Μια παλιά σαμαρνιώτικη παράδοση αναφέρει:«Την ώρα πού κάποιος βοσκός έψηνε κρέας στην Βάλια Κίρνα, ένας διάβολος τον πλησίασε και άρχισε να ψήνει βατράχια στην ίδια φωτιά.Προσπαθούσε να εκνευρίσει το βοσκό και να τού αποσπάσει μια λέξη για να τού πάρει τη φωνή.Ανάμεσα στα άλλα τού έλεγε: meâ pikätä, ta nu pikätä=το δικό μου (κρέας) στάζει (λίπος), το δικό σου δε στάζει.Μετά από πολλή ώρα εξαγριωμένος ο τσομπάνος και χωρίς να πει λέξη, σήκωσε τη σούβλα του και χτύπησε το διάβολο στο κεφάλι με αποτέλεσμα να τού κόψει το αυτί» .
Σαμαρίνα
Αρχές του Νοέμβρη, δέκα το πρωί και η Σαμαρίνα ησυχάζει κάτω από βαριά συννεφιά. Το Φθινόπωρο έρχεται νωρίς και η διάθεση του καιρού αλλάζει από ώρα εδώ στα μεγάλα υψόμετρα της Πίνδου. Ένα κερί στη χάρη της Μεγάλης Παναγιάς και παίρνουμε τον δρόμο που τραβάει για το Δίστρατο, την Μπριάζα της Κόνιτσας και την Κοιλάδα των δαιμόνων, που οι Βλάχοι την λένε Βάλια Κίρνα, το σωστό βέβαια είναι Βάλια Κρρνα.
Στο μοναστήρι της Αγίας Παρασκευής
Τέσσερα χιλιόμετρα νότια της Σαμαρίνας, αριστερά μας,είδαμε το ιστορικό μοναστήρι της Αγίας Παρασκευής και τον ναό της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος. Εδώ ήταν χτισμένη η παλιά Σαμαρίνα. Το μοναστήρι της Αγ. Παρασκευής χτίστηκε 1713. Ιδρυτές του ήταν οι σαμαριναίοι μοναχοί Νικηφόρος και Διονύσιος που ήρθαν από το Άγιο Όρος.
Στη δεξιά πλευρά της εισόδου, η εξαιρετικής τέχνης λιθανάγλυφη παράσταση, φανερώνει την φαντασία του άγνωστου λιθοξόου που στα 1771 σμίλεψε την πέτρα, με εξαιρετική επιδεξιότητα.Από το μοναστήρι δεν σώζεται παρά μόνο το καθολικό που το εσωτερικό του είναι κατάγραφο με τοιχογραφίες Σαμαριναίων ζωγράφων. Κάποτε υπήρξε σπουδαίο καλλιτεχνικό εργαστήρι της εκκλησιαστικής ζωγραφικής για τους Σαμαριναίους ζωγράφους αλλά και Φουρκιώτες. Υπήρξε καταφύγιο των κλεφταρματολών. Από δω ξεκίνησε τη δράση του ο Οσιομάρτυρας Δημήτριος που τον σκότωσε ο Αλη Πασιάς το 1808 .
Η διαδρομή για τις Επτά Βρύσες και ΚρεμαστόΝερό
Ακολουθούμε τις πινακίδες « Επτά Βρύσες ». Ο χωματόδρομος που χαράζει την αρσενική φύση της Λάζαινας, γίνεται στενός.Απέναντι στις ορθοπλαγιές της Γομάρας, αφρισμένες νεροσυρμές, γκρεμίζονται σε σκοτεινά φαράγγια.Κάτω από τα πόδια μας η Λάζαι να ρίχνει τους γκρεμούς της στο ρέμα που κατηφορίζει από τον Ρωμιό. Οι Σαμαρνιώτες το αποκαλούν Κουκουμανέρι. Το ποτάμι γλιστράει προς τον Αώο, στοιχειό γαλαζοπράσινο, μαργιόλο. Δεξιά του ρέματος η περιοχή ονομάζεται« Πάντεα αλ κάλιορλορ =Το σιάδι των αλόγων και αριστερά ονομάζεται «Κουρκουμπέτι» δηλαδή κολοκύθες. Ονομάστηκε έτσι γιατί εκεί κυλούσαν τα κεφάλια των Τούρκων που σκότωναν οι κλέφτες Γκαρέλια.
Στα καμένα της Βάλια Κίρνα
Όπου να κοιτάξεις τριγύρω, κυματίζουν φεύγοντας στον ορίζοντα, υψώματα, κυματιστά βουνά, λόφοι.Από τη θέση «Τούλια-κιάπτινι», κιάπτινι στα βλάχικα σημαίνει χτένα, βλέπουμε το Δίστρατο της Κόνιτσας και σε πρώτο πλάνο τα πρώτα καμένα δένδρα. Πριν από κάποια χρόνια μια φωτιά που ξέσπασε στο βουνό Κλέφτες του Δίστρατου, πέρασε τον Αώο, ανηφόρισε τις πλαγιές του Σμόλικα και καίγοντας τα πάντα, έφτασε ως εδώ στη Βάλια Κίρνα.Τα χρώματα παίζουν από το σταχτί του βράχου, ως τη σιένα και την ούμπρα. Όλος μαζί ο τόπος αναδίνει κάτι το λιπόσαρκο και το αυστηρό. Αυτά τα χρώματα έφερε μαζί της η καταστροφή.
Μια βρύση παράδειγμα
Δεξιά του δρόμου μια βρύση φτιαγμένη από κορμούς δέντρων με την δωρική πελεκητή τέχνη του κατασκευαστή της, συμπληρώνει το τοπίο και με τα παγωμένο νερό της μας ξεδιψά.
Για τα χειμαδιά
Και ξαφνικά κουδούνια, γαυγίσματα, φωνές ξέσχισαν τον αέρα. Ένα μεγάλο κοπάδι κατέβαινε από τις Επτά Βρύσες και τραβούσε για τα χειμαδιά της Λάρισας. Τσοπαναραίοι, μυθικοί καβαλάρηδες. Η Πίνδος και το ατελείωτο ανεβοκατέβασμα των κοπαδιών της.Φθινοπωριάτικες παραστάσεις της σέπιας!
Διασχίζοντας την κοιλάδα
Αφήσαμε το δρόμο που τραβάει για το Δίστρατο και ακολουθώντας αυτόν που ανοίγονταν δεξιά μας, μπήκαμε στη Βάλια Κίρνα, την Κοιλάδα του διαβόλου ή Κοιλάδα των δαιμόνων ή Καταραμένη Κοιλάδα. Μονομιάς μας τύλιξαν τα βουνά της και μεις χωθήκαμε σερπετά. Αριστερά, του ποταμού ο τόπος πλαταίνει. Οι Άγγλοι αρχαιολόγοι Άλαν Βέϊς και Μωρίς Τόμσον που την επισκέφτηκαν στα 1911-13, αναφέρουν ότι στη Βάλια Κάρνα λειτουργούσαν πέντε πριονόμυλοι. Ανεβαίνουμε κόντρα στο ποτάμι. Η κοιλάδα όσο πάει στενεύει και αγριεύει πιο πολύ. Δάση πυκνά απροσπέλαστα σκεπάζουν τα βουνά και ρέματα, πολλά ρέματα με πεντακάθαρα νερά, τα κομματιάζουν. Τα πέρασε στις οξιές το Φθινόπωρο, συμπληρώνουν την παλέτα της ψυχής. Στο βάθος εκεί που η κοιλάδα τελειώνει, ανάμεσα από τα μαύρο πεύκα, φάνηκε ο μεγάλος καταρράκτης της καταραμένης κοιλάδας.
Ο Γαλάζιος Λάκκος
Στην μεγάλη στροφή ένα ρέμα που κατεβαίνει από ψηλά και σχηματίζει μικρούς καταρράκτες στο διάβα του, με την ορμή της ομορφιάς του, σε αναγκάζει να σταματήσεις.«Λακ’ Βίνετο – Γαλάζιος Λάκκος ».
Τα πεντακάθαρα νερά του έρχονται από μια μικρή λίμνη που βρίσκεται κάτω από την κορυφή της Μόσιας και ονομάζεται «Αρούγκο».Εδώ είχαν το λημέρι τους οι ληστές Γκαρέλια που κατάγονταν από την Μπριάζα, το Δίστρατο. Η περιοχή ονομάζεται « Τσιόρλου αλ Γκαρέλια = Το Ποδαρικό του Γκαρέλια».Οι άγγλοι αρχαιολόγοι αναφέρουν ότι στην περιοχή « Λα Καζάνιε = Στα Καζάνια » της Βάλια Κάρνα είχαν τα εργαστήρια τους οι παράνομοι νομισματοποιοί όπου κατασκεύαζαν κίβδηλα νομίσματα. Όλα τούτα τα κρησφύγετα μαρτυρούν το δύσβατο της κοιλάδας και το πόσο δύσκολο ήταν να ελεγχθεί.Πήραμε την ανηφοριά για το « Κρεμαστό Νερό».Το υψόμετρο αρκετά μεγάλο για βλέπουμε το χάος που ανοίγονταν κάτω από τα πόδια μας. Μπαίνουμε σε βαθύσκιωτα δάση οξιάς και ο θαυμασμός για την μεγαλειώδη ομορφιά της φύσης όλο και μεγαλώνει.Τριγύρω, ένα σωρό μανιτάρια, μια ποικιλία σε σχήματα και χρώματα απίστευτη.Ο εντυπωσιακός Αμανίτης ο μυγοκτόνος, με το μεγάλο πορτοκαλί καπέλο και τις λευκές του νιφάδες, μοιάζει να βγαίνει από παλιό παραμύθι.Βγήκαμε σε ισιάδι. Εδώ ο δρόμος χώριζε στα δύο, αριστερά ανηφόριζε για Επτά Βρύσες και ευθεία πήγαινε για «Κρεμαστό Νερό»
Στο Κρεμαστό νερό
Στο πυκνό δάσος απόλυτος κυρίαρχος, το μοιρολόι της μολυβένιας μοναξιάς. Όλα καρτεράνε τον Χειμώνα. Χωνόμαστε στο μονοπάτι. Μετά από μια απόσταση,επτά λεπτών, βγήκαμε σε ξέφωτο.Από δω αντικρίσαμε το υπερθέαμα που κρύβει η Βάλια Κίρνα. Ο μεγάλος καταρράκτης του Σμόλικα. Ασημένια κλωστή σε μαύρο κάμπο, που πέφτει από ύψος 100 μέτρων και χάνεται σε άβατο τόπο. «Κρεμαστό Νερό», «στ’ Κρέμασ’», «Άπα Σπιντζουράτα» έτσι τον ονομάζουν οι Βλάχοι.
Το θέαμα είναι άγριο και όμορφο.Τριγύρω ο αχός του Άπα Σπιντζουράτα. Είσαι μόνος. Γίνεσαι ένα με τη φύση. Φοβάσαι, αγριεύεσαι και όλες οι αισθήσεις σε επιφυλακή. Θαρρείς ότι αφουγκράζεσαι τα πάντα! Νοιώθεις την κρυφή παρουσία των αγριμιών! Φωνάζεις, για να δηλώσεις την παρουσία σου στο κόσμο και στους νόμους της φύσης.
– Ε! Βάλια Κίρνα ο τόπος σου τραχύς, πυκνοδασωμένος και συ παντοκρατόρισσα. Το πανόραμά σου απειλητικά επιβλητικό. Κοιτάς το τοπίο γύρω, την θεομύρω τη Μόσια, τα καταράχια όπου κατρακυλάει το μαύρο πεύκο, τις κρεμαστές νεροσυρμές, που όλα μαζί στήνουν ένα φρούριο τρομερό και καταλαβαίνεις ότι, εδώ χτυπάει καρδιά του Σμόλικα.- Ε! Βάλια Κίρνα! πως την πυργώνεις έτσι την ομορφιά:Πως την αντέχεις τόση αγριοσύνη! Σ’ αυτή την αρμονία των εικόνων και ήχων δεν χωράειτίποτε άλλο. Νοιώθουμε τις παρουσίες μας περιττές και κινήσαμε για το Δίστρατο. –