Ντριανουβνα χαμπέρια. Ντοπιολαλιά Δρυόβουνου. Γράφει ο Παναγιώτης Κωστόπουλος
ΜΕΡΟΣ 15o
Ρουκώνου= Χώνω ( έκφρ. Ιφτυχώς πρόφτασα κι ρούκουσα τ’ν τάπα στ μπότσα, χανα χύνουνταν όλ η τιουλτιούκου. Είχιν πέσ’ στου πλάϊ)
Κουφουτίλ= Στρογγυλό ξύλο με πανί δεμένο γύρω-γύρω , με το οποίο σφράγιζαν την κάνουλα του βαρελιού ( βαέν) στο οποίο έβαζαν το κρασί ( εκφρ. Έσουσάμι τουν τρύγου, πάτσαμι τα σταφύλια κι έρξαμι του ζμί στου βαέν . Ύστιρα ρουκουσάμι του κουφουτίλ στν τρύπα κι στουν πάτου του σφάλτσαμι κι του σφραγισάμι κι απου πάν)
Σιόχαλου= Το εσωτερικό της «κούκλας» του καλαμποκιού το οποίο αφου ξεσποριζόταν στη συνέχεια με το εσωτερικό σφράγιζαν νταμιτζάνες, μεγάλα μπουκάλια, βαρελάκια κλπ ( εκφρ. Σφάλτσαμι τς ντραματζάνις μι τα σιόχαλα κι τς αφκαμι ουρθές να μη χύνιτι η τιουλτιούκου)
Καιπιώνου=Χάνω, εξαφανίζω ( εκφρ. Τν καίπιουσα τ’ λίμπα (ειδικό γυάλινο σκευος που βάζαν το γλυκό) μι του γλυκό γιατί ικείνους ου μκρός μ’ ου Γιώτης είνι σούχας ( αυτός που του αρέσουν πολύ τα γλυκά) κι αράδα μιρμιτάει ( τρώει απ’ τα κρυφά λίγο-λίγο)
Παυκαλνώ =Καπνίζω τσιγάρο ( εκφρ΄Ικείν’ οι τσιλιμπατζιώνδις απ τουν κάτ’ είχαν κρυφτεί ουπίσου απ’ του μαϊριό τς νταήκινας κι παυκαλνούσαν αράδα τσιγάρις)