Αυτή τη μέρα, ένας ολάκερος λαός θυμάται, πως πριν από 100 χρόνια, οι ισχυροί της γης – οι διαχειριστές της εξουσίας – που διέπουν και καθορίζουν τα πεπρωμένα των κοινωνιών και των εθνών – άνοιξαν τους ασκούς του Αιόλου και σήκωσαν τα αδυσώπητα κύματα της ιστορίας, που άρπαξαν και πέταξαν τον ελληνισμό της Ανατολής, πληγωμένο ναυαγό , στην ξέρα της Μητροπολιτικής Ελλάδας.
Ξαφνικά – λες και κάποιος κατέβασε τον διακόπτη του Πόντου – σκοτείνιασε η Ανατολή. Ποτάμι το αίμα- θαρρείς και σφάζονταν η καρδιά της γης. Ο Ελληνισμός, τρισχιλιόχρονος και πλέον ,νεκρός ,σαβανωμένος.
Δαιμονισμένα τέρατα – δολοφόνοι, σφάζανε κορμιά δίχως ντροπή. Καίγανε τα βαριά ευαγγέλια, σκύλευαν πάνω στο αίμα. Ο θάνατος, κανίβαλος χόρευε μεθυσμένος πάνω στα πτώματα.
Κι οι πρόσφυγες πεινασμένοι – χωρίς έλεος – ακάλυπτοι – με τον εχθρό να βάλει από παντού. Σκοτωμένοι χωρίς οίκτο – πεταμένοι σε λάκκους και χαντάκια – άταφοι – ούτε καν σε ανώνυμα κοιμητήρια. Η φρίκη απλωμένη παντού.
Το κοπάδι της προσφυγιάς οδεύει. Τα καράβια με τους πρόσφυγες φεύγουν. Ο θρήνος ράγισε την ασημένια θάλασσα.
Στις παραλίες τα πλήθη πανικόβλητα περιμένουν…. Περιμένουν…. και ο ιερέας με την άσπρη γενειάδα, κρατώντας τον σταυρό στο χέρι έψαλε… «Σώσον κύριε τον λαόν σου».
Και μέσα από αυτά ξεπήδησε η ανθρώπινη υπέρβαση. Πήδησε η ορθόδοξη πίστη που ξεπέρασε τα παρελκυόμενα του θανάτου και τον ίδιο το θάνατο! «Θάνατον Πατήσας»
Και η πατρίδα, εκείνη η μάνα να αλαλάζει τυλιγμένη στις φλόγες. Κι η φωνή της έμεινε κλάμα στους αιώνες των αιώνων.
Με τα μωρά στις αγκαλιές βρέθηκαν στον άγριο ανεμοστρόβιλο που σάρωνε την Ανατολή απ’ άκρου, σ’ άκρο. Σε κάθε βήμα το βλέμμα γυρνούσε πίσω – θαρρείς και κάποιος τους φώναζε. Όλα είχαν φωνή. Τα σπίτια – τα δέντρα – τα νερά – τα ζωντανά. Όλη η φύση φώναζε – τους αποχαιρετούσαν- Έχετε για…έχετε για…αα
Κι ο γερό πρόσφυγας, ο ασπρομάλλης γύρισε, λες και ήξερε τι θα συμβεί, άλλωστε η πείρα τον είχε διδάξει ότι ο άνθρωπος είναι ευάλωτος στη λήθη, γύρισε λοιπόν και κραύγασε.
Ανθίστεν δεντρά αν θέλετεν – Κι αν θέλετεν μαραθέστεν – Αν θέλετεν πείστεν καρπόν – Κι αν θέλετεν αρνηθέστεν – Εμείς για πάντα φέβομε – Αφήνουμε χαιρετίας
Εσύ πατρίδα μ’ ανασπάλτς – Κράτμας αροθυμίας.
Ο πόντος είναι αίμα και μνήμη. Είναι το σημείο αναφοράς ενός λαού, του Ποντιακού Ελληνισμού. Είναι ένα σύμβολο ιερό. Είναι η επαφή με τις ρίζες. «Εκεί εν η πατρίδα μ»
Μια διαρκής κύηση. Μια κύηση υπερβατική που γεννά μνήμη, Ένα χέρι που υψώνεται και δείχνει εκεί. Δείχνει το σημείο του αίματος και της μνήμης.
Είναι το σημείο αναφοράς και επαφής. Αυτή η μνήμη πρέπει επιτέλους να γίνει ιστορία. Να ειπωθεί και να γραφεί. Τότε ίσως η δικαίωση να γαληνέψει την οργή και τον πόνο.
Να ακουστεί και να γραφεί και να ζητήσεις συγγνώμη ο φονιάς, σημαίνει για αυτό το λαό ελευθερία και σεβασμός στην μεγάλη μνήμη. Σημαίνει ότι τραγουδήθηκε από την ιστορία και το δικό τους αλληλούια.
Γκρεμίστε τα συρματοπλέγματα του πόντου για να πετάξει ο αητός στην ιστορία του.
Ο πόντον εν ελληνισμός – ο πόντον εν κειμήλιον
Απές σον κόσμον θα φωτάζ – όσον φωτάζ και ο ήλιον