Ντριάνουβνα χαμπέρια. Ντοπιολαλιά Δρυόβουνου. Γράφει ο Παναγιώτης Κωστόπουλος
ΜΕΡΟΣ 21
ΠΑΡΑ-ΠΑΡΑ ΠΟΛΛΕΣ ΛΕΞΕΙΣ ΚΑΙ ΦΡΑΣΕΙΣ ΜΑΣ, ΕΙΝΑΙ ΟΜΟΡΙΖΕΣ ΟΜΟΗΧΕΣ… ΚΑΙ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΑ ΠΡΟΕΡΧΟΝΤΑΙ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ-ΕΛΛΗΝΙΣΤΙΚΗ πχ ΤΙΝΟΥΣ ΕΙΝΙ , ΠΟΘΙΝ ΤΟ Χ’Σ, ΠΟΧΕΙΡΟΥ .(Δηλ από τα: τινός-τινί –τινά, πόθεν, χείρα κλπ.) . ΔΕΝ ΘΑ ΑΣΧΟΛΗΘΩ ΕΔΩ ΜΕ ΤΟ ΘΕΜΑ…ΗΔΗ ΕΡΕΥΝΩ ΚΑΙ ΑΠΟΤΕΛΛΕΙ ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟ ..ΜΙΑΣ ΜΕΓΑΛΗΣ ΜΕΛΕΤΗΣ ΜΟΥ.
Τριχούλια=οι ρόδες οι τροχοί ( κυρίως αυτοκινήτων αλλα και άλλων τροχήλατων…κάρων κλπ) (εκφρ. Τσακίσκιν του τριχούλ’ απ’ του κάρου τ’ Τάκα ..κι ανασκηλώθκιν (τούμπαρε) η καρότσα.Τ’ απίπκουσι όλα σιακάτ στου γκρέμουρα. ( Δείτε εδώ… χρησιμοποιούνται μονομιας .. σε μία φράση. πολλές λέξεις σχετιζόμενες ομόηχες η ομόριζες με την αρχαία Ελληνική-Ελληνιστική. Τριχούλια=τροχοί, ανασκηλώθκιν =ανά + σκέλη, απίπκουσι=πίπτω κλπ)
Σίχουρου =βρεγμένο ρούχο, όχι καταμουσκεμένο , απλώς ιδιαίτερα υγρό (εκφρ. Πώς τ’ν έβαλιν ρε ου βιράνκους τ’ μαλίτκ’ κατάσαρκα( αρχ Ελλην. κατά+σάρξ). Αυτή ήταν ντίπ σίχουρ’)
Τσιαλκέβουμι= κινούμαι σα νευρόσπαστο..κάνω σκανταλιές (κυρίως για παιδιά) ( ωρέ ικείνους ου τσιούτσιανους τ’ Κωτσιου κι τ’σ Όλγας. Τουν πήραν στν ικκλισιά ταχατιά να μιταλάβ’ (κοινωνήσει ) κι αυτός δε σταμάτσι ντιπ..ρίχνουνταν ουρθός…τσιαλλκεύουνταν αράδα)
Ρήνια (ρήμα: ρνέβου)μ= ησυχία δεν έχει ( παραπλήσιο του τσιαλκεύουμι) ( εκφρ. Αυτός ου Τζήκας ..στου σκουλειό δεν καθιτι ντιπ στου θρανίουτ’ …ρήνια δεν έχ, όλ’ ν’ ώρα σκαλνιέτι κι κλώθιτι)
Κατραναβoυς-ναβ-ναβου= καημένος-η-ο ( εκφρ. Ναι μουρέ η κατράναβ’ η Τσιατσιούλα..απού τότι απ’ σχουρεθκιν ου κύρσ’τς ..ζβαρνίζιτι μόνι κι είνι όλου σιουμπζμέν’)
Κατρατσιαρου= αυτή που κάνει ζημιές και ζαβολιές.
Λουκουμιάζου= το καταπίνω ολόκληρο με λαιμαργία ( εκφρ. Όλ’ νύχτα κλωθιτι ου μπιλιους στ μισάντρα, που είνι η λίμπα μι του γλυκό, κι λουκουμιάζ’ αράδα του κουλουκθίσιου..του λουκούμιασιν σχιδόν όλου…το ‘σουσιν)