Καλημέρα πιδιά μ΄ καλά! Τι γενησέστι;
Ημείς καλά είμιστι. Εβαλάμι να ψήσουμι τα τσίπουρα κι να σας πω τι σοφίσκα.
Όλα τα χρόνια μ΄ έβαναν κι έψαινα πρώτος κι δεν αρτηρνούσι ρακή για να πάει σπίτ΄. Μι του Μίχου κι του Γούλα στο καζάν, που να αρτηρίσ΄;
Πρου μη από λίγα χρόνια, είπα τουν παππά – Φίλππα, να φκιάν τ΄ν κατάστασ΄ μι αλφαβητική σειρά, κι έτσ΄ έψαινε ου Γούλας πουλύ αρχήτιρα από τ΄ εμένα, αλλά είχα του Μίχου ίσια αμπροστά μ΄, αφού είμιστι Παπαδαίοι και οι δυό.
Τ΄ν κατάστασ΄ τ΄ φκιάν΄ ου παπά – Φίλππας, γιατί του καζάν΄ είνι τς εκκλησιάς.
Φέτος έφκιασα μόναχος μ΄ τ΄ν κατάστασ΄ κι μ΄ έβαλα Τσιαμήτ΄, όχι όπως είμι γραμμένους στα χαρτιά, αλλά πως μι ξέρ΄ ου κόσμους. Έτσ΄ πήγα πουλύ πίσ΄ κι γλύτωσα όχι μόνι από το Μίχου αλλά κι από το Λάμπρο κι το Γκουντίνο, που πήγαν αμπροστότερα από τ΄ εμένα, γιατί μπορεί να μι είνι σαν του Γούλα κι του Μίχου, αλλά τζουφνίζουν πουλύ κι αυτοί.
Θα μι πήτι, πάλι εκεί θα να ν΄τς, γιατί μια παρέα είμιστι, αλλά θα να χουν χορτάσ΄, ώσπου να ρθει η σειρά μ΄.
Ου Γούλας έψι. Είχι δυό καζανιές τσίπουρα. Ήφιρι έξ τραμαντζάνες να γιουμώσ΄ κι στο σπίτ΄ έφτακι μόνι ένα μεσοκάρκο μπουκάλ΄. Αυτό που είχι φέρ΄ από τ΄ν περσνή τ΄ ρακή, για να πίνουμι ώσπου να βγει η κινούρια. Ου Μίχους κατάφερε κι γλύτωσε μια τραμαντζάνα. Είπαμι ότι όσο κατά πίσ΄ πααίνουμι τόσο πλειότερ΄ ρακή πααίν΄ στου σπίτ΄.
Ο έρμος ο Πουστόλτς ου Τσιολάκας απού ήταν πρώτος (Αποστολόπουλος), όχι μόνο δεν αρτήρσιν τίποτα για το σπίτ΄, αλλά πάει κι μας ήφιριν κι ένα μπουκάλ΄ από τ΄ν περσ΄νή. Είχι φέρ΄ κι το γουμάρ΄ τ΄, τον Κολοβό να τ΄ φορτώσ΄. Τουλάϊστον πάει ο ίδιος καβάλα στο σπίτ΄. Τον γλέπω κι αυτόν να γράφητι Τσιολάκας τ΄ χρόν΄, για να πάει πίσ΄ στ΄ν κατάστασ΄.
Ου καλύτιρους απ΄ όλνους είνι ο Ντάβανος (Χατζιόπουλος). Αυτός είνι όλα τα χρόνια τελευταίος στ΄ν κατάστασ΄. Μπουρεί ου Γούλας κι ου Μίχους να νι νοκ άουτ όταν ψέν, αλλά τ΄ ρακή που θα βγάλ΄ θα τ΄ν πιούμι στ΄γιορτή τ΄ κι είνι κι σμα ου Αη Βασίλτς.
Μι τ΄ αυτά κι μι τ΄ αυτά, τώρα πήρα αράδα να καζανιάσου. Ου Γούλας κι ου Μίχους είνι τς εδώ, αλλά είνι ταιριασμέν΄ και οι δυό. Όπως τς γλέπω, ρακή δε θα πιούν ντίπ΄. Τώρα είνι τς και οι δυό για έναν πικρό καφέ με λεμόν΄. Όπως είνι κι η φωτιά από το καζάν΄, θα γέν κι ου καφές καϊμακλίδκους στ΄ χόβολ΄. Καμιά δεκαριά άλλ΄ απού νι αραδιασμέν΄ γύρου – γύρου, δεν τς φοβούμι. Όλ΄ αυτοί είνι αουτσάιντερ. Όλ΄ αντάμα ένα Γούλα δε φκιάνουν, μόνι μη βγει καένα “διπλό σι ξερό”, από τ΄ ικεί που δεν παντεχαίνω.
Ρακή απ΄ ότ΄ φαίνητι θα πάει κάμποσ΄ στο σπίτ΄. Θα μι πείτι ότι κι ικεί θα μι τ΄ν πιούν τα Τσιαμητούλια, γιατί όλα τζουφνίζουν σα ρακοκαψίδες, αλλά τουλάϊστον, αυτήν που θέλω για να βγάλω τ΄ χρονιά, έκαμα τόπον κι τ΄ν κρύβω για να μη τ΄ βρίσκνουν.
Άει, πιδιά μ΄καλά, καλοξοδιασμέν΄ να νι΄! Κι τ΄χρόν΄!
Μπαρμπα Κώτσιους Τσιαμήτς
Ντράμστα.