Χριστός Ανέστη πιδιά μ΄ καλά. Τι γενησέστι; Ιγώ μια φορά καλά είμι κι η μπάμπου μ΄ κόμα κι καλύτιρα, μόνι έκατι να σας πω τί γίγκιν υπροχτές τ΄ν Πασκαλιά.
Βγαίντας Μεγαλοπαρασκεβιάτκα από τ΄ν εκκλησιά, πααίντας κα του σπίτ΄, άξα λόσκοτο στο μεσοχώρ΄. Κίντσα κατ΄ ικεί κι είηδα κατ΄ ανθρώπ΄, απού δεν τς είχα ξαναειδή. ΄Φαίν΄ταν απού ήταν ξέν΄.
Είχαν ανάψ΄ κι μια φωτιά κι κλώνταν λόϋρα. Θάρεσα θα να χουν κα΄να θκό τς Μεγαλοπαρασκευιάτκου αντέτ΄ κι τς ρώτσα τι φκιάνουν. Μ΄ είπαν ότι ήρθαν για τ΄ αυτές τα μέρες στου χουριό, κι θα να μνεσκαν στ΄ Ντράμστα ως τ΄ν Πασκαλιά. Τς ρώτσα τι αντέτ΄ είνι αυτό μι τ΄ φωτιά κι μ΄ είπαν ότι θα να ψεναν κρεάσ΄ να φαν, γιατί αυτοί δε θέλουν τς νηστείες. Έσκυψα του κιφάλ΄ κι έφυγα. Ιγώ ξέρου ότι αυτήν τ΄ μέρα αλλοιώς τ΄ν κρατούν κι μια ζωή αυτό φκιάνου. Αυτοί απόμκαν ικεί κι ως τ΄ χαραή ακούγουνταν απού γλεντουσαν κι χόρευαν, αλλά σκέφκα ότι ου κάθε ένας έχ΄ δικαίωμα να ζάει, όπως αυτός θέλ΄! Κι ο Χριστός είπι ότι «όστις θέλει οπίσω μου ελθείν». Μι το ζόρ΄ τίποτας δε γένητι!
Το Σαββάτο το βράδ΄ που πάηναμι στ΄ν Ανάστασ΄, τα αντίσκηνα ήταν κόμα ικεί. Τ΄ν Κυριακή πρωΐ πέρσα απ το μεσοχώρ’ κι είχαν πετάξ΄ τς σκάρες που έψαιναν τ΄ Μεγαλοπαρασκιβή κι είχαν βάλ΄ ένα τρανό τσκάλ΄ ουπάν σι μια πυροστιά κι έβραζαν λάπατα. Μι φάνκι χόσκου να τρών κρέας Μεγαλοπαρασκεβιάτκα κι λάπατα τ΄ν Ανάστασ΄, αλλά πάλι δεν είπα τίποτας, γιατί ου κάθε ένας έχ΄ δικαίωμα να ζάει, όπως αυτός θέλ΄!
Κίντσα κα του σπίτ΄, έβαλα ζιάρα ανάμεσα στς φούρκες κι πήρα τ΄ σούγλα μι τ΄ αρνί, να τ΄ βάλου ουπάν στ΄ ζιάρα. Λόϋρα κάνταν κι τα Τσιαμητούλια, για να κλώθουν τ΄ σούγλα μι τ΄ν αράδα. Ένας από τ΄ αφνούς μ΄ είχι πάρ΄ του κοντό κι κάνταν στ΄ ζαβόρτσα κι τηρούσι. Σαν είηδι τ΄ αρνί χήρσι, να μι φουνάζ΄! Μ΄ είπιν ότι αυτό είνι έγκλημα, ότι δεν αψχώ το μπήραβο το χαϊβάν΄. Τουν ρώτσα γιατί του θκό μ΄ είνι έγκλημα κι αυτά που έτρωγι αυτός Μεγαλοπαρασκεβιάτκα δεν ήταν κι μ΄είπι ότι αυτός τα τρωγι στα κάρβουνα κι δεν τα τρωγι στ΄ σούγλα. Τουν είπα ότι τουν είηδα να τρώει κι κοκκορέτς, που ήταν στ΄σούγλα κι μ΄είπι ότι άλλοϊς είνι να σουγλίηζ΄ κοκκορέτς γιατί δε σουγλίηζ ολόκληρο τ΄ αρνί. Τουν είπα ότι ου κάθε ένας έχ΄ δικαίωμα να ζάει, όπως αυτός θέλ΄. Όπως ιγώ δεν είπα τίποτας για τ΄ αυτόν Μεγαλοπαρασκεβιάτκα, έτς να φύει κι να μ΄ αφήσ΄ στ΄ν ησυχία μ΄, να φκιάκου τη δλειά μ΄, αλλά αυτός κάνταν στ΄ ζαβόρτσα κι φώναζι. Τουν είπα να συχάσ΄, γιατί θα χνήσου τουν Καλέσ΄ κι αυτός φώναζι κόμα πλειότερο.
Φουνάζου τουν Καλέσ΄, όπως τους είχα δεμένουν κι τουν λέου: «πάρ΄ τον», για να γκαμπγκαλήσ΄ λίγου κι να σκιαχτεί ου άλλος κι να φύει, αλλά ου Καλέης έκοψι τουν άλτσο κι χνήθκι ουπάν΄ από τ΄ ζαβόρτσα κι χήρσι να τουν κηνυγάει. Ίσια που πρόλαβι κι γκραμπατσώθκι στ΄ Τζιουτζιάδ΄κη τ΄ν κουρουμπλιά. Ου Καλέης απόμκιν ουπκάτ΄ απ΄ τον κουρουμπλιά κι γκαμπγκαλνούσι.
Οι άλλ΄ που ήταν αντάμα μι τ΄ αυτόν σαν είηδαν τι γίγκιν φοβήθκαν να μη χνήσουμι κι άλλα σκλιά, έμασαν αγλήγορα τα αντίσκηνα, πήραν κι του τσκάλ μι τα άβραστα τα λάπατα κι έφυγαν. Αυτόν απού έσκουζι τουν άφκαν ουπάν στ΄ν κουρουμπλιά. Μέσα στου γλέντ΄ απού έστσαμι στ΄ν αυλή, τουν αστόησα κι ιγώ. Ήπια κι λίγου παραπάν΄ κι πλάηασα νωρίς.
Τ΄ν άλλ΄ τ΄ χαραή που σκώθκα, κίντσα κα τ΄ αχούρ΄, είηδα τον κομμένο τον άλτσο κι θμήθκα τι γίγκιν. Κίντσα κα τ΄ Τζιουτζιάδικη τ΄ν κουρουμπλιά. Ου Καλέης ήταν από κάτ΄ κι γκαμπγκαλνούσι κι ου άλλους ήταν κόμα γκραμπατσουμένους κι δεν κοτούσι να κατιβεί.
Έδεσα τον Καλέσ΄ κι τουν βοήθ΄σα να κατιβεί. Τουν πήρα κι στου σπίτ΄, γιατί ήταν νηστκός κι τουν αψύησα. Π΄νούσι σα λύκους, ύστιρα από ένα μερόνυχτο ουπάν΄ στ’ν κουρουμπλιά. Τουν λέει η μπάμπου: «θα φας κρεάσ΄ απ΄ το ιχτεσνό το σουγλισμένο πιδί μ΄»; Θα φάου μπάμπου μ΄, είπι αυτός κι έφαγι όλον τον ταβά. Φεύγοντας μας χιρέτσι κι μας είπι ότι τ΄ χρόν΄ τ΄ Μεγάλ΄ Παρασκιβή, θα φάει λάπατα!!
Μπαρμπα Κώτσιους Τσιαμήτ’ς
Ντράμστα