Μέσα από κάθε θετική σκέψη του ξεπηδούσε κάθε τόσο και μια άλλη σκέψη αμφιβολίας, εναντίωσης και αμφισβήτησης. Αυτή η άλλη η σκέψη έκανε το συνήγορο του διαβόλου, αυτό που συνήθως κάνουν και οι δημοσιογράφοι όταν παίρνουν συνεντεύξεις από διάφορα πρόσωπα.
Καθώς ζωντάνευε μπροστά του σαν οπτασία, το άγριο τοπίο, που συνάντησε στα Καρούλια, αναρωτιόταν: πως είναι δυνατόν να υπάρχουν και σήμερα άνθρωποι, και μάλιστα νέοι, που εγκαταλείπουν τον κόσμο και χάνονται στην ερημιά, στην απομόνωση της απόλυτης μοναξιάς, αναζητώντας το βαθύτερο νόημα της ζωής;
Δεν είναι τελικά ο κόσμος το καμίνι μέσα στο οποίο ο κάθε άνθρωπος δοκιμάζεται και παλεύει για να βγει νικητής;
Κάποτε ο Καζαντζάκης είχε δώσει τη δική του εξήγηση λέγοντας, πως η θρησκεία και τα θρησκευτικά δόγματα είναι καταφύγια των ανθρώπων, αλλά θεωρούσε πως αυτά είναι απαραίτητα μόνο σε όσους δεν αντέχουν να δουν την άβυσσο γυμνή. Και ποια είναι αυτή η άβυσσος;
Απ΄όλες τις απαντήσεις που είχε υπόψη του, μία του έκανε ιδιαίτερη εντύπωση και αποτυπώθηκε στη μνήμη του. Ήταν αυτή του Γάλλου στοχαστή και λογοτέχνη, του Βίκτωρα Ουγκώ: «…πριν προχωρήσεις παραπέρα, εξέτασε τη μηδαμινότητά σου. Γιατί, όποιος κι αν είναι ο δρόμος σου, δε θα μπορέσεις να πλησιάσεις το άγνωστο, την αρχή του παντός, την πηγή της ύπαρξης, τον ύψιστο τόπο, όπου τα πάντα εξηγούνται και συναντιούνται. Γιατί, ποτέ δε θα μπορέσεις να περάσεις τον ωκεανό που είναι καμωμένος από σκοτάδι, από θειάφι και άσφαλτο, γιατί ποτέ δε θα μπορέσεις να νικήσεις την άβυσσο!»
Ηλίας Κ Μάρκου