Νέα επιστημονική έρευνα έρχεται να επιβεβαιώσει ότι ο ανδρικός και ο γυναικείος εγκέφαλος έχουν διαφορές.
Ερευνητές του πανεπιστημίου Complutense της Μαδρίτης, με επικεφαλής τον καθηγητή Χαβιέ ΝτεΦελίπε, διαπίστωσαν ότι υπάρχουν διαφορές στην πυκνότητα των συνάψεων που συνδέουν τα νευρικά κύτταρα του εγκεφάλου και τους επιτρέπουν να επικοινωνούν μεταξύ τους, γεγονός που μπορεί να εξηγήσει τις διαφορές στις τρόπο σκέψης των δύο φύλων.
Ακόμα και όταν επιδεικνύουν το ίδιο επίπεδο εξυπνάδας, δύο άτομα διαφορετικού φύλου συχνά ξεχωρίζουν σε διαφορετικές νοητικές λειτουργίες (π.χ. οι άνδρες υπερτερούν στην αντίληψη του χώρου και οι γυναίκες στη λεκτική μνήμη).
Οι νευροεπιστήμονες εξετάζουν συνεχώς εγκεφάλους αναζητώντας δομικές διαφορές ανάμεσα στα δύο φύλα. Όμως μολονότι έχει βρεθεί ότι το μέγεθος του εγκεφάλου και η πυκνότητα των νευρώνων διαφέρουν στα δύο φύλα, οι διαφορές αυτές δεν φαίνεται να συσχετίζονται με τις διαφορές στις νοητικές λειτουργίες.
Οι Ισπανοί ερευνητές προτίμησαν να μετρήσουν τον αριθμό των συνάψεων στον εγκέφαλο, αναλύοντας υγιή ιστό από την περιοχή του αριστερού κροταφικού φλοιού (που εμπλέκεται στις συναισθηματικές και κοινωνικές διεργασίες) τεσσάρων ανδρών και τεσσάρων γυναικών με επιληψία, ο οποίος αφαιρέθηκε με ηλεκτρονικό μικροσκόπιο σε χειρουργική επέμβαση. Οι άνδρες βρέθηκαν με περισσότερες συνάψεις (μέχρι 52%) ανά εγκεφαλικό «στρώμα» σε σχέση με τις γυναίκες.
Η συνέπεια αυτής της διαφοράς είναι προς το παρόν άγνωστη, αλλά οι ισπανοί επιστήμονες δήλωσαν πως είναι πιθανό πως σε άλλες εγκεφαλικές περιοχές οι συνάψεις των γυναικών είναι, αντίστροφα, περισσότερες από αυτές των ανδρών και τόνισαν ότι χρειάζονται περαιτέρω έρευνες για να καταστεί δυνατό να συσχετιστούν αυτές οι διαφορές με επιμέρους λειτουργίες του εγκεφάλου.
Οι γυναίκες είδαν κι έπαθαν να αλλάξουν την παραδοσιακή σεξιστική αντίληψη ότι τα δύο φύλα έχουν το καθένα τους δικούς του διακριτούς ρόλους (π.χ. ο άνδρας διαβάζει εφημερίδα, ενώ η γυναίκα πλένει τα πιάτα), αλλά η πρόοδος των νευροεπιστημών φαίνεται πως έχει μια παρενέργεια: την εκ νέου «καθαγίαση» των φυλετικών διαφορών, μόνο που αυτή τη φορά οι διαφορές εδράζονται στον εγκέφαλο.
«Ο γυναικείος εγκέφαλος» (The Female Brain) της Λουάν Μπριζεντάιν, μιας κατ’ εξοχήν υπερμάχου της νέας αντίληψης, έχει αποδειχτεί ένα από πιο εμπορικά βιβλία των τελευταίων ετών (μεταφρασμένο σε 21 γλώσσες, μεταξύ των οποίων και στα ελληνικά με τίτλο «Το θηλυκό μυαλό»).
Όπως γράφει η Κορντέλια Φάιν, του πανεπιστημίου της Μελβούρνης στην Αυστραλία, σε άρθρο της στο περιοδικό “Neuroethics” (Νευροηθική), άκρως επικριτικό για το νευροσεξισμό, τέτοια βιβλία έχουν μεγάλη επιρροή, όσον αφορά την εξάπλωση της άποψης ότι οι διαφορές στην ψυχολογία και τις συμπεριφορές των δύο φύλων είναι «δικτυωμένες» κυριολεκτικά στο hardware, δηλαδή τα νευρωνικά δίκτυα, του εγκεφάλου.
Μεταξύ άλλων, για παράδειγμα, υποστηρίζεται η αντίληψη ότι μια γυναίκα μπορεί να νιώσει και να προβλέψει τι αισθάνεται ο σύντροφός της, πριν καν αυτός συνειδητοποιήσει τα συναισθήματά του, και ότι αυτό συμβαίνει επειδή (υποτίθεται πως) η γυναίκα έχει έμφυτη στον εγκέφαλό της μια τέτοια ικανότητα.
Με άλλα λόγια, μια γυναίκα μπορεί να «διαβάσει» το μυαλό ενός άνδρα, αλλά το αντίστροφο δεν συμβαίνει (δυστυχώς ή ευτυχώς για τους άνδρες!). Ο νευροσεξισμός προβάλλει το γυναικείο μυαλό ως «μιας υψηλής απόδοσης συναισθηματική μηχανή που μπορεί, λεπτό το λεπτό, να ‘πιάνει’ τα μη λεκτικά σήματα ακόμα και των πιο ενδόμυχων συναισθημάτων των άλλων» (ωχ!). Αντίθετα, οι άνδρες (υποτίθεται ότι) νιώθουν τα συναισθήματα των άλλων και ειδικότερα των γυναικών μόνο αν τις δουν να κλαίνε!
Η Φάιν, ανάμεσα σε άλλους επικριτές του νευρο-σεξισμού, θεωρεί ότι αυτοί οι ισχυρισμοί είναι στην ουσία ψευτο-επιστημονικοί και ανακριβείς και ότι στην πραγματικότητα «ντύνουν τον παλιομοδίτικο σεξισμό με την αξιοσέβαστη και έγκυρη γλώσσα της νευροεπιστήμης».
Σύμφωνα με τον Μαρκ Λίμπερμαν, του πανεπιστημίου της Πενσιλβάνια, ο νευροσεξισμός παρερμηνεύει τα αποτελέσματα των νευροεπιστημονικών ερευνών μέχρι σημείου παραχάραξης της ίδιας της έρευνας. Η Φάιν υπογραμμίζει ότι οι περισσότεροι άνθρωποι και αναγνώστες δεν έχουν τις γνώσεις να κρίνουν τους ισχυρισμούς του νευροσεξισμού και να καταλάβουν την παραπλάνησή στην οποία οδηγεί, γεγονός που επιδεινώνεται από το ότι, όσο περνάνε τα χρόνια, η νευροεπιστήμη γίνεται όλο και πιο…σέξι και αρεστή στο ευρύ κοινό. Έτσι, τα παμπάλαια κοινωνικά στερεότυπα, όπως λέει, απλώς μεταμφιέζονται σε νευροεπιστήμη.
Από την πλευρά τους, οι άνδρες μάλλον υπομένουν στωικά τους εναντίον τους νευρο-σεξιστικούς ισχυρισμούς, όπως ότι είναι λίγο-πολύ συναισθηματικά…αναίσθητοι, ως ένα μικρό τίμημα που πρέπει να πληρώσουν προκειμένου να εξασφαλίσουν το νευρωνικό άλλοθι για πιο σημαντικά ψυχολογικά πλεονεκτήματα.
Σύμφωνα με ένα άλλο νευρο-σεξιστικό βιβλίο, με τίτλο «Η ουσιώδης διαφορά» (The Essential Difference) του Σίμον Μπάρον-Κόεν, ο θηλυκός εγκέφαλος είναι έτσι «δικτυωμένος» ώστε πρωτίστως να ευνοεί την συναισθηματική κατανόηση και συναίσθηση του άλλου, ενώ ο ανδρικός εγκέφαλος είναι πάνω από όλα νευρωνικά διατεταγμένος έτσι ώστε να καταλαβαίνει το γύρω του κόσμο. Με άλλα λόγια, (υποτίθεται ότι) οι γυναίκες είναι φτιαγμένες για να κάνουν τον διπλανό τους να νιώθει καλά, ενώ οι άνδρες στο μεταξύ ασχολούνται με την κατανόηση του περιβάλλοντος και την κατασκευή των αναγκαίων πραγμάτων στη ζωή.
Έτσι μικρή είναι η απόσταση από το να ισχυριστεί κανείς ότι τελικά όχι μόνο η επιστήμη, αλλά όλος ο τεχνικός και υλικός πολιτισμός βασίζεται στις ανδρικές ικανότητες. Με βάση αυτό το σκεπτικό αυτό, «δικαιολογείται απόλυτα» γιατί δεν υπάρχουν πολλές γυναίκες να πάρουν κάποιο Νόμπελ στις επιστήμες, από τη στιγμή που ακόμα δεν έχει καθιερωθεί…Νόμπελ Συναισθήματος.
Παραδόξως ο νευροσεξισμός γοητεύει και τις γυναίκες και, κατά τη Φάιν, αυτό μπορεί να εξηγηθεί επειδή με τον τρόπο αυτό οι γυναίκες αισθάνονται μια ενδόμυχη ανακούφιση, έχουν μια δικαιολογία και κάνουν ένα εξορθολογισμό των αιτιών που «τα πράγματα είναι αυτά που είναι», δηλαδή νομιμοποιούν και θεωρούν αναπόφευκτες τις σημερινές κοινωνικές συμβάσεις, που είναι εναντίον τους.
Οι κοινωνικοί ψυχολόγοι έχουν ήδη διαπιστώσει ότι οι κοινωνικές ομάδες που έχουν χαμηλότερο στάτους, τείνουν να εσωτερικεύουν τα εναντίον τους στερεότυπα, να «κατανοούν» τις σε βάρος τους ανισότητες και να δίνουν «ορθολογικές» εξηγήσεις για όλα αυτά που πάνε ενάντια στα συμφέροντά τους.
Σύμφωνα με την Ντέμπορα Κάμερον, συγγραφέα του δημοφιλούς βιβλίου «Ο μύθος του Άρη και της Αφροδίτης: Μιλάνε πράγματι οι άνδρες και οι γυναίκες διαφορετικές γλώσσες;», η συνέπεια της υποτιθέμενης ύπαρξης των «αιώνιων» και «αναπόφευκτων» διαφορών μεταξύ των δύο φύλων είναι ότι εμποδίζουν το δημόσιο διάλογο για το πώς μπορούν να υπάρξουν νέες και καλύτερες διευθετήσεις στην κοινωνία για τους ρόλους ανδρών και γυναικών – κάτι που συχνά βολεύει και το δύο φύλλα και όχι μόνο τους άνδρες.
Ο νευροσεξισμός, κατά τη Φάιν, επιτρέπει να χαλαρώσεις στη θέση σου και να τη δικαιολογηθείς με την ατάκα «ω, έτσι είναι ο εγκέφαλος, τι να κάνουμε;». Έτσι, όπως λέει, όσο πιο πολύ δίνουμε έμφαση στους βιολογικούς παράγοντες, τόσο αναπαράγονται τα κοινωνικά στερεότυπα για τις σχέσεις των δύο φύλων.
hellas-now.com