ΝΤΡΙΑΝΟΥΒΝΑ ΧΑΜΠEΡΙΑ. Ντοπιολαλιά Δρυόβουνου. Γράφει ο Παναγιώτης Κωστόπουλος
ΜΕΡΟΣ 14o
Ζβόμπιρας=Ο μικρός, μικροκαμωμένος λεπτός ανθρωπος ο «μαζεμένος» (εκφρ. Ήρθιν ου νέους ου πιταλουτής ιχτές, ένας σβόμπιρας ..ίσια-ίσια αρτιρνούσιν απ’ του φράχτ’ πόχουμι στ’ αλών’)
Τρυπουσβόλτς= Χώνεται παντού, διεισδυτικός , με στοιχεία του «σβόμπιρα» (εκφρ. Είνι τρυπουσβόλτς σι λέου..τρυπών, χώνιτι παντού πρώτους πριν τουν πάρς χαμπάρ’)
Κουντακνός= Ο συγκριτικά με το μέσο όρο κοντός, όχι ιδιαίτερα, αλλά σχετικά κοντός. (εκφρ. Ου αμσιός τ’ Μήτσιου ρα..απ’ του φουργκάτσ’ είνι καμπόσου κουντακνός. Αφού στου στρατό ειπιδίς του τφεκ , ήταν σχιδόν ίσια μι τ’ αυτόν …τουν έβαναν αράδα στα καζάνια)
Γκριμπός= Καμπούρης, καμπουριασμένος ( εκφρ’ Ου καντηλανάφτς ου Φώτς ρε..ήταν απ’ ήταν γκριμπός , απου τότι π’ σκύβ κι ζβάει τα κιριά , γκρίμπιασι ακόμα παραπάν)
Κλάδουσα= Νύσταξα, κλείνουν τα μάτια μου (εκφρ. Ιχτές είχαμι νυχτέρ στς Τσιατσιούλας. Κάθουμαν στου μιντέρ , δίπλα στου τζιάκ’ κι μι χπούσιν μια λαύρα..κλάδουσα ντίπ)
Τουν τσακσα=Κοιμήθηκα για λίγο ( εκφρ. Ιψές του βράδ’ πρόλαβα τουν τσάκσα μόνι λίγου, γιατί χίρσι να μι τραβάει η άλλ απ’ του πουδάρ για να πάμι να πάρουμι του γάλα)
Στέκα ( η καρτέργια)= Περίμενε ( εκφρ. Άει τώρα έσουσις;; στέκα τώρα, καρτέργια ισύ να πώ κι ιγώ)
Αντράλα=Ζάλη , ζαλάδα ( εκφρ. Έκλουθάμι αράδα γύρου-γύρου στ αλών’ π’ αλώντζαμι τ’ βρίζα κι απ’ του πουλύ του τριιούρ..αντραλιάσκα)
Αδουκήθκα= Θυμήθηκα (έκφρ’ Καλά απ’ αδουκήθκα κι πλέρουσα τουν πιταλουτή γιατί πάει –πάει ενακένα ..σκαπέτσιν’ Χα νάχου , χα να μαζώνουνταν κι άλλα χρέα)