Γειά σας πιδιά μ΄ καλά! Τι γενησέστι; Ιγώ καλά είμι μόνι που θα να μαν κόμα κι καλύτιρα, άμα γένουμαν υπουργός, αλλά κόμα κι έτς, καλά είμηστι!
Μόνι, ας τα πάρουμι μι τ΄ν αράδα, για να σας πω τι γίγκιν. Ήμαν στ΄ Ρούπα κι εβανάμι κλαδί. Τ΄ν ώρα που κλαρνούσα ένα τσέρο, ροπότσι το άϊφον στον πρόπκατο. Κρέμασα το τσεκούρ΄ σ΄ ένα κλαρί κι σιούκουσα το τηλέφωνο. Ήταν από τ΄ αυτό απού του λέμι, φωνητική κλήσ΄. Τηρώ κι τι να ιδώ! Αυτός που μι καλνούσι ήταν ου Μητροτάκ΄ς. Τον αγρόντσα κι μόνις τουν είδα, τουν είπα: Εξοχώτατε, σι τι μπορώ να σι φανώ χρειαζούμενους; Μι λέει: Σ΄ ήθιλα για να γλεντς υφυπουργός, αλλά τώρα απού μ΄ είπις εξοχώτατο, θα να γέντς υπουργός! Θέλτς;
Ποιός δε θα να θιλι τουν είπα, μόνι μέχρι πότε θέλτς να σι στείλου χαμπέρ΄ άμα μουρώ, γιατί πρέπ΄ να ρουτήσου κι τ΄ μπάμπου μ΄! Μπάμπου έης κι ισύ τουν είπα κι ξέρς ποιός αποφασίζ΄! «Αγλήγορα», μ΄είπιν, «γιατί αδειάζουμι»!
Ουπκάτ΄ από τον τσέρο, ήταν η μπάμπου κι έδενι το κλαδί που κλαρνούσα. Σαν τ΄ν είπα ότι θα γεν υπουργίνα κι θα πάμι αντάμα κι στου μέγαρου, απέτασιν. Απαράτσαμι κι του κλαδί ουπκάτ΄ από τον τσέρο κι κίντσαμι για του χουριό. Πήρα κι τουν Μητροτάκη, τον ευχαρίστσα κι τουν είπα ότι κατεβαίνου για να ορκιστώ.
Πήγαμι σπίτ΄, η μπάμπου έβαλι το γκιούμ΄να γεν για να μπανιαρστούμι, σήμασι τς κουπάνις κι έστειλα χαμπέρ΄ κι στουν Παπαγιαννόπουλο να ρθει μι του ταξί να μας πάει στ΄ν Αθήνα. Σα λούσκαμι, έβαλι η μπάμπου τ΄ν κινούρια τ΄ν κοντούσια κι κίντσαμι.
Όσο είμασταν στ΄ στράτα, μι τηλεφώντσι κι η Κατίνα απ΄ το προεδρικό να μι ρουτήσ΄ άμα θα πάου μόναχους ή μι τ΄ μπάμπου για τ΄ν ορκομωσία. Τ΄ν είπα ότι θα πάμι αντάμα κι μ΄ είπιν ότι επειδής θα πάμι ημείς, θα βάλ΄ για να μας τμήσ΄ κι τα κινούρια τα τσουχλιά.
Όταν είμασταν όξου από το Καζακλάρ, μι τηλιφώντσιν η Γιαννούλου, να μι ρουτήσ΄ άμα έχω συνοδό, για να ρθει κι αυτήν αντάμα μι τ΄ημένα . Τ΄ν ευχαρίστσα αλλά τ΄ν είπα ότι είμι μι τ΄ μπάμπου μ΄. Σα να τ΄ν κακοφάνκι λίγου, αλλά δε θα αφήκουμι κι τ΄ μπάμπου, για τ΄ Γιαννούλου!
Η μπάμπου πλειότερο χαίρονταν που θα τ΄ δείξ΄η τηλιόρασ΄ κι θα τ΄γλέπουν η Μούλαινα κι η Γιώταινα κι θα όταν θα πάει στου Τσουτύλ΄ θα τ΄ γλέπουν οι κόσμ΄ κι θα να λεν: «να η κυρά τ΄ υπουργού, που είδαμε στ΄ν τηλιόρασ΄».
Μι τ΄αυτά κι μι τ΄ αυτά, εφτακάμι στου μέγαρου. Τ΄ν ώρα που σεβενάμι μέσα στο μέγαρο, μας περνούσαν από ένα μηχάνημα, για να βρούν άμα έχουμι κανα σίδερο ουπάνου μας. Ιγώ πέρασα μια χαρά, αλλά στ΄ μπάμπου χήρσι να βαραίν΄. Ήταν τα σεγκούνια κι τα μπιλιτζίκια μι τς λίρες που τα τσάκουσι του μηχάνημα. Σκώθκαν όλ΄ λόρθ΄. Δυό χωροφυλάκοι τσάκουσαν τ΄μπάμπου να τ΄ν πάν΄ στου τμήμα. Φώναξα τς χωροφυλάκοι να αφήσουντ΄ μπάμπου ήσυχη, γιατί αλλοιώς θα παραβούν υπουργική εντολή κι ου ένας από τ΄ αφνούς, μ΄είπι ότι δε μ΄ ακούει, γιατί δεν ορκίσκα κόμα.
Γινάτωσα κι ιγώ μι τ΄ αυτό απού γίγκιν κι απαράτσα κι τ΄ν ορκομωσία κι ακολούθσα τ΄ μπάμπου στου τμήμα. Ο κυβερνητικός εκπρόσωπος μι φώναζι να πάω πίσ΄, αλλά ιγώ δεν άξα καν΄ καέναν.
Ύστιρα απού λίγου, αφού δε βρήκαν τίποτα ύποπτο, απόλκαν τ΄ μπάμπου, αλλά το υπουργείο απέτασιν. Στεναχωρέθκα κι ιγώ, στεναχωρέθκιν κι η μπάμπου, στεναχωρέθκιν κι ου Μητροτάκς, γιατί είπι ότι τουν έκαψα το χαρτί τ΄ ανασχηματισμού, αλλά θάρουμ στουν άλλο ανασχηματισμό θα μι ξαναφωνάξ΄. Ως τα τότε όμως θα να χου του Μίχου, που ως φορές περνάει ουπκάτ΄ απ΄ το παραθύρ΄, φουνάζ΄ «κύριε Υπουργέ» κι φέει, γιατί ξέρ΄ τι ακούσ΄ άμα κάτσ΄!!
Μπαρμπα Κώτσιους Τσιαμήτ’ς
Ντράμστα