Ντριάνουβνα χαμπέρια. Ντοπιολαλιά Δρυόβουνου
Γράφει ο Παναγιώτης Κωστόπουλος
Μέρος 5ο
Νταλντώ= ορμώ, επιτίθεμαι (εκφρ. Ντάλτσιν του τρανό του σκλί τ’ Αγληγόρ, κι κόντιοψιν να μας κόψ’..να μας ξιπαρταλιάσ’ ντιπ)
Κατράναβους= καημένος, για λύπηση ( εκφρ. Ναι ρε..ου κατράναβους ου Ντόνας , βρακί δεν έχ’ να βάλ’ στουν κώλουτ’ απου τότι π’ κάηκαν όλα τα κατσώλιατ)
Μπίραβους =ομοιάζει εννοιολογικά με το κατράναβους αλλά έχει και την σημασιολογική ζέση του λανθάνοντα επιτήδειου ( εκφρ. Ου μπίραβους ου Σιώμους..δεν αγροικάει καντικάν να μας’ καπνό)
Γκζντάρ= απόλυτα υποτιμητικός όρος που περιλαμβάνει την αγραμματοσύνη, την ανεπιτηδειότητα , την ατσαλοσύνη ..και πολλά άλλα. ( εκφρ. Ωρέ του γκζντάρ, δεν αγροικάει καντικάν..όλα ζβάρνα τα πήριν..άσι που ‘νι κι ταντστάρας)
Ζβαρδαγγαλους = απόλυτο ζόρι, απόλυτη έκπληξη για σωματικό η πνευματικό κάματο ( εκφρ’ Ωρέ κουβάλτσα όλα τα τσιουβάλια στουν ανήφουρου κι χίρσαν να λυγούν οι κάνις .Ζβαρδάγγαλους μ’ ήρθιν)
Λόζιους κι ανακατουσια= το απόλυτο για ανακατεμένα και λοζιαζμένα πράγματα ( έκφρ’ Κατέφκαμι ιχτες στου κατώϊ να ανασκηρίσουμι κι να σμάσουμι τα τζάβαλα γιατί όλα ήταν λόζιους κι ανακατουσιά)
Απόλκα τα μπλάρια=έκανα εμμετό . ( εκφρ. Ωρε είμι ιψισνός σι λέου.Απ του πουλύ του πιόμα ιχτές πρώτα χίρσιν μ’ έρχουνταν άχαρα..κι κατουπίτυρα απόλκα τα μπλάρια)
Φουκαλ’=σκούπα ( εκφρ. Ωρέ τήρα φουκάλνα του νουβουρό..να μη σκων σούμια όσ’ έρχουντι ..μη αστουχίις τ μισάντρα κι του τσιαρδάκ’)
Κουκουδουφοκαλ’= σκληρή και ανθεκτική σκούπα με κυκλική η οβάλ μορφή που γινίταν με την ένωση κλαδιών ενός θαμνου. Χρησιμοποιούνταν για σκουπίζονται σκληρες και άγαρπες επιφάνειες ( η κοπριά στο μαντρι, ο δρομος απ’ έξω από το σπίτι ) ( έκφρ. Στ γιουρτή τ’ Κώτσιου μέχρι τ στράτα φουκάλτσιν ‘ π’ όξου απ’ του τσιαρδί μι τ’ν κουκουδουφόκαλ’)
Στιλναρια= χαλίκια ( εκφρ. Ξικίσκαν τα βιράνκα τα τσαρούχια κι σέβιναν απ’ τς τρύπις στιλνάρια. Μι ξεκσαν τα τσιράπια κι μι ξιζιούλτσαν ντιπ του κουζίν)
γκουργκολις= μεγάλες , με λεια και στρογγυλοειδη επιφάνεια πέτρες ( εκφρ. Ωρέ ήταν μια γκουργκόλα στου έμπα απ’ του νουβουρό κι μας αμπουδούσι κι ιχτές τσάκουσα τ’ βαριά κι ν’ έφκιασα κουματσιούλια)
Λιμάδις= πεπλατισμένες μικρές πετρες οι οποίες χρησιμοποιούνταν για παιδικά παιχνίδια. Πολλές φορές αντι αυτών, χρησιμοποιούνταν κομμάτια από κεραμίδι ( κιραμιδουκόματα) ( εκφρ. Άσι πουλιόμσιν ου Σιώμους μια λιμάδα κι τρύπσιν του κιφάλ’ τ Γιώτα)
Κουτουλουιόμς= Η εσοχή, το κενό, που δημιουργείται μεταξυ τοίχου-τοιχίου και σκεπής. Η εσοχή αυτή βρισκόταν κυρίως σε μαντριά και αχερώνες ( εκφρ. Ωρέ ικείνους ου τσιουτσιανους ου Τσέλιους τ’ Τάκα, τουν τσάκουσαν παυκαλνούσι κι τουν σλιάρουσαν. Ξέρς που τ’σ έκρυβιν τ’σ τσιγάρις;; στν κουτουλουιόμς ουπάν στου ντβάρ, απ’ του μαντρί)
Τζιουμανίκα=άϊντι ρε!!! π’ θέλτι να σας πω τι είνι η τζιουμανίκα!! Θάματ δεν ξέρτι. Ου ουρσουζλίκαβ δεν αντρέπιστι