497
ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΤΟΥ ΘΑΥΜΑΤΟΣ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΝΙΚΑΝΟΡΟΣ
ΠΟΥ ΕΔΙΩΞΕ ΤΗΝ ΠΑΝΩΛΗ ΚΑΙ ΕΣΩΣΕ ΤΑ ΣΕΡΒΙΑ ΤΟ 1730.
«Ω! Καλότυχες οι γλώσσες που μπορούνε να πούνε στα σημερινά χρόνια μαζί με τον Δαυίδ: «Αγαθόν μοι, Κύριε, ότι εταπείνωσάς με, όπως αν ίδω τα θαυμάσιά σου. ..Μακάριος άνθρωπος, ον αν παιδεύσης, Κύριε, του πραΰναι αυτόν αφ’ ημερών πονηρών. ».
Κάποτε, γύρω στά 1725, ἡ Μονή βρέθηκε σέ πολύ δύσκολη οἰκονοµική κατάσταση ἐξαιτίας τῆς βαρύτατης φορολογίας πού εἶχαν ἐπιβάλει οἱ ὀθωµανοί κατακτητές. Οἱ µοναχοί ἀποφάσισαν νά µεταφέρουν τήν τιµία κάρα τοῦ Ὁσίου στά Σέρβια, γιά δύο λόγους· ἀφενός γιά νά ἀπαλλαγεῖ ἡ πόλη ἀπό ἐπιδηµία πανούκλας πού θέριζε τούς κατοίκους καί ἀφετέρου νά συγκεντρωθοῦν χρήµατα ἀπό τήν ἐλεηµοσύνη τῶν χριστιανῶν γιά νά σωθεῖ καί τό Μοναστήρι.
Πῆραν λοιπόν τήν τιµία κάρα δύο ἱεροµόναχοι – ὁ ἡγούµενος Δαβίδ καί ὁ πνευµατικός Νεόφυτος – καί τό βράδυ ἔφτασαν στό χωριό Καισαρία. Ἐκεῖ τούς προϋπάντησε ἕνας εὐλαβής χριστιανός, ὁ Νικόλαος, πού µέ χαρά τούς κάλεσε νά φιλοξενηθοῦν στό σπίτι του. Τό πρωί τούς παρακάλεσε νά ψάλουν Ἁγιασµό στό σπίτι του καί ὁ ἴδιος ἔτρεξε νά εἰδοποιήσει τούς γείτονες νά ἔλθουν στόν Ἁγιασµό καί νά ἀσπασθοῦν τήν κάρα τοῦ Ἁγίου. Σέ λίγο γέµισε τό σπίτι ἀπό χριστιανούς. Μετά τόν Ἁγιασµό ἄρχισαν νά ἀσπάζονται ὅλοι τήν τιµία κάρα. Ἀνάµεσά τους πλησίασε νά κάνει τό ἴδιο καί µιά νέα γυναίκα, «ἄσεµνος καί ἀκάθαρτος, καί παρευθύς ἔπεσεν εἰς τήν γῆν ὡς ἀποθαµένη».
Ὅταν µετά ἀπό λίγο συνῆλθε, τή ρώτησαν τί συνέβη. Καί µέ φανερό φόβο ἐκείνη εἶπε: «Καθώς πλησίαζα στήν τιµία κάρα, ἕνας καλόγερος κοκκινογένης µοῦ ἔδωσε δυνατό ράπισµα στό πρόσωπο καί µέ θυµό µοῦ εἶπε· ἐγώ αὐτή τήν ὥρα ἤθελα, ἀδιάντροπη, νά σέ θανατώσω, ἐπειδή ἄν καί εἶσαι τόσο ἁµαρτωλή καί ἀκάθαρτη τόλµησες νά µέ πλησιάσεις. Ὅµως ἐξαιτίας τῆς εὐλάβειας αὐτοῦ ἐδῶ τοῦ Νικολάου, σοῦ χαρίζω τή ζωή. Καί πρόσεξε νά µή πλησιάσεις ἀναξίως στό ἑξῆς τά ἱερά, γιά νά µή πάθεις τίποτε χειρότερο».
Ὅταν οἱ πατέρες ἔφτασαν στά Σέρβια, ἔκαναν Ἁγιασµούς γιά νά ἀπαλλαγεῖ ἡ πόλη ἀπό τήν πανούκλα. Τό θαῦµα δέν ἐβράδυνε νά γίνει. Καί τό ἔδειξε ὁ Ἅγιος µέ τό ὅτι ὅταν ἐτελεῖτο ὁ Ἁγιασµός ἡ τιµία κάρα του ἔτριζε µέσα στό ἱερό κιβωτίδιο πού ἦταν τοποθετηµένη, «ἡ δέ λοιµώδης καί φθοροποιός νόσος ἐξωστρακίζετο» ἀπό τήν πόλη. Καί µέσα σέ λίγες µέρες εἶχε περάσει τελείως.
Βλέποντας τό ἐξαίσιο αὐτό θαῦµα οἱ ὀθωµανοί ὀργίστηκαν, καί ἔλεγαν πώς δέν ἦταν θαῦµα τοῦ Ἁγίου ἀλλά µαγεία. Καί δύο φανατικοί γενίτσαροι ἀποφάσισαν νά ἁρπάξουν ἀπό τούς πατέρες τήν τιµία κάρα, ὅταν περνοῦσαν ἀπό κανένα στενό δρόµο, καί νά τήν κοµµατιάσουν.
Ὁ Θεός ὅµως δέν τούς ἄφησε νά πράξουν τό ἀνοσιούργηµα: Τό βράδυ ὁ ἕνας ἀπό τούς δύο πέθανε ἀπό τήν πανούκλα,αυτος και ολη η οικογενεια του, ἐνῶ στόν ἄλλο ἐµφανίστηκε ὁ Ἅγιος σέ ὅραµα καί τοῦ εἶπε: «Τί ἦταν αὐτό τό πονηρό πού σκέφτηκες νά κάνεις µαζί µέ τό σύντροφό σου; Ἐγώ ἔλαβα ἀπό τόν Θεό τήν ἐντολή νά σέ θανατώσω αὐτή τή νύχτα, ὅπως καί τό φίλο σου. Ἀλλά σέ ἐλέησα γιά νά διαλαλήσεις τή δική σου σωτηρία καί τοῦ συντρόφου σου τή συµφορά». Ἔντροµος ξύπνησε, ἔµαθε τά καθέκαστα γιά τό φίλο του καί τό πρωί ἔλεγε µέ παρρησία σέ ὅλους τί συνέβη· καί δόξαζε τόν Ἅγιο καί τόν Θεό γιά τήν εὐεργεσία τους.
Σωστικές ἐπεµβάσεις τοῦ ὁσίου Νικάνορα γιά ἀπαλλαγή ἀπό τήν πανούκλα πού µάστιζε παλαιότερα τούς ἀνθρώπους, ἀναφέρονται κατά τά ἔτη 1812 καί 1826 στήν Ἤπειρο, εἰδικότερα δέ καί στήν Κόνιτσα τό 1816 καί δύο χρόνια ἀργότερα. Ἔτσι ἐξηγεῖται καί τό γεγονός ὅτι κοντά στήν Κόνιτσα ὑπάρχει καί χωριό µέ τ’ ὄνοµα Νικάνορας.
Στίς ἀρχές τοῦ 20οῦ αἰώνα φοβερή ἀρρώστια ἀφάνιζε τά µικρά παιδιά τοῦ Βογατσικοῦ. Οἱ κάτοικοι ζήτησαν καί ἦρθαν στό χωριό τους τά τίµια λείψανα τοῦ Ὁσίου ἀπό τό Μοναστήρι του καί ἡ ἐπιδηµία πέρασε. Οἱ χριστιανοί ἀπό εὐγνωµοσύνη γιά τή σωτηρία τῶν παιδιῶν τους φιλοτέχνησαν δύο εἰκόνες πρός τιµήν τοῦ Ὁσίου, ἀργότερα δέ ἀνήγειραν καί πετρόκτιστο ναό, σέ ρυθµό βασιλικῆς.
Ἀπό τόν «Κώδικα» τῆς Ζάβορδας 1534/1692 ἐξάγεται ὅτι στήν πόλη καί τά χωριά της περιφέρονταν κατά καιρούς τά λείψανα τοῦ Ἁγίου πρός εὐλογίαν, ἀποτροπή ἐπιδηµιῶν καί συγκέντρωση ἐλεηµοσυνῶν. Σώζονται ἐπίσης καί ἀρκετές «ἐνθυµήσεις» (σηµειώσεις) σέ ἐκκλησιαστικά λειτουργικά βιβλία, ὅπως ἐκείνη τοῦ 1814 πού ἀναφέρει :
«1814 τόν Αὔγουστο ἀκολούθισεν ἡ πανούκλα στην Καστοριά».
Ἄλλη πού λέει:
«Τόν ἅγιο Νικάνορα τόν ἔχουµε φέρει κι’ ἄµα ἦρθε κόπηκαν οἱ ἀσθένειες. Πρίν απεθνισκαν κάθε µέρα».
Γύρω στό ἔτος 1760 ἔπεσε θανατηφόρα ἐπιδηµία στόν Γέρµα. Ἀµέσως οἱ εὐσεβεῖς κάτοικοί του, γιά νά γλιτώσουν, ζήτησαν ἀπό τήν Ἱερά Μονή Ζάβορδας νά µεταφερθεῖ στό χωριό τους ἡ τιµία κάρα τοῦ Ὁσίου, πράγµα πού ἔγινε. Τό βράδυ τῆς ἡµέρας πού κοµίστηκε ἡ κάρα στόν Γέρµα, ὁ ἱερέας τοῦ χωριοῦ εἶδε στό ὄνειρό του µιά πανάσχηµη γριά (τήν ἐπιδηµία) νά τριγυρίζει στά σοκάκια καί νά µπαίνει στά σπίτια τοῦ χωριοῦ. Ξαφνικά ἐµφανίστηκαν δύο ἅγιοι µοναχοί (οἱ ὅσιοι Νικάνορας καί Διονύσιος ὁ ἐν Ὀλύµπῳ) κι ἔδιωξαν τή γριά ἀπ’ τό χωριό, κυνηγώντας την µέ τά ραβδιά τους.
Τό πρωί ὁ ἱερέας ἀνακοίνωσε χαρούµενος στούς ἐνορίτες του τό σηµαδιακό ὄνειρο καί πρόβλεψε τήν ἄµεση ἀπαλλαγή τους ἀπό τή ἐπιδηµία, πράγµα πού ἔγινε. Οἱ κάτοικοι τοῦ Γέρµα ἀπό εὐγνωµοσύνη φιλοτέχνησαν δύο εἰκόνες γιά τούς ἁγίους Νικάνορα καί Διονύσιο πού σώζονται ὥς σήµερα στόν ἐνοριακό ναό τοῦ Ἁγίου Γεωργίου.
Κατά τό ἔτος 1908 ἡ Καστοριά ὑπέφερε ἀπό βαριᾶς µορφῆς ὀστρακιά, µέ ἀποτέλεσµα νά πεθαίνουν πολλά µικρά παιδιά. Τότε ἐστάλη ἀπό τήν πόλη στή Μονή τῆς Ζάβορδας ὁ Μανάς, µέ τήν παράκληση νά σταλοῦν στήν Καστοριά τά λείψανα τοῦ ἁγίου Νικάνορα. Οἱ πατέρες ἱκανοποίησαν τό αἴτηµα και εστειλαν τά λείψανα µέ συνοδό .Μόλις τά λείψανα ἔφτασαν στήν πόλη, ἀµέσως ἔπαψε τό θανατικό καί κατά τήν ἔκφραση τῶν τότε καστοριανῶν «ἡ ἀρρώστια κόπηκε µέ τό µαχαίρι».
Κατά τήν ἐπίσκεψη αὐτή τῶν λειψάνων κρατήθηκε τµῆµα τους µέσα σέ ὡραία λειψανοθήκη.
Σέ τοπική ἐφηµερίδα ἀναγράφεται: Ζαγορίτσανη, µεγάλη ἀνοµβρία. Ἦρθε ὁ ἡγούµενος πού ἔφερε τά λείψανα τοῦ ἁγίου Νικάνορα καί πράγµατι τήν ἄλλη µέρα ἔβρεξε. (Ὑπῆρχε φοβερό πρόβληµα ἀνοµβρίας τό ὁποῖο καί δηµιουργεῖ φοβερό πρόβληµα στή σοδειά 7.8.1927).
Ὅταν ἔχτιζαν τήν ἐκκλησία τοῦ ἁγίου Νικάνορα οἱ µαστόροι εἶχαν κι ἕνα µουλάρι πού κουβαλοῦσε τίς πέτρες. Ἕνας λύκος ὅµως τό ἔφαγε. Οἱ µαστόροι δέν ἤξεραν τί νά κάνουν. Τότε σκεφτηκαν νά χρησιµοποιήσουν τήν ἀρκούδα πού θά ἐµφανιζόταν μπροστα τους τήν ἄλλη µέρα. Πραγµατικά, τό πρωί πού ξύπνησαν, βρῆκαν µιά ἀρκούδα πού ἔστειλε ὁ ἅγιος. Τῆς ἔβαλαν σαµάρι κι αὐτή κουβαλοῦσε τίς πέτρες γιά νά τελειώσει τό ἔργο.
Κάποτε εἶχε πέσει τόση ἀκρίδα στό χωριό Ἐλάτη πού ὅταν θέριζαν ἐκεῖνες ἔτρωγαν τά ροῦχα τῶν γεωργῶν. Οἱ χωρικοί πῆγαν στό Μοναστήρι, πῆραν τά τίµια λείψανα τοῦ Ἁγίου κι ὅταν πέρασαν τόν Ἁλιάκµονα ἔφυγαν οἱ ἀκρίδες, ἔπεσαν στό ποτάµι καί πνίγηκαν.
Ἀπολυτίκιον
Νίκης εἴληφας, ἄφθαρτον στέφος, πάτερ ὅσιε, παρὰ τοῦ Κτίστου, τῶν σῶν ἀγώνων ἀντάξιον ἔπαθλον· τὴν γὰρ πατρίδα λιπὼν τὴν ἐπίγειον, τῆς οὐρανίου οἰκήτωρ γεγένησαι· ὅθεν πάντες σὲ πίστει καὶ πόθῳ γεραίρομεν· χαίροις Νικάνορ, Ὁσίων ὁμόσκηνε.
Μεγαλυνάριο Χαίροις των Σερβίων ο ιατρός, Γρεβενών το κλέος, και οικουμένης ο βοηθός· χαίροις ο προστάτης, των σε τιμώντων πόθω, Νικάνορ Καλλιστράτου, φωστήρ πολύφωτε.