Για το Άγιο Όρος, το μόνο που ήξερε, ήταν ότι αποτελούσε το τρίτο «πόδι» της Χαλκιδικής και ότι επρόκειτο για την ανατολικότερη από τις τρεις χερσονησίδες που απλώνεται με χάρη στην καταγάλανη απεραντοσύνη του Αιγαίου, μεταξύ Θερμαϊκού και Στρυμωνικού κόλπου, σε μήκος περίπου 60 χιλιομέτρων, καλύπτοντας μια επιφάνεια γης, περίπου 365 χιλιομέτρων.
Όσο για τους μοναχούς που εγκαταβιώνουν εκεί, τα μόνα που γνώριζε ήταν όσα πολύ φευγαλέα είχε διαβάσει τον τελευταίο καιρό που ετοίμαζε αυτό το ταξίδι.
Γενικότερα για το μοναχισμό πληροφορήθηκε ότι επρόκειτο για έναν ειδικό τρόπο ζωής που επιλέγουν άνδρες και γυναίκες. Είναι αυτοί και αυτές που απαρνούνται τα εγκόσμια και αναχωρούν από τον κόσμο της βουής σε ερημικά και απόμακρα μέρη, σε Μονές και Ησυχαστήρια, όπου αυτοπεριορίζονται για τη σωτηρία της ψυχής τους και την ένωσή τους με το Θεό.
Ειδικότερα, όμως, για τη Μοναστική Πολιτεία του Άθω, πέραν των όσων είχε διαβάσει, εντύπωση του έκαναν αυτά που άκουσε από διηγήσεις και είχαν να κάνουν με πολύ περίεργες καταστάσεις, με εξωπραγματικά γεγονότα, σε βαθμό που η πραγματικότητα του Αγίου Όρους να παρουσιάζεται ως θρύλος!
Υπάρχει λέει μια παλιά και άγραφη παράδοση που θέλει, κοντά στην κορυφή του Άθωνα να ζουν ανυπόδητοι και κουρελήδες – χειμώνα καλοκαίρι – δώδεκα αόρατοι μοναχοί, τρεφόμενοι από την ευχή. Κανένας δεν τους βλέπει, εκτός από τους φωτισμένους, ή αυτούς στους οποίους οι ίδιοι οι μοναχοί επιλέγουν για να εμφανιστούν, αλλά όλοι πιστεύουν στην ύπαρξή τους και μάλιστα, όπως λέγεται, αυτός ο αριθμός των δώδεκα παραμένει σταθερός, αιώνες τώρα, αφού μετά την κοίμηση κάποιου αυτομάτως αναπληρώνεται από άλλον μοναχό.
Είχε επίσης διαβάσει πως σ΄αυτόν τον ευλογημένο τόπο υπήρχε και μια μικρή έρημος (κατ΄απομίμηση της ερήμου του Σινά), μια περιοχή μεταξύ της Μεγίστης Λαύρας και της Αγίας Άννας, η οποία στο μεγαλύτερο μέρος της είναι τραχιά, άνυδρη και άγονη, αλλά αποτελεί το άνθος του μοναχισμού στο Όρος.
Σ΄αυτό το άγριο τοπίο, με τους απότομους γκρεμούς, τα βράχια και το λιγοστό χώμα, για να συντηρούνται εδώ κι εκεί κάποια αγκαθόχορτα, ανθεί η πλούσια αγιότητα με την ευλογία του Θεού.
Σ΄αυτό το μέρος, οι όσιοι ερημίτες, οι καλυβίτες, οι ησυχαστές, οι καθισματαραίοι, οι ασκητές στη μόνωση, στις κακοπάθειες και στις στερήσεις, εγκαταβιώνουν διασκορπισμένοι κι αυτοί εδώ κι εκεί, επειδή κατάφεραν και συνέτριψαν το «κατά φύσιν» και προσαρμόστηκαν στις συνθήκες του «υπέρ φύσιν», και συνάμα κατάργησαν τις ανθρώπινες φυσικές ανάγκες και επιθυμίες, μεταλλάσσοντάς τες και δίνοντάς τες συγκλίνουσα κατεύθυνση προς τον ουρανό, την αιωνιότητα και το Θεό.
Στις αυτοσχέδιες απομονωμένες καλύβες, στις λεγόμενες «αετοφωλιές» και τα ησυχαστήρια στις κόγχες των βράχων, οι ερημίτες μοναχοί είναι βυθισμένοι νύχτα και μέρα στην προσευχή, στην πνευματική και ψυχική άσκηση, δίχως κανέναν σύνδεσμο με τα εγκόσμια, παραμελώντας εντελώς τη φροντίδα του σώματος.
Υμνούν και δοξάζουν αδιάκοπα το Θεό και τον ικετεύουν για τη σωτηρία τη δική τους και της ανθρωπότητας ολόκληρης.
Αυτά και τόσα άλλα, όλα πρωτοφανή και πρωτάκουστα γι αυτόν, φλόγισαν τη φαντασία του και τον ώθησαν στη μεγάλη απόφαση για να κατευθυνθεί στην έρημο του Αγίου Όρους. Κι όταν επέστρεψε έλεγε στους φίλους του: Εκεί, ψηλά στο Όρος, επιβεβαιώνεται με τον πιο κατηγορηματικό τρόπο η άποψη που θέλει το βίωμα να «διδάσκει» ασυγκρίτως περισσότερα από τη θεωρία και τη γνώση. Οι καταστάσεις που βιώνουν εκείνοι οι άνθρωποι στη μοναχικότητά τους, μακριά από τη βουή του κόσμου, μπορεί για όλους εμάς να είναι ακατανόητες, αλλά γι αυτούς είναι η χαρά της ζωής, είναι η άλλου είδους γνώση, αυτή που εμείς δεν γνωρίζουμε και δεν πρόκειται να αποκτήσουμε όσα βιβλία και αν διαβάσουμε.
Ηλίας Μάρκου