Γειά σας πιδιά μ’ καλά. Τι γενησέστι; Ιγ’ω δεν είμι ντιπ καλά! Φαρμακώθκα υπροχτές μι τον Π.Α.Ο.Κ.!! Πάλι καλά που δεν έπαθα κι τίποτας.
Σέφκα τ΄ν Τετράδ΄ τ΄ χαραή σ΄ν καλύβα, να απολύκω τα γίδια, να πάει ου Γόλης να τα βοσκήσ΄. Αντάμα μι τ΄ αυτά έχω κι ένα λάϊο ζγούρ΄. Το χάϊδεψα λίγο κι του ΄πα: Ισένα άμα περάσουμι στο τσάμπιονς λίγκ, θα σι φκιάσου μι σούγλα κι θα φκιάσουμι ένα ζιαφέτ΄, να το γιορτάσουμι. Το ζγούρ΄ σαν άξι αυτήν τ΄ν κουβέντα, χήρσι να ρίχνιτι ουπάνου μ΄ κι να μι χαίρητι κι θιαμαίνουμαν γιατί να το φκιάν΄ αυτό, αφού τα γίδια δεν καταλαβαίνουν ανθρωπνά. Άφκι που άμα καταλάβαινι, έπρεπε να σκανιάζ΄ κι όχι να χαίρητι.
Μι τ΄ αυτήν τ΄ν απορία απόμκα κι κατέφκα κατά σιακάτ΄.
Είπα να μη πάω στ΄ν Τούμπα. Το διαρκείας το χω στον πρόπκατο, αλλά τ΄ν τελευταία φορά απού πήγα μι τον Ψαρρή, γύρσα από τ΄ν Καστανιά νύχτα, για να γλυτώσω τα διόδια κι χαλ΄ να μας φάν΄ τα ζλάπια.
Έκατσα από νωρίς κι τήρσα στο λάιβ στρήμιγκ, να βρώ από που θα του γλιπα το ματς σπασμένο, αλλά καλύτιρα να μη του γλιπα ντιπ. Ήταν ένας Π.Α.Ο.Κ., απού δε γλέπουνταν. Ιγώ σαν έμαθα ότι κληρώθκαμι μι τς Ρώσσ΄, του ΄χα σίγουρου! Ήμαν σίγουρος ότι θα καθάρζι ου Ιβάντς κι θα προκρινομάσταν κι μι τ΄ αυτά απού ίγλιπα, δεν πίστευα στα μάτια μ΄. Οι παίχτες λοζιάζουνταν κι μπουρνιούνταν συναμεταξύ τς. Άφκι που ως κι γκόλ στο θκό τς το τέρμα έβαλαν.
Ιγώ αφνούς τς παίχτες, πρώτ΄φορά τς άκουγα κι είχαν όλ΄ κι κάτ΄ παράξενα ονόματα. Καητερούσα να ιδώ το Στέφα, το Γούναρη, τον Ιωσηφίδη, το Φουντουκίδη, τον Πέλιο, το Σαράφ΄, τον Τερζανίδη, τον Κούδα, τον Παρίδη, τον Ασλανίδη κι τον Αποστολίδη κι από τ΄ αφνούς δεν έβαλι καέναν. Πως να μη χάσουμι ύστιρα;
Φαρμακουμένους, ανέφκα τ΄ χαραή στ΄ν προβάτα. Το λάϊο το ζγούρ΄ σα μ΄είηδι, χήρσι πάλι να μι χαίρητι, όσο καμιά άλλ΄φορά.
Ύστιρα κατέφκα στο καφενείο να πιω μια ρακή κι είπα στο Σουτήρ΄ τι γίγκιν μι το ζγούρ΄κι άξητι να σας πω τι μ΄είπιν: «Πατέρα», μ΄ είπιν, «το ζγούρ΄καταλαβαίν΄ανθρωπνά κι όταν του πις ότι θα το σφάξεις όταν περάσ΄ο Π.Α.Ο.Κ. στο τσάμπιονς λίγκ, κατάλαβι ότι θα πεθάν΄ από φυσικό θάνατο σι βαθειά γεράματα, γιατί δε θα περάστι καν καμμιά φορά», για τ΄αυτό χαίρουνταν.
Δε θέλω να τον ψτέψω, γιατί άμα τον ψτέψω, πρέπ΄να παραδεχτώ ότι το ζγούρ΄ ξέρ΄καλύτιρα τον Π.Α.Ο.Κ., από τ΄ εμένα κι ας έχω κι διαρκείας.
Κωνσταντίνος Τσιαμίτης