Γράφει ο Παναγιώτης Κωστόπουλος
2o ΜΕΡΟΣ
ΝΑ ΔΙΕΥΚΡΙΝΗΣΩ ΕΔΩ , ΟΤΙ ΕΩΣ ΤΟΥΔΕ, Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΣΤΗΡΙΧΘΗΚΕ ΣΕ ΔΥΟ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΕΣ 1) ΟΙ ΚΗΠΟΙ ( ΤΑ ΜΠΑΧΤΣΕΔΙΑ) ΠΟΤΙΖΟΤΑΝ , ΑΠΟ ΑΥΛΑΚΙΑ ΣΥΝΔΕΟΜΕΝΑ ΜΕ ΤΙΣ ΚΑΡΟΥΤΕΣ (ΤΙΣ ΛΕΚΑΝΕΣ), ΤΗΣ ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΒΡΥΣΗΣ, ΜΕ ΤΗ ΣΕΙΡΑ ΤΗΣ ΧΩΡΟΤΑΞΙΚΗΣ ΤΟΥΣ ΚΑΤΑΝΟΜΗΣ , ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΑ, ΟΛΟ ΤΟ ΕΙΚΟΣΙΤΕΤΡΑΩΡΟ ΚΑΙ Η ΔΙΕΥΘΕΤΗΣΗ ΤΗΣ ΚΑΤΑΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΣΕΙΡΑΣ, ΔΗΜΙΟΥΡΓΟΥΣΕ ΣΥΝΕΧΕΙΣ ΕΡΙΔΕΣ , ΤΣΑΚΩΜΟΥΣ, ΔΙΕΝΕΞΕΙΣ ( ποιος θα πουτίσ μες του ζιούρου, ποιός θα πουτισ’ τ’ νυχτα μι του φανάρ κλπ)
2) ΕΠΕΙΔΗ ΔΕΝ ΥΠΗΡΧΑΝ ΨΥΓΕΙΑ Η ΑΛΛΑ ΜΕΣΑ ΨΥΞΗΣ, ΤΑ ΚΑΡΠΟΥΖΙΑ ΠΟΥ ΑΓΟΡΑΖΑΝ Η ΕΦΕΡΝΑΝ ΑΠΟ ΤΑ ΜΠΟΣΤΑΝΙΑ ΟΙ ΚΑΤΟΙΚΟΙ, ΤΟΠΟΘΕΤΟΥΝΤΑΝ ΣΤΙΣ ΚΑΡΟΥΤΕΣ ΓΙΑ ΨΥΞΗ. ΓΙΑ ΝΑ ΜΠΟΡΟΥΝ ΝΑ ΤΑ ΞΕΧΩΡΙΖΟΥΝ ΤΑ ΣΗΜΑΔΕΥΑΝ ΣΤΗΝ ΕΠΙΦΑΝΕΙΑ (Στν τσέφλα) ΜΕ ΔΙΑΦΟΡΑ ΣΧΗΜΑΤΑ-ΣΥΜΒΟΛΑ, ΑΛΛΑ ΚΥΡΙΩΣ ΟΡΙΖΕ ΤΗΝ ΤΥΧΗ ΤΟΥ , (να μην κλαπούν, να μη μπερδευτουν ) Η ΕΠΙΛΟΓΗ ΚΑΡΟΥΤΑΣ. ΑΥΤΟΣ Ο ΣΥΝΩΣΤΙΣΜΟΣ ΔΗΜΙΟΥΡΓΟΥΣΕ ΣΧΕΔΟΝ ΜΟΝΙΜΕΣ ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΕΣ ΔΙΕΝΕΞΕΙΣ (ΓΙΑ ΝΑ ΜΑΘΑΙΝ ΟΙ ΝΕΟΙ)
Τρείς ώρις μιτά ‘π’του σοβαρότατου συμβάν, τ’ν ακραία διένιξ μιταξύ τ Μήτσιου κι τ Τσιότσιου, για τα καρπούζια τ’ς που έβαλαν μεσ’ στς λικάνις (καρούτις), τ’ς κιντρικής βρύισ’ τ’ς πλατέας τ’ χουριού κι απόύ του διευθέτσιν ου σπουδαίους, αμιρόληπτους , ειρηνουποιός, ου απονέμων τα του Καίσαρος τω Καίσαρι, ου απόλυτα δίκιους (μπουρώ να γράφου ως τ χαραί κι λίγου ίνι, αλλά απουφάισα κι σταματώ) , Πρόιδρους τ χουριού Ντάφας ιπικρατεί σχιτική ησυχία.
Τ’ν απόλυτ’ γαλήν’ διακόπτ’ ου μουνότουνους ήχους τς πτώις τ’ νιρού απού τ’ς σιούρκις απ τς βρύσις, του κιλάρζμα τ’ νιρού στα ‘υλάκια που παέν στα μπαχτσεδια (ανάμισα θα γράφου κι καμια λεξ’ θκή μας για να σιβαίνουμι σιγά-σιγα στου κλίμα), αλλά κι οι απότουμ ήχ’-χτύπ’ πτα πούλια κι τα ζάρια ‘πτου τάβλι που παίζ’ν στα καφινεία…
Τ’ γαλήν αυτήνια κι τ’ν ηριμία, θα διακόψ’ ένα γιγουνός, απρόσμινο γιατί θα προέλθ’ πτουν ειρηνοποιό, τουν καθ ύλη αρμόδιου, τον έχουντα του γινικό πρόσταγμα(πάλι μπουρώ να γράφου πουλά, αλλα δε θέλου σταματώ), τουν Πρόϊδρου Ντάφα…
Τρείς ώρις μιτά του συμβάν ου Πρόϊδρους Ντάφας Πατακός (να μι σχουρνάτι, μπιρδεύκα) Παπαδόπουλους (ήθιλα να πω) βρίσκιτι ακόμα στ’ν κιντρική τ’ν πλατέα…στου πλατύσκαλου αναμιταξύ τουν καφενειουν τ’ Ζηκου κι τ Κώτια.. Μι του κιφάλ’τ’ σκυφτό, μι τα χέρια διμένα ουπίσου στ’ μέσ’, πααίν’ παγκάτ κι… (σκέφτιτι):
« Ορε κάτ’ πρεπ’ να ‘έν’ …δε μπουρεί να σινιχιστεί άλλου αυτήνια η κατάστασ’.. αυτοί καμιά μέρα θα λιαντσούν αμπρουστά στ’ς καρούτις..είνι ολ’ ντιπ αχριάνκοι..μσόχαζ’…όρε αν ήμαν στου χουράφ στα σκιντέρια κι μάζουνα καπνό τι χα να ‘έν’ ; Άμα έκουβα βολτις στου Λιαψίστ στου παζάρ; Oύτι σμαδ’ στ’ν τσεφλα πτου καρπούζ’ δε μπουρούν να φκιάσν, μέχρι κι παλιές ζουγραφίζν..κόσις , άλλοι κατ’ πλια..αλλ γουμάρια.. μη χιρότιρα…λουζιάζουντι ύστιρα κι δε μπουρούν να απουδιαλέξν..είνι βέβια κι οι τιουλτιούκις…σνάζν του καρπούζ’ στ’ν καρούτα..κι ύστρας σιβαίν στα καφινεία κι χιρνούν τς ρακές…που να βρις ύστιρα του καρπουζ’ς…Ορέ θαρρώ ότι πρέπ’ η να βάλου γιρό φόρου στς τιουλτιούκις η καλύτιρα να απαγουρέψου τν υπιρκαταναλουσ’ (όρε πως τα λέου..ου βιράνκους)…Ν’ αφήνου μόνι μια ντραματζανα τ’ μέρα να ρουφκαλνάει , ου καθείς…, όχ’ σαν τώρα έξ-ιφτά κι δεν τς φτάν’όποιους απιρναει τ’ ντραματζάνα, του ντραγάτ’ κι στου μπουντρουμ…Ινι κι εικίν’ οι τσιλιμπατζιόνδις οι μκροι ρε που παιζ’ν στου πιγαδ…κι αυτοι ανακατών τα καρπούζια… ορέ φταίγν πουλοί..πως να βγάλου άκρα….Κόντιψα να βάλου, πουλι αυστηρές ποινές στου Μήτσιου κι τουν Τσιότσιου, αλλά ίρθιν εικίν’ η μαρτυρία τ’ Τζηκα απ τουν Αητρίφυλλα , για τουν Τσιότσιου, π’ τάλλαξιν όλα…Μήπους να αυστηρουποιήσου του σύστημα ποινών;, να σταθώ αμείλικτους αλλά άτινκτους (Είνι απ τν πουλύ τ’ μόρφουσ’ απ τα γράμματα που έμαθι στου μπουγατσκό) Όρε μήπους πρεπ’ να φκιάσου κατ’ ώστι να σινιτιστούν όλ’ οι αλλ’ κι να μη φκιάν τα μύθια π’ έφκιασιν ου Μήτσιους κι ου Κώτσιους τ’ χαραΐ;…….
(σκέψ’) ….Ου Δάσκαλους…ορε πως δεν του σκέφκα, τοσ’ ώρα; Αυτός δεν είνι π’ μι χρουστάει; Ιμένα δεν έβαλιν μέσου να τουν φέρου στου χουριό, πσιακάτ π’ πιαλουσι όλου μι μιταθέσεις κι ίφιρνι οϊρα όλ’ τν ιπικράτια; Αυτόν δε βουήθσα όταν νταμπλιάσκι η γιαγιά τ’ κι δεν ίχιν καγκαμιά πρόσβασ σι καμιά δουμή υγείας; (Μπουγατσκό) Η λύς; ….ου Δάσκαλους λοιπόν …ωρέ πώς δεν του σκέφκα νουτίτιρα;
(ουρλιάζ) Γραμματεύς!!!! ( Νάσιους Ζβάρνας τ’ Τόλιου.. κλώθουνταν ολ’ τ’ν ώρα τριιούρ’ πτον Πρόϊδρου Ντάφα , γιατί τουν έτριμι μη φουνάξ’ κι δεν τουν βρεί..δεν απουλουηθεί)
Νάσιους: Μάλιστα κύριε Ντάφα
Ντάφας: Τι μάλιστα ρε ζιουγρίμ;…Γλίγουρα, συρ’ φώναξι του δάσκαλου να τσακστεί να ρθ’….Έφτσα..αν στυγνώσ’ κι δεν ίρθις μι του Δάσκαλου, σ’ έσφαξα….
Ου Νάσιους , φεύγ’ σφαίρα για του σπίτ’ τ’ Δάσκαλου, που ίντου κάμπουσου ‘σμά…απ’ τουν πιαλτό γριντώθκιν τρεις φουρές κι κατατραφώθκιν..ντιπ λέραβους…. φταν..
Νάσιους: Δάσκαλιιι , γλήγουρα έφτσιν… θα μι σφάξ’
Δάσκαλος: Μα τι λέτε κύριε Γραμματέα; Και πώς γίνατε έτσι;;
Νασιους: Γλήγουρα κύριι Δάσκαλι ..μας καρτιράει ου Ντάφας στ’ν πλατέα… πρέπει να πάμε κατεπειγόντους…πιάλα
Έκπληκτους γι τ’ αυτή τ’ σπουδή τ’ Γραμματέα ου Δάσκαλους , ντύνιτι γλήγουρα-γλήγουρα κι μι γουργά βήματα, φτάν’ μαζί μι του Γραμματέα στν πλατέα.. Ανεβαίνουν τα σκαλιά γλήγουρα-γλήγουρα κι για πρώτ’ φουρά γλέπ τουν Πρόιδρου σι τέτοια κατάστασ’
Νταφας: Δάσκαλι σα να αργσις κάμπουσου…να μη ξαναγίν. Ξέρς ότι μπουρω να σι σφουγγαρίσου, να σ απουλικου ….Ακσι.. μι χρουστάς;
Δάσκαλος: Μάλιστα σας χρωστάω κύριε πρόεδρε
Ντάφας: Πρίν προυφτάσ’ ου Κώτιας να βαλ’ ένα φυλτζιάν τιουλτιουκου, κι του μπλάρ ικινουϊα π’ γλεπς στν καρούτα να πουτστεί… ισί θα προυκάμς κι θα γραψ ένα λουγίδριου σχιτικό μι του θέμα π’ γέγκιν τ’ χαραΐ (ξέρου ότι του ξερς καλά του θέμα… ήσαν κι σι ικεί)…κι κατουπίτυρα, θα σι πώ…
Πιαλάει ου Δάσκαλους, καπνός πίσου πτου μπάγκου ‘πτου καφινείου κι σχιδόν αμέσους ουλουκληρών του λόγου κι ιπιστρέφ’..
Ντάφας: Πάλι άργισις ψίχα…κανόντσι . Άκσι …μπουρεί να σπούδασις στ’ Σαλουνίκ’ που είνι 4-5 χρόνια αλά να μην αστουχάς ότι ιγώ έβγαλα τάξ’ στου Μπουγατσκό που ίνι Χάρβαρντ, ανώτερου ‘π’του Κέμπριτζ …θα μ’ ακούς λοιπόν…. σι δινου μια ιφκιρία, μια ιφκιρία στ Σαλουνίκ’ (Σαν τίτλους απου τραγουδ δεν ακούσκιν ρε;;)
Θα φκιάσουμι του ιξίς…ότ’ εφκιασάμι όταν ανέλαβα Πρόϊδρους θα φκιάσουμι κι τώρα, (σχιδόν ίδιις φουνές έχουμι). Θα σταθείς που πίσου απ’ τ’ν πλατ’ τ’ θκήμ’… κι θα βγαντς του λόγου κι ιγώ θα κ’νώ του στόμα, σαν να τα λέου ιγώ..ιντάξ;
Δάσκαλος: Να μη μας καταλάβουν κύριε Ντάφα…να μη μας δουν και εξεφτελιστουμε και
Ντάφας: Τι ιξιφτιλιστ… κι χαμπάρια ρε δάσκαλι;; Αυτά μι τα ιξιφτ.. κι πως πεις;; ..σαν ιξαπτέριγα ακούσκιν, αυτά να τ’ αφηκ’ς στουν παππά. Οχ άστου σι μένα…κανουνικά έπριπιν να ειδουποιήσουμι του λαό, αλλά οι πλιότιρ παιρν χάπια κι φλάγουντι μ’ αυτό του ζιούρου κι ιντς ζαρουγμένοι στα κατώια, ινώ οι άλλοι που εχν τα τρανά τα καμπαχάτια κι φκιάν ιλιάτσια, κόμα χειροτιρα, στς ίσμπις ίνι τρυπουμεν’.. Θα πιριουριστούμι λοιπόν στς μιθούκδις που ίντς στα καφινεία ( αν κι εχ’ν τζιβουμένα τα μάτια απ του πιουτί κι δε θαρρώ ν ακούσν καντίπουτα) κι στς αλλνους που ιντς καϊπιουμέν’ στς ντριτζκις, αφνούς δηλ που φλάγουντι πουλύ απ του ζιούρου..θα του παρν ομους του μήνυμα κι θα τα πουν κι στ’ς αλλνους….Άϊ Δάσκαλι ..χίρνα
Δάσκαλος: (ου Ντάφας κνάει του στόμα) Αγαπητοί Χωριανοί σήμερα το πρωί, έλαβε χώρα ένα γεγονός (Ντάφας !!!!σι ποιά χώρα ρε Δάσκαλι;;;, στν πλατέα στου Ντράνουβου γίγκιν, σι ποια χώρα;;) το οποιο διατάραξε την ομαλή και εύρυθμη λειτουργία της Κοινωνίας μας. Κατόπιν ενεργειών ΜΟ (ιδώια ου Ντάφας είπι του ΜΟ δυνατά , όπους μουγκριζ’ του δαμάλ’, έτσι τουν ίχιν πεί ου Δάσκαλους) Το στυγερό..
Ντάφας: Τι σουγλιρό ρε Δάσκαλι;;, που πααίν αυτό μι του καρπούζ’;;, του καρπούζ’ ίνι στρόγγυλου, τι σουγλιρό μι χιρσις;..
Δάσκαλους: Δεν έιπα σουβλερό κυριε Ντάφα, στυγερό είπα (και συνεχιζει) Το στυγερό αυτό έγγλημα…
Ντάφας: Τι λες ρε Δάσκαλι ;, να του πάλι του πεις , κι μάλιστα τώρα ‘κόμα χειρότιρα, ίπις σουγλιτιρό ..Δάσκαλι κι οι μιθσμέν’ πτου καφινείου χίρσαν να αναβαλνιούντι θα μας πουλιουμίσν τα φιλτζιάνια μι τ’ς ρακές κι οι άλλ’ στ ντρίτζγκις, χίρσαν να τσιουλών’ τα φτιά…Πρόσιξι…
Δάσκαλος: Το στυγερό αυτό έγκλημα διαλευκάνθηκε
Νταφας: Τι; Τί λέει αυτός ρα..όχ μόνι κάνκις , κομα χειρότιρα , λευκκάνκις λέει ου ξλέϊνους…Χίρσι τα ξεντρουπα ..θα μας μαδίσν..θ’ αρπαξ’ καένας του κλαμούρ κι θα μας φκιάσ’ άργανου..Άκσι να σι πω δάσκαλι…..
Δασκαλος: Μα σας παρακαλώ..αφήστε με να σας βοηθήσω κε Ντάφα
Ντάφας: Καλααααααα… αει να σι ιδώ…λέγι
Δάσκαλος: (κ’νάει του στόμα ου Ντάφας)Το στυγερό αυτό έγκλημα διαλευκάνθηκε, κατόπιν ενεργειών ΜΟ (άιντε πάλι).Παρ όλο του ότι αρχικώς αναγκάστηκα να επιβάλλω αυστηρές ποινές, αυτές μετριάστηκαν κατά πολύ κατόπιν της σημαντικής μαρτυρίας του κου Τζήκα. Έρχομαι όμως σήμερα να αναγκαστώ εκ νέου να επιβάλλω πρόσθετες ποινές για το συνετισμό και τη συμμόρφωση όλων
Ντάφας: (σχεδον εκμυστηρευόμενος) Όϊ Δάσκαλι μη τα λές τόσου αγλήγουρα …δε σι προυφτένου.. κουντεύου να στραγγουλίσου τ’ γλώσσα..
Δάσκαλος: Αποφασίζω λοιπόν να επιβάλλω την εξής επιπλέον ποινή …Κατά τη θερινή περίοδο , του τρέχοντος έτους 1953, ΑΠΑΓΟΡΕΥΩ την κατανάλωση από τους πολιτες κο Μήτσιο και κο Τσιότσιο που υπέπεσαν στο πρωινο εγκληματικό ατόπημα, την κατανάλωση οποιασδήποτε ποσότητας υδροπέπονος..
Ντάφας: Τι λες ρε τιτσερ;;; (του ίχι ακούσ’ απου έναν Ντριανουβνό Ιλληνουαμερικάνου πέρσ’ του καλουκαίρ’ στου παναΐρ στν Αησουτήρα))..Πότι συνουήθκαμι ιμις να πούμι για πιπόνια, για τα καρπούζια δε λέμι απ τα χαραΐ;; ..Τι λες ρε αμόρφουτι απ τ’ Σαλουνικ’; οχ μονι πιπόν’ ..’κόμα τρανύτιρου υδρουπιπόν’ ..Θα σι απουλήκου ζιουγρίμ..
Δάσκαλος: Μα κύριε Ντάφα..δεν είπα πεπόνι…
Ντάφας: Τί λές ρε τάχατι γραμματζμένι;..ιγώ θα σι αφήκου μιταξιταστέου , μας πήραν χαμπαρ ως κι οι μιθσμένοι θα..
Δάσκαλος: Σας παρακάλω κύριε Νταφα..λυπηθειτε με κε…..
Ενώ γίνονται όλα αυτά απ’ τουν απαν του Μαχαλά κατιβαίν’ απ τα σκαλιά ου Νιάνιους κι ου Κώτσιους
Κώτσιους: Τι σαλαβατιζν έτσ’ ρε Νιάνιου ου Δάσκαλους κι ου Πρόιδρους..τι λέν;;
Νιάνιους: Δε μπουρώ να σμαδεψου ακριβώς τι λέν ρε Κώτσιου…Είχα τσιουλώσ’ του φτί που παραπαν’ κι ου Δάσκαλους σα να λέει ειδήσεις στν ΥΕΝΕΔ ακούουνταν..τάλιγιν παραφύσις ιπιστιμουνικά..
ΣΥΝΝΕΧΙΖΕΤΑΙ