Του Βασίλη Σαραφίδη
Το ελληνικό δημόσιο χρωστάει σήμερα περίπου 315 δισ. €, ένα ποσό που αντιστοιχεί με το 180% του ΑΕΠ μας για το 2016. Το ποσό αυτό αντιπροσωπεύει τη λεγόμενη “ονομαστική αξία” του δημοσιονομικού χρέους της Ελλάδας.
Λόγω πληθωρισμού, μια δόση π.χ. των 100 ευρώ που πρέπει να εξοφληθεί σε 15 χρόνια έχει μικρότερη αξία απ’όσο αξίζει μια δόση των 100 ευρώ σήμερα. Συνεπώς, η “παρούσα αξία” της δόσης μας (άρα και οι χρηματοδοτικές ανάγκες εξυπηρέτησής της) είναι μικρότερη από την ονομαστική.
Η γενναία παρέμβαση που έγινε στο χρέος το 2012 (το PSI του Μαρτίου, το PSIplus του Νοεμβρίου, και το OSI όπως διαμορφώθηκε σταδιακά) είχε ως αποτέλεσμα τη σημαντική επιμήκυνση των λήξεων των δανείων, καθώς και τη μείωση του κόστους δανεισμού. Ενδεικτικά, το 2012 η μέση διάρκεια αποπληρωμής του χρέους μας ήταν 15 χρόνια ενώ την αμέσως προηγούμενη χρονιά βρισκόταν στα 6 χρόνια (βλ. εδώ). Επίσης, το 2016 το μέσο επιτόκιο δανεισμού κυμάνθηκε στο 1,8% ενώ το 2011 βρισκόταν κοντά στο 4,6% (βλ. εδώ).
Ποιά είναι η παρούσα αξία του ελληνικού χρέους σήμερα; Ορισμένοι οικονομολόγοι τοποθετούν το ύψος της κοντά στο 100% του ΑΕΠ. Ο Paul Kazarian, ιδρυτής μιας εταιρίας επενδύσεων που έχει αγοράσει ελληνικά ομόλογα, εκτιμά ότι βρίσκεται κάτω από το 60% του ΑΕΠ.
Η μεγάλη διαφορά μεταξύ των δύο εκτιμήσεων οφείλεται κυρίως στην αβεβαιότητα που υπάρχει για το πώς θα κυμανθούν στο μέλλον τα επιτόκια των αγορών σε παγκόσμια κλίμακα. Όσο μεγαλύτερα είναι τα επιτόκια αυτά, τόσο μεγαλύτερη η διαφορά τους από το χαμηλό μέσο επιτόκιο δανεισμού της Ελλάδας σήμερα, και συνεπώς τόσο μικρότερη είναι η παρούσα αξία του χρέους μας.
Η παρούσα αξία του χρέους μας ως βάση διαπραγμάτευσης
Η ελάχιστη εκτιμώμενη διαφορά μεταξύ παρούσας και ονομαστικής αξίας του δημοσιονομικού μας χρέους κυμαίνεται στις 80 ποσοστιαίες μονάδες (180% έναντι 100% του ΑΕΠ). Το χαρακτηριστικό αυτό αποτελεί ελληνική ιδιαιτερότητα καθώς στις υπόλοιπες χώρες της Ευρωζώνης η διαφορά μεταξύ ονομαστικής και παρούσας αξίας του χρέους είναι σχεδόν αμελητέα.
Η ιδιαιτερότητα του ελληνικού χρέους έχει δημιουργήσει την εντύπωση σε πολλούς ότι εάν πείσουμε τους πιστωτές μας ότι η “ορθή” απεικόνιση του χρέους μας είναι σε όρους παρούσας αξίας (όπου το χρέος φαίνεται μικρό) και όχι ονομαστικής (όπου το χρέος φαίνεται δυσβάστακτο), η Ελλάδα θα μπορέσει να διεκδικήσει με καλύτερες πιθανότητες μεγαλύτερο δημοσιονομικό χώρο και μικρότερα πρωτογενή πλεονάσματα.
Για παράδειγμα, η άποψη αυτή αποτελεί κεντρική ιδέα του καινούργιου βιβλίου του κ. Βενιζέλου μετίτλο “Μύθοι και Αλήθειες για το Δημόσιο Χρέος 2012 – 2017” (σελ. 16-17, 43-44).
Γιατί δεν είναι εφικτό κάτι τέτοιο
Η συγκεκριμένη ιδέα δεν είναι εφικτή διότι υπόκειται σε δύο σημαντικούς περιορισμούς.
Πρώτον, η δέσμευση της Ελλάδας για φιλόδοξους δημοσιονομικούς στόχους (τους οποίους τελικά δεν πέτυχε) ήταν μέρος της συμφωνίας για την ελάφρυνση του χρέους: είναι ανέφικτο να επιχειρηματολογήσουμε τώρα εύλογα υπέρ της αθέτησης του πρώτου σκέλους της συμφωνίας με βάση το σκεπτικό ότι το δεύτερο σκέλος πραγματοποιήθηκε.
Ειδικότερα όταν η χώρα μας δεν εμπνέει εμπιστοσύνη και οι πιστωτές φοβούνται (δικαίως) ότι οποιαδήποτε παραχώρηση όσον αφορά τα πρωτογενή πλεονάσματα θα καταλήξει να γίνει πρόσοδος για τους πελάτες των κομμάτων.
Δεύτερον, η ιδέα βασίζεται στην υπόθεση ότι οι χρηματοδοτικές ανάγκες εξυπηρέτησης του χρέους είναι ένα σταθερό μέγεθος που δεν επηρεάζεται από το ύψος του ετήσιου πρωτογενούς πλεονάσματος στο μέλλον. Στην πραγματικότητα, εάν το πρωτογενές πλεόνασμα είναι μικρότερο απ’ ό,τι προβλέπεται/απαιτείται σήμερα, οι ετήσιες χρηματοδοτικές ανάγκες θα αυξηθούν, καθιστώντας το χρέος μας μη βιώσιμο, ακόμα και σε όρους παρούσας αξίας.
Αυτό επιβεβαιώνεται σε μια πρόσφατη οικονομική μελέτη των Zettelmeyer, Kreplin και Panizza, η οποία ουσιαστικά καταλήγει ότι βρισκόμαστε στην κόψη του ξυραφιού: ακόμη κι αν διατηρηθεί το πρωτογενές πλεόνασμα στο ύψος του 3.5% του ΑΕΠ για 6 ολόκληρα χρόνια –ένα σενάριο που είναι πιο αισιόδοξο από την πενταετία που συμφωνήθηκε στο Eurogroup της 22ης Μαΐου– οι ετήσιες χρηματοδοτικές ανάγκες της Ελλάδας θα ξεπεράσουν το όριο που θεωρούνται βιώσιμες (βλ. σελ. 8 της μελέτης, και σελ. 31, σενάριο Β).
Ο λόγος γι αυτό είναι απλός: η σταδιακή μεν αλλά ολοένα και αυξανόμενη δε αντικατάσταση του θεσμικού μας χρέους (δηλ. αυτών που χρωστάμε στην Ευρώπη) με ιδιωτικό χρέος, και η αναχρηματοδότηση του χρέους με τα υψηλά επιτόκια των αγορών από το 2018 και μετά.
Αξιοπιστία και ζήλος για μεταρρυθμίσεις ο μόνος τρόπος
Η επιτυχία εκτέλεσης του προγράμματος μεταρρυθμίσεων θα εξαρτηθεί σε κρίσιμο βαθμό από την ενίσχυση της κοινωνικής συνοχής και της προστασίας των αδύναμων (άνεργοι, νέες οικογένειες), που μέχρι σήμερα είναι σχεδόν ανύπαρκτη.
Προφανώς, κάτι τέτοιο θέλει χρήματα, δηλ. “δημοσιονομικό χώρο”. Αυτό δείχνει και το παράδειγμα της Γερμανίας, η οποία την περίοδο 2003-2005 εφάρμοσε το πακέτο μεταρρυθμίσεων “Agenda 2010”, συνδυάζοντας το με μέσο ετήσιο πρωτογενές έλλειμμα της τάξης του 1% (τη στιγμή που η Ελλάδα έχει συμφωνήσει για πλεόνασμα 3.5% σε βάθος χρόνου).
Αλλά ο μόνος τρόπος να πετύχουμε μεγαλύτερο δημοσιονομικό χώρο είναι να δούμε το ζήτημα των μεταρρυθμίσεων ώς δική μας ανάγκη/καθήκον και όχι ώς τιμωρία που επιβάλλεται έξωθεν.
Ούτως ή άλλως, η αλήθεια είναι ότι έχουμε να διανύσουμε πάρα πολύ δρόμο για να καταφέρουμε να εκσυγχρονίσουμε τους εγχώριους θεσμούς, να αποκομματικοποιήσουμε την δημόσια διοίκηση, να δημιουργήσουμε μια ανταγωνιστική οικονομία.
Δυστυχώς, η πολιτική μας ηγεσία έχει σταθεί αδύναμη και ανίκανη να εμπνεύσει και να προχωρήσει τις μεταρρυθμίσεις που απαιτούνται. Ενδεικτικά, ενώ υπόσχεται κάθε τόσο την έξοδο από την κρίση και την επιστροφή στην ανάκαμψη, κάνει τα στραβά μάτια σε μεγάλα προβλήματα που υπονομεύουν αυτά που υπόσχεται, όπως είναι το ασφαλιστικό και το δημογραφικό.
Στα πλαίσια αυτά, είναι προς το συμφέρον μας να ζητήσουμε την αναβολή εξόδου στις κεφαλαιαγορές και την συνέχιση της χρηματοδότησης με τα χαμηλά επιτόκια του ΕΜΣ πέρα από το 2018. Δεν έχει σημασία ποιός θα κερδίσει τις εντυπώσεις από μια τέτοια εξέλιξη. Το μόνο που έχει σημασία είναι το συμφέρον της Ελλάδας.
* Ο κ. Βασίλης Σαραφίδης είναι αναπληρωτής καθηγητής Οικονομετρίας στο πανεπιστήμιο Monash της Μελβούρνης