Οι μύθ’ τ’ (Α)Ισώπου. – Ου λαγός κι η γκαχιλώνα – Τα μύθια τ’ Ττζιουμπάνου – Ου Κρέαρους κι η αλούπα.
Ετσ’…μ’ ήρθιν
Γράφει ο Παναγιώτης Κωστόπουλος
(Μέρους πέμπτου)
Μόλις έσουσαν κι ιτοιμάσκαν για φιβγιό…ου Τζήκας λέει: Για ρε αξάδιρφι Γόλη κι συ ρε αμσιέ΄..για κάτστι να σας μουλουγήσου.
Κι χιρνάει: Κι απ’λές αξά..ιδώ κι καμια τρεις-τέσσιρις βδουμάδις…του σιούτου του κριάρ κλώθουνταν κι μαρκαλνούσι το κι το, το κι το τα λιμπάτ σνάζουνταν πέρα δώθι … κι το κι το, το κι το , κι μια αλούπα…το κι το,το κι το…τ’ βρήκα ψόφια….κι απ’ λές ……..ένα αγριόγκουρτσου…ζνταν ίσια στου μάτ…,το κι το τ’ άλλα τ’ αγριόγκουρτσα στ θέσ’ τα..μόνι κνιούνταν κι το,το κι το…τα λιόκια απ’ του σιούτου ντραγκαλνιούντι περα δόθι κι το,το κι το έτς κι απ’ λές. Αυτάϊα τα πράματα μ’ έφκιασαν να σκιφτώ κάτ’ ..πουλύ σπουδαίου , π’ θ’ αλλάξ του ρου τς Ντριανουβνής ιπιστήμς. Ισείς τι λέτι;;; Τι συμπέρασμα βγάντι ρα;;τι λέτι ισείς;; ( Ου Τζήκας τόβγαλιν που πάνουτ, τούπιν του μασλάτ’..αλλά ύριψιν ενακένα κι τ’ γνώμ’ τς). Πρώτους ουμιλάει ου Κώτσιους:
Κώτσιους: Πράγματι,διεπίστωσα πως, κατόπιν της ενδελεχούς και επισταμένης έρευνας και μελέτης που διενεργήσατε, πράττοντας ορθώς, ασφαλώς και τα διαπιστωθέντα και συμβαίνοντα εις το υψίπεδο του άνω κάμπου της κουτσούφλιανης, αποτέλεσαν εχέγγυο έκδοσης ασφαλών επιστημονικών συμπερασμάτων. Προφανώς το ότι παρατηρώντας το πως μια τεθνεούσα εις το παρόν αλώπηξ, εν ζωή, διερευνούσε με ιδιαίτερο ζήλο και σπουδή την δυνατότητα , υπεξαίρεσης και σφετερισμού, με δόλιο τρόπο και με πονηρίαν… και με απώτερο σκοπό την κατάποσιν ιδιαιτέρας τροφής, επεπετέθη με σφοδρότητα και με υποχθόνια..υποβουλιμαία πρόθεση στους όρχεις του κριού να…
Ου Τζήκας πιτάχνιτι ουρθός…παραλαγμένους κι τα γκαβάτ παρλατίζν σα φυλτζιάνια
Τζήκας:Όλιθρους!! χαλασμός!!νταϊανταμέτι!! Τι γένιτι ρα αξα Γόλη;;Τι στέκισι ήμιρους κι μπόσκους;; δε γλεπς;Τι έπαθάμι;;Τι έπαθιν ρα του πιδί;;πάει τόχασιν, μι φαίνιτι βλάφκιν ντιπ ..απέτασιν ου μπέης. Τι λέει ρα ;; τι γλώσσα ουμιλάει;;ξέρς απ’ τ’ αυτάϊα απούπιν , μόνι μια φέξ’ τουν ήρθιν.. κι είπιν μι φάγκιν κουτσούφλιαν’. Ίσια απ τι δώ στ μπάμπου τ’ Φόντινα να του φκιάς κανά ιλιάτς κι απ’ τι κεί στου Γιατρό του Σπινιάρ ..θάρουμ του προυφτάσουμι του πιδί..ομπώωω τι έπαθάμι..βλάφκην ου Κώτσιους..τόχασιν..ζουρλάθκιν ντιπ..μουράθκιν κι..
Γόλης: Κάτσι ρε αξά..μη σκιάζισι. Απου τότι π’ πήγιν στ Σαλουνίκ’ ..στου Πανιπιστήμιου , έτς ουμιλάει. Ήφιριν κι ένα φίλουτ φιλουξινούμι κι έτς ουμιλούν αναμιταξύ τς …μας διαβιβαίουσιν κι ησύχασάμι κι ‘γώ κι η Γόλινα..
Τζήκας:Ααα έτσ’ είνι.. Δεν πστεύου τα θκά μας να τ αστόησι;;τα ουμιλάει..τα γράφ. έτσ;;
Γόλης: Ναι ρε αξά..δεν τ’ αστόησιν. Αστουχιούντι ρα αυτά απ ουμιλάς μκρός..πιδί , μι τς φίλτς;;
Τζήκας: Όχ ρε αξάδιρφι..δεν αστουχιούντι. Κάτσι όμους αξά , να τουν ουρμηνέψου ψίχα σαν τρανύτιρους κι μουρφουμένους απ’ είμι, απ’ του Πανιπιστήμιου τς κουτσουφλιαντς,τς μούζγκας, τς ντρόγκουλας…τς ζουής..να μη ξιμπουσκίν, να μη ξιμπουσιατισ’ κι ξιφύγ’. Αμσιέ..Κώτσιου;
Κώτσιους: Μάλιστα θείε..πείτε μου
Τζήκας: Άκσι πιδίμ. Ιμείς κι απ’ λες γιννίθκαμι κι έμαθάμι μια γλώσσα, π’ ν’ ουμιλούσαμι ντιπ ίδια απου πάππου πρους πάππου.Αυτήν η γλώσσα πααίν πουλυυυ-πουλύυυ πίσου κι φτάν ως έναν τρανό-τρανό άνθρουπου, γκαβό π’ του ένα του ματ’ π’ τουν ήλιγαν Φίλλιπα.Αυτός ν’ έβγαλιν αντάμα μι τ γυναίκατ τ’ Λίμπου. Αυτός κάθουνταν στ κουρφή απου ένα τρανό Χουριό , π’ τούλιγαν Αιγές. Μι λουζιάζισι κι θαρείς του λιγαν Αίγις;..γίδια δηλαδης…Αιγές του λιγαν.Μπουρεί βέβια, τριιούρ ναχιν πουλλά γίδια …κι για να μη αντρουπιάζουντι κι τς θαρούν όλνους βουκόλ ..άλλαξαν τουν τόνου κι τν κατάληξ κι τούλιγαν ..Αιγές. Αυτός, ου Φίλιππας, ήταν κι απ’ λες, ου τρανός. Ήταν Πρόϊδρους, ,ντραγάτς, παπάς..είχιν όλις τα ιξουσίις ικτος απου μια. Δεν ήταν δάσκαλους , για τι δεν τάπιρνιν τα βιράνκα τα γράμματα κι ήταν ντιπ σκιπάρ. Για δάσκαλου , για του πιδίτ, πήριν έναν άλλου π’ τουν ήλιγαν Αριστουτέλη…στ γλώσσα μας δηλαδή, Τέλη. Τουν Τέλη τουν πλέρουσιν καλά αλλά τουν έβαλιν ντουρμπιέ. Σου πιδίμ , που ας είνι τσιούτσιανου τουν λεν όμους Τρανό Αλέξαντρου , θα τουν φκιαντς όλα τα μαθήματα , αλλά θα γράφ κι θα ουμιλάει μόνι τ’ θκή μας τ’ γλώσσα. Ετς απου πάππου σι μπαμπα, απου μπαμπά σι πιδί, έφτασιν ως ιμάς. Ου Αλέξαντρους όταν τράνιψιν κι ανάλαβιν, χίρσιν πιαλούσι στράτις..όλα τα δίστρατα, όλα τα ουρταλίκια.Πήριν ζβάρνα όλις τς χώρις. Πιρσιις , Μισουπουταμίις, Αιγιπτις κι χαμπάρια. Κατάλαβιν τότι πόσου σπουδαία γλώσσα είναι αυτήν κι πόσου εύκουλα τν καταλάβιναν όλα τα τσιασίτια τ’ ντουνιά.Έτς ιπειδής ήταν σύντουμ, πυκνή κι πιριικτική ν’ ουνουμάτσιν : Αρχαΐζουσα, άρχουσα δηλαδη… η δημωδώς…Ντριανουβνά. Έτς αυτήν η γλώσσα έφτασιν κι σι μας. Είπα παραπάν πόσου πυκνη κι πιριικτική είνι.Ου Φίλλιπας λοιπόν , αντί να λεει τουν Αλέκου οτ νάνι κι να του κλώθ απ τι δω να του κλωθ απ τι κεί , όπους έφκιαναν σιακάτ στ παλιά τν Ιλλάδα,άλλαξιν του τρουπάρ.Παρατήτσιν ότι σιακάτ άνοιγαν του στόμα σα γκλαβανη μι φόβου να πλιυριτουθεί ου γκαργκαλιάνους , αλλά να φκιαν αράδα σα να χαζμιούντι κι σα να χασκούν… μι φόβου να σεβ κι κανά κνούπ η μεχρι κι να σι φτυσ’ κανάς τσιούλους.¨εκαμναν κι μια ώρα να ουμιλήσν…να τα κλώσν. Ου Φιλιππας τ’ άλλαξιν. Ήλιγαν ας πουμι σιακάτ: Πήγαινε σε παρακαλώ Αλέξαντρε και φέρε μου το μουλάρι…Ιμείς ,πυκνα , πιριικτικα κι ζβέλτα λέμι: Σύρ ρε μύξαρ φεριμι του μπλαρ να μη σι χιρίσου. Λέν ας πουμι σιακάτ: Προέβης Αλέξανδρε στην διαδικασία ενσάκισης του σίτου;; Ινώ ιμείς: Του τσιουβάλιασις ρα του στιάρ, ή θα σι χιρίσου. Αυτοί σιακάτ λέν: πλυνε το πρόσωπο σου γρήγορα και φύγε, πήγαινε στη δουλειά σου ινώ ιμείς: ρίξ μια πλιάτσκα κι καϊπιώς…μη σι χιρίσου η λεν σιακάτ: Της νυχτας τα καμώματα τα βλέπει η ημέρα και γελάει..ινω ιμείς, σβέλτα κι πιριικτικά: Τς νύχτας δλειά, τς μέρας πιργιέλιου. Κατάλαβις αμσιέ;; Αυτοί μια ώρα ντου-βά-ρι ιμεις: ντβάρ, αυτοί στυ-λιά-ρι ιμείς σλιάρ, αυτοί κρι-θα-ρι ιμείς κθάρ. Πυκνα σύντουμα κι πιριικτικά κι να μη στραγγουλνάς κι τ’ γλώσσα Στα’ πα αυτάϊα γιατι σι είδα να ξιστρατιιζ ψιχα..χίρσις μια γλώσσα αλλιώτκ. Τ’ γλώσσα μας να μη τν αστουχάς καγκαμιά φουρά…κι να μη αντρέπισι για τ’ αυτήν.
Κώτσιους:Όμως..εσείς θείε..
Τζήκας:!! Άιντι πάλι τα ίδιααα. Τι ιμείς ρε γκζντάρ… τι λέμι τοσ’ ώρα;;απλά, πυκνά κι οιριικτικά..μι σαφήνεια τι ισείς λές…ένας είμι δε μι γλέπς;;; τι ιμείς κι σείς;; η ικτός αν ουμιλάς σ’ όλνους αντάμα..ουμιλάς κι τα πρόβατα κι τα σκλιά κι του γουμαρ;ωρέ μπας κι είσι κουντόφιξους κι δε ζαρίιζ καντικάν …κι μι γλεπς για πουλνούς;;
Κώτσιος: Όχι θείε ..απλώς σε σας μιλάω
Τζήκας: Τι είνι τουτους ρα…αυτος δε διουρθώνιτι μι καντίπουτα..δεν παιρν γκζότ, ουτι ουρμηνιις σκών, ούτι νουθισίις…σι ποιους ιμάς ρε ξλέϊνι;…ένας είμι δε μι γλέπς;;
Κώτσιος: Να ξερεται πάντως θείε Τζήκα , υπήρξε και ένας συγγραφέυς..ο Αίσωπος που
Τζήκας: Άστα αυτά ρε σι είπα..αχρειάνκι…ου Αίσουπους κι χαμπάρια…σι ποιους ουμιλας κι λες «ξέρεται» κι «ισεις» κι «αυτοί» κι οι «άλλ»;; σι μένα κι στουν Αίσουπου;;θαρώ βλάφκις γιρά βέβια, καλά π’ μ ιξίγισιν ου μπαμπάς..αλλιώς ( αφού τουν απόπιασιν καμπόσου), υρνάει στουν αξά του Γόλη κι λέει:
Τζήκας: Όχ ρε αξά..δεν αστουχιέτι η θκή μας η γλώσσα.. αλλά να προυσέχς τουν Κώτσιου. Βάλτουν ντουρμπιέ κι να τουν εχς του κουντό…θα τουν χάις. Ισύ όμους ρε Γόλη τι λες για τ’ αυτά τα θκαμ τα καθέκαστα;; τι θαρρείς ότι γέγκιν;;
Γόλης: Άκσι Τζήκα…απ ότι φαίνιτι του πρώτου συμπέρασμα είνι ότι οι αλούπις ιξιλίχκαν κι είνι κατρατσιάρις κι βιρανιές , κι είνι πουνηρές πλιότιρου απ τς ανθρώπ..κι μπουρεί να χιρίσν να τρων πρόβατα κι κριαρ…
Τζήκας: Τι λες ρε αξά;; μουράθκις ντιπ ;; απέτασιν ου μπέης;; τι αλούπις κατρατσιάρις κι βιρανιές μι λές κι χαμπάρια;;τρών ρε οι αλούπις πρόβατα κι κριάρια;; αρνίθια κι γκουστιαρίτσις σκαπιτούν οι αλούπις ρε ξλέϊνι..Ιδώ στου θέμα μας.. γιατί ακλουθούσι που πίσου, η αλούπα του κριάρ;;
Γόλης: Μάλουν του σιούτου του κριάρ ιπειδή είνι μαρκάλα έχ ουρμόνις κι μυρίζ κι οι αλούπις..
Τζήκας: Ωρέ ζβίγγουσις τίπουτα τιουλτιούκις πριν έρθς;;Τι λες ρε γκαφάλ’;; Έτς δε μύρζαν τα κριάρια πάντα;;Τ’ ακλουθούσαν του κατόπ αλούπις;; τι ακλουθούσι ρε βιράνκι αυτην η αλούπα;; …τι κνιούνταν;; αμ τα γκόρτσα;;
Γόλις: Άκσι ..τώρα π’ του σκέφτουμι αξά..η αλούπα ακλουθούσι του σιούτου απου πίσου..ψίχα παραπέρα απ’ τα λιόκια..
Τζήκας: Καλά του πααίντς..για συνέχα;;
Γόλις: ..κι τα αγριόγκουρτσα…άμα φσάει ανιμκιά κι είνι ζιούλαβα …ζντάααν ισια στου μάτ’..
Τζήκας: Καλά του πααίντς..αμα φσαει ανιμκιά τ’ άλλα τα γκόρτσα τα γιρα τι φκιάν;;
Γόλις: Κνιούντι κι σνάζουντι
Τζήκας: Ασκουσούμ..καλά του πααίντς ..πέφν όμους;; και..
Γόλις: Τι και ρε αχρειάνκι;;μι ζούρλανις
Τζήκας: Καλά ρε ντιούλκα..κνιούνταν τα λιόκια απ του κριάρ;;
Γόλης: Κνιούνταν..
Τζήκας: Κνιούνταν παραφύσις τ’ αγριόγκουρτσα μι ν ανιμκιά;;
Γόλης : κνιούνταν..
Τζήκας: Έ ρε τραχανουπλαϊά…μπιστιρέϊνι, δεν κνιούνταν τα λιόκια απ του κριάρ;; κνιούνταν. Η αλούπα γιατί ακλουθούσιν αυτά που κνιούνταν ..ως που ψόφσι;;γιατί τ’ αγριόγκουρτσα κνιούνταν αλλά δεν έπιφταν;;Τι καρτιρούσιν η αλούπα;;
Γόλης: Τι καρτιρούσιν ρε βουκόλι..μ’ έσκασις
Τζήκας: Αυτό π’ καρτιρούσιν η αλούπα κι ακλουθούσιν του κριαρ , ήταν να πέσν καταή τα λιόκιατ, ιπειδή κνιούνταν παραφύσις αράδα, για να τα φάει..κι ψόφσιν στου καρτέργιου, άρα του συμπέρασμα..
Γόλης:Ποιο είναι ρε γκαφάλ’ του συμπέρασμα;
Τζήκας: Κνιούνταν τ’ αγριόγκουρτσα; …κνιούνταν τα λιμπά;..αλλά έπιφταν;; δεν έπιφταν.Του συμπέρασμά λοιπόν είνι ένα .. ΟΣΑ ΚΝΙΟΥΝΤΙ, ΔΕΝ ΠΕΦΝ , κατάλαβις γουμαράγκαθου;; ΟΣΑ ΚΝΙΟΥΝΤΙ, ΔΕΝ ΠΕΦΝ . Άμα καρτιρας να πέσν….ψουφάς. Κώτσιου αμσιέ;