Καλημέρα πιδιά μ΄καλά. Τι γενησέστι; Ιγώ μι τ΄μπάμπου μ΄ ως τα σήμιρα καλά είμιστι.
Αυτήν για τ΄ βδομάδα, πήραν φωτιά τα μεσεντζέρια κι τα σκάιπ. Κάθε τρεις κι λίγο, μι παίρν΄ ου Γούλης ου Μπαμπινιώτς, για να τον λέω κινούριες λέξεις, κι μι τς εξηγάει. Όλο μι λέει: «Τι φανταστική και και πόσο πλησίον της αρχαιοελληνικής είναι η διάλεκτός σας κ. Κώστα»!!
Τον ρώτσα γιατί δεν τ΄ λέει ντοπιολαλιά, όπως τ΄ λέου εγώ κι τ΄ λέει διάλλεκτο κι μ΄ είπιν ότι η ντοπιολαλιά βγαίν΄ από το λαλώ, αλλά η διάλλεκτος από το διαλέγομαι κι μ΄ είπιν ότι για τ΄ αυτό το διαλέγομαι είνι ανώτερο.
Τώρα παρακάτ΄, σας γράφω τς λέξεις όπως σας τς ήλιγα κι όπως τς εξηγούσι ετυμολογικά ο Μπαμπινιώτς:
Ρνεύω (το ηρεμώ, εκ του ειρηνεύω), καδί (το ευμεγέθες σκεύος αποθήκευσης υγρών εκ του κάδου), άλας (το αλάτι), θύρα η πόρτα (και θυροπούλα η πορτούλα), γκόλιος (ο γυμνός εκ του γολιός, εξ ου και γουλί), μολογώ( εκ του ομολογώ), κόσα ( εκ του κόπτω), αντηριούμι (διαφωνώ, εκ του εκφράζω αντιρρήσεις), γκυλνώ (εκ του κυλώ), σιούμι (εκ του σείομαι), κινώ (εκ του εκκινώ), κατώι ( εκ του κατώγαιον), τραφώνομι (καταλερώνομαι, εκ του τράφου), ταράζω (μετακινώ, αναστατώνω εκ του ταράττω), φέξα (ακτίδα φωτός εκ του φέγγος), ξεμπιστερεύομαι (εκ του εκμυστερεύομαι), διαλαή (η αστραπή, εκ του διαλαμπή), μπλιόντα (όταν όλα επιπλέουν από την πολύ βροχή, εκ του εν πλώ όντα), πάϊαγκας (η αράχνη εκ του πάγιγξ, λόγω των παγίδων που στήνει με τον ιστό του), κλαρνώ (εκ του κλάδου), πελεκώ (κόβω με το τσεκούρι εκ του πέλεκυ), ουπκάτ’ (εκ του υποκάτω), ξεσυνερίζομαι (ανταγωνίζομαι εκ του συνερίζω), συλλοϊάζω (εκ του συλλογίζομαι), απολνώ (αμολώ, εκ του απολύω), αντράλα (η ζαλάδα εκ του εντραλίζω), λόϊρα (εκ του ολόγυρα), περδίκης (ο πισινός, εξ ου και το περδίζω – πορδή), μολογώ (διηγούμαι εκ του ομολογώ), σταυρώνουμι (εκ του διασταυρώνομαι), αλάργα (μακρυά εκ του αλαργεύω), λόρθος (όρθιος εκ του ολόρθος), απολνώ (αμολάω εκ του απολύω), σώρα (υπερβολικά γεμάτο εκ του σωρού), παντεχαίνω (προσδοκώ εκ του παντυχαίνω), μγιαλός (εκ του μυελός), σμαζώνω (συμμαζεύω), καταής (εκ του καταγής), παρανόμ΄ (το ψευδώνυμο, εκ του παρόνομα),
Ήλιγα ιγώ, έγραφι ο Γούλης κι ικεί απού έγραφι μ έστειλι χαμπέρ ου Μίχους ότι είχι πάει στο κυνήι, ήφιρι έναν ταουσιάνο κι μι καητιρούσι να πάου. Είπα το Γούλη να σώσουμι κι μ΄είπιν: «Πήγαινε κύριε Κώστα, αλλά θα μου υποσχεθείς ότι θα συνεχίσωμεν». Καλά τον λέου, αλλά ύστιρα από καιρόν. Μη καητιράς να γράψουμι κι τ΄ν άλλ΄τ΄ν Παρασκιβή λέξεις στ΄φημιρίδα. Δε νι που θα μας βαρεθεί ου κόσμους, θα χάσουμι κι τ΄ν επαφή μι τ΄ν επικαιρότητα. Έτς μ΄άφκιν κι επειδής δεν ταν μόνι ου Μίχους, αλλά ήταν κι ου Γούλας κι ου Λάμπρους, πλάκουσάμι τα ρακιά κι γύρσα ζαρλατσμένους.
Επειδής γύρσα ζαρλατσμένους κι επειδής υποσχέθκα κι στο Μπαμπινιώτ΄, για τ΄ αυτό σήμιρα κόμα σας έγραψα τς λέξεις απού ηλιγάμι, αλλά από τ΄ν άλλ΄ τ΄ν Παρασκιβή, θα να χουμι επικαιρότητα.
Να μιστι καλά πιδιά μ΄ κι να μας φλάει ο Θεός από τ΄ν κινεζοσυρμή!!
Μπαρμπα Κώτσιος Τσιαμήτς
Ντράμστα