Οι Βοϊώτες δεν βλέπουν την ώρα να αναπνεύσουν τον καθαρό αέρα του Βοΐου.. Φέτος όμως όλοι θα τον στερηθούμε αφού θα παραμείνουμε στα σπίτια μας, στις πόλεις ‘και μέχρι να μας επιτραπεί να ταξιδέψουμε στο Βόιο θα σιγοψυθιρίζουμε ¨”πάρτε με απάνω στα βουνά τι θα με φάει ο κάμπος!!”
Το άρωμα από τα ανθισμένα μωβ ανθάκια πασχαλιάς έχει πλημμυρίσει την ατμόσφαιρα και φέρνει στο μυαλό και στην ψυχή αναμνήσεις, εικόνες και συναισθήματα από το παρελθόν, που έχουν χαραχτεί βαθιά μέσα μας και δεν ξεχνιούνται. Τέτοιες μέρες άστραφταν στο λαμπρό φως του ανοιξιάτικου πρωινού τα καινούρια παπούτσια καθώς όλα τα παιδιά του χωριού φορούσαν «τα καλά τους» και πήγαιναν στην εκκλησία για να «μεταλάβουν». Κορδέλες στα μαλλιά για τα κορίτσια , τα αγόρια κοντοκουρεμένα και ο δάσκαλος σκέτο φόβητρο Τα χέρια της μάνας, χάιδευαν απαλά και γλυκά τα κουλουράκια λες κι ήταν παιδικά κεφαλάκια. Κινήσεις αγάπης του μόχθου, με δάχτυλα φουσκωμένα από το ζύμωμα στην πήλινη λεκάνη. Τα περίτεχνα διακοσμημένα κόκκινα αυγά, τυλιγμένα στην “κάλτσα” με φύλλα αρμπαρόριζας, στραφτάλιζαν περασμένα με λαδάκι.
Το σπίτι πεντακάθαρο, ρείθρα κάτασπρα από τον ασβέστη, και τα λουλούδια στην αυλή,φυτεμένα σε παλιά δοχεία από φέτα, βαμμένα κόκκινα, γεμάτα μπουμπούκια, Η νηστεία ήταν πραγματική στον κώδικα της εσωτερικής κάθαρσης, στο σπίτι μιλούσαμε ψιθυριστά σχεδόν κι απαγορεύονταν τα γέλια και οι μουσικές. «Είναι μεγαλοβδομάδα» μας έλεγαν και μας κοιτούσε αυστηρά καθώς παίζαμε. Κορδέλες από κλωστή και ανοιξιάτικα λουλούδια που περνούσαμε ολονυχτίς στο στόλισμα του επιτάφιου. Τα 12 ευαγγέλια, το λιβάνι που νύσταζε όλα τα παιδιά, οι τραγουδιστές φωνές των ψαλτάδων και εκείνος ο ισχνός «αμνός του Θεού»με μάτια που έκρυβαν μέσα τους την ευθύνη για ολάκερο τον κόσμο.
Κατάνυξη και ευωδιά από τα κεριά, μουντή η ατμόσφαιρα τη Μ. Παρασκευή και μια υπόκωφη αίσθηση πως αυτή η ακολουθία, δεν ήταν ίδια με τις άλλες. Το τρεμουλιαστό στην ανοιξιάτικη νύχτα “δεύτε λάβετε φως” του ιερέα, τα πραγματικά φιλιά κι όχι εκείνα των Ιούδων, η μαγειρίτσα, τα «τσουγκρίσματα» των αυγών και των συγγενών στο πασχαλινό τραπέζι. Πού πήγαν άραγε οι εκείνες οι πασχαλιές; Ποιος άνεμος επίπλαστης ευημερίας τις πήρε και τις σήκωσε;
Μόνο μνήμη απόμεινε το «γλυκύ έαρ» των παιδικών μας χρόνων. Τότε ακόμη ελπίζαμε … Σήμερα μια λαμπάδα φωτός αναζητά ο καθένας μας, ένα φιλί ελπίδας, εκείνη τη λησμονημένη πίστη και την ευωδιά της προσδοκίας Καλή Ανάσταση….
8