί να αγνοηθεί το γεγονός ότι, παρά την συνεχόμενη ανάπτυξη, οι διαφορές μεταξύ των φτωχών και πλουσίων αυξάνονται συνεχώς και οι ευνοημένοι της ανάπτυξης συνήθως είναι οι λίγοι.
Εν κατακλείδι, αυτό που αναδεικνύεται είναι ότι η κρίση του πολιτισμού μας είναι κυρίως κρίση οικολογική, έχει δηλαδή, εκτός από οικονομική και κοινωνική, έντονα περιβαλλοντική διάσταση, και έτσι πρέπει να αντιμετωπίζεται.
Όπως γίνεται αντιληπτό, απαιτείται ένα μοντέλο οργάνωσης της παραγωγής και της κατανάλωσης, που να είναι δίκαιο και βασισμένο στην αειφόρο χρήση των φυσικών πόρων. Ένα μοντέλο που να στηρίζεται στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, την εξοικονόμηση, την ενεργειακή αποδοτικότητα, τον περιορισμό της αποψίλωσης των δασών, να επενδύει στις νέες τεχνολογίες και στην οικολογική καινοτομία, να στηρίζει την μικρή και αποκεντρωμένη παραγωγή, να προστατεύει την βιοποικιλότητα, να στηρίζεται στην μικρή κλίμακα και να μην λειτουργεί σε βάρος του πλανήτη. Ειδάλλως, το κόστος -οικονομικό και περιβαλλοντικό- θα είναι καταστροφικό για το παρόν και το μέλλον του κόσμου.
Δυστυχώς ο χρόνος που απομένει για να δράσουμε είναι πλέον πολύ περιορισμένος και το όριο πριν την καταστροφή πολύ κοντά μας.
[1] 2011 Λέστερ Μπράουν, ο Πλανήτης στα όρια του. Εκδ Χρονικό
[2]http://www.bankofgreece.gr/BogEkdoseis/%CE%A0%CE%BB%CE%B7%CF%81%CE%B7%CF%82_%CE%95%CE%BA%CE%B8%CE%B5%CF%83%CE%B7.pdf