Ντριάνουβνα Χαμπέρια. Ντοπιολαλιά Δρυόβουνου. Γράφει ο Παναγιώτης Κωστόπουλος
ΜΕΡΟΣ 11o
ΑΚΟΜΗ ΜΕΡΙΚΑ …ΑΠΟΦΘΕΓΜΑΤΑ ΤΟΥ ΤΟΠΟΥ ΜΑΣ. ΌΠΩΣ ΘΑ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΤΕ, ΠΟΛΛΕΣ ΦΟΡΕΣ , ΥΠΑΡΧΟΥΝ ΛΕΞΕΙΣ ΜΕ ΙΔΙΟ Η ΟΜΟΕΙΔΕΣ ΣΗΜΑΣΙΟΛΟΓΙΚΟ ΚΑΙ ΕΝΝΟΙΟΛΟΓΙΚΟ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ ..ΠΟΥ ΧΡΗΣΙΜΟΠΟΙΟΥΝΤΑΙ ΟΜΩΣ, ΔΙΑΦΟΡΕΤΙΚΑ ΚΑΘΕ ΦΟΡΑ, ΚΑΤΑ ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΔΗΛ ( ΠΧ ΜΠΙΡΜΠΙΤΣΟΥΛΟΥ, ΤΣΙΟΥΤΣΙΑΝΟΥ , ΚΟΥΝΤΑΚΝΟΣ, ΣΒΟΜΠΙΡΑΣ Η ΜΠΛΙΟΥΝΤΙΣΚΑ , ΜΠΛΙΟΝΤΑ Η ΤΖΑΒΑΛΑ, ΣΥΜΠΡΆΓΚΑΛΑ, ΣΙΜΠΡΆΤΣΚΑΛΑ ΚΛΠ-ΚΛΠ)
Μπλιόντα = Είμαι καταμουσκεμένος ( έκφρ. Δεν πρόφτασα να ρθώ απ’ τα σκιντέρια κι στα μπαίρια μι τσάκουσιν γιρί φουρτούνα κι γέγκα ντιπ μπλιόντα)
Μπλιουντίσκα= Καταβράχηκα ( εκφρ. Ωρε Μήτσιου..απουλύθκιν ιχτές η διξαμινή κι δεν πρόλαβα να πιαλήσου να φύγου κι μπλιουντίσκα ντίπ..ώς τ’ν πόχα. Τα πουλιόμσα όλα τα ρουχαμ σιαπέρα , στου νουβουρό κι σεφκα σπίτ’)
Μας τζιαφλιάκουσαν=Μας νίκησαν , μας κατατρόπωσαν και σεξουαλικό υπονοούμενο..μας………. ( εκφρ. Επιξάμι μπάλα τ’ν Κυριακή μι του Βρατίν κι θαρούσαμι ότι είμαστι γιροί αλλά μας τζιαφλιάκουσαν 6-0 ήρθαμι)
Τζιαφλιάκ= Ηττα και είπαμε..πάλι σεξουαλικό υπονοούμενο ( εκφρ. Έπιξάμι χαρτιά στου καφινείου μι τουν Αγληγόρ κι του Φόντη κι εφαγάμι γιρό τζιαφλιάκ’)
Καζίκ=νίλα, ζουλουμιά ( εκφρ. Ωρέ όλ μέρα καρτιρούσαμι τν κουμπίνα στα λνάρια ν’ αλουνήσουμι..ούτι φάγκι. Άσι τ’ απόγιμα πήριν κ’ ένα χαλάζ..κι τάφκιασιν όλα γιάμπαλου. Επάθάμι σι λέου γιρό καζίκ)
Μπιρμπίτσουλου=Μικροσκοπικό,μικροκαμωμένο ( εκφρ. Έκαμιν ου Σιώμους μια νυφ απ’ τι κει π’ σιαπέρα απ’ τα χουριά ντιπ μάζουμα…μπιρμπίτσουλου σι λέου)
Σουρουκ= Ράμφος ( εκφρ. Ου σμιθιρός τ’ Τάκα απ του Βαίπισ’ ..άσι είνι σα βαέν’ έχ κι μια μύτ’ σα σουρούκ’ που αρνίθα)
Σουραΐ=Το ειδικό στόμιο σε μπουκάλι με τσίπουρο ή ούζο ( μικρό σωληνάκι σε κυρτή μορφή) , για την υποβοήθηση της κενωσης του ποτού στο ποτήρι ( έγφρ. Ρουφκαλνούσαμι ιχτές στου καφινείου τ’ Λιόλια τιουλτιούκις κι μια δόσ’, ήρθιν να μι κινώσ’ στου φυλτζιάν’ μι του σουραΐ κι απουλήθκιν του σουραΐ κι χύθκιν όλου του πιόμα ουπάνουμ..τραφώθκα ντίπ)
Παιρν τι τουν λείπιτι=Παίρνει αυτό που θέλει ( εκφρ. Σέφκαμι στου μαγαζί κι η Τζέπου κλώθουνταν αραδα για να βρει να πάρ ότι τν λείπουνταν)
Γκουσιανίτσα= Κάμπια που βρίσκεται στις φυλλωσιές, στα κλαδιά της βελανιδιάς και άμα έρθεις σε επαφή προκαλεί έντονη φαγούρα ( εκφρ. Ίχτές έκουβάμι κλαδί στου ντάμπαλ’ κι ήταν ιουμάτου γκουσιανίτσα. Σέφκι μέχρι μέσα απ τ’ μαλίτκ’ κι ακούμσι στου κουζίν κι γκραφαλνιούμαν αράδα ..κόντιψα να ξιπιτστώ ντίπ)